Η βασική αρχή του κορπορατισμού,
βασίζεται στο να εξαναγκάζει τους πολίτες να “συνεργαστούν” με τον
κράτος αποδεχόμενοι την εκμετάλλευση τους από την άρχουσα τάξη
Για να το πετύχει αυτό, ο κορπορατισμός παρουσιάζει την κοινωνία ως
ένα “οργανικό σώμα”, στο οποίο “όλοι πρέπει να εκτελέσουμε το ρόλο μας”,
ώστε το “σώμα” να συνεχίζει να λειτουργεί σωστά, σαν καλοκουρδισμένη
μηχανή....Μόνο που βέβαια στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα ενιαίο σώμα. Υπάρχει η ελίτ και υπάρχουν οι διάφορες τάξεις (υπήρχαν… γιατί τώρα ισοπεδώθηκε η μεσαία) και τα συμφέροντα είναι διαφορετικά.
Αναδημοσιεύουμε ένα παλιό άρθρο της “Ελευθεροτυπίας” του 2002, το οποίο παρουσίαζε τότε ένα βιβλίο του Τζον Ράλστον Σολ σχετικά με το θέμα, με τίτλο «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση»:
Ο
Καναδός συγγραφέας Τζον Ράλστον Σολ έγινε διεθνώς γνωστός με το βιβλίο
του «Voltaire’s Bastards» (Vintage Books, 1992), με το οποίο ασκούσε
ριζική κριτική στη «δικτατορία του λόγου», δηλαδή στην τεχνοκρατική
σκέψη που καταδυναστεύει τη σύγχρονη Δύση.
Από τον καιρό του Βολτέρου, οι δυτικές κοινωνίες είχαν εναποθέσει τις
ελπίδες τους για πρόοδο και ελευθερία στη νέα θεότητα που ονομαζόταν
«Λόγος». Και είχαν πιστέψει ότι η εφαρμογή της λογικής στη διαχείριση
της εξουσίας θα οδηγούσε σε έναν καλύτερο κόσμο. Έχουμε σήμερα
μπροστά στα μάτια μας το αποτέλεσμα. Στο δυτικό κόσμο βασιλεύει μια
τεχνοκρατική ελίτ, ολικά απαλλαγμένη από κάθε ηθική ευαισθησία, της
οποίας τα συνθήματα είναι «μυστικότητα, αποτελεσματικότητα,
ανταγωνιστικότητα, ορθολογικότητα». Το τεχνοκρατικό πνεύμα που επικρατεί
παντού απειλεί να εξαλείψει την ηθική, τη μνήμη και την αίσθηση της
ιστορίας, τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, ακόμη και την απλή και κοινή
λογική.
Στο βιβλίο του «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση» -που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς μέρες και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Ροές» σε μετάφραση Ευηνέλλας Αλεξοπούλου και με πρόλογο του Αστέρη Χουλιάρα- ο Σολ αναδιατυπώνει και προεκτείνει την κριτική του στο σύγχρονο τεχνοκρατικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Καναδό συγγραφέα, ο δυτικός πολιτισμός υφίσταται σήμερα τον ασφυκτικό εναγκαλισμό μιας κυρίαρχης ιδεολογίας: του κορπορατισμού. Ο κορπορατισμός κατακερματίζει την κοινωνία σε ομάδες αντιμαχόμενων συμφερόντων. Μετατοπίζει την πηγή της νομιμότητας από τους πολίτες στις ομάδες και εγκλωβίζει τα άτομα σε δομές που απαιτούν δουλική και υποτακτική συμπεριφορά αυλικού. Ο κορπορατισμός καλλιεργεί τη λατρεία του προσωπικού συμφέροντος και οδηγεί στην απαξίωση του κοινού καλού. Προάγει την τυποποίηση της σκέψης, το αγελαίο πνεύμα και το γενικευμένο κομφορμισμό. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η δημόσια ανιδιοτέλεια που υπηρετεί το κοινό καλό τίθεται υπό διωγμόν, ενώ αντίθετα θεοποιείται το κυνήγι του χρήματος και η επιδίωξη του ατομικού πλουτισμού με κάθε μέσο. Ο Σολ δείχνει πόσο υποκριτικά και αβάσιμα είναι τα νεοσυντηρητικά επιχειρήματα που υμνούν τις αρετές της ελεύθερης αγοράς και δαιμονοποιούν το ρόλο της δημόσιας παρέμβασης για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος. Η δημοκρατική συμμετοχή αποδυναμώνεται, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσω διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε ομάδες ειδικών και σε ομάδες συμφερόντων. Ο κορπορατισμός στηρίζεται σε μια πληθώρα κοντόφθαλμων «ειδικών», με αποτέλεσμα η ευρύτερη θεώρηση και η μακροπρόθεσμη προοπτική να χάνονται μέσα στον κυκεώνα των εξειδικεύσεων και των λεπτομερειακών δεδομένων. Ο πολιτισμός μας γίνεται ένας «πολιτισμός χωρίς συνείδηση», στο βαθμό που το άτομο υποβαθμίζεται σε ένα ιδιοτελές ον, ανίκανο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από το στενά εννοούμενο προσωπικό του συμφέρον.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζον Ράλστον Σολ «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση».
***
Ο ρόλος του συγγραφέα είναι να επιβάλλει το ρυθμό της επικοινωνίας και ν’ αποφεύγει το συμβιβασμό με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και την κολακεία. Ο Σωκράτης, στην Απολογία του, στη γραμμή υπεράσπισης δηλαδή που ακολούθησε κατά τη διάρκεια της δίκης του, είπε ότι δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να περιφέρεται στους δρόμους φιλοσοφώντας, «εξετάζοντας τον εαυτό του και τους άλλους». Τα έβαζε με τους πάντες -γι’ αυτό και ενοχλούσε τους πάντες- από τους εμπόρους μέχρι τα παιδιά. Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στη στάση του Σωκράτη και, παραδείγματος χάριν, στην ακατάπαυστη κριτική του μεγάλου Γερμανού μυθιστοριογράφου Χάινριχ Μπελ για τους νεόπλουτους της μεταπολεμικής Γερμανίας ή, όπως το έθεσε ο Gordon Craig, στην «πωρωμένη και γραφειοκρατική κοινωνία που πίστευε μόνο στην εξουσία, την επιρροή και το χρήμα».
Αυτό που ο Σωκράτης και ο Μπελ κόμισαν στη σκέψη ήταν η γνώση που ενθαρρύνει την αμφιβολία. Και η αμφιβολία είναι ουσιώδους σημασίας σε μια κοινωνία που στηρίζεται στον πολίτη, δηλαδή σε μια δημοκρατία.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά σε μια κορπορατιστική κοινωνία; Τι σημαίνουν δηλαδή για τη δική μας κοινωνία; Θα έλεγα, κατ’ αρχήν, ότι ο ρόλος του συγγραφέα -και της γλώσσας- είναι πιο δυσδιάκριτος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν από το τέλος του Μεσαίωνα και μετά.
Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν υπήρξαν τόσοι πολλοί συγγραφείς, τόσα πολλά βιβλία, τέτοιος καταιγισμός γλωσσών γύρω μας μέσω τόσων πολλών νέων συσκευών επικοινωνίας.
Σε μια κορπορατιστική κοινωνία, οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις -δημόσιες ή ιδιωτικές- ανταμείβονται επειδή ακριβώς ελέγχουν τη γλώσσα. «Η Γνώση είναι Δύναμη». Αυτός ήταν ο πηχυαίος τίτλος ο οποίος διαφήμιζε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η International Herald Tribune. Σε μια κορπορατιστική κοινωνία, η γνώση κατέχεται και ελέγχεται, αγοράζεται και πωλείται -η γνώση βεβαίως που αξιολογείται ως σημαντική.
Τα άτομα που κατέχουν γνώση, κατέχουν δύναμη -όπως βέβαια αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη στις μέρες μας- λαμβανομένων υπ’ όψιν των διαχειριστικών και τεχνοκρατικών ελίτ. Η γνώση είναι ένα από τα νομίσματα των ανθρώπων των συστημάτων, όπως ήταν και για τους αυλικούς στα ανάκτορα των Βερσαλλιών. Οι άνθρωποι αυτοί επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν καίρια θέση στη δομή του συστήματος , που θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα να εμποδίζουν την πρόσβαση σε άλλους και να την κρατούν μόνο για τον εαυτό τους. Στη συνέχεια, απαιτούν αποδοχή και «μάρκες» προκειμένου να συμμετάσχουν στο παιχνίδι του συστήματος· κατά συνέπεια χρειάζονται την πληροφόρηση.
Οταν οι ελίτ μας δεν μοιάζουν με τους εν λόγω αυλικούς των βασιλέων, μας θυμίζουν τους σχολαστικιστές καθηγητές του τέλους του Μεσαίωνα, οι οποίοι είχαν ως επάγγελμά τους να μετατρέπουν τις συζητήσεις σε ατέρμονα βυζαντινολογήματα, ώστε να γίνονται απαραίτητοι στην εξουσία.
Τι θα μπορούσαμε όμως να πούμε σχετικά με αυτή την απίστευτη γλωσσική φλυαρία που μας κατακλύζει καθημερινά -κυρίως μέσω της τεχνολογίας της πληροφόρησης- ξεκινώντας από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και φθάνοντας μέχρι το τελευταίο μοντέλο ηλεκτρονικού υπολογιστή που κυκλοφόρησε στην αγορά; Ειλικρινά, αν αυτός ο γλωσσικός καταιγισμός δεν σχετίζεται κατά κάποιον πρακτικό τρόπο με τις δομές της εξουσίας, τότε δεν αποτελεί παρά μια ανόητη φλυαρία. Ο πιο αξιοσημείωτος μηχανισμός εκτόνωσης πιέσεων που επινοήθηκε ποτέ.
Το 18ο αιώνα, οι στοχαστές του Διαφωτισμού πίστευαν ότι η πρόσβαση στη γνώση θα προσέφερε καταλυτικά επιχειρήματα εναντίον της αδικίας. Αυτά τα κηρύγματα αλήθειας στόχευαν τις εξουσίες της εποχής -την εκκλησία και τη μοναρχία. Η σημερινή εξουσία χρησιμοποιεί, ως κύρια δικαιολογία για τη διάπραξη αδικίας, τη γνώση που κατέχουν οι ειδικοί της. Αυτοί ξέρουν και, κατά συνέπεια, αυτοί πρέπει να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο. Κάπως έτσι κλείνουν νοσοκομεία, η δημόσια παιδεία συρρικνώνεται, και οι φόροι επιβαρύνουν όχι αυτούς που έχουν χρήματα αλλά αυτούς που δεν έχουν. Σήμερα, λοιπόν, η γνώση χρησιμοποιείται αποτελεσματικότερα για να δικαιολογήσει την αδικία παρά για να την εμποδίσει.
Αυτό εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα για το ρόλο της ελευθερίας του λόγου. Στις μέρες μας διαθέτουμε μεγάλη ελευθερία του λόγου. Αν όμως έχει μικρή επίπτωση στη διαμόρφωση της πραγματικότητας, τότε δεν πρόκειται για πραγματική ελευθερία του λόγου. Αν δεν έχει πρακτική χρησιμότητα, ο λόγος είναι απλώς διακοσμητικός.
Οι κορπορατιστικές δομές έχουν κατορθώσει, με μεγάλη επιτυχία, να περιορίσουν αυτή τη χρησιμότητα. Οι ενέργειες του ιδιωτικού τομέα συσκοτίζονται σ’ έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο θολός από τον καταιγισμό πληροφοριών -από τη ρητορική δηλαδή και την προπαγάνδα -που κατακλύζουν όσους δεν ανήκουν στις διάφορες ομάδες συμφερόντων.
Στο βιβλίο του «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση» -που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς μέρες και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Ροές» σε μετάφραση Ευηνέλλας Αλεξοπούλου και με πρόλογο του Αστέρη Χουλιάρα- ο Σολ αναδιατυπώνει και προεκτείνει την κριτική του στο σύγχρονο τεχνοκρατικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Καναδό συγγραφέα, ο δυτικός πολιτισμός υφίσταται σήμερα τον ασφυκτικό εναγκαλισμό μιας κυρίαρχης ιδεολογίας: του κορπορατισμού. Ο κορπορατισμός κατακερματίζει την κοινωνία σε ομάδες αντιμαχόμενων συμφερόντων. Μετατοπίζει την πηγή της νομιμότητας από τους πολίτες στις ομάδες και εγκλωβίζει τα άτομα σε δομές που απαιτούν δουλική και υποτακτική συμπεριφορά αυλικού. Ο κορπορατισμός καλλιεργεί τη λατρεία του προσωπικού συμφέροντος και οδηγεί στην απαξίωση του κοινού καλού. Προάγει την τυποποίηση της σκέψης, το αγελαίο πνεύμα και το γενικευμένο κομφορμισμό. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η δημόσια ανιδιοτέλεια που υπηρετεί το κοινό καλό τίθεται υπό διωγμόν, ενώ αντίθετα θεοποιείται το κυνήγι του χρήματος και η επιδίωξη του ατομικού πλουτισμού με κάθε μέσο. Ο Σολ δείχνει πόσο υποκριτικά και αβάσιμα είναι τα νεοσυντηρητικά επιχειρήματα που υμνούν τις αρετές της ελεύθερης αγοράς και δαιμονοποιούν το ρόλο της δημόσιας παρέμβασης για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος. Η δημοκρατική συμμετοχή αποδυναμώνεται, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσω διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε ομάδες ειδικών και σε ομάδες συμφερόντων. Ο κορπορατισμός στηρίζεται σε μια πληθώρα κοντόφθαλμων «ειδικών», με αποτέλεσμα η ευρύτερη θεώρηση και η μακροπρόθεσμη προοπτική να χάνονται μέσα στον κυκεώνα των εξειδικεύσεων και των λεπτομερειακών δεδομένων. Ο πολιτισμός μας γίνεται ένας «πολιτισμός χωρίς συνείδηση», στο βαθμό που το άτομο υποβαθμίζεται σε ένα ιδιοτελές ον, ανίκανο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από το στενά εννοούμενο προσωπικό του συμφέρον.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζον Ράλστον Σολ «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση».
***
Ο ρόλος του συγγραφέα είναι να επιβάλλει το ρυθμό της επικοινωνίας και ν’ αποφεύγει το συμβιβασμό με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και την κολακεία. Ο Σωκράτης, στην Απολογία του, στη γραμμή υπεράσπισης δηλαδή που ακολούθησε κατά τη διάρκεια της δίκης του, είπε ότι δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να περιφέρεται στους δρόμους φιλοσοφώντας, «εξετάζοντας τον εαυτό του και τους άλλους». Τα έβαζε με τους πάντες -γι’ αυτό και ενοχλούσε τους πάντες- από τους εμπόρους μέχρι τα παιδιά. Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στη στάση του Σωκράτη και, παραδείγματος χάριν, στην ακατάπαυστη κριτική του μεγάλου Γερμανού μυθιστοριογράφου Χάινριχ Μπελ για τους νεόπλουτους της μεταπολεμικής Γερμανίας ή, όπως το έθεσε ο Gordon Craig, στην «πωρωμένη και γραφειοκρατική κοινωνία που πίστευε μόνο στην εξουσία, την επιρροή και το χρήμα».
Αυτό που ο Σωκράτης και ο Μπελ κόμισαν στη σκέψη ήταν η γνώση που ενθαρρύνει την αμφιβολία. Και η αμφιβολία είναι ουσιώδους σημασίας σε μια κοινωνία που στηρίζεται στον πολίτη, δηλαδή σε μια δημοκρατία.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά σε μια κορπορατιστική κοινωνία; Τι σημαίνουν δηλαδή για τη δική μας κοινωνία; Θα έλεγα, κατ’ αρχήν, ότι ο ρόλος του συγγραφέα -και της γλώσσας- είναι πιο δυσδιάκριτος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν από το τέλος του Μεσαίωνα και μετά.
Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν υπήρξαν τόσοι πολλοί συγγραφείς, τόσα πολλά βιβλία, τέτοιος καταιγισμός γλωσσών γύρω μας μέσω τόσων πολλών νέων συσκευών επικοινωνίας.
Σε μια κορπορατιστική κοινωνία, οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις -δημόσιες ή ιδιωτικές- ανταμείβονται επειδή ακριβώς ελέγχουν τη γλώσσα. «Η Γνώση είναι Δύναμη». Αυτός ήταν ο πηχυαίος τίτλος ο οποίος διαφήμιζε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η International Herald Tribune. Σε μια κορπορατιστική κοινωνία, η γνώση κατέχεται και ελέγχεται, αγοράζεται και πωλείται -η γνώση βεβαίως που αξιολογείται ως σημαντική.
Τα άτομα που κατέχουν γνώση, κατέχουν δύναμη -όπως βέβαια αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη στις μέρες μας- λαμβανομένων υπ’ όψιν των διαχειριστικών και τεχνοκρατικών ελίτ. Η γνώση είναι ένα από τα νομίσματα των ανθρώπων των συστημάτων, όπως ήταν και για τους αυλικούς στα ανάκτορα των Βερσαλλιών. Οι άνθρωποι αυτοί επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν καίρια θέση στη δομή του συστήματος , που θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα να εμποδίζουν την πρόσβαση σε άλλους και να την κρατούν μόνο για τον εαυτό τους. Στη συνέχεια, απαιτούν αποδοχή και «μάρκες» προκειμένου να συμμετάσχουν στο παιχνίδι του συστήματος· κατά συνέπεια χρειάζονται την πληροφόρηση.
Οταν οι ελίτ μας δεν μοιάζουν με τους εν λόγω αυλικούς των βασιλέων, μας θυμίζουν τους σχολαστικιστές καθηγητές του τέλους του Μεσαίωνα, οι οποίοι είχαν ως επάγγελμά τους να μετατρέπουν τις συζητήσεις σε ατέρμονα βυζαντινολογήματα, ώστε να γίνονται απαραίτητοι στην εξουσία.
Τι θα μπορούσαμε όμως να πούμε σχετικά με αυτή την απίστευτη γλωσσική φλυαρία που μας κατακλύζει καθημερινά -κυρίως μέσω της τεχνολογίας της πληροφόρησης- ξεκινώντας από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και φθάνοντας μέχρι το τελευταίο μοντέλο ηλεκτρονικού υπολογιστή που κυκλοφόρησε στην αγορά; Ειλικρινά, αν αυτός ο γλωσσικός καταιγισμός δεν σχετίζεται κατά κάποιον πρακτικό τρόπο με τις δομές της εξουσίας, τότε δεν αποτελεί παρά μια ανόητη φλυαρία. Ο πιο αξιοσημείωτος μηχανισμός εκτόνωσης πιέσεων που επινοήθηκε ποτέ.
Το 18ο αιώνα, οι στοχαστές του Διαφωτισμού πίστευαν ότι η πρόσβαση στη γνώση θα προσέφερε καταλυτικά επιχειρήματα εναντίον της αδικίας. Αυτά τα κηρύγματα αλήθειας στόχευαν τις εξουσίες της εποχής -την εκκλησία και τη μοναρχία. Η σημερινή εξουσία χρησιμοποιεί, ως κύρια δικαιολογία για τη διάπραξη αδικίας, τη γνώση που κατέχουν οι ειδικοί της. Αυτοί ξέρουν και, κατά συνέπεια, αυτοί πρέπει να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο. Κάπως έτσι κλείνουν νοσοκομεία, η δημόσια παιδεία συρρικνώνεται, και οι φόροι επιβαρύνουν όχι αυτούς που έχουν χρήματα αλλά αυτούς που δεν έχουν. Σήμερα, λοιπόν, η γνώση χρησιμοποιείται αποτελεσματικότερα για να δικαιολογήσει την αδικία παρά για να την εμποδίσει.
Αυτό εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα για το ρόλο της ελευθερίας του λόγου. Στις μέρες μας διαθέτουμε μεγάλη ελευθερία του λόγου. Αν όμως έχει μικρή επίπτωση στη διαμόρφωση της πραγματικότητας, τότε δεν πρόκειται για πραγματική ελευθερία του λόγου. Αν δεν έχει πρακτική χρησιμότητα, ο λόγος είναι απλώς διακοσμητικός.
Οι κορπορατιστικές δομές έχουν κατορθώσει, με μεγάλη επιτυχία, να περιορίσουν αυτή τη χρησιμότητα. Οι ενέργειες του ιδιωτικού τομέα συσκοτίζονται σ’ έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο θολός από τον καταιγισμό πληροφοριών -από τη ρητορική δηλαδή και την προπαγάνδα -που κατακλύζουν όσους δεν ανήκουν στις διάφορες ομάδες συμφερόντων.
Ένας άλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ο Liberty Hyde Bailey, είχε γράψει έναν αιώνα πίσω:
Φυσικά κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η γεωργία του μέλλοντος. Δεν
χρειάζεται να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε. Αλλά ακόμη και με όλα τα
όμορφα κοινωνικά σχήματα, δεν έχουμε βρει ακόμα υποκατάστατο της
οικογένειας. Η προσπάθεια να αφεθεί το σχολείο να πάρει τη θέση της
οικογένειας απέτυχε. Λέγεται ότι στο μέλλον θα έχουμε εταιρικές
εκμεταλλεύσεις 5.000 στρεμμάτων και περισσότερο.
Ίσως. Αυτή η προφητεία θεωρεί τη γεωργία μόνο ως βιομηχανία. Αν ναι, ο κόσμος θα κυριαρχεί εξ ολοκλήρου από επιχειρήσεις -γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, επαγγελματικές- γιατί οι επιχειρήσεις θα ελέγχουν την κυβέρνηση: θα έχουμε μια κυβέρνηση εταιρειών και όχι ανθρώπων. Οι αγρότες θα είναι τότε εργάτες, και θα επεκτείνουμε τα προβλήματα κεφαλαίου και εργασίας σε ένα νέο και απεριόριστο πεδίο. Χωρίς ξεχωριστές πατριαρχικές μονάδες, θα υπάρξει μια καλοπροαίρετη αστικοποίηση και η δημοκρατία, όπως τη συνειδητοποιούμε τώρα, θα είναι δύσκολη ή αδύνατη.
Liberty Hyde Bailey
The Harvest of The Year To The Tiller of The Soil (1927)
Σήμερα ζούμε τον απόλυτο εταιρικό φασισμό. Οι εταιρείες ελέγχουν τα
πάντα – από την ενημέρωση και τα social media μέχρι την ψυχαγωγία, από
τη διατροφή μέχρι τον τρόπο ζωής, από την παιδεία μέχρι τη δικαιοσύνη,
ακόμα και τις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις. Όλος ο έλεγχος γίνεται μέσω
του πολιτικού συστήματος, που σιγά σιγά εγκαταλείπει το ρόλο του, μέσα
από μια εξέλιξη (δια)φθοράς και απαξίωσης, και παραδίδει τη σκυτάλη
στους ίδιους τους τεχνοκράτες.Ίσως. Αυτή η προφητεία θεωρεί τη γεωργία μόνο ως βιομηχανία. Αν ναι, ο κόσμος θα κυριαρχεί εξ ολοκλήρου από επιχειρήσεις -γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, επαγγελματικές- γιατί οι επιχειρήσεις θα ελέγχουν την κυβέρνηση: θα έχουμε μια κυβέρνηση εταιρειών και όχι ανθρώπων. Οι αγρότες θα είναι τότε εργάτες, και θα επεκτείνουμε τα προβλήματα κεφαλαίου και εργασίας σε ένα νέο και απεριόριστο πεδίο. Χωρίς ξεχωριστές πατριαρχικές μονάδες, θα υπάρξει μια καλοπροαίρετη αστικοποίηση και η δημοκρατία, όπως τη συνειδητοποιούμε τώρα, θα είναι δύσκολη ή αδύνατη.
Liberty Hyde Bailey
The Harvest of The Year To The Tiller of The Soil (1927)
Κανένα πολιτικό/οικονομικό σύστημα, ιδεολογία ή φιλοσοφία δεν μπορεί να βγάλει από αυτό το αδιέξοδο τις παγκόσμιες κοινωνίες, παρά μονάχα η ανύψωση της προσωπικής συνείδησης και η εναρμόνισή της με το Συλλογικό Συνειδητό.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου