Google+ To Φανάρι : « Του πιδούδ' μι ντ πίτα »

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

« Του πιδούδ' μι ντ πίτα »

Κόκκινη κλωστή, δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
Δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
 παραμύθι ν' αρχινίσει.... 

Του πιδούδ' μι ντ πίτα
( Κολινδρός Πιερίας – Μακεδονία)

Μια φουρά κι έναν κιρό, ήταν μια γιαγιά κι ένας παππούς και είχαν ένα ιγγόν. Ήταν
ακόμα μούτσιανου, αλλά ήθηλι να βουηθάει του παππού τ' κι ντ' γιαγιά τ', γιατί η μάμα τ' κι η μπαμπάς τ' είχαν πάει στουν ουρανό....

Ένα Σάββατου,
η παππούς πήγι στο χουράφι που είχι του μπουστάνι. Η γιαγιά έκατσι στου σπίτι κι έφτιασιν μια μιγάααλ' πίτα. Φώ ναξι του πιδούδ και του είπι να ντ' πάει στου παππού. Δεν ήξηρι καλά του δρόμου ,
αλλά όταν η γιαγια του ρώτσιν' ντράπκιν να πει οτι δεν ξιέρ'. Δεν ήθηλι να πάει ντ' πίτα η γιαγιά, για να μη κουραστεί. Αλλά ήθηλι και να πάει αυτός για να γυρίσει μαζί μι του παππού, καβάλα στου γαζιόλ' .
Δρόμου παίρν' δρόμου αφήν ' κατά κει που τουν είπι η γιαγιά, κι μι του μεγάλου του σινί στου κεφάλ' έφτασιν σι ένα τσαΐρ κι καρσί φάνκιν η παππούς. Ήταν ακόμα πουλύ μακρυά όμους κι δεν ήξηρι από που να πάει.
Φώναξι τότι "Παπ πού παππού!
απού που να έρτου;" "Ίσια απ' τ' μέση"
Πεινούσι του πιδούδ' νόμισιν ότι τουν είπι να φάει τ' μέση απ' την πίτα, κι έφαγι τ' μέση....
Πιρπάτσιν ακόμα λίγο, βλιέπ' μια μπουλντούκα μι νιρό, κι πάλι ρώτσιν "Παππού παππού! απού που να έρτου;" "Απ' τν' άκρια έλα" Αυτό πάλι δεν κατάλαβι καλά, έφαγι κι μια άκρια απ' την πίτα.....
Ύστηρα πάλι, βλιέπ' ένα μαντρί "Παππού παππού! απού που να έρτου;"
"Απού γύρου γύρου" Τρώει κι του γύρου τσ πίτας...
 Έτσ' σιγά σιγά έφαγι όλ' ντ πίτα κι όταν έφτασιν στου χου ράφ' είχι μόνο του σινί στου κεφάλ' .

"Καλώς του πιδούδ ι μ' " λιέει η παππούς "τι έχ'ς στου ταψί;"
Κι τι να δει... άδειο του ταψί.
 "Πού είνι η πίτα που μ' έταξιν η γιαγιάσ;" " τ ν έφαγα" "γιατί δε τν έφηρις να τ' φάμι μαζί;"
 "Ισί δε μ' είπις να τ' φάου;" "πότι σι είπα έτσι" "υπουρτώραν", λίει του πηδί.
Θύμουσιν η παππούς, πήγι να του μαλώσ' του πιδούδ' μα αντί γι αυτό, τουν έπιασα ν τα γέλια.
 Τα γέλια τ' έφτασαν στα γύρου βουνά κι ξαναγύρσαν, κι έγιναν πουλλά κι του πιδί έκληγι στ' αρχή, μα ύστηρα άρχίνσι ν α γιλάει κι αυτό.
 Έκουψιν η παππούς ένα μιγάλο καρπούζ' τότι, κι έφαγαν μαζί. Πήραν κι ένα για του σπίτι, ανέβκαν στο γαζιόλ' με του πιδί στα καπούλια, κι ξικίνσαν για του χωριό, να βρουν κι ντ γιαγιά που τς πιρίμινι
. Κι πέρασαν αυτοί καλά, κι ι μείς καλύτηρα !

 Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια γιαγιά και ένας παππούς, και είχαν ένα εγγόνι.
Ήταν πολύ μικρό ακόμα, αλλά ήθελε να βοηθάει τον παππού του και τη γιαγιά του, γιατί η μαμά του και ο μπαμπάς είχαν πεθάνει.
 Ένα Σάββατο, ο παππούς πήγε στο χωράφι όπου ε ίχε το μποστάνι.
Η γιαγιά κάθισε στο σπίτι και έφτιαξε μια μεγάααλη πίτα. Φώναξε το παιδάκι και του είπε να την πάει στον παππού
. Δεν ήξερε καλά τον δρόμο, αλλά όταν η γιαγιά τον ρώτησε, ντράπηκε να πει ότι δεν ξέρει.
 Δεν ήθελε να πάει την πίτα η γιαγιά, γ ια να μην κουραστεί.
Αλλά ήθελε και να πάει αυτός για να γυρίσει μαζί με τον παππού καβάλα στο μουλάρι.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, προς τα εκεί που του είπε η γιαγιά, και με το μεγάλο το ταψί στο κεφάλι, έφτασε σε ένα λιβάδι και απέναντι φάνηκε ο παππούς .
Ήταν ακόμα πολύ μακρυά, όμως και δεν ήξερε από που να πάει.
 Φώναξε τότε "Παππού παππού! από που να έρθω;"
 “Ίσια απ' την μέση” Πεινούσε το παιδάκι, νόμισε ότι του είπε να φάει τη μέση της πίτας, και έφαγε τη μέση...
Περπάτησε ακόμα λίγο, βλέπει μια γούρν α με νερό, και πάλι ρώτησε "Παππού παππού! από που να έρθω;"
 “Από την άκρη έλα” Αυτό πάλι δεν κατάλαβε καλά, έφαγε και μια άκρη της πίτας...
 Ύστερα πάλι, βλέπει ένα μαντρί
 "Παππού παππού! από που να έρθω;"
“Από γύρω γύρω”
 Τρώει και τον γύρω της πίτας....
 Έτσι σιγά σιγά, έφαγε όλη την πίτα και όταν έφθασε στο χωράφι είχε μόνο το μεγάλο ταψί στο κεφάλι.
“Καλώς το παιδάκι μου” λέει ο παππούς, “τι έχεις στο ταψί;” Και τι να δει... άδειο το ταψί. “που είναι η πίτα που μου υποσχέθηκε η γιαγιά;” “την έφαγα
“γιατ ί δεν την έφερες να τη φάμε μαζί;”
“Εσύ δεν μου είπες να την φάω;”
 “Πότε σου είπα έτσι”
“πριν από λίγο” .
 Θύμωσε ο παππούς, πήγε να μαλώσει το παιδάκι, μα αντί γι αυτό τον έπιασαν τα γέλια.
Τα γέλια του έφτασαν στα γύρω βουνά και ξαναγύρισαν, κι έγιναν πολλά, και το παιδί έκλαιγε στην αρχή, μα ύστερα άρχισε να γελάει και αυτό.
 Έκοψε ο παππούς ένα μεγάλο καρπούζι, και έφαγαν μαζί.
 Πήραν και ένα για το σπίτι, ανέβηκαν στο μουλάρι με το παιδί στα καπούλια, και ξεκίνησαν για το χωριό, να βρουν και τη γιαγιά που τους περίμενε.
 Και πέρασαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα!

 Λεξιλόγιο

 Ιγγόνι = εγγόνι
Μούτσιανο = μικρό
μπουστάν = μποστάνι = χωράφι με καρπούζια ή πεπόνια
πιδούδι = παιδάκι
γαζιόλι = γομάρι = μουλάρι
σινί = μεγάλο στρόγγυλο ταψί από χαλκό, γανωμένο εσωτερικά
τσαΐρι = βοσκότοπος σε ύψωμα κυρίως με θέα, όπου πηγαίνανε και βόλτα
 καρσί = απέναντι
μπουλντούκα = μεγάλη γούρνα με νερό
υπουρτώρα = πριν από αυτή την ώρα, πριν από αυτή τη στιγμή, πριν από λίγο
 
Επιθυμώ να συμβάλω και εγώ συμμετέχοντας
 με ένα παραμύθι που μας το έλεγαν όταν είμασταν μικρά στον Κολινδρό.
 Το διηγούμαστε στα παιδιά, τουλάχιστον εμείς που έχουμε φύγει απ ’ τον Κολινδρό εδώ και πενήντα χρόνια.
 Στον Κολινδρό κάθε Σάββατο οι γυναίκες έφτιαχναν πίτα. Η πίτα αυτή χρειαζόταν πολύ χρόνο και κόπο για να γίνει. Και φυσικά ήταν τεράστια για να χορταίνει όλη η οικογένεια. Ήταν το κύριο γεύμα της ημέρας. Ήταν τόσο συνυφασμένη αυτή η συνήθεια με τη ζωή των Κολινδρινών, που μια φορά κάποιος αν και ήταν Κυριακή δούλευε στο χωράφι.
 Τον βλέπει ένας συγχωριανός του και του λέει, πώς είναι δυνατόν να δουλεύει Κυριακή μέρα. Και εκείνος παραξενεμένος “Πως είναι Κυριακή; αφού εγώ δεν έφαγα πίτα χθες” .
 Αθηνά Κυριακού – Σαρακενίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου