Google+ To Φανάρι : ΤΑΒΕΡΝΑ «Η ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΣ»

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑΒΕΡΝΑ «Η ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΣ»

Περνοδιαβαίνοντας τα στενά της Πλάκας και εξερχόμενος εξ αυτών έπεσα επάνω σε μια μεταμοντέρνα «καφετέρια-ρεστοράντ» κάτι σαν το κρυσταλλένιο παλάτι του παραμυθιού, με θέα τον Παρθενώνα. Φωλιασμένη στην καρδιά ενός σουρεάλ τριώροφου (και βάλε) κτιρίου, ενός αδιανόητου κτιρίου, στρεβλά δομημένου δίκην κακόσχημων κύβων ή εξαμβλωματικών κουτιών που στραβοκάθονται το ένα πάνω στο άλλο, με πολύ μπετόν, γυαλί και μέταλλο, με χώρους άπλετους πληθωριστικούς...
με μαρμάρινα απαστράπτοντα δάπεδα, και με φαρδιές κυλιόμενες και μη σκάλες για να κυκλοφορεί κανείς από όροφο σε όροφο πάνω και κάτω από την «καφετέρια-φαγάδικο» με την περίβλεπτο τζαμαρία και την υπαίθρια βεράντα της, σε καλεί να την επισκεφθείς, καθότι εξάπτει την περιέργεια (τι στο καλό ή στον «έξαποδώ» είναι τούτο;). Μπήκα λοιπόν κι εγώ μέσα, και όντως θαύμασα το επιχειρηματικό δαιμόνιο των λειτουργών της, αναφορικά με τον διάκοσμο των «υποκάτω της» και «υπεράνω της» ορόφων, που θεώρησα ότι αποτελούν ένα είδος «κράχτη» για την προσέλκυση πελατών και θαμώνων.
Δεν συγκράτησα το όνομά της, αλλά δεν την χάνει κανείς καθότι «περίβλεπτος», αρχή Διονυσίου Αρεοπαγίτου μεριά, σχεδόν ακουμπιστά στο παλιό Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Εξωτερικά μοιάζει σαν αλλήθωρο πολυώροφο κτίριο έκθεσης αυτοκινήτων (σιτροέν, πεζώ, λαμποργκίνι, με πιπέρι καγιέν και ολίγη πόρσε). Πίσω όμως από τις περίβλεπτες τζαμαρίες του, στο εσωτερικό του περιβάλλον, αποπνέει μιαν αύρα πρωτότυπης αρχαιοπρέπειας, με προεξάρχουσα μιαν υπερμεγέθη μακέτα της Ακρόπολης και των ναών και θεάτρων της, φτιαγμένη από πλαστικά «λέγκο» με την πρόμαχο και την χρυσελεφάντινη Αθηνά να μοιάζουν σαν καρικατούρες-ρομπότ από ταινία του Mad Max, συμβατές άλλωστε με τους δωρητές της, καθότι δωρεά από το Σίδνεϋ της Αυστραλίας, δωρεά υποθέτω τίποτε ομογενών ομότεχνων των λειτουργών τής ημετέρας μεταμοντέρνας καφετέριας.
Ο υπεράνω του «κυλικείου-φαγάδικου» όροφος, ένα είδος γυάλινου στενόμακρου κουτιού παράλληλου προς τον παρακείμενο υπερυψωμένο αυθεντικό Παρθενώνα, εμπεριέχει ένα είδος κακέκτυπης διακωμώδησής του, υπό μορφή ενός περίπτερου ορθογώνιου αφαιρετικού «οικοδομήματος» με κιονοστοιχίες 8Χ17 άχαρων μεταλλικών κυλινδρικών κιόνων, περιβαλλόμενο από θραύσματα από φθαρμένες μετόπες, ζωφόρους και αετώματα συμπληρωμένα ή μάλλον παραγεμισμένα με πολλά γύψινα (γύψινα όχι γύφτικα) «κιτς» ομοιώματα, αλλά δεν βαριέσαι – λες μέσα σου – κέντρο αναψυχής για διερχομένους είναι, δεν είναι δα και εθνικό μουσείο.
Ο από κάτω όμως του υπερσύγχρονου μαγέρικου όροφος είναι μια άλλη ιστορία. Άνετος και ευρύχωρος για πατινάζ, πατίνι, και ποδήλατο, θα φάνταζε δίχως άλλο πολύ κενός χωρίς κάποιον διάκοσμο. Έτσι σκέφτηκαν προφανώς να βάλουν εδώ κι εκεί κάποια αγάλματα, όμως εδώ είναι που ανακύπτει το πρόβλημα. Γιατί, αντί για γύψινα, επέλεξαν – άγνωστο γιατί, δεδομένης της γενικότερης αισθητικής τους – να διασκορπίσουν τήδε κακείσε στον αχανή χώρο του παγοδρομίου-ορόφου τα αυθεντικά αριστουργήματα της ελληνικής γλυπτικής της Ακρόπολης: κόρες, καρυάτιδες, σφίγγες, κούρους, κριοφόρους, όλα αυτά που πριν από μερικά χρόνια κοσμούσαν το μικρό ατμοσφαιρικό μουσείο του ιερού βράχου της Ακρόπολης, που προφανώς δεν υπάρχει πια. Τα αγόρασαν όλα αυτά, τα δανείστηκαν, τους χρωστούσε άραγε το κράτος και τους τα έδωσε αντιπαροχή, ποιός ξέρει;
Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο κάθε «νεοβέβηλος», καθοδόν προς το δεσπόζον και από απόψεως συνεστιαζόμενου πλήθους μεταμοντέρνο κυλικείο του δευτέρου ορόφου, όπου αντί τού «στο βάθος κήπος» προσφέρει «βεράντα με θέα την Ακρόπολη», ρίχνει και μια ματιά σ’ όλα αυτά τα «φυλακισμένα μνημεία» τα εγκιβωτισμένα στο μεταμοντέρνο «μαυσωλείο» τους, συνήθως χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, χωρίς συναίσθηση τού τι και γιατί τα βλέπει, αν κρίνει κανείς από τους καγχασμούς, τους γέλωτες και τα τσιρίγματα των σχολιαρόπαιδων και των μαθητριών με τα ξεσκισμένα – λόγω ύπαρξης μόδας και ανυπαρξίας μυαλού –  τζην, που «μετρούν με βιά τη γη» μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους: εσπρέσο, καπουτσίνο, χάχανα και «σέλφις» στη βεράντα, με τη γλώσσα έξω και γκριμάτσες απελεύθερων πιθηκοειδών, με φόντο πάντα τη δύσμοιρη Ακρόπολη (που η «παλινόρθωσή» της ανακαλεί στη μνήμη μας της Άρτας το γιοφύρι).
Ίσως όμως κι αυτή η «περίβλεπτος» ευωχία σύντομα ν’ αλλάξει. Ίσως, κάτω από την πίεση για εξεύρεση τόπου διαμονής των προσκεκλημένων μας (από τσιπραλέξη, τασία, Σία & σία) ταλαιπωρημένων μεταναστών, να επιδοτηθούν από την πονόψυχη αριστερή μας κυβέρνηση οι λειτουργοί της καφετέριας, για να την μετατρέψουν κι αυτήν σε κέντρο φιλοξενίας των αφροασιανών «αδελφών (μας;) μουσουλμάνων», ή ακόμη και σε κέντρο λατρείας τους (τέμενος, τζαμί με τζαμαρία εν προκειμένω). Γιατί αν έτσι το επιθυμούν, πέραν της διατροφής τους από τις εξίσου πονόψυχες ένοπλες δυνάμεις μας, είμαι βέβαιος ότι θα τους φτιάξουνε κι ένα μιναρέ, κοτζάμ ΜΟΜΑ έχουμε πλέον με τον διακε-κα(υ)μμένο υπουργό της εθνικής μας (αερ)άμυνας (άμυνας με λόγια της πλώρης και του κοπανιστού αέρα). Ούτως ή αλλιώς χώρος υπάρχει και περισσεύει για να στοιβαχτούν χιλιάδες από δαύτους, αφού έτσι κι αλλιώς οι εξ αυτών τζιχαντιστές θα φροντίσουν να τον επεκτείνουν εκπαραθυρώνοντας όλα τα εναπομείναντα αγάλματά μας. Όλα αυτά που ακόμα πεισματικά υπάρχουν, παρά τον εκφυλισμό, την ξετσιπωσιά και την αναίδεια των μικρονοϊκών κληρονόμων τους.
Χρίστος Γούδης
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου