Google+ To Φανάρι : Κώστας Κρυστάλλης 1868 – 1894

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Κώστας Κρυστάλλης 1868 – 1894

Ηπειρώτης λογοτέχνης, ο «τραγουδιστής του χωριού και της στάνης», ο ποιητής που ύμνησε όσο κανένας άλλος τα λεβέντικα βουνά και τη ζωή της υπαίθρου.
Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο της Ηπείρου....
Ήταν γιος του εύπορου εμπόρου Δημητρίου Κρυστάλλη και της συζύγου του Γιαννούλας, το γένος Ψαλίδα. Μαθητής ακόμα της Ζωσιμαίας Σχολής στα Ιωάννινα εξέδωσε το φλογερό πατριωτικό ποίημα «Αι σκιαί του Άδου» (1887), στο οποίο εξυμνούσε με πάθος τους εθνικούς αγώνες και τους ήρωες του 1821. Η Ήπειρος, όμως, ήταν τότε σκλαβωμένη και οι Τούρκοι καταζητούσαν το νεαρό ποιητή. Για ν’ αποφύγει τη σύλληψη αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα, όπου δούλεψε σκληρά.
Εργάστηκε ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο, συντάκτης του περιοδικού «Εβδομάς», λημματογράφος στην εγκυκλοπαίδεια «Μπαρτ και Μπεκ» και τέλος ως υπάλληλος στα εκδοτήρια των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου. Τα εισοδήματά του από αυτές τις δουλειές ήταν πενιχρά και μη έχοντας επαρκείς πόρους ζούσε σε ανήλιαγα υπόγεια, που του έφθειραν την υγεία. Προσβλήθηκε από φυματίωση, αρρώστια αγιάτρευτη στην εποχή του. Η μόνη του χαρά ήταν η μελέτη και η ποίηση και που και που καμιά εκδρομή στην Πεντέλη, στην Πάρνηθα ή στον Υμηττό, που του θύμιζαν την «Πίνδο του», τη βουνίσια ζωή, που είχε γίνει o μυστικός καημός του.

Απ’ αυτή την ασίγαστη λαχτάρα, γεννήθηκε η ειδυλλιακή ποίησή του. Ο Κρυστάλλης έγραψε κι άλλα έργα, όπως τα πεζογραφήματα για τους «Βλάχους της Πίνδου» και το πατριωτικό του «Ο Καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγιού», μα εκείνα που κάνουν ξεχωριστό ποιητή τον Κρυστάλλη και προσθέτουν ένα νέο τόνο στη νεοελληνική ποίηση είναι τα «Αγροτικά» (1891) και ο «Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης» (1892), που τιμήθηκε με έπαινο στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Σ’ αυτά τα ποιήματα, που έχουν βουκολικό χρώμα και είναι γεμάτα δροσιά και χάρη, ο ηπειρώτης ποιητής ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, και τα πλουτίζει με την προσωπική του τέχνη και «την άφθαστη ομορφιά της ελληνικής φύσης και των βουνών μας την περηφάνεια». Στα τέλη του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές από λαχείο κι έτσι μπόρεσε στις αρχές του επομένου έτους να δημοσιεύσει τα «Πεζογραφήματά» του.

Λίγο αργότερα, όμως, η αρρώστια του θα επιδεινωθεί ραγδαία και ο ξενιτεμένος ποιητής δεν αντέχει πια. Γυρίζει στην Ήπειρο και στις 22 Απριλίου 1894 πεθαίνει στο σπίτι της αδελφής του στην Άρτα, σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Ο κάμπος τον είχε φάει, όπως προφήτεψε θλιβερά στο «Σταυραητό» του.
Παρακαλώ σε Σταυραητέ, για χαμηλώσου λίγο
και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου·
Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.
Στην Πεντέλη υπάρχει από χρόνια η προτομή του. Την έχουν στήσει οι φυσιολάτρες, που τον αισθάνονται ιδιαίτερα σαν δικό τους ποιητή. Να, τι γράφει γι’ αυτό το βουνό ο Κρυστάλλης:
Νάξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ ’άλλα.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και είναι γραμμένες σε καθαρεύουσα, αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε ο ποιητής από την επαφή του με το πνεύμα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα «Αγροτικά» πέρασε στον κύκλο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό τραγούδι. Στην πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, στράφηκε ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, στη χρήση της οποίας συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους.
 

Στο Σταυραϊτό

Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις·
φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο, κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει·
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αϊτός, στοιχειό και δράκος,
κι εφώλιασε βαθιά  βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ· ν' αράξω θέλω, αϊτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νά’ ρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες,
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους,
θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ,
και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμό τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αϊτέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα  μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δώσ’ μου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

Κώστας Κρυστάλλης 
 

Τραγούδι της ξενιτιάς

 Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν' αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.
Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.
- Τραγούδια αν εχ' η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!...
Στα ξένα, ποιος θα σε χαρή και ποιος θα σε γελάση;
Πού ’ν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πού ’ναι τα γέλια τ' αδερφού κι η συντροφιά του φίλου;
Πού ’ν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;
Αν αρρωστήσης, ποιος θα ρθή στην ξενιτιά σιμά σου
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνη;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου;
Κι αν έρθη μερ' αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνης,
ποιος θα βρεθή στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση;
Στο λειψανό σου ποιος θα ρθή λουλουδια να σε ράνη;
Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκράβατό σου
για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νά ’ξερες, και πως τους παν τους ξένους!
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!
Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν' με φαρμακώνουν!...
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!

 Κώστας Κρυστάλλης

Τραγούδι του τρυγητού

Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι,
το λεν στα πλάγια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ' αηδόνια,
το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
το λέει κι η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
- Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ως που να ρθή μιαν άνοιξη, να ρθή ένα καλοκαίρι,
να γείρη από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ' αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάση.

 Κώστας Κρυστάλλης

 Πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου