Google+ To Φανάρι : ΠΩΣ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΜΑΣ

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

ΠΩΣ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΜΑΣ

Γράφει ο Ελευθέριος Αναστασιάδης     
Όποιον άνθρωπο και να ρωτήσουμε στην εποχή μας, εάν αισθάνεται ήσυχος, ήρεμος, θα μας απαντήσει, αυθόρμητα, πως όχι, θα μας πει ότι νοιώθει πως ‘έχασε την ησυχία του’. Με αυτή την απάντηση εννοεί πολλά: το αίσθημα ανασφάλειας, το καθημερινό άγχος, την οικονομική αβεβαιότητα, το φόβο για το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά του και τα πρότυπα ζωής που λαμβάνουν, τους γρήγορους ρυθμούς, την ίδια την υπαρξιακή ανησυχία. Πως φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση; Πότε για πρώτη φορά ο δυτικός άνθρωπος άρχισε να “χάνει την ησυχία του”; Αυτά είναι τα θέματα που θα εξετάσουμε ακολούθως....

Ότι είχε απομείνει από τη ‘μεσαιωνική ησυχία’, τελείωσε οριστικά όταν ‘εκείνοι’ κάθισαν, το έτος 1789, ‘εξ αριστερών΄ της Αντικειμενικής Αλήθειας. Λίγο πρωτύτερα, ‘εξ αριστερών’ της Αντικειμενικής Αλήθειας είχε καθίσει και ο προτεσταντισμός, χαρίζοντας μας τον καπιταλισμό και την ανησυχία. Έτσι κυλούσαν οι ημέρες της μεσαιωνικής ησυχίας: δεν υπήρχε ποτέ βιασύνη στην εργασία, δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον στο να παραχθεί ένα αντικείμενο σε σύντομο χρόνο ή και πολλά να παραχθούν σ’ ένα ορισμένο χρόνο. Η διάρκεια της περιόδου παραγωγής καθοριζόταν από δύο παράγοντες: α) απ’ τις ανάγκες της ανθεκτικότητας και της ποιότητας του προϊόντος και β) από τις φυσικές ανάγκες του εργαζόμενου. Η παραγωγή ήταν δραστηριότητα προσώπων των οποίων η ύπαρξη πραγματωνόταν στην εργασία γι’ αυτό και αυτή (η παραγωγή) ακολουθούσε τους νόμους υπάρξεων με σώμα, όπως η διαδικασία ανάπτυξης ενός δένδρου βρίσκει σκοπό και μέτρο στις εσωτερικές ανάγκες αυτών των ζωντανών υπάρξεων. Το μέγιστο ιδανικό εκείνης της εποχής, ήταν η ατομική ψυχή που αναπαύεται επάνω στον εαυτό της και απ’ το βάθος της πραγματικότητάς της τείνει προς τον Oυρανό, ως οργανικό συστατικό της ζώσας ανθρωπότητας. Σε αυτό το ιδανικό προσαρμόζεταν κάθε ανάγκη και κάθε μορφή ζωής.


 Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι είχαν τεθεί εκ δεξιών της Αντικειμενικής Αλήθειας. Μόλις έγινε το πέρασμα στην αριστερή πλευρά, όλα άλλαξαν, ένα νέο πνεύμα, κοσμικό και γήινο κάνει την εμφάνισή του, διαλύει τους παλαιούς δεσμούς, τα παλαιά ιδανικά και ρίχνει τον άνθρωπο στον δρόμο του εγωισμού και της αυτοδιάθεσης. Αυτό το νέο πνεύμα μπαίνει βαθιά μέσα στις ψυχές και τις ταράζει, τους δημιουργεί άγχος. Είναι το πνεύμα του Φάουστ αυτό που τώρα κυριεύει τους ανθρώπους: “Ihn treidt die Gärung in die Ferne“ (“Μία συνεχής ανησυχία τον οδηγεί μακριά”) λέει ο Μεφιστοφελής για το δόκτορα Φάουστ. Έτσι, υπό το βλέμμα του Λεβιάθαν της χρηματιστικής αριστεράς, άρχισαν να καπνίζουν τα φουγάρα των αγγλικών εργοστασίων και ανάμεσα τους να περπατά απελπισμένος  ο  Όλιβερ Τουίστ.
Λίγο αργότερα, η ησυχία  δέχεται ένα νέο πλήγμα, αυτή τη φορά από την αριστερά της υλιστικής ισότητας. Ένας κόκκινος, τώρα, Λεβιάθαν ξεσηκώνει, επαναστατεί, ματώνει τους δρόμους για να φέρει τη δικαιοσύνη, να δώσει την ευτυχία στον Όλιβερ Τουίστ. Μάταια! Και πάλι προέκυψε η ανησυχία: πολύ το μίσος, βαριά η ύλη, μάτια χωρίς ουρανό, ζωή χωρίς ελευθερία. Πολύ η ανησυχία. Πέρασαν τα  χρόνια, και ήλθε η ‘νέα αριστερά’ της τρέλας, της ξέφρενης ηδονής, της ψυχεδέλειας, οι χημικοί εφιάλτες του ’60: ανησυχία για τα παιδιά σου, για τις κόρες και τους γιούς σου. Και μετά ήλθαν και τα όπλα, οι εκρήξεις, οι βόμβες, το αίμα, παντού, σε κάθε άκρη η ανησυχία.
Λίγο αργότερα, να σου ξανά να ορθώνεται η αριστερά της Αλήθειας κείμενη,  φιλελεύθερη ρομφαία: παγκοσμιοποιεί το μέλλον και τη ζωή σου, μαύροι, κίτρινοι και μελαμψοί επιδρομείς δημιουργούν ανησυχία στη γειτονιά σου, στα όμορφα νυχτερινά τοπία της πατρίδας σου δεν πηγαίνεις πια γιατί ανησυχείς, φοβάσαι. Τα πέρατα του κόσμου κτυπούν την πόρτα σου. Σου στερεί όμως και την αξιοπρεπή δουλειά, σου μειώνει τα μεροκάματα η φιλελεύθερη ρομφαία, σε βάζει στο σκλαβοπάζαρο της αγοράς και εσύ τρέχεις, αγχώνεσαι, ανησυχείς.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, οι εξ αριστερών κείμενοι σου λένε να μην κοιτάς τον ουρανό γιατί είναι άδειος, είναι απλώς το χάος πάνω από το κεφάλι σου. Έτσι, εσύ χωρίς ποτέ το βλέμμα σου να το σηκώνεις προς τον ουρανό, βλέπεις μόνον το χώμα και το τέλος του δρόμου και ανησυχείς χωρίς να ξέρεις πια γιατί ανησυχείς. Ή μάλλον, σε ανησυχεί η ίδια σου η ύπαρξη, το κενό που συναντάς μέσα σου, σε ανησυχεί η χωρίς σκοπό ζωή σου.

Έτσι, απεγνωσμένος, εάν βγεις και φωνάξεις, ουρλιάξεις: Επιτέλους θέλω την ηρεμία μου, αφήστε με να ησυχάσω! Τότε εκείνοι θα πουν: να ένας ‘ακροδεξιός’! Γιατί  σήμερα η ηρεμία χαρακτηρίζεται ως ‘οπισθοδρόμηση’ και η ανησυχία ως ‘πρόοδος’.   

        
                                                                     Stella Splendens
 
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου