Ἀπό τήν Χρύσα Λίνδου
Σήμερα θὰ δοῦμε τὰ συνηρημένα ὀνόματα τῆς Β΄ κλίσεως καὶ τὰ ἀττικόκλιτα.
Τὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ συνηρημέα τῆς Β’ κλίσεως λήγουν σὲ –ους, ἐνῶ τά οὐδέτερα σέ –ουν. Ἡ κάθε λέξις ἒχει τὸ «θέμα» της, τὸ μέρος δηλαδὴ ποὺ δέν ἀλλάζει (π.χ. ἡ λέξις «μήτηρ» ἒχει θέμα τὸ «μητ-» γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μετὰ μπαίνουν οἱ καταλήξεις: μητ-ρός, μητέρα κ.λ.π.) ...
Τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματος καλεῖται χαρακτῆρας (δηλαδὴ στὴν λέξι «μήτ-ηρ» τὸ «τ» εἶναι ὁ χαρακτῆρας.) Τά συνηρημένα ἒχουν χαρακτῆρα (δηλαδή τελευταῖο γράμμα πρὶν νὰ μπῇ ἡ κατάληξις) –ο ἢ -ε, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὶς καταλήξεις συναιρεῖται σὲ ὃλες τὶς πτώσεις. Δηλαδή, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε (ἂν θ;ρλουμε), στὴν λέξι «ὁ ροῦς» (ποὺ σημαίνει «ροή»), τὸ θέμα εἶναι τὸ «ροό», ἀλλὰ μὲ τὴν κατάληξι «–ος» γίνεται ρό + -ος = –οῦς.
Τὸ ἲδιο συμβαίνει σὲ ὃλες τὶς πτώσεις. Γιὰ παράδειγμα, ἂς δοῦμε πῶς κλίνεται ἡ λέξις «ὁ νοῦς». (νό + -ος = νοῦς)
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ νοῦς Γενική: τοῦ νοῦ Δοττική: τῷ νῷ Αἰτιατική: τὸν νοῦν Κλητική: ὦ νοῦ!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ νοῖ Γενική: τῶν νῶν Δοττική: τοῖς νοῖς Αἰτιατική: τοὺς νοῦς Κλητική: ὦ νοῖ!
Ἂς δοῦμε καὶ μία λέξι ποὺ τονίζεται στὴν παραλήγουσα, «ὁ ἀπόπλους»… τοῦ πλοίου, ἢ (ὃταν ἒχει πολλὰ μποφόρ…) λέμε «ἀπαγορεύεται ὁ ἀπόπλους τῶν πλοίων..»
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ ἀπόπλους Γενική: τοῦ ἀπόπλου Δοττική: τῷ ἀπόπλῳ Αἰτιατική: τόν ἀπόπλουν Κλητική: ὦ ἀπόπλου!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ ἀπόπλοι Γενική: τῶν ἀπόπλων Δοττική: τοῖς ἀπόπλοις Αἰτιατική: τούς ἀπόπλους Κλητική: ὦ ἀπόπλοι!
Ἡ λέξις «πρόχους» ποὺ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς προθέσεως «πρό» + τὸ ρῆμα χέω(= χύνω) σημαίνει κανάτα.
Τὴν πρόχουν κακοποίησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ εἶπαν «μπρίκι», λέξι ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς σήμερα ὡς ἀντιδάνειο. Ἂς κλίνουμε λοιπόν: πρὸ + χε- + -ος = πρόχ-ους
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ἡ πρόχους Γενική: τῆς πρόχου Δοττική: τῇ πρόχῳ Αἰτιατική: τήν πρόχουν Κλητική: ὦ πρόχου!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: αἱ πρόχοι Γενική: τῶν πρόχων Δοττική: ταῖς πρόχοις Αἰτιατική: τάς πρόχους Κλητική: ὦ πρόχοι!
Τώρα θὰ κλίνουμε τὸ πολύπαθο «ὀστοῦν»….ἓνεκα τῆς Ἀκτῆς τοῦ Ἐλεφαντοστοῦ (καὶ ὂχι τοῦ Ἐλεφαντοστοῦν)… (ὀστε + -ον = ὀστοῦν).
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὸ ὀστοῦν Γενική: τοῦ ὀστοῦ Δοττική: τῷ ὀστῷ Αἰτιατική: τὸ ὀστοῦν Κλητική: ὦ ὀστοῦν!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὰ ὀστᾶ Γενική: τῶν ὀστῶν Δοττική: τοῖς ὀστοῖς Αἰτιατική: τὰ ὀστᾶ Κλητική: ὦ ὀστᾶ!
Παρατηροῦμε ὃτι ὃλες οἱ πτώσεις τῶν συνηρημένων τονίζονται πάντοτε στὴν ἲδια συλλαβή, καὶ ὃτι ὃλα τὰ συνηρημένα ὃταν τονίζονται στὴν λήγουσα παίρνουν ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ.
Τὰ ὀνόματα αὐτὰ λήγουν σὲ «–ως» καὶ «–ων». Ἂς δοῦμε τὴν λέξι «λεώς» γιατὶ τὴν λέμε ὃποτε ξεστομίσουμε τὴν λέξι «λεωφορεῖο», τό ὁποῖον «φέρει» (μεταφέρει δηλαδή) τὸν λεὼν (= λαόν).
Ἁπλῶς ἡ λέξις «λεώς» εἶναι ὁ ἀρχαιότερος τύπος τῆς λέξεως «λαός».
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ λεὼς Γενική: τοῦ λεὼ Δοττική: τῷ λεῲ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Αἰτιατική: τὸν λεὼν Κλητική: ὦ λεὼς
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ λεῲ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Γενική: τῶν λεὼν Δοττική: τοῖς λεῲς (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Αἰτιατική: τοὺς λεὼς Κλητική: ὦ λεὼ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα)
Μία ἂλλη λέξις ποὺ νομίζουμε ὃτι δὲν γνωρίζουμε ἀλλὰ τὴν λέμε, εἶναι ἡ λέξις «νεώς» ποὺ σημαίνει «ναός», καὶ τὴν ἀναφέρουμε ὃταν λέμε τὴν λέξι νεω-κόρος: αὐτὸς ὁ ὁποῖος φροντίζει τὸν ναό. (κορέω = σκουπίζω, φροντίζω).
Ἐδῶ θὰ κλίνουμε τὴν λέξι πρό-νεως προναός) ἐπειδὴ τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα.
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ πρόνεως Γενική: τοῦ πρόνεω Δοττική: τῷ πρόνεῳ Αἰτιατική: τόν πρόνεων Κλητική: ὦ πρόνεως
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ πρόνεῳ Γενική: τῶν πρόνεων Δοττική: τοῖς πρόνεῳς Αἰτιατική: τούς πρόνεως Κλητική: ὦ πρόνεῳ
Ἂς κλίνουμε τὸ θηλυκὸ ὂνομα: ἡ ἃλως, τὸ ἁλώνι) Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ἡ ἃλως Γενική: τῆς ἃλω Δοττική: τῇ ἃλῳ Αἰτιατική: τὴν ἃλων Κλητική: ὦ ἃλως
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: αἱ ἃλῳ Γενική: τῶν ἃλων Δοττική: ταῖς ἃλῳς Αἰτιατική: τὰς ἃλως Κλητική: ὦ ἃλῳ
Ἂς δοῦμε κι ἓνα οὐδέτερο γιὰ νὰ ἒχουμε μία πλήρη εἰκόνα. Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὸ ἀνώγεων Γενική: τοῦ ἀνώγεω Δοττική: τῷ ἀνώγεῳ Αἰτιατική: τὸ ἀνώγεων Κλητική: ὦ ἀνώγεων
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὰ ἀνώγεω Γενική: τῶν ἀνώγεων Δοττική: τοῖς ἀνώγεῳς Αἰτιατική: τὰ ἀνώγεω Κλητική: ὦ ἀνώγεω
Παρατηροῦμε ὃτι τὰ ἀττικόκλιτα διατηροῦν τὸν τόνο στὴν ἲδια συλλαβή, σὲ ὃλες τὶς πτώσεις.
Ἐπίσης διατηροῦν τὸ «–ω» τῆς ὀνομαστικῆς σὲ ὃλες τὶς πτώσεις.
Δύσκολο τὸ μάθημα σήμερα. Τὸ ξέρω.
Ἀλλὰ ἀπαραίτητο.
Τὸ ἐπόμενο θὰ εἶναι πολὺ εὐκολότερο.
Ἔως τότε, κάνετε μιὰ ἐπανάληψι τῶν ὃσων ἒχουμε πῆ.
Νὰ ἐπαναλάβω ὃτι ἐδῶ ἐξετάζουμε τοὺς βασικοὺς κανόνες γραμματικῆς προκειμένου νὰ δυνάμεθα νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς λεκτικοὺς τύπους ποὺ θὰ βροῦμε σὲ ἀρχαῖα ρητὰ καὶ κείμενα.
Δὲν κάνουμε σχολαστικὴ ἀνάλυσι.
Χρύσα Λίνδου
Πηγή
Σήμερα θὰ δοῦμε τὰ συνηρημένα ὀνόματα τῆς Β΄ κλίσεως καὶ τὰ ἀττικόκλιτα.
Τὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ συνηρημέα τῆς Β’ κλίσεως λήγουν σὲ –ους, ἐνῶ τά οὐδέτερα σέ –ουν. Ἡ κάθε λέξις ἒχει τὸ «θέμα» της, τὸ μέρος δηλαδὴ ποὺ δέν ἀλλάζει (π.χ. ἡ λέξις «μήτηρ» ἒχει θέμα τὸ «μητ-» γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μετὰ μπαίνουν οἱ καταλήξεις: μητ-ρός, μητέρα κ.λ.π.) ...
Τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματος καλεῖται χαρακτῆρας (δηλαδὴ στὴν λέξι «μήτ-ηρ» τὸ «τ» εἶναι ὁ χαρακτῆρας.) Τά συνηρημένα ἒχουν χαρακτῆρα (δηλαδή τελευταῖο γράμμα πρὶν νὰ μπῇ ἡ κατάληξις) –ο ἢ -ε, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὶς καταλήξεις συναιρεῖται σὲ ὃλες τὶς πτώσεις. Δηλαδή, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε (ἂν θ;ρλουμε), στὴν λέξι «ὁ ροῦς» (ποὺ σημαίνει «ροή»), τὸ θέμα εἶναι τὸ «ροό», ἀλλὰ μὲ τὴν κατάληξι «–ος» γίνεται ρό + -ος = –οῦς.
Τὸ ἲδιο συμβαίνει σὲ ὃλες τὶς πτώσεις. Γιὰ παράδειγμα, ἂς δοῦμε πῶς κλίνεται ἡ λέξις «ὁ νοῦς». (νό + -ος = νοῦς)
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ νοῦς Γενική: τοῦ νοῦ Δοττική: τῷ νῷ Αἰτιατική: τὸν νοῦν Κλητική: ὦ νοῦ!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ νοῖ Γενική: τῶν νῶν Δοττική: τοῖς νοῖς Αἰτιατική: τοὺς νοῦς Κλητική: ὦ νοῖ!
Ἂς δοῦμε καὶ μία λέξι ποὺ τονίζεται στὴν παραλήγουσα, «ὁ ἀπόπλους»… τοῦ πλοίου, ἢ (ὃταν ἒχει πολλὰ μποφόρ…) λέμε «ἀπαγορεύεται ὁ ἀπόπλους τῶν πλοίων..»
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ ἀπόπλους Γενική: τοῦ ἀπόπλου Δοττική: τῷ ἀπόπλῳ Αἰτιατική: τόν ἀπόπλουν Κλητική: ὦ ἀπόπλου!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ ἀπόπλοι Γενική: τῶν ἀπόπλων Δοττική: τοῖς ἀπόπλοις Αἰτιατική: τούς ἀπόπλους Κλητική: ὦ ἀπόπλοι!
Ἡ λέξις «πρόχους» ποὺ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς προθέσεως «πρό» + τὸ ρῆμα χέω(= χύνω) σημαίνει κανάτα.
Τὴν πρόχουν κακοποίησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ εἶπαν «μπρίκι», λέξι ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς σήμερα ὡς ἀντιδάνειο. Ἂς κλίνουμε λοιπόν: πρὸ + χε- + -ος = πρόχ-ους
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ἡ πρόχους Γενική: τῆς πρόχου Δοττική: τῇ πρόχῳ Αἰτιατική: τήν πρόχουν Κλητική: ὦ πρόχου!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: αἱ πρόχοι Γενική: τῶν πρόχων Δοττική: ταῖς πρόχοις Αἰτιατική: τάς πρόχους Κλητική: ὦ πρόχοι!
Τώρα θὰ κλίνουμε τὸ πολύπαθο «ὀστοῦν»….ἓνεκα τῆς Ἀκτῆς τοῦ Ἐλεφαντοστοῦ (καὶ ὂχι τοῦ Ἐλεφαντοστοῦν)… (ὀστε + -ον = ὀστοῦν).
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὸ ὀστοῦν Γενική: τοῦ ὀστοῦ Δοττική: τῷ ὀστῷ Αἰτιατική: τὸ ὀστοῦν Κλητική: ὦ ὀστοῦν!
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὰ ὀστᾶ Γενική: τῶν ὀστῶν Δοττική: τοῖς ὀστοῖς Αἰτιατική: τὰ ὀστᾶ Κλητική: ὦ ὀστᾶ!
Παρατηροῦμε ὃτι ὃλες οἱ πτώσεις τῶν συνηρημένων τονίζονται πάντοτε στὴν ἲδια συλλαβή, καὶ ὃτι ὃλα τὰ συνηρημένα ὃταν τονίζονται στὴν λήγουσα παίρνουν ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ.
************************************************************************************
Ἂς δοῦμε τώρα τὰ ἀττικόκλιτα προκειμένου νὰ τὰ ἀναγνωρίζουμε ὃταν τὰ βροῦμε σὲ κάποιο κείμενο.
Καλοῦνται «ἀττικόκλιτα» διότι συνηθίοντο στὴν Ἀττικὴ διάλεκτο. («Ἀττικη» ἐκ τοῦ «ἀκτική», ἐπειδὴ εἶχε καὶ ἒχει πολλὲς ἀκτές). Τὰ ὀνόματα αὐτὰ λήγουν σὲ «–ως» καὶ «–ων». Ἂς δοῦμε τὴν λέξι «λεώς» γιατὶ τὴν λέμε ὃποτε ξεστομίσουμε τὴν λέξι «λεωφορεῖο», τό ὁποῖον «φέρει» (μεταφέρει δηλαδή) τὸν λεὼν (= λαόν).
Ἁπλῶς ἡ λέξις «λεώς» εἶναι ὁ ἀρχαιότερος τύπος τῆς λέξεως «λαός».
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ λεὼς Γενική: τοῦ λεὼ Δοττική: τῷ λεῲ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Αἰτιατική: τὸν λεὼν Κλητική: ὦ λεὼς
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ λεῲ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Γενική: τῶν λεὼν Δοττική: τοῖς λεῲς (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα) Αἰτιατική: τοὺς λεὼς Κλητική: ὦ λεὼ (μὲ ὑπογεγραμμένη καὶ ὀξεῖα)
Μία ἂλλη λέξις ποὺ νομίζουμε ὃτι δὲν γνωρίζουμε ἀλλὰ τὴν λέμε, εἶναι ἡ λέξις «νεώς» ποὺ σημαίνει «ναός», καὶ τὴν ἀναφέρουμε ὃταν λέμε τὴν λέξι νεω-κόρος: αὐτὸς ὁ ὁποῖος φροντίζει τὸν ναό. (κορέω = σκουπίζω, φροντίζω).
Ἐδῶ θὰ κλίνουμε τὴν λέξι πρό-νεως προναός) ἐπειδὴ τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα.
Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ὁ πρόνεως Γενική: τοῦ πρόνεω Δοττική: τῷ πρόνεῳ Αἰτιατική: τόν πρόνεων Κλητική: ὦ πρόνεως
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: οἱ πρόνεῳ Γενική: τῶν πρόνεων Δοττική: τοῖς πρόνεῳς Αἰτιατική: τούς πρόνεως Κλητική: ὦ πρόνεῳ
Ἂς κλίνουμε τὸ θηλυκὸ ὂνομα: ἡ ἃλως, τὸ ἁλώνι) Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: ἡ ἃλως Γενική: τῆς ἃλω Δοττική: τῇ ἃλῳ Αἰτιατική: τὴν ἃλων Κλητική: ὦ ἃλως
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: αἱ ἃλῳ Γενική: τῶν ἃλων Δοττική: ταῖς ἃλῳς Αἰτιατική: τὰς ἃλως Κλητική: ὦ ἃλῳ
Ἂς δοῦμε κι ἓνα οὐδέτερο γιὰ νὰ ἒχουμε μία πλήρη εἰκόνα. Ἑνικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὸ ἀνώγεων Γενική: τοῦ ἀνώγεω Δοττική: τῷ ἀνώγεῳ Αἰτιατική: τὸ ἀνώγεων Κλητική: ὦ ἀνώγεων
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Ὀνομαστική: τὰ ἀνώγεω Γενική: τῶν ἀνώγεων Δοττική: τοῖς ἀνώγεῳς Αἰτιατική: τὰ ἀνώγεω Κλητική: ὦ ἀνώγεω
Παρατηροῦμε ὃτι τὰ ἀττικόκλιτα διατηροῦν τὸν τόνο στὴν ἲδια συλλαβή, σὲ ὃλες τὶς πτώσεις.
Ἐπίσης διατηροῦν τὸ «–ω» τῆς ὀνομαστικῆς σὲ ὃλες τὶς πτώσεις.
Δύσκολο τὸ μάθημα σήμερα. Τὸ ξέρω.
Ἀλλὰ ἀπαραίτητο.
Τὸ ἐπόμενο θὰ εἶναι πολὺ εὐκολότερο.
Ἔως τότε, κάνετε μιὰ ἐπανάληψι τῶν ὃσων ἒχουμε πῆ.
Νὰ ἐπαναλάβω ὃτι ἐδῶ ἐξετάζουμε τοὺς βασικοὺς κανόνες γραμματικῆς προκειμένου νὰ δυνάμεθα νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς λεκτικοὺς τύπους ποὺ θὰ βροῦμε σὲ ἀρχαῖα ρητὰ καὶ κείμενα.
Δὲν κάνουμε σχολαστικὴ ἀνάλυσι.
Χρύσα Λίνδου
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου