Ο Ιούδας είναι το πρόσωπο που είναι κυριότερα γνωστό παγκοσμίως για την συμμετοχή του στην προδοσία του, απέναντι στον Χριστο, κάτι που οδήγησε στην σύλληψη Του, και μετά στην Σταύρωση και στην Ανάσταση. Ενώ αρκετοί γνωρίζουν τα γεγονότα που περιγράφουν τα Ευαγγέλια σχετικά με αυτόν τον άνθρωπο ελάχιστοι γνωρίζουν την πραγματική ιστορία που κρύβεται πίσω από την ζωή του.
Η συγκεκριμένη ιστορία αναφορικά λοιπόν με τον Ιούδα υπάρχει σε κάποιους συναξαριστές του Τριωδίου αλλά και σε ένα χειρόγραφο προερχόμενο από το Άγιο Όρος με τον τίτλο, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων. Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος. Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης. Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει.
Εκδίδοται νυν συμφώνως τη Δευτέρα εκδόσει του Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου. Ακολουθεί απόσπασμα από αυτό το χειρόγραφο: Ο παράνομος Ιούδας κατήγετο από την χώραν Ισκαρία, είχε δε και πατέρα ονόματι Ρόβελ, όστις είχε γυναίκα, ήτις μιαν νύκτα είδε όνειρον φοβερόν, και διαλογιζόμενη και εντρόμος ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον της. Ηρώτησε αυτήν ο άνδρας, τι έχει και τι κακόν έπαθε και φωνάζειΑυτή δε του λέγει: όνειρον είδα φοβερόν, ότι εαν συλλάβω και κάμω παιδίον αρσενικόν, αυτό θέλει είσθαι ο χαλασμός της γενεάς των Εβραίων.
Ο δε άνδρας της, την ωνείδησε ότι επίστευε εις τα ονείρατα και ούτως εσιώπησεν.Σύμπτωσις δε την αυτήν νύκτα συνέλαβεν η γυνή αυτή, και μετά τον ωρισμένον καιρόν εγέννησεν παιδίον άρρεν. Τότε δε φοβούμενοι ούτοι, μη πραγματοποιηθεί το όνειρο της γυναικός και καταστραφή το γένος των Εβραίων, διότι και ούτοι εκ της φυλής αυτής ήσαν, συννενοηθέντες αμφότεροι κατασκευάζουσι κιβώτιον, και πισσώσαντες αυτό εναποθέτουσι το τέκνον τους εντός αυτού, και έρριψαν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας, καθώς το πάλαι των Μωυσήν εις ποταμόν Νείλον.
Εις το απέναντι δε μέρος της Ισκαρίας ήτο νήσος μικρά εις την οποία ποιμένες έμεναν και εφύλαττον τα ευατών πρόβατα εν καιρώ χειμωνος, το δε κιβώτιον πλέον άνωθεν των κυμάτων έφτασεν πλησίον της νήσου. Οι δε ποιμένες ειδόντες το κιβώτιον πλέον εν τη θαλάσση, έφεραν αυτό εις την ξηράν δια τινός πλοιαρίου και ανοίξαντες αυτό, εύρον το κλαυθμηρίζον παιδίον εις το οποίο έδωσα γάλα εκ των προβάτων των.
Μετά δε τούτο εις τίνα γυναίκα του χωριού έδωσαν, η οποία το εγαλούχησε και το ωνόμασαν Ιούδαν. Αναπτυχθέν το παιδίον ήρχισε να περπατή, και το οι ποιμένες το έφερον εις την πόλην Ισκαρίαν,δια να εύρουν άνθρωπον να παραδώσουν αυτό ώστε να το αναθρέψη. Κατά σύμπτωσιν, ευρέθη έμπροσθεν των, ο γνήσιος πατέρας του ο Ρόβελ,εις τον οποίον έδωσαν το παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι ούτος ήταν ο γνήσιός του πατήρ.
Το δε παιδίον, ήτον φύσει ωράιον και το ηγάπησαν πάρα πολύ, έτι δε περισσότεροι ενθυμούμενοι το ιδικόν των το οποίο προ πολλού είχαν ρίψει δια του κιβωτίου εις την θάλασσαν.
Η δε μήτηρ του μετά την γέννησιν του Ιούδα εγέννησεν και άλλον υιόν, μετά του οποίου τον ανέτρεφεν. Αλλ΄ ο Ιούδας φύσεως πονηράς και καρδίας φιλαργύρου ών, έδερνε καθεκάστην τον αδερφόν του αναλογιζόμενος την μετ ΄αυτού διανομήν της πατρικής των περιουσίας. Οι γονείς του πολλάκις τον επέπληξαν και τον ενουθέτησαν ίνα πάψει να δέρη τον αδερφόν του αλλά ο πονηρός και κακόβουλος Ιούδας από την αγάπην των χρημάτων φλεγόμενος και αποφάσισε να αποκτείνη τον αδερφόν του.
Και μιαν ημέραν ενώ ευρίσκοντο εις μακρινόν τόπον και μακράν των γονέων των, έπραξε ότι η αιμοβόρος ψυχή του επεθύμει: δηλάδη καθώ μεγαλύτερος του αδερφού του και δυνατότερος αυτού απέκτεινεν αυτόν δια τινός λίθου εις την κεφαλήν. Μετά την αδερφοκτονίαν, και φοβηθείς τους γονείς του, ανεχώρησεν δια την Ιερουσαλήμ,οι δε γονείς του έκλεον απαρηγόρητα και ματαίως ζητήσαντες αυτούς δεν τους ανεύρουν.
Ο δε Ιούδας πονηρός ών και λάτρης των χρημάτων ελθών εις Ιερουσαλήμ έγινε γνωστός του Βασιλέως Ηρώδου. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Ιούδα, ότι ήτο νέος, ωραίος και δυνατός, τον έβαλεν εις την υπηρεσίαν του ως επιμελητήν του,ινά πωλή και αγοράζει ό, τι ελάμβανεν ανάγκη εις τα ανάκτορά τού.
Μετά δε πολύ χρόνον εις την πατρίδαν του Ιούδα την Ισκαρίαν συνέβησεν σκάνδαλα και ταραχαί μεγάλαι, ο πατήρ του Ρόβελ συνάψαν την περιουσίαν του και και λαβών μεθ ΄αυτού την γυναίκαν του ανεχώρησεν εις Ιερουσαλήμ και καθ ο πλούσιος ηγόρασεν εις ωραίαν τοποθεσίαν μια οικίαν πλησίον των ανακτόρων του βασιλέως ΄, μετά ωραίων κήπων,οι οποίοι είχαν άνθη και καρποφόρα δέντρα. Μια δε των ημερών κύψας ο βασιλεύς εκ του παραθύρου των ανακτόρων του έβλεπε τους κήπους του Ρόβελ, οι οποίοι ήσαν εστολισμένοι με ωραίους καρπούς και διάφορα άνθη,ιστάμενος δε ο Ιούδας εκεί μετ ΄αυτού πλησίον και ιδών τον βασιλέα να παρατηρεί μετά περιεργίας τους κήπους του Ρόβελ λέγει πρός αυτόν.
Εαν θέλετε Βασιλεύ δύναμαι να φέρω από αυτά τα άνθη και τους καρπούς και αμέσως κατέβη εκ του παραθύρου εις τον κήπον, και αφού έκοψε διάφορα άνθη και καρπούς εκ του κήπου εκείνου, ηθέλησεν έπειτα να εξέλθη αλλά κατά τύχην αλλά κατά τύχη τον απάντησε ο πατήρ του ο Ρόβελ και του λέει, διατί καλέ μου νέε, ετόλμησας και εμβήκες εις τους κήπους χωρίς εγώ να ήμαι παρών δια να κόψης καρπούς χωρίς την άδειάν μου, εγώ αφού ήτον δια τον βασιλέαν θα σου έκοβα δια τα εκλεκτότερα και καλύτερα και ήθελον σοι βοηθήσει.
Αυτός δε μετά προσοχής δια να μην τον ιδεί κανείς,απέκτεινεν τον πατέραν του μετά λίθον εις την κεφαλήν, καθώς έπραξεν και εις τον αδερφόν του. Τότε δε λαβών τα άνθη και τους καρπούς,επήγε εις τον βασιλέαν και του είπεν και τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν.
Ακούσας δε ο βασιλεύς, τον θάνατον του Ρόβελ ελυπήθη πολύ αλλά εσιώπησεν την υπόθεσιν δια τον θάνατον του πατρός του Ιούδα.
Μετά δε παρέλευσιν ολίγου καιρού, λέγει ο βασιλεύς πρός τον Ιούδαν, θέλω ταύτην την χήραν λάβης ως σύζηγος σου και κληρονομήσης την περιουσίαν της, μετά ταύτα έστειλεν προσταγήν πρός την χήραν Ρόβελ και της λέγει, ότι η βασιλείαν μου ορίζει να πάρεις ως δεύτερον σύζηγον σου τον Ιούδα, ειδάλως εαν παρουκούσης τις διαταγές μου, η περουσίαν σου θα γίνη βασιλικήν. Η δε γυνή, ακούσασα την προσταγήν του βασιλεώς, φοβηθείσα αμέσως εδέχθη αυτήν και υπανδρεύθη χωρίς να γνωρίζει τον Ιούδαν, το ίδιον αυτής τέκνον.
Παρελθόντος δε πολλού καιρού ετεκνοποίησε μετ ΄αυτής, μιαν δε τον ημερών έκλαιε η γυνή αυτού ενθυμούμενη τα παρελθόντα. Τότε δε η ταλαίπωρος αύτη άρχισε να του αφηγείται μετά πολλάσης της καρδίας όλα όσα έπαθε εις το διάστημα της υπανδρείας της και πολύ περισσότερον έκλαιε ενθυμούμενη τον χαμό του υιού της και τον άδικο θάνατο του συζήγου της.
Ο δε Ιούδας είχε ακούσει από τους ποιμένας πως τον εβρήκαν εις την θάλασσαν εις ένα κιβώτιον πισσωμένον,ενθυμήθη τον άδικο θάνατο του αδερφού του καθώς και του πατρός του και τότε λέγει προς την γυναίκα και μητέραν του.
Εγώ είμι ο υιός σου που έριψες εις την θάλασσαν καθώς και εγώ είμι ός σκότωσα τον αδερφόν μου και υιόν σου και τον σύζηγον σου και πατέραν μου. Η δε γυνή ακούσασα τούτους τους λόγους, είπε πρός τον Ιούδα, μετά τούδε δεν δύναμαι να εβρισκόμαι εις την ίδιαν στέγην μετά σου.
Ο δε Ιούδας κατανοήσας τα ύψιστα κακουργήματα τα οποία διέπραξεν εις τον ευατόν του ένεκεν της φιλαργυρίας του και γνωρίζων ότι ο Κύριος ημών,εβρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ ώστε ίσως να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του.
Μα καθώς επρόδωσε τον διδάσκαλον Του μετά καιρού και έριψε τα αργύρια εντός του Ναού εις τον οποίο ευρίσκοντο οι αρχιερείς, έφυγαν και εγύρισε πάλιν εις τον εαυτού οίκον, ώστε να ποιήσει αγχόνην δια σχηνίου ώστε κρεμασθήναι. Εύρε δε την σύζηγον του και μητέραν του καθημένην και ψήνουσα αλέκτορα εις την πυράν και λέγει αυτήν, γύναι ετοίμασον με σχοινίον ώστε να κρεμασθώ ως εμοί πρέπει. Η δε λέγει τι άρα λέγεις τα ρήματα ταύτα
Και οι Ιούδας λέγει αυτή, γίνωσκε ότι παρέδωκα, εις Αρχιερεύσι ώστε θανατώσει αυτόν και ούτος αναστηθεί εις τρίτην μέραν και ουαί ημίν! Εκείνη δε λέγει, μη λέγε μηδέ νόμιζε ούτως, ότι ώσπερ ο αλέκτωρ ψηνόμενος εν τη ανθρακία, ουδέ φωνήσαι, ου δύναται ζήσαι ούτε και ο Ιησούς μπορεί να αναστηθή ως συ λέγεις.
Και ευθύς κατά τον λόγον αυτής ο αλέκτωρ ετίναξεν τας πτερύγας αυτού και έκραξεν τρίτον της φωνής αυτού. Εκ τούτου και έτι πλέον πεισθής ο Ιούδας ποιήσας την αγχόνην εκρεμάσθην και δεν απέθανεν ώστε να μη κατέλθη εις τον Άδην και σωθεί, αλλά έμεινε εκεί ως την Ανάσταση του Κυρίου ημών και τότε απέθανεν.
πηγή atheatignosi
Η συγκεκριμένη ιστορία αναφορικά λοιπόν με τον Ιούδα υπάρχει σε κάποιους συναξαριστές του Τριωδίου αλλά και σε ένα χειρόγραφο προερχόμενο από το Άγιο Όρος με τον τίτλο, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων. Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος. Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης. Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει.
Εκδίδοται νυν συμφώνως τη Δευτέρα εκδόσει του Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου. Ακολουθεί απόσπασμα από αυτό το χειρόγραφο: Ο παράνομος Ιούδας κατήγετο από την χώραν Ισκαρία, είχε δε και πατέρα ονόματι Ρόβελ, όστις είχε γυναίκα, ήτις μιαν νύκτα είδε όνειρον φοβερόν, και διαλογιζόμενη και εντρόμος ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον της. Ηρώτησε αυτήν ο άνδρας, τι έχει και τι κακόν έπαθε και φωνάζειΑυτή δε του λέγει: όνειρον είδα φοβερόν, ότι εαν συλλάβω και κάμω παιδίον αρσενικόν, αυτό θέλει είσθαι ο χαλασμός της γενεάς των Εβραίων.
Ο δε άνδρας της, την ωνείδησε ότι επίστευε εις τα ονείρατα και ούτως εσιώπησεν.Σύμπτωσις δε την αυτήν νύκτα συνέλαβεν η γυνή αυτή, και μετά τον ωρισμένον καιρόν εγέννησεν παιδίον άρρεν. Τότε δε φοβούμενοι ούτοι, μη πραγματοποιηθεί το όνειρο της γυναικός και καταστραφή το γένος των Εβραίων, διότι και ούτοι εκ της φυλής αυτής ήσαν, συννενοηθέντες αμφότεροι κατασκευάζουσι κιβώτιον, και πισσώσαντες αυτό εναποθέτουσι το τέκνον τους εντός αυτού, και έρριψαν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας, καθώς το πάλαι των Μωυσήν εις ποταμόν Νείλον.
Εις το απέναντι δε μέρος της Ισκαρίας ήτο νήσος μικρά εις την οποία ποιμένες έμεναν και εφύλαττον τα ευατών πρόβατα εν καιρώ χειμωνος, το δε κιβώτιον πλέον άνωθεν των κυμάτων έφτασεν πλησίον της νήσου. Οι δε ποιμένες ειδόντες το κιβώτιον πλέον εν τη θαλάσση, έφεραν αυτό εις την ξηράν δια τινός πλοιαρίου και ανοίξαντες αυτό, εύρον το κλαυθμηρίζον παιδίον εις το οποίο έδωσα γάλα εκ των προβάτων των.
Μετά δε τούτο εις τίνα γυναίκα του χωριού έδωσαν, η οποία το εγαλούχησε και το ωνόμασαν Ιούδαν. Αναπτυχθέν το παιδίον ήρχισε να περπατή, και το οι ποιμένες το έφερον εις την πόλην Ισκαρίαν,δια να εύρουν άνθρωπον να παραδώσουν αυτό ώστε να το αναθρέψη. Κατά σύμπτωσιν, ευρέθη έμπροσθεν των, ο γνήσιος πατέρας του ο Ρόβελ,εις τον οποίον έδωσαν το παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι ούτος ήταν ο γνήσιός του πατήρ.
Το δε παιδίον, ήτον φύσει ωράιον και το ηγάπησαν πάρα πολύ, έτι δε περισσότεροι ενθυμούμενοι το ιδικόν των το οποίο προ πολλού είχαν ρίψει δια του κιβωτίου εις την θάλασσαν.
Η δε μήτηρ του μετά την γέννησιν του Ιούδα εγέννησεν και άλλον υιόν, μετά του οποίου τον ανέτρεφεν. Αλλ΄ ο Ιούδας φύσεως πονηράς και καρδίας φιλαργύρου ών, έδερνε καθεκάστην τον αδερφόν του αναλογιζόμενος την μετ ΄αυτού διανομήν της πατρικής των περιουσίας. Οι γονείς του πολλάκις τον επέπληξαν και τον ενουθέτησαν ίνα πάψει να δέρη τον αδερφόν του αλλά ο πονηρός και κακόβουλος Ιούδας από την αγάπην των χρημάτων φλεγόμενος και αποφάσισε να αποκτείνη τον αδερφόν του.
Και μιαν ημέραν ενώ ευρίσκοντο εις μακρινόν τόπον και μακράν των γονέων των, έπραξε ότι η αιμοβόρος ψυχή του επεθύμει: δηλάδη καθώ μεγαλύτερος του αδερφού του και δυνατότερος αυτού απέκτεινεν αυτόν δια τινός λίθου εις την κεφαλήν. Μετά την αδερφοκτονίαν, και φοβηθείς τους γονείς του, ανεχώρησεν δια την Ιερουσαλήμ,οι δε γονείς του έκλεον απαρηγόρητα και ματαίως ζητήσαντες αυτούς δεν τους ανεύρουν.
Ο δε Ιούδας πονηρός ών και λάτρης των χρημάτων ελθών εις Ιερουσαλήμ έγινε γνωστός του Βασιλέως Ηρώδου. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Ιούδα, ότι ήτο νέος, ωραίος και δυνατός, τον έβαλεν εις την υπηρεσίαν του ως επιμελητήν του,ινά πωλή και αγοράζει ό, τι ελάμβανεν ανάγκη εις τα ανάκτορά τού.
Μετά δε πολύ χρόνον εις την πατρίδαν του Ιούδα την Ισκαρίαν συνέβησεν σκάνδαλα και ταραχαί μεγάλαι, ο πατήρ του Ρόβελ συνάψαν την περιουσίαν του και και λαβών μεθ ΄αυτού την γυναίκαν του ανεχώρησεν εις Ιερουσαλήμ και καθ ο πλούσιος ηγόρασεν εις ωραίαν τοποθεσίαν μια οικίαν πλησίον των ανακτόρων του βασιλέως ΄, μετά ωραίων κήπων,οι οποίοι είχαν άνθη και καρποφόρα δέντρα. Μια δε των ημερών κύψας ο βασιλεύς εκ του παραθύρου των ανακτόρων του έβλεπε τους κήπους του Ρόβελ, οι οποίοι ήσαν εστολισμένοι με ωραίους καρπούς και διάφορα άνθη,ιστάμενος δε ο Ιούδας εκεί μετ ΄αυτού πλησίον και ιδών τον βασιλέα να παρατηρεί μετά περιεργίας τους κήπους του Ρόβελ λέγει πρός αυτόν.
Εαν θέλετε Βασιλεύ δύναμαι να φέρω από αυτά τα άνθη και τους καρπούς και αμέσως κατέβη εκ του παραθύρου εις τον κήπον, και αφού έκοψε διάφορα άνθη και καρπούς εκ του κήπου εκείνου, ηθέλησεν έπειτα να εξέλθη αλλά κατά τύχην αλλά κατά τύχη τον απάντησε ο πατήρ του ο Ρόβελ και του λέει, διατί καλέ μου νέε, ετόλμησας και εμβήκες εις τους κήπους χωρίς εγώ να ήμαι παρών δια να κόψης καρπούς χωρίς την άδειάν μου, εγώ αφού ήτον δια τον βασιλέαν θα σου έκοβα δια τα εκλεκτότερα και καλύτερα και ήθελον σοι βοηθήσει.
Αυτός δε μετά προσοχής δια να μην τον ιδεί κανείς,απέκτεινεν τον πατέραν του μετά λίθον εις την κεφαλήν, καθώς έπραξεν και εις τον αδερφόν του. Τότε δε λαβών τα άνθη και τους καρπούς,επήγε εις τον βασιλέαν και του είπεν και τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν.
Ακούσας δε ο βασιλεύς, τον θάνατον του Ρόβελ ελυπήθη πολύ αλλά εσιώπησεν την υπόθεσιν δια τον θάνατον του πατρός του Ιούδα.
Μετά δε παρέλευσιν ολίγου καιρού, λέγει ο βασιλεύς πρός τον Ιούδαν, θέλω ταύτην την χήραν λάβης ως σύζηγος σου και κληρονομήσης την περιουσίαν της, μετά ταύτα έστειλεν προσταγήν πρός την χήραν Ρόβελ και της λέγει, ότι η βασιλείαν μου ορίζει να πάρεις ως δεύτερον σύζηγον σου τον Ιούδα, ειδάλως εαν παρουκούσης τις διαταγές μου, η περουσίαν σου θα γίνη βασιλικήν. Η δε γυνή, ακούσασα την προσταγήν του βασιλεώς, φοβηθείσα αμέσως εδέχθη αυτήν και υπανδρεύθη χωρίς να γνωρίζει τον Ιούδαν, το ίδιον αυτής τέκνον.
Παρελθόντος δε πολλού καιρού ετεκνοποίησε μετ ΄αυτής, μιαν δε τον ημερών έκλαιε η γυνή αυτού ενθυμούμενη τα παρελθόντα. Τότε δε η ταλαίπωρος αύτη άρχισε να του αφηγείται μετά πολλάσης της καρδίας όλα όσα έπαθε εις το διάστημα της υπανδρείας της και πολύ περισσότερον έκλαιε ενθυμούμενη τον χαμό του υιού της και τον άδικο θάνατο του συζήγου της.
Ο δε Ιούδας είχε ακούσει από τους ποιμένας πως τον εβρήκαν εις την θάλασσαν εις ένα κιβώτιον πισσωμένον,ενθυμήθη τον άδικο θάνατο του αδερφού του καθώς και του πατρός του και τότε λέγει προς την γυναίκα και μητέραν του.
Εγώ είμι ο υιός σου που έριψες εις την θάλασσαν καθώς και εγώ είμι ός σκότωσα τον αδερφόν μου και υιόν σου και τον σύζηγον σου και πατέραν μου. Η δε γυνή ακούσασα τούτους τους λόγους, είπε πρός τον Ιούδα, μετά τούδε δεν δύναμαι να εβρισκόμαι εις την ίδιαν στέγην μετά σου.
Ο δε Ιούδας κατανοήσας τα ύψιστα κακουργήματα τα οποία διέπραξεν εις τον ευατόν του ένεκεν της φιλαργυρίας του και γνωρίζων ότι ο Κύριος ημών,εβρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ ώστε ίσως να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του.
Μα καθώς επρόδωσε τον διδάσκαλον Του μετά καιρού και έριψε τα αργύρια εντός του Ναού εις τον οποίο ευρίσκοντο οι αρχιερείς, έφυγαν και εγύρισε πάλιν εις τον εαυτού οίκον, ώστε να ποιήσει αγχόνην δια σχηνίου ώστε κρεμασθήναι. Εύρε δε την σύζηγον του και μητέραν του καθημένην και ψήνουσα αλέκτορα εις την πυράν και λέγει αυτήν, γύναι ετοίμασον με σχοινίον ώστε να κρεμασθώ ως εμοί πρέπει. Η δε λέγει τι άρα λέγεις τα ρήματα ταύτα
Και οι Ιούδας λέγει αυτή, γίνωσκε ότι παρέδωκα, εις Αρχιερεύσι ώστε θανατώσει αυτόν και ούτος αναστηθεί εις τρίτην μέραν και ουαί ημίν! Εκείνη δε λέγει, μη λέγε μηδέ νόμιζε ούτως, ότι ώσπερ ο αλέκτωρ ψηνόμενος εν τη ανθρακία, ουδέ φωνήσαι, ου δύναται ζήσαι ούτε και ο Ιησούς μπορεί να αναστηθή ως συ λέγεις.
Και ευθύς κατά τον λόγον αυτής ο αλέκτωρ ετίναξεν τας πτερύγας αυτού και έκραξεν τρίτον της φωνής αυτού. Εκ τούτου και έτι πλέον πεισθής ο Ιούδας ποιήσας την αγχόνην εκρεμάσθην και δεν απέθανεν ώστε να μη κατέλθη εις τον Άδην και σωθεί, αλλά έμεινε εκεί ως την Ανάσταση του Κυρίου ημών και τότε απέθανεν.
πηγή atheatignosi
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου