Google+ To Φανάρι : Η κληρονομικότητα στο χρώμα του δέρματος

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Η κληρονομικότητα στο χρώμα του δέρματος

O Charles Davenport ήταν διάσημος Αμερικανός βιολόγος. Υπήρξε ένας από τους ηγέτες του κινήματος της ευγονικής στις ΗΠΑ. Καθηγητής Ζωολογίας στο Harvard University, σύντομα διακρίθηκε ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην επιστήμη της βιολογίας. Δεν άργησε να γίνει θιασώτης της ευγονικής, ιδρύοντας το Eugenics Record Office και αργότερα σε διεθνές επίπεδο το International Institute of Eugenics Organiazations, σε συνεργασία με τον Eugen Fischer.
Εστίασε στην βιομετρία και στην μελέτη της κληρονομικότητας, μελετώντας συστηματικά την φυλετική μίξη....
Με την επικράτηση των Εθνικοσοσιαλιστών στην Γερμανία, ο Davenport, όπως ήταν λογικό για κάθε σοβαρό επιστήμονα, διατηρεί δεσμούς με την υψηλού επιπέδου Γερμανική βιολογική, ανθρωπολογική και ευγονική επιστημονική κοινότητα, λαμβάνοντας βραβεύσεις για το έργο του, προκαλώντας εκενυρισμό στους τότε σιωνιστές κυβερνήτες των ΗΠΑ. Δραστήριος κοινωνικά, αλλά και πολυγραφότατος, ο Davenport άφησε πίσω του ογκώδες έργο. Μία από τις σημαντικότερες μελέτες του παρουσιάστηκε στο βιβλίο "Heredity of skin color in Negro-White crossings", όπου o Davenport εξέτασε την κληρονομικότητα του δέρματος σε μίξεις μαύρων-λευκών.

Επειδή η μίξη λευκών και μαύρων ήταν τότε παράνομη στις ΗΠΑ, η μελέτη διεξήχθη...
κυρίως στην Τζαμάικα, δευτερευόντως στα νησιά Βερμούδες και προστέθηκαν κάποια διαθέσιμα στοιχεία από την Λουιζιάνα των ΗΠΑ. Η μέτρηση του χρώματος του δέρματος έγινε δυστυχώς με την σβούρα της Milton Bradley και όχι με μια κλίμακα όπως π.χ. αυτή του von Luschan. Η σβούρα αυτή έχει τέσσερις τομείς χρώματος, μαύρο-άσπρο-κόκκινο-κίτρινο, με μεταβλητή επιφάνεια ο καθένας. Ρυθμίζοντας τις επιφάνειες και γυρνώντας την σβούρα, προκύπτει, καθώς αυτή γυρνά, ένα μόνο χρώμα το οποίο συγκρίνεται με το χρώμα του δέρματος. Παρότι εισάγονται επιπλέον υποκειμενικοί παράγοντες, τα αποτελέσματα παραμένουν χρήσιμα σε γενικές γραμμές για την εκτίμηση του χρώματος του δέρματος.

Ένα σημαντικό πρόβλημα στην έρευνα είναι το υψηλό ποσοστό εξώγαμων στους μικτούς φυλετικά πληθυσμούς της Τζαμάικα, που ξεπερνά το 60%, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι γονείς να μην είναι γνωστοί μετά βεβαιότητας και να πρέπει να απορριφθούν πολλά δείγματα.

Το χρώμα του δέρματος λαμβάνεται συνήθως στην εσωτερική πλευρά του χεριού, κοντά στην μασχάλη, ώστε να αποφευχθεί τυχόν μαύρισμα λόγω έκθεσης στον ήλιο. Ο συγγραφέας παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι τα νεογνά των νέγρων είναι σχετικά πιο λευκά και αποκτούν σκούρο χρώμα μεγαλώνοντας.

Στη συνέχεια μετρά το χρώμα του δέρματος στους καθαρούς λευκούς και στους καθαρούς μαύρους της κάθε περιοχής, ώστε να υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Πάντως, οι νέγροι, έχοντας καταγωγή από την δυτική Αφρική, δεν παρουσιάζουν ομοιόμορφο χρώμα δέρματος, εφόσον οι νέγροι από το Σουδάν μέχρι την Σενεγάλη και τη Νιγηρία, έχουν χρώμα δέρματος από σκούρο καστανό μέχρι μαύρο.

Το κύριο μέρος της μελέτης αποτελείται από πίνακες που εξετάζουν το χρώμα των απογόνων, για κάθε δυνατή περίπτωση μίξης γονέων. Οι γονείς κατηγοριοποιήθηκαν ως white, quadroon, mulatto, sambo, black. Τα αποτελέσματα είναι τα εξής, αντίστοιχα και στις άλλες μίξεις:

white + white = πάντα white
white + quadroon = white ή quadroon, κατανομή περίπου 50-50%
white + mulatto = white, quadroon, ή mulatto, κατανομή περίπου 25-50-25%
white + sambo = quadroon ή mulatto, κατανομή περίπου 50-50%
white + negro = white, mulatto ή negro, σχεδόν πάντα mulatto, πρώτη γενιά μίξης
mulatto + mulatto = περίπου 5-20-50-20-5% μεταξύ white-quadroon-mulatto-sambo-negro

Τα παραπάνω δείχνουν αρχικά ότι στο ανθρώπινο είδος, οι λευκοί αναπαράγουν πάντα λευκούς, οι μαύροι μαύρους, κτλ, δηλαδή οι διαφορές είναι κληρονομικές. Αποτελούν βασικούς τύπους, αλλά οι μίξεις τους όχι, καθώς δεν αναπαράγουν σταθερά τον τύπο τους και εμφανίζεται διακριτοποίηση. Η πρώτη γενιά δίνει εν γένει ενδιάμεσο αποτέλεσμα, όμως σε όλες τις επόμενες αρχίζει η διακριτοποίηση. Τα αποτελέσματα για τις μίξεις μεταξύ mulatto υπογραμμίζουν την δυνατότητα επιστροφής στους αρχικούς τύπους, αν και όχι ισομοιρασμένα με τις μίξεις. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το χρώμα του δέρματος εξαρτάται από πολλούς γονιδιακούς παράγοντες και όχι μόνο από έναν, γι' αυτόν τον λόγο τα αποτελέσματα δεν είναι απολύτως σύμφωνα με το απλό μεντελικό σχήμα κληρονομικότητας ενός γονιδιακού παράγοντα.

Ο Davenport βρίσκει ότι δεν υπάρχει σεξουαλικός διμορφισμός ως προς το χρώμα του δέρματος στους νέγρους. Άνδρες και γυναίκες έχουν το ίδιο χρωμα δέρματος. Επίσης, όπως ήταν αναμενόμενο, τα παιδιά παίρνουν, στατιστικά, το χρώμα του δέρματος εξίσου και από τους δύο γονείς.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πιο σκούροι άνδρες ζευγαρώνουν πιο συχνά με σκουρόχρωμες γυναίκες, παρά με ανοιχτόχρωμες. Αυτό δείχνει ότι οι γυναίκες τείνουν να επιλέγουν πιο ανοιχτόχρωμους άνδρες. Έμμεσα γίνεται επιλογή των πιο λευκών μεταξύ των mulatto. Εν γένει πάντως, οι περισσότεροι επιθυμούν το ταίρι τους να έχουν περίπου το ίδιο χρώμα με αυτούς, κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό.

Στη συνέχεια, ο Davenport προβαίνει σε μια μελέτη της λαϊκής ορολογίας περί του υβριδισμού μεταξύ λευκών και μαύρων στον άνθρωπο. Αυτή η ορολογία ταξινομεί τα υβρίδια σχετικά με την ποσότητα του λευκού ή μαύρου αίματος που έχουν, όπως το αντιλαμβάνεται ο απλός λαός. Βασική παράμετρος είναι το χρώμα του δέρματος.

Η λέξη mulatto δηλώνει την μίξη λευκού-μαύρου, ειδικά ως προς το ενδιάμεσο χρώμα του δέρματος. Η μίξη μεταξύ mulatto δεν έχει συγκεκριμένο όνομα στις περιοχές που μελετήθηκαν παρότι οι μίξεις αυτές είναι εξαιρετικά συνήθεις. Υπάρχει μεν σαν όρος στην Λατινική Αμερική, οι cascos, αλλά δεν εντοπίζεται αλλού. Η απουσία τέτοιας ορολογίας συνδέεται με την έντονη μεταβλητότητα που παρουσιάζουν τα παιδιά των mulatto.
Ο απόγονος λευκού-mulatto λέγεται quadroon. Ο χρωματισμός του δέρματος είναι συνήθως σχετικά ανοικτός, όμως παραμένουν κάποια εμφανή στοιχεία νέγρικου αίματος.
Ο απόγονος μαύρου-mulatto λέγεται sambo. Ο χρωματισμός του δέρματος είναι συνήθως σκούρος, αλλά όχι τόσο όσο του καθαρού νέγρου.
Οι κατηγοριοποιήσεις πάνε και παραπέρα από quadroon, π.χ. octroon, κτλ. αλλά όπως παρατηρεί ο Davenport, έχουν κοινωνική μόνο σημασία, ως προς την γενιά δηλαδή και όχι ως προς ειδική ταξινόμηση ως προς το χρώμα του δέρματος. Συμπερασματικά, η ονοματολογία που έχει προκύψει αυθόρμητα στον λαό περί μίξεων λευκών-μαύρων, ταυτίζεται με την ανθρωπολογική διακριτοποίηση λόγω των νόμων του Μέντελ.

Ένα ζήτημα της υβριδοποίησης είναι το αν μπορεί να διατηρηθεί σταθερός ένας λευκός φαινότυπος, έστω και αν έχει κάποιους μαύρους προγόνους. Αυτοί λέγονται fixed whites, που όχι μόνο είναι λευκοί φαινοτυπικά, αλλά και οι απόγονοί τους είναι πάντοτε λευκοί. Εκτιμήσεις βρίσκουν ότι χρειάζονται περίπου πέντε ή έξι γενιές σμίξης με λευκό για την πλήρη εξάλειψη κάθε ίχνους "μαύρου" αίματος. Δηλαδή, να εξαλειφθεί το ξένο αίμα και από τον γονότυπο. Αυτό το ζήτημα έχει μεγάλη κοινωνική σημασία. Για παράδειγμα, στην Florida των ΗΠΑ, την εποχή που γίνονταν η μελέτη, ένας λευκός δεν μπορούσε να παντρευτεί mulatto ή quadroon ή octroon, αλλά μπορούσε να παντρευτεί την κόρη ενός λευκού με octroon, δηλαδή παρέχονταν ένας βαθμός ασφαλείας τεσσάρων γενεών (mulatto-quadroon-octroon-κόρη) για να θεωρηθεί ότι υπάρχει fixed white.

Οι περιπτώσεις όπου έγινε επανεμφάνιση νέγρικων χαρακτηριστικών μετά από πολλές γενιές είναι σπάνια και πολλές φορές αποκύημα της φαντασίας κάποιων με σκοπό την δραματοποίηση καταστάσεων. Ωστόσο, έχουν εμφανιστεί κάποιες περιπτώσεις που παραθέτει ο Davenport, όπου μετά από τρεις ή τέσσερις γενιές ζευγαρώματος με λευκούς, επανεμφανίστηκαν κάποια νέγρικα στοιχεία.

Επίσης, ένα σημαντικό αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι τα υβρίδια εμφανίζουν κανονική γεννητικότητα, δηλαδή δεν παρατηρείται κάποια μείωση της γονιμότητας. Η μελέτη εξέτασε μαζί και το χρώμα των ματιών και την μορφή των μαλλιών και προσπάθησε να βρει την σύνδεση με την κληρονομικότητα του δέρματος. Στο τέλος, παρέχονται πολλές περιγραφές μίξεων από οικογενειακά αρχεία σε ξεχωριστό αναλυτικό παράρτημα.

Το ζήτημα της κληρονομικότητας στο χρώμα του δέρματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και δύσκολο. Αναμένεται να λυθεί οριστικά όταν η γενετική αναπτυχθεί και αναπόφευκτα θα εξηγηθεί η ακριβής γονιδιακή προέλευση του χρώματος του δέρματος. Από την ανθρωπολογική μελέτη του Davenport προκύπτει ότι η κληρονομικότητα του δέρματος δεν προέρχεται από ένα γονιδιακό στοιχείο που διακριτοποιείται μεντελικά, αλλά περισσότερων. Η πρώτη γενιά μίξης έχει χρώμα δέρματος ανάμεσα από τους δύο γονείς, αλλά η επόμενη γενιά να παρουσιάζει μεγαλύτερη μεταβλητότητα με αποτέλεσμα να επανεμφανίζεται ο χρωματισμός των αρχικών λευκών ή μαύρων τύπων σε μέρος των απογόνων.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου