Google+ To Φανάρι : 24 Μαρτίου 1821. Ἀπὸ τὴν Σκάλα σὲ ὅλην τὴν Πελοπόννησον

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

24 Μαρτίου 1821. Ἀπὸ τὴν Σκάλα σὲ ὅλην τὴν Πελοπόννησον

Κολοκοτρώνης ζοῦσε γιὰ χρόνια στὴν Ζάκυνθο κι ἐπέστρεψε στὴν Πελοπόννησον στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1821, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὶς πολεμικὲς προετοιμασίες γιὰ τὴν προγραμματισμένη Ἐπανάστασιν. Δικό του πολεμικὸ σῶμα δὲν εἶχε. Τριάντα ἄνδρες τὸν ἀκολουθοῦσαν μόνον.
Τοῦ παρεχώρησε ὁ Μούρτζινος διακοσίους Μανιᾶτες καὶ ἀκόμη ἑβδομήντα ὁ Πετρόμπεης, γιὰ νὰ συγκροτήσῃ ἕνα μικρὸ στράτευμα τριακοσίων ἀνδρῶν.
Κατεσκεύασε δύο σημαῖες, μὲ μόνον τὸν σταυρὸ ὡς ἔμβλημα καὶ ξεκίνησε.
Ἀλλὰ καλλίτερα νὰ μᾶς τὰ πῇ ὁ ἴδιος:

«…Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω… ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Τὰς 24 τὸν Μάρτη 1821 ἐφθάσαμε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποὺ εἶναι καμμιὰ πενηνταριὰ οἰκογένειες. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον, τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: «Σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήσατε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000» – στρατήγημα.
Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς τὲς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσες χιλιάδες Μανιᾶτες, παίρνουν τὰ ζῷα τῶν ῥαγιάδων καὶ ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτσά. Κινώντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔῤῥιξα καμμιὰ χιλιάδα τουφέκια, τρεῖς μπαταριὲς διὰ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ κόσμος, νὰ σηκωθῇ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς κεχαγιάδες, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν, καὶ ἔγινε ἀρχὴ τοῦ σκοτωμοῦ. Ἐκίνησα νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ διὰ τὴν παλαιὰ Ἀρκαδία. Ἀπαντάω ἕνα μεζίλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ μοῦ λέγει, ὅτι οἱ Λεονταρίτες ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια στὸ Φραγκόβρυσο καὶ ἔπειτα ἐγύρισαν πίσω, καὶ ἔκοψαν δύο – τρεῖς Ἕλληνας. Ἑβδομῆντα καβαλλαραῖοι ἦτον. Εἶπα: «Τρέξατε νὰ τοὺς κλείσετε καὶ ἔφθασα ὀπίσω εἰς τὸ Λεοντάρι». Τὴν ἴδιαν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνάζονται οἱ Φαναρίτες, λέγουν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Τριπολιτσά, διατὶ δὲν ἠξεύρουν τὶ εἶναι. Μαζώνονται Φαναρῖτες καὶ Μουντριζᾶνοι  κι ἄλλα μουρτατοχώρια  ἀριθμός των 1.700 τουφέκια.
Ἐσυνάχθησαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν Ἀνδρίτζαινα δύο ὥρας σὲ μιὰ βρύση, Σουλτίνα λεγομένη, εἶχαν τρεῖς χιλιάδας ζῷα τῶν ῥαγιάδων μαζύ τους. Τὴν ἰδίαν ἡμέρα οἱ Ἀρκαδιανοὶ (τῆς θαλάσσης) συνάζονται ὀλίγοι, καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος καὶ ἄλλοι παρακινοῦν τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ κάστρα, καὶ τοὺς ἔδωσαν ζῷα, τοὺς ξέβγαλαν ἴσα μὲ τὸ Νιόκαστρο καὶ ἐκεῖ τοὺς πολιῴρκησαν, ἀφοῦ ἐσυνάχθησαν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες. Ἐπολιόρκησαν Ναβαρῖνο, Μοθώνη καὶ Κορώνη. Ἐπῆγαν καὶ Μανιᾶτες. Οἱ Ἀνατολικοὶ εἰς τὴν Μονοβασιά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Πατραῖοι καὶ οἱ Βοστιτζᾶνοι πολιορκοῦν τὴν Πάτρα καὶ Καστέλλι. Ἦτον ἀρχηγοὶ Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Λόντος καὶ λοιποί. Ὁ Σισίνης μὲ τοὺς Γαστουναίους καὶ οἱ Πυργιῶτες μὲ τὸν Βιλαέτη ἐβάρεσαν τοὺς Γαστουναίους Τούρκους. Καὶ αὐτοὶ κλείονται εἰς τὸ Χλουμοῦτζι (Καστὲλ – Τορνέζε). Μανθάνοντας ἐτοῦτο οἱ Λαλαῖοι, ὑπάγουν, τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὸ Χλουμοῦτζι μὲ τὲς φαμελιές τους, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοῦ Λάλα. Τότε τὰ νησιὰ ἔκαμαν προκλαματζίνες: νὰ μὴν εὕγῃ κανεὶς ἀπὸ τὰ νησιὰ εἰς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως ἔφευγαν, χωριᾶτες καὶ χωραΐτες, καὶ ἔγιναν συμβοηθοὶ τῶν κινδύνων, καὶ τὸ πράγμα τους τὸ ἐδήμευσαν· τόσο καὶ οἱ Μεταξᾶδες μὲ ἄλλους πολλοὺς Κεφαλλονίτας κρυφίως ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ τοὺς δήμευσαν τὸ πράγμα τους. Ἡ Δυτικὴ Ῥούμελη, τότε εἶχε τὴν σκοτούρα τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, διατὶ οἱ Σουλιῶτες ἔπιασαν τὸ Σοῦλι. – Ἡ καταδρομὴ κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ μᾶς βοήθησε πολύ. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ πάγῃ αὐτός, ἦτον μεγάλο θηρίο. – Ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Ὀδυσσέας, Γκούρας, Διᾶκος καὶ Πανουριᾶς ἐκίνησαν ἐνταυτῷ τὸ τουφέκι εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάς (Ἀπρίλιος).
Οἱ Σπέτζες ἐπρωτοσηκώθηκε· ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ οἱ Ὑδραῖοι δὲν ἦτον ἀκόμη σηκωμένοι. Οἱ νοικοκυραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ σηκωθοῦν. Ὁ Κουλοδήμας, Καπετὰν Ἀντώνης καὶ ὁ Γκίκας τοῦ Θ. γαμβρὸς τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ Πέτρος Μαρκέζης, ἐσυνώμοσαν μὲ τὸν λαὸν καὶ εἶπαν τῶν Ἀρχόντων: «Ἢ σηκώνεσθε καὶ ἐσεῖς, ἢ θὰ βάλομεν φωτιὰ νὰ σᾶς κάψομεν, μόνον ὀρδινιᾶσθε τὰ καράβια σας». Τοὺς ὑποχρέωσαν, ἔδωσαν γρόσια καὶ ἐβγῆκαν.
Τὰ Ψαρὰ ἐκίνησαν αὐτοθελήτως, καὶ ἡ Σάμος.
Ἐγὼ εἰς τὰς 25 ὁποὺ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, βγαίνοντας εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕναν πεζοδρόμο σταλμένο ἀπὸ τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε, ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι τῆς Καρυταίνης καὶ ὁ Βοϊβόδας τοῦ Ἰμπλακίου Μουσταφᾶς Ριζιώτης ἐκλείσθησαν εἰς τὸ παλιόκαστρο τῆς Καρυταίνης. Καὶ οἱ δύο προεστοὶ τῆς Καρυταίνης, ὁ Σπήλιος Κουλᾶς καὶ ὁ Μιχαλῆς, δὲν ἦτον εἰς τὴν Ἑταιρεία ἐμβασμένοι καὶ δὲν ἤξευραν τὶ ἐγένετο, καὶ ἐπαρακίνησαν τοὺς Τούρκους νὰ μὴν φύγουν, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὸ Κάστρο. Ὁ Κάμπος τῆς Καρυταίνης δὲν ἠθέλησε νὰ πιάσῃ τὰ ἄρματα». Ἔτζι μ᾿ ἔγραφε αὐτός.
Ἐγὼ δὲν ἔλειψα νὰ κάμω μία προσταγή, καὶ ἐπάτησα τὴν βούλα μου: «Ὅποιο χωριὸ δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος τζεκοῦρι καὶ φωτιά». Μανθάνοντας ὅτι ἐβγῆκα εἰς τὸ Δερβένι, οἱ 70 καβαλλαραῖοι εὐθὺς ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά.
Ἐγὼ ἐπῆγα σὲ ἕνα χωριὸ Τετέμπεη, ἀνάμεσα Λεοντάρι καὶ Καρύταινα. Οἱ Μανιᾶτες μοῦ εἶπαν: «Νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι». Τοὺς εἶπα: «Νά πάρομεν χαλκώματα;» – Τὴν αὐγὴ ἐξημέρωσεν, στὲς 26, ἔῤῥιξα χίλια τουφέκια. Ἔκαμα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Καρύταινα, νὰ ἀκαρτερέσω τοὺς Φαναρίτας καὶ τοὺς Καρυτινούς, καὶ ἀκούοντες τὲς μπαταρίες ὁ κόσμος ἐκινήθησαν ὅλοι. Εἰς τὸν δρόμον ἀπήντησα ἕνα γράμμα τοῦ Βασίλη Μπούτουνα, καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἰδὲς τὸ γράμμα τῶν Φαναριτῶν ποὺ κάθονται εἰς τὴν Σουλτίνα. Τὸ ἔγραφαν εἰς τοὺς Καρυτινοὺς Τούρκους, καὶ ἔγραφε τὸ γράμμα, ὅτι αὔριο περνᾶμε διὰ Τριπολιτζά, εἴμεθα τόσοι, ἑτοιμασθῆτε νὰ ἑνωθοῦμε. Ἐβγῆκε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τόσες χιλιάδες Μανιᾶτες. Ὁ Βασίλης εἶχε σκοτώση τὸν Τοῦρκον εἰς τὸ γεφύρι τῆς Καρυταίνης, ποὺ εἶχε τὸ γράμμα. Βλέποντας τὸ γράμμα ἐκίνησα νὰ πιάσω τὸν τόπο, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀπεράσουν οἱ Φαναρῖτες. Βγαίνοντας ἀγνάντια εἰς τὴν Καρύταινα οἱ Τοῦρκοι καὶ βλέποντας τὰ μπαϊράκια, καὶ μὴ ξεχωρίζοντας τὸν Σταυρό, ἔλεγαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ πᾶμε μεντάτι. Ἐγὼ ἐτράβηξα ἕναν τόπον στενόν. Ἔλεγα ὅτι θὰ ἀπεράσουν τὴν ἴδια ἡμέρα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσω. Ἐμήνυσα χωριατῶν, ποὺ ἦτον εἰς τὸ στενὸ ἐκεῖνον, νὰ μοῦ εἰποῦν διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς Φαναρίτας, καὶ μοῦ εἶπαν: «Δὲν ἔχουν εἴδησιν, εἰς τὴν βρύση κοιμοῦνται ἀπόψε καὶ ταχὺ θ᾿ ἀπεράσουν». Κι ἔγραψα ἕναν τεσκερὲ ἑνὸς Ἀνδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, νὰ κινήσῃ τὰ ἄρματα, νὰ τοὺς φέρνῃ ἀποπίσω καὶ ἐγὼ τοὺς καρτερῶ ἀπεμπροστά. Σὰν εἶδα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦτον τὴν ἡμέραν ἐκείνη διὰ κίνημα, ἐπῆρα τὴν χώραν τῆς Καρυταίνης, καὶ ἔκλεισα τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κάστρο (ἡμέρα 26).

Στὲς 27 ἐσηκώθηκα χαραυγή, μὲ τὰ χάραμα, καὶ ἄφησα τοὺς Καρυτινοὺς καμμιὰ δεκαπενταριὰ νομάτους, κι ἐγὼ ἔπιασα τὸ στενό. Τὴν ἴδια νύκτα, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα μοῦ ἦλθε εἴδησις ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ὅτι: «Στεῖλε μας στράτευμα, διατὶ ἡμεῖς δὲν ἐσυναχθήκαμε ἀκόμα» – παλιανθρωπιά….»
Καὶ κάπως ἔτσι, ἀπὸ τὴν Σκάλα τῆς Μεσσηνίας, στὶς 24 Μαρτίου τοῦ 1821, ξεκίνησε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στέλνοντας τοὺς χωρικοὺς ὡς ἀγγελιοφόρους, γιὰ νὰ ξεσηκωθῇ ὅλη ἡ Πελοπόννησος.
Στόχος ἡ Τρίπολις ἀπὸ τὴν πρώτη ἀκόμη ἡμέρα μὰ θὰ ὑπῆρχαν πολλὲς ἀκόμη περιπέτειες, ὅπως ἐπίσης θὰ συνέβαιναν κι ἄλλες παλιανθρωπιές, ἀπὸ πολλούς, πρὸ κειμένου νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ πολιορκία καὶ νὰ ὁμονοήσουν οἱ ὁπλαρχηγοί.
Καὶ μόλις ἐπετεύχθη ὁ στόχος ξεκίνησε ἡ ἀποδόμησις.

Φιλονόη

Πληροφορίες ἀπό:
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη, διὰ χειρὸς Γεωργίου Τερτσέτη
εἰκόνα

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου