Τα ΧΡΥΣΑ ΕΠΗ του Πυθαγόρα, είναι εβδομήντα ένας στίχοι, γραμμένοι σε
δακτυλικό εξάμετρο – δηλαδή το ποιητικό μέτρο του Ομήρου, καθώς και
άλλων φιλοσόφων, όπως ο Εμπεδοκλής και ο Παρμενίδης.
.Είναι άγνωστο ποίος έγραψε τα Χρυσά Έπη. Σίγουρα είναι Πυθαγόρεια, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε πως τα έγραψε ο ίδιος ο Πυθαγόρας, καθότι γνωρίζομε πως δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο. Απλά εντάσσονται στην παράδοση των Πυθαγορείων.
Αυτή τη θέση έχει κρατήσει ο Ιάμβλιχος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Ιεροκλής, ο Πρόκλος και ο Σιμπλίκιος.Σύμφωνα με τον σχολιασμό του Ιεροκλέους, τα εν λόγω Έπη λέγονται “Χρυσά” για να επισημανθεί ότι “περιέχουν την τελειότατη στοιχείωση της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων”. Ο χρυσός, σύμφωνα πάντα με τον Ιεροκλή, είναι μέταλλο καθαρότατο, και ανώτερο από τα υπόλοιπα, διότι δεν οξειδώνεται, ενώ τα υπόλοιπα αλλοιώνονται, καθώς προσμειγνύονται με ξένα και γήινα συστατικά.
Το ποίημα μπορεί να χωριστεί σε δύο ενότητες.
Η πρώτη, 1 στίχος ως 49α στίχος, περιέχει απλές γνώμες και έχει χαρακτήρα προστακτικό. Η δεύτερη, 49β στίχος ως 71στίχος, περιέχει υποσχέσεις και υποδεικνύει τους έσχατους σκοπούς. Συνεπώς, σύμφωνα με τη δομή του ποιήματος, μπορούμε να πούμε ότι μας λέει πως, αν κάνουμε αυτό που μας προτρέπει στο πρώτο μέρος, τότε θα έχουμε τα πλεονεκτήματα που μας υπόσχεται στο δεύτερο.
Το βασικό θέμα των Χρυσών Επών, είναι η βαθιά γνώση. Στην πρώτη ενότητα τίθεται σε επίπεδο ηθικό, ενώ στη δεύτερη σε επίπεδο μεταφυσικό. Όταν κάποιος κατορθώσει να αποκτήσει τη βαθιά γνώση, η ηθική και η μεταφυσική συνάπτονται μαζί και γίνονται ένα. Αυτός είναι ο καρπός της φιλοσοφίας. Κατά τη φάση αυτή, σύμφωνα με τους δύο τελευταίους στίχους, στίχος 70 και 71, των Χρυσών Επών, ο άνθρωπος, αφού εγκαταλείψει το σώμα του, μετέρχεται στον ελεύθερο αιθέρα, γίνεται αθάνατος, Θεός άμβροτος και δεν είναι πια θνητός.
Δείτε το κείμενο και την μετάφραση:
***
Αθανάτους μεν πρώτα θεούς, νόμω ως
διάκεινται τίμα και σέβου όρκον· έπειθ’ ήρωας αγαυούς, τους τε
καταχθονίους σέβε δαίμονας έννομα ρέζων τους τε γονείς τίμα τους τ’
άγχιστ’ εκγεγαώτας, των δ’ άλλων αρετή ποιού φίλον όστις άριστος. Πραέσι
δ’ είκε λόγοις έργοισί τ’ επωφελίμοισι, μήδ’ έχθαιρε φίλον τον
αμαρτάδος είνεκα μικρής όφρα δύνη· δύναμις γαρ ανάγκης εγγύθι ναίει.
Ταύτα μεν ούτω ίσθι, κρατείν δ’ ειθίζεο
τώνδε· γαστρός μεν πρώτιστα και ύπνου, λαγνείης τε και θυμού· πρήξης δ’
εισχρόν ποτέ μήτε μετ’ άλλου μήτ’ ιδίη· πάντων δε μάλιστ’ αισχύνεο
σαυτόν.
Είτα δικαιοσύνην ασκείν έργω τε λόγω τε,
μήδ’ αλογίστως σαυτόν έχειν περί μηδέν έθιζε, αλλά γνώθι μεν ως θανέειν
πέπρωται άπασιν, χρήματα δ’ άλλοτε μεν κτάσθαι φιλεί, άλλοτ’ ολέσθαι.
Όσα δε δαιμονίαισι τύχαις βροτοί άλγε’ έχουσιν ήν αν μοίραν έχης, ταύτην
φέρε μηδ’ αγανάκτει, ιάσθαι δε πρέπει καθ’ όσον δύνη· ώδε δε φράζευ· ου
πάνυ τοις αγαθοίς τούτων πολύ μοίρα δίδωσιν.
Πολλοί δι’ ανθρώποισι λόγοι δειλοί τε και
εσθλοί προσπίπτουσ’, ων μήτ’ εκπλήσσεο μήτ’ άρ’ εάσης είργεσθαι σαυτόν,
ψεύδος δ’ ήν περ τι λέγηται πράως έχ’, ο δε τοι ερέω επί παντί
τελείσθω· μηδείς μήτε λόγω σε παρείπη μήτε τι έργω πρήξαι μηδ’ ειπείν, ο
τι τοι μη βέλτερον εστι.
Βουλεύου δε πρό έργου, όπως μη μωρά
πέληται· δειλού τι πράσσειν τε λέγειν τ’ ανόητα προς ανδρός· αλά ταδ’
εκτελέειν, α σε μη μετέπειτ’ ανιήσει. Πράσσε δε μηδέν των μη επίστασαι,
αλλά διδάσκευ όσσα χρεών και τερπνότατον βίον ώδε διάξεις.
Ουδ’ υγιείης της περί σώμα αμέλειαν έχειν
χρή, αλλά ποτού τε μέτρον και σίτου γυμνασίων τε ποιείσθαι· μέτρον δε
λέγω τοδ’, ο μη σ’ ανιήσει. Ειθίζου δε δίαιταν έχειν καθάρειον, άθρυπτον
και πεφύλαξο τοιαύτα ποιείν, οπόσα φθόνου ίσχει· μη δαπανών παρά καιρόν
οποία καλών αδαήμων μηδ’ ανελεύθερος ίσθι, μέτρον δ’ επί πάσιν άριστον·
πράσσε δε ταύθ’, α σε μη βλέψει, λόγισαι δε προ έργου.
Μηδ’ ύπνον μαλακοίσιν επ’ όμμασι
προσδέξασθαι πριν των ημερινών έργων τρις έκαστον επελθείν ”πη παρέβην;
τι δ’ έρεξα; τι μοι δέον ουκ ετελέσθη;” αρξάμενος δ’ από πρώτου επέξιθι
και μετέπειτα δειλά μεν εκπρήξας επιπλήσσεο, χρηστά δε τέρπευ. Ταύτα
πόνει, ταύτ’ εμελέτα, τούτων χρη εράν σε· ταύτα σε της θείας αρετής εις
ίχνια θήσει ναι μα τον αμετέρα ψυχή παραδόντα τετρακτύν παγάν αενάου
φύσεως.
Αλλ’ έρχευ επ’ έργον, θεοίσιν επευξάμενος
τελέσαι· τούτων δε κρατήσας γνώσειαι αθανάτων τε θεών θνητών τ’
ανθρώπων σύστασιν, η τε έκαστα διέρχεται, η τε κρατείται γνώση δ’ η
θέμις εστί, φύσιν περί παντός ομοίην ώστε σε μήτ’ άελπτ’ ελπίζειν μήτε
τι λήθειν· γνώση δ’ ανθρώπους αυθαίρετα πήματ’ έχοντας τλήμονας, οι τ’
αγαθών πέλας όντων ούτ’ εσορώσιν ούτε κλύουσι, λύσιν δε κακών ταύροι
συνιάσιν· τοίη μοίρ’ αυτών βλάπτει φρένας, ως δε κύλινδροι άλλοτ’ επ’
άλλα φέρονται απείρονα μήματ’ έχοντες· λυγρά γαρ συνοπαδός Έρις
βλάπτουσα λέληθεν σύμφυτος, ην ου δει προσάγειν, είκοντα δε φεύγειν.
Ζευ Πάτερ, η πολλών τε κακών λύσειας άπαντας, ει πάσιν δείξας οι τω δαίμονι χρώνται.
Αλλά συ θάρσει, επεί θείον γένος εστί
βροτοίσιν, οις ιερά προσφέρουσα φύσις δείκνυσιν έκαστα, ων ει σοι τι
μέτεστι, κρατήσεις ων σε κελεύω εξακέσας ψυχήν δε πόνων από τώνδε
σαώσεις.
Αλλ’ είργου βρωτών, ων είπομεν, εν τε
καθαρμοίς εν τε λύσει ψυχής κρίνων και φράζευ έκαστα ηνίοχον γνώμην
στήσας καθύπερθεν αρίστην. Ήν δ’ απολείψας σώμα ες αιθέρ΄ελεύθερον
έλθης, έσεαι αθάνατος, θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου