Google+ To Φανάρι : Οι ξένοι φίλοι κι εμείς. (Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen)

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Οι ξένοι φίλοι κι εμείς. (Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen)

"Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen" Το ίδιο άρθρο στα γερμανικά

Σε ηλικία οχτώ ετών, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αντίκρισα στον τόπο μας ξένο, και μάλιστα εχθρό, εγκατεστημένο μέσα στο σπίτι μας, δίχως να μας έχει ρωτήσει και χωρίς να τον θέλουμε.
"Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen" Το ίδιο άρθρο στα γερμανικά Ηταν Γερμανός αξιωματικός του στρατού Κατοχής. Ο τότε δικηγόρος πατέρας μου ήταν άνεργος. Ο,τι πολύτιμο διέθετε το σπίτι μας, ακόμη και τα γαμήλια δακτυλίδια των γονέων μας, είχαν ήδη ανταλλαγεί για ελάχιστα μέσα διατροφής. Στη συνέχεια, η μητέρα μου έβγαινε έξω από την πόλη, μάζευε χόρτα, τα έβραζε και, χωρίς λάδι και δίχως ψωμί, αυτά ήταν η διατροφή μας. Ο Γερμανός ένοικος έφευγε το πρωί, αφήνοντας σταθερά ασυγύριστο το δωμάτιο που είχε επιτάξει, ενώ τα αποφάγια του πλούσιου και λαχταριστού πρωινού του, πασπαλισμένα με τις στάχτες των τσιγάρων του, ήταν για μας εξουθενωτική προσβολή.
Οπωσδήποτε, κάποτε τελείωσε η Κατοχή, αφήνοντας το μικρότερο αδερφό μου κι εμένα με σκιές στους πνεύμονες. Είχαμε επιβιώσει. Σπούδασα εδώ και, στη συνέχεια, ο πατέρας μου, με αιματηρές θυσίες, μου διασφάλισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Γνώρισα, εκτίμησα και αγάπησα τη Γερμανία των ειρηνικών χρόνων. Η Γερμανία με ευλόγησε με την πιστή και αφοσιωμένη κόρη της, πολύτιμο σύντροφο της ζωής μου και μητέρα των παιδιών μας. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είχα και έχω επίγνωση της αξίας και της ακτινοβολίας της γερμανικής επιστήμης του δικαίου. Ανέπτυξα στενότατους δεσμούς με διαπρεπείς Γερμανούς συναδέλφους μου. Συναντιόμασταν συχνά, με αμοιβαία εκτίμηση, σε καρποφόρα συνέδρια, τόσο εδώ στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.
Αυτά, ώς τον Οκτώβριο του 2009. Τότε αποκαλύφθηκε η πελώρια φούσκα, με την οποία ο λεγόμενος πολιτικός «κόσμος» της δικής μας χώρας παραμυθίαζε τους αφελείς ψηφοφόρους του, δίχως ποτέ να μας έχει ενημερώσει και, πολύ περισσότερο, χωρίς ποτέ να ζητήσει ευθέως τη συγκατάθεση του εμπαιζόμενου ως δημοκρατικώς κυρίαρχου ελληνικού λαού, αν όντως θέλαμε να επιβαρύνουμε το παρόν μας, καθώς και το μέλλον των παιδιών και των εγγονών μας, με τα επαχθή δάνεια, που υποκρύπτονταν κάτω από τη διαφημιστική φούσκα της λεγόμενης «Ελλάδας της ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής προόδου».
Σήμερα, η ήδη, κατά μεγάλο μέρος, περικομμένη σύνταξή μου δεν αφήνει περιθώριο ν' αποτολμήσω κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, στα συνέδρια των Ευρωπαίων συναδέλφων μου, όπου δεν έπαψαν να με καλούν. Δεν βόγκηξα, μήτε αναστέναξα γι' αυτήν την ταπεινωτική εξέλιξη, καθώς έχω επίγνωση του ότι πάρα πολλοί συμπατριώτες μας, κυριολεκτικώς, φυτοζωούν.
Στη δική μου συνείδηση φταίμε όλοι. Κατά πρώτον, βεβαίως, οι -ως επί το πλείστον- άθλιοι πολιτικοί και πολιτικάντηδες, που είναι πρόδηλο πως πλούτισαν και έχουν διασφαλίσει τον παράνομο πλούτο τους στο εξωτερικό. Μαζί τους και πολλοί άλλοι αχρείοι τού κατ' ευφημισμόν επιχειρηματικού και επιτυχημένου επιστημονικού κόσμου, δίχως εξαίρεση, καθώς λένε, και κάποιων επαγγελματιών της επίσης εμπαιζόμενης θεοσέβειας.
Σε ποιον να στραφείς και σε ποιον να πεις τον πόνο σου; Κάτι πολύ πιο πικρό: Τι το αξιόπιστο ν' απαντήσεις, όταν σε σταματούν στο δρόμο άγνωστοι συμπολίτες μας και σου διεκτραγωδούν τη δυστυχία τους, προσθέτοντας το δικό τους «ευχαριστώ» σε όσους δεν μένουν απαθείς, αλλά ανοίγουν το στόμα τους και με το δάχτυλο δείχνουν τους αχρείους, που μας έφεραν σ' αυτήν την καταστροφή; Αυτές οι σκηνές, που κάθε άλλο παρά σπάνιες ή φανταστικές είναι, δεν εμψυχώνουν κανέναν. Ούτε τον άγνωστο, που σου διεκτραγωδεί τη δυστυχία του, μήτε εσένα τον ίδιο, που ντρέπεσαι για την απόλυτη και εντελώς εξουθενωτική δυστυχία των πολλών από τους συνομιλητές σου.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάνω στο τραπέζι εργασίας μου είναι η πιο πρόσφατη πρόσκληση, που μου ήρθε για συμμετοχή μου σε επιστημονικό συνέδριο στη Γερμανία.
Πώς να τους απαντήσω, ότι δεν διαθέτω πια τα οικονομικά μέσα για τέτοια ταξίδια; Πώς να τους πω, ότι γι' αυτήν τη δυστυχία, η οποία διέλυσε την κατά τα άλλα όμορφη Ελλάδα του ήλιου, της ελκυστικής θάλασσας και της φιλόξενης προδιάθεσης, έχει μερίδιο συνευθύνης και η δική τους κυβέρνηση; Γιατί εκείνη -αναμφίβολα- εγκαίρως γνώριζε, όταν άφηνε ή και ενθάρρυνε τους απερίσκεπτους, αν μη εν πολλοίς κοινούς λωποδύτες, που μας κυβέρνησαν μετά την πτώση της δικτατορίας, να φορτώνουν τον ανίδεο ελληνικό λαό με καταστροφικά δάνεια, προκειμένου ν' αγοράζουμε τα ακριβά αυτοκίνητα και τα άλλα ελκυστικά καταναλωτικά προϊόντα πολυτελούς κι αμέριμνης διαβίωσης των δικών τους εργοστασίων;
Φίλε αναγνώστη, φταίμε κι εμείς... Κι εγώ κι εσύ! Αλλά βεβαίως δεν έχει κανένα νόημα να θρηνούμε τώρα πάνω στα οικονομικά και στα ηθικά ερείπια της χώρας μας.
Δεν είμαι σε θέση να σου δώσω αξιόπιστο λόγο παρηγοριάς κι ελπίδας. Αρκούμαι λοιπόν στη δική μου διακριτική εξομολόγηση ότι, αποστρέφοντας το πρόσωπο από όλους τους ανίερους ή, κατά ψευδή επίφαση, ως ιερούς φερόμενους χώρους των ερειπίων μας, σηκώνομαι, όπως από δεκαετίες είμαι μαθημένος, νωρίς το πρωί και αφοσιώνομαι στη μελέτη και στη συγγραφή. Είναι η πιο αξιόπιστη καταφυγή. Ακόμη κι όταν είναι οδυνηρή, έτσι όπως από πολλούς μήνες γράφω για το πάγιο, και επί τρεις χιλιετίες αγιάτρευτο, έλλειμμα ελληνικής αιδούς.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Το κείμενο τούτο, διατυπωμένο σε γερμανική γλώσσα, δημοσιεύεται παρακάτω, με τον καημό του συγγραφέα ενώπιον των φίλων Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων, καθώς και με την προσδοκία ότι κάποιοι συμπατριώτες μας, αφού το διαβάσουν, θα το προωθήσουν σε Γερμανούς ή γνώστες της γερμανικής γλώσσας φίλους τους.
ελευθεροτυπία


Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen

Im Alter von 8 Jahren sah ich zum ersten Mal in meinem Leben in unserem Ort einen Fremden, der sogar ein Feind war, einquartiert in unserem Haus, ohne da― wir gefragt wurden und den wir nicht haben wollten.
Er war ein deutscher Offizier der Besatzungsmacht. Mein Vater, damals Rechtsanwalt, hatte keine Arbeit mehr. Alles, was wir au―er unserem Haus von einigem Wert besa―en, sogar die Trauringe meiner Eltern, waren bereits eingetauscht gegen etwas Lebensmittel.
Danach ging meine Mutter au―erhalb unseres Stadtchens wilde Pflanzen sammeln, die gekocht und ohne Ol und Brot unsere Nahrung waren.
Unser deutscher Mitbewohner ging des Morgens aus dem Haus, sein Zimmer sollten wir aufraumen und sauber halten. Die Reste seines reichlichen Fruhstucks, das wir mit Hei―hunger sahen, war mit der Asche seiner Zigaretten bestreut, was wir als eine uns vernichtende Demutigung empfanden.
Schlie―lich ging die Besatzungszeit zu Ende. Mein jungerer Bruder und ich zeigten im Rontgenbild Schatten auf der Lunge, aber wir hatten uberlebt.
Nach meinem Jurastudium in Athen ermoglichte mir mein Vater unter blutigen personlichen Opfern ein Weiterstudium in Deutschland, das ich in den Jahren des Friedens habe schatzen und lieben gelernt. Es hat mich mit einer seiner Tochter gesegnet, die meine wunderbare Lebensgefahrtin und Mutter unserer Kinder wurde.
Als Univeristatslehrer habe im Bewu―tsein der Ausstrahlungskraft der deutschen Rechtswissenschaft enge Beziehungen zu namhaften deutschen Kollegen gepflegt. Ich denke an schone Begegnungen gegenseitiger Anerkennung zuruck, meist anla―lich wissenschaftlicher Tagungen in Deutschland und auch in Griechenland.
So war es bis zum Oktober 2009. Da kam ungeahnt die Scheinwirklichkeit unseres Staates, die vorubergehend einen griechischen Wohlstand hervorgebracht hatte, zum Platzen, wie eine gro―e Blase. Bis dahin wurde uns ein Griechenland des Aufstiegs und des europaischen Fortschritts vorgegaukelt. Nie haben unsere Politikmacher ihre arglosen Wahler daruber aufgeklart, wie die Wirklichkeit aussah, da― z.Β. die offentliche Hand die Gehalter usw. ihrer Beamten und Angestellten vornehmlich mit Darlehen bestritt. Noch weniger haben sie um die Zustimmung des hintergangenen Volkes, von dem angeblich alle Staatsgewalt ausgeht, gebeten und gefragt, ob wir wirklich unser restliches Leben und die Zukunft unserer Kinder und Enkelkinder mit den ungeheuren Darlehen belasten wollen.
Seine Pension, die um einen gro―en Teil gekurzt wurde, la―t mir heute keine Chance, eine Reise ins Ausland zu einer Tagung europaischer Kollegen zu wagen. Aber angesichts der Lage vieler Mitburger, die um ihr Uberleben kampfen, darf ich mich nicht beklagen.
Ich bin mir bewu―t, da― wir alle verantwortlich sind. Als erste naturlich unsere damaligen Politiker, die von ihren Amtern reich geworden sind und ihren illegalen Reichtum vornehmlich im Ausland haben. Nach diesen sind auch viele andere verantwortlich, einschlie―lich gewisser Profis der Geistlichkeit. Und naturlich begru―ten fast alle Griechen hier ohne Bedenken den ungewohnten Wohlstand und unterlagen der Versuchung billig gewordener Bankdarlehen.
Welch eine glaubwurdige Antwort kann ich meinen Mitburgern auf ihre Frage «und nun?» geben? Den Unbekannten, die mich auf der Stra―e anhalten, um uber ihr Ungluck laut zu klagen? Sie sind dankbar, da― ich nicht unbeteiligt bleibe und offentlich meinen Mund auftue. Aber diese, nicht seltenen Stra―enszenen ermutigen niemand, weder den Unbekannten, der mir sein Leid klagt, noch mich, der ich beschamt bin uber das Ungluck, in das so viele gesturzt sind.
Jetzt, da ich diese Zeilen schreibe, liegt auf meinem Schreibtisch die neuste Einladung zu einer wissenschaftlichen Tagung in Deutschland. Wie kann ich antworten, da― ich fur eine solche Reise nicht mehr die erforderlichen Geldmittel habe! Wie kann ich den deutschen Kollegen sagen, da― ihre Regierung in Deutschland mitverantwortlich ist fur das gro―e Ungluck, das zerstorerisch uber Griechenland gekommen ist? Uber ein Land der Sonne, des einlandenden Meeres und des gastfreundlichen Entgegenkommens seiner Bewohner.
Wu―te und wei― die deutsche Regierung denn nicht, da― das zum Verbrauch verfuhrte griechische Volk die Last der Darlehen, die auf hoher Ebene skrupellos abgeschlossen oder bewilligt wurden, nicht tragen kann?
Jedenfalls stieg damals der Export deutscher Industrieerzeugnisse, auch luxurioser, nach Griechenland enorm an, wohl nicht zum Schaden von Deutschland!
Wenn ich mit meinen Landsleuten spreche, gestehe ich ihnen, da― ich nicht in der Lage bin, ihnen ein glaubwurdiges Wort des Trostes und der Hoffnung zu geben.
So begnuge ich mich mit dem bescheidenen Hinweis, da― das Leben der Griechen wahrend ihrer Geschichte von fast dreitausend Jahren immer bitter und doch geistig fruchtbar war. Dreitausend Jahre lang waren Dichtung und Philosophie unsere standigen Begleiter, auch bei unseren gewagten Abenteuern.
 ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου