Google+ To Φανάρι : Χώρα τῆς παρανοίας

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Χώρα τῆς παρανοίας

  (Και η συνέχεια: Ο Τσίπρας εξοργίζει τους 53!)
Ἡ παράνοια βασιλεύει σὲ αὐτὴν τὴν χώρα…
Ὁ πρωθυπουργὸς δημοσιεύει ἄρθρα σὲ ἔντυπα γιὰ (ἀποθανόντα) ἀρχηγὸ ἀντιπάλου πολιτικοῦ κόμματος!
Ἀλλὰ θὰ πῇ, ἀνάγκα καὶ οἱ θεοὶ πείθονται…

Ἀρκεῖ νὰ ῥίξῃ κάποιος μίαν ματιὰ στὰ ἐκλογικὰ ποσοστὰ τῶν κυβερνώντων, ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταλάβῃ πολλὰ περισσότερα…
Θεοφανάκης Στέφανος

Το άρθρο του Πρωθυπουργού στο τέλος

 Και η συνέχεια: Ο Τσίπρας εξοργίζει τους 53!

Δημοσιεύτηκε σε σελίδα η οποία εκφράζει τις απόψεις των «53» του ΣΥΡΙΖΑ

Η αγάπη του Τσίπρα για τον Ανδρέα εξοργίζει τους «53», που απαντούν με άρθρο

Το άρθρο της Κατέ Καζάντη έχει τίτλο «'Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;», μια παράφραση με νόημα του τίτλου «ήταν ο Ανδρέας Ψεύτης;» που είχε το άρθρο του πρωθυπουργού

Αναταραχή επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας του άρθρου του Αλέξη Τσίπρα για τον Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο θεωρήθηκε από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος περίπου ως ύμνος στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και επιτομή της διολίσθησης της ριζοσπαστικής αριστεράς στη σοσιαλδημοκρατία – ήττοι “πασοκοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ!

Έτσι μετά τον Γιώργο Κυρίτση, που εξέφρασε την αντίθεσή του με την προσέγγιση του κ. Τσίπρα στο φαινόμενο Ανδρέα, αλλά και τις πληροφορίες ότι κι άλλοι βουλευτές κινούνται σε αυτή τη λογική (Φίλης, Καβαδία κ.α.) η ιστοσελίδα http://commonality.gr η οποία εκφράζει τις απόψεις των «53» του ΣΥΡΙΖΑ, δημοσίευσε σήμερα άρθρο της Κατέ Καζάντη, υπό τον τίτλο «'Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;» - μία παράφραση με νόημα του τίτλου «ήταν ο Ανδρέας Ψεύτης;» που είχε το άρθρο του κ. Τσίπρα.

Στο άρθρο της Κατέ Καζάντη, ουσιαστικά αποδομείται ο Ανδρέας Παπανδρέου και η πολιτική του διαδρομή. Μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι ο Ανδρέας δεν ήταν αριστερός, ότι μόνο σε ορισμένα μέτωπα προώθησε κάποια «περίπου ριζοσπαστικά» μέτρα, ενώ στα περισσότερα άλλα έβαλε νερό στο κρασί του και υποχώρησε, διαρρηγνύοντας το «συμβόλαιο με τον λαό», όπως σημειώνει.

Το άρθρο αποδίδει κάποιες τομές και πολιτικές που έδωσαν ανάσα σε λαϊκά στρώματα, στις συνθήλες της εποχής και τις συμμαχίες του Ανδρέα Παπανδρέου με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία – μίας ιδιότυπη σχέση με την τροτσκιστική λογική, κατά την εκτίμηση της αρθρογράφου. Παρουσιάζει δε τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ περίπου ως σταλινικό, με αφορμή τις εσωκομματικές εκκαθαρίσεις και την κυριαρχία του στο Κϊνημα.

Και για να μην μείνει καμία αμφιβολία για τον τρόπο που βλέπουν ιστορικά οι... κανονικοί συριζαίοι το ίνδαλμα του κ. Τσίπρα τον Ανδρέα Παπανδρέου, το άρθρο καταλήγει ως εξής:
«Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, με όλα τα ρηξικέλευθά του, ήταν μια όλως άλλη, ενίοτε και αντιθετική, περίπτωση. Επί της ουσίας, στην άλλη μεριά του ποταμού».

Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:


«Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;

Τον Σεπτέμβριο του 1938 –λέγεται πως ήταν στις 3 του μηνός-, λίγο πιο έξω απ’ το Παρίσι, διεξήχθη το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς, υπό τον Λέοντα Τρότσκι, προκειμένου να υπηρετηθεί, στον αντίποδα του σταλινισμού, το πρόταγμα της διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αν η υπόμνηση της ημέρας υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού του πολυμήχανου Ανδρέα Παπανδρέου, για την επιλογή της Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, είναι κάτι που η ιστορία δεν θα το μάθει ποτέ.

Ο Α. Παπανδρέου ήταν η εποχή του: χαρισματικός διότι η εποχή του ευνοούσε τους «χαρισματικούς», πρωτοπόρος διότι η εποχή του, του μεγάλου για την Ελλάδα μετασχηματισμού, υπήρξε η εποχή των πρωτοπόρων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων για την Ευρώπη γενικώς, καταφανώς ρεφορμιστής. Και διόλου, μα διόλου, αριστερός –ουδέποτε αυτοορίστηκε τέτοιος-, κάτι που εξάλλου δεν ευνοούσε η εποχή (αυτή των διώξεων των αριστερών) ούτε, βέβαια, η ταξική και η πολιτική του καταγωγή. Χωρίς όμως ταυτόχρονα όλα ετούτα να μειώνουν τον ιστορικό του ρόλο.

Ο Α. Παπανδρέου πέτυχε κάμποσα, πολλά απ’ τα οποία σήμερα, στην εποχή της οπισθοδρόμησης για τα δικαιώματα λαών, φαντάζουν περίπου ριζοσπαστικά. Άλλα αυτονόητα –θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς- και άλλα όχι. Το ΕΣΥ, το οικογενειακό δίκαιο, η αποχουντοποίηση του κράτους, η –σχετική- αναδιανομή του πλούτου είναι κάποια από αυτά. Η πολιτική του, φυσικά, επικρίθηκε από τους δεξιούς αντιπάλους του όπως επίσης και από τους νεοδεξιούς επιγόνους του, με τη γνωστή ρητορική: υπερχρέωσε τη χώρα, εξαιτίας των κοινωνικών παροχών και του κρατισμού. Αλλά η μερική διόγκωση του δημόσιου χρέους και ο δανεισμός εντάσσεται στην οικονομική φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατίας συλλήβδην. Και ο Α. Παπανδρέου δεν έκανε τίποτε περισσότερο από ό,τι οι λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της εποχής. Συμβάδισε, δηλαδή, με τους σοσιαλδημοκράτες κυβερνώντες την τελευταία δεκαετία της επικυριαρχίας τους, η οποία και σταδιακά θάφτηκε στα ερείπια του σοβιετικού μπλοκ. Οι μικρές ανάσες, πάντως, για τον μέσο Έλληνα, και τον μέσο Ευρωπαίο, της μεταπολεμικής, ψυχροπολεμικής εποχής, ήταν γεγονός.

Αλλά σε άλλα ο Α. Παπανδρέου μετέτρεψε το κρασί του σε σκέτο, γάργαρο νεράκι. Στις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, επί παραδείγματι. Στην περιβόητη κρίση του 1987, με επίδικο τον «νόμο Τρίτση» για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, ο Α. Παπανδρέου οπισθοχώρησε ιδεολογικά και πρακτικά. Και έχασε. Ενώ ο νόμος υπερψηφίστηκε –μαζί με ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ-, όχι μονάχα δεν εφαρμόστηκε ποτέ αλλά εν τέλει τη μεγάλη νίκη την κατήγαγε ο τότε αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ο Τρίτσης παραιτήθηκε, ενώ στο υπουργείο Παιδείας τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Α. Παπανδρέου. Ο δε νόμος Τρίτση παραμένει φάντασμα, καθώς ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί.

Για πολλούς, το κόμμα του Α.Π., το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, κατηγοριοποιήθηκε δίπλα στα άλλα ποπουλίστικα κινήματα. Επένδυσε στην αθέατη μάζα, που δεν έβλεπε το πρόσωπό της στους λοιπούς πολιτικούς σχεδιασμούς, έβαλε στο τραπέζι χειραφετητικά προτάγματα, αλλά τα εγκατέλειψε αμέσως μόλις πιέστηκε από τις κατεστημένες δυνάμεις. Αφομοίωσε δηλαδή και εμπέδωσε τον «κακό» λαϊκισμό, παραμερίζοντας τις προσδοκίες της όντως λαϊκής του βάσης και διαρρηγνύοντας το «συμβόλαιο με τον λαό». Στο εσωτερικό θριάμβευε, λενινιστικώ αλλά και σταλινικώ τω τρόπω. Με τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις – διαγραφές, κυρίως στελεχών και μελών με σταθερό αριστερό προσανατολισμό, ο Α.Π. έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του, πολλά άλλα υποσχόμενου, κόμματος. Τα πάντα δε διυλίζονταν από την «τρόικα»: μονάς εν τη τριάδι, Γεννηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος έγιναν το σιδηρούν χέρι κόμματος και κυβέρνησης, ενώ σταδιακά απαξιώνονταν θεσμοί και καταστατικά. Οι συλλογικές αποφάσεις και οι διαδικασίες από τη βάση πέρασαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου διείδε πως θα γράψει ιστορία εκμεταλλευόμενος, όχι την πρωτοπορία των ιδεών, αλλά τις συνθήκες της εποχής. Ό,τι κατάφερε δεν ήταν μόνο υπόθεση των πολιτικών επιθυμιών του, αλλά, κυρίως, αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών συμμαχιών. Κι επειδή «σοσιαλισμός δεν γίνεται σε μία μόνο χώρα», ως ένα ανθρωπολογικό είδος ιδιότυπου τροσκιστή, πέτυχε –αν πέτυχε, ό,τι πέτυχε- για τον λαό διότι η ιστορική συγκυρία της σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης, η οποία και έδινε τη δυνατότητα πολλαπλών συμμαχιών, τον ευνόησε πέρα για πέρα. Μόλις όμως άλλαξε η ιστορική συνθήκη, από το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» πέρασε στην εποχή της λιτότητας, το κόμμα του, τέκνο της εποχής του, διολίσθησε επίσης. Και έγινε το ίδιο συστημικό κατεστημένο, αποκαθιστώντας τάχιστα τις σχέσεις του με τη μεγαλοαστική τάξη. Δημιουργώντας επιπλέον και νέους εκπροσώπους του κεφαλαίου.

Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, με όλα τα ρηξικέλευθά του, ήταν μια όλως άλλη, ενίοτε και αντιθετική, περίπτωση. Επί της ουσίας, στην άλλη μεριά του ποταμού.

Κατέ Καζάντη»
Πηγή 


Και τώρα το επίμαχο άρθρο του Αλέξη Τσίπρα

Το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στην εφημερίδα Documento
Η γέννηση, η διαδρομή και η κατάληξη του ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια της μεταπολίτευσης προσφέρονται όχι μόνο για ιστορική έρευνα αλλά και για πολιτικά συμπεράσματα, απολύτως χρήσιμα και στη σημερινή συγκυρία. Η αντιπαράθεση και οι διαμάχες για το χθες του ΠΑΣΟΚ μοιάζουν πολύ με τις διαμάχες για το σήμερα της χώρας.
Το πώς ένα μικρό πολιτικό κόμμα με το «στίγμα» μάλιστα του εξτρεμιστή, του βομβιστή και του φίλου της «τρομοκρατίας» εκείνης της εποχής, σε ελάχιστα χρόνια μεταμορφώθηκε σε μεγάλο κόμμα εξουσίας, που έβαλε τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση της μεταπολίτευσης, είναι ένα θέμα που έχει προκαλέσει και εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Όπως και πώς το ΠΑΣΟΚ της νίκης και της αλλαγής, από τη γεμάτη αυτοπεποίθηση - ακόμα και έπαρση - καλημέρα στον ήλιο, έφτασε στη σημερινή καληνύχτα στον ριζοσπαστικό εαυτό του.
Βέβαια, από ιστορικής άποψης, τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα για να μην επηρεάζεται – και σε πολλές περιπτώσεις να μην αλλοιώνεται – η ιστορική ματιά από τις τρέχουσες πολιτικές και κομματικές βλέψεις. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει και μάλιστα με ένταση, η ρηχή και πολιτικά ιδιοτελής άποψη για το λαϊκισμό και την εξαπάτηση του λαού, που δήθεν αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες της εκτόξευσης του ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Οι ερμηνείες για την «αφύσικη» και εντέλει ζημιογόνα για την Ελλάδα «εισβολή» του στο πολιτικό σκηνικό, που ακόμη εξακολουθεί να θεωρείται από τη Δεξιά και τις συντηρητικές δυνάμεις ως διαταραχή της ομαλής παραδοσιακής δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, δίνουν και παίρνουν και στις μέρες μας. Στο πλαίσιο αυτό και προσπαθώντας να αποφύγω τις εύκολες και σκόπιμες αναγωγές και συγκρίσεις, μπορώ με κάποια σιγουριά να επισημάνω μερικούς από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη ραγδαία άνοδο του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που εμφάνισε το πολιτικό του πρόσωπο με τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη.
Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας, η συσσωρευμένη κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων της μετεμφυλιακής περιόδου, κρίση που επέτεινε περισσότερο η δικτατορία. Δεύτερος παράγοντας, ο ριζοσπαστισμός των νέων εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων της εποχής, που αμφισβητούσαν βαθιά τις δομές του κράτους και της οικονομίας. Τρίτος σημαντικός παράγοντας, η χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ενός ανθρώπου που συμβόλιζε ήδη από την εποχή της προδικτατορικής περιόδου, το αίτημα της αλλαγής και της ρήξης με το τότε κατεστημένο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχθηκε τα σφοδρά πυρά του «κατεστημένου» της εποχής, όπως ο ίδιος το ονόμασε, ως «λαϊκιστής», «λαοπλάνος», «ψεύτης», «επενδυτής σε απάτες και αυταπάτες». Αλλά η βασική και κυρίαρχη αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί, όσες αντιρρήσεις και αν έχει κανείς για τη μετέπειτα πορεία του, είναι μία: Διέθετε το πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης, τα ζητούμενα και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτή άνοιγε.
Με τη Δημοκρατία ακόμα ευάλωτη, την Αριστερά διασπασμένη, ρημαγμένη από τους διωγμούς και καθηλωμένη σε σχήματα που αναφέρονταν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, το παλιό Κέντρο απαξιωμένο από τις ίντριγκες των παραγόντων και παραγοντίσκων του και την παραδοσιακή Δεξιά αμήχανη για το πώς να αντιμετωπίσει το τεράστιο λαϊκό κύμα που προέκυψε από τη χούντα και την αντίσταση σ’ αυτή, ο Ανδρέας κατάλαβε, ότι μόνο με την ενέργεια αυτού ακριβώς του κύματος, που οι άλλοι έβλεπαν με επιφύλαξη ή και φόβο, ήταν δυνατό να κάνει η χώρα ένα άλμα προς τα εμπρός.
Τρεις παράγοντες, τρεις ιστορικές προϋποθέσεις, τρεις δυναμικές συμπυκνώσεις που συμπληρώνοντας η μία την άλλη κατάφεραν να συσπειρώσουν, να πείσουν και να ενθουσιάσουν μεγάλα τμήματα της λαϊκής προοδευτικής πλειοψηφίας. Το ενοποιητικό νήμα των τριών αυτών προϋποθέσεων, η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, δεν ήταν μόνο σωστή, δίκαιη και επαναστατική για την εποχή, αλλά και εφαρμόσιμη, εφικτή, καταλυτική. Όπως έλεγε και ο Γκράμσι, οι ιδέες είναι μεγάλες όταν είναι εφικτές. Όταν γίνονται κτήμα των μαζών και των εργαζόμενων.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα μιας ιστορικής στιγμής, αλλά και ενός ηγέτη που την διέγνωσε σωστά. Η προσπάθεια να συνενωθούν οι τρεις γενιές, της Εθνικής Αντίστασης, του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου, κάτω από τους μεγάλους στόχους μιας Διακήρυξης και τη στέγη ενός ριζοσπαστικού κόμματος που είχαν σημαία τους την Εθνική Ανεξαρτησία, την Λαϊκή Κυριαρχία και την Κοινωνική Απελευθέρωση μπορεί σήμερα να φαίνεται σχεδόν αυτονόητη. Δεν ήταν έτσι όμως. Αποτέλεσε τομή στην πολιτική και στην κοινωνία. Έδειξε το δρόμο της απαλλαγής από το σκοτάδι της μετεμφυλιακής κυριαρχίας του χωροφύλακα και της Δεξιάς. Το δρόμο της απελευθέρωσης από την ξένη εξάρτηση, που οδήγησε στη χούντα και στην κυπριακή τραγωδία. Το δρόμο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, χωρίς διαχωρισμούς και πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Και έβαλε για πρώτη φορά τα κυρίαρχα αιτήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς, για κοινωνική δικαιοσύνη και σοσιαλισμό στο κέντρο της αντιπαράθεσης. Προσδίνοντας τους μάλιστα χαρακτήρα ρεαλιστικό στα μάτια μιας προοδευτικής πλειοψηφίας, που είχε κουραστεί να τα βλέπει γραμμένα σε τοίχους, πλάι σε τρύπες από σφαίρες και σε ματωμένες σημαίες.
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘70, μικρό και σχεδόν στο περιθώριο, κατάφερε - ακριβώς αξιοποιώντας τον ηλεκτρισμό της εποχής του - να μετεξελιχθεί ραγδαία όχι μόνο σε μεγάλο κόμμα αλλά και σε παραγωγό προοδευτικής ενέργειας για πολλά χρόνια, εξηγείται, νομίζω, ακριβώς από το χιλιοειπωμένο ραντεβού με την Ιστορία. Στο ραντεβού αυτό η ιδρυτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Ανδρέα, ήταν παρούσα με τον δικό της εμφατικό τρόπο. Δεν βολεύτηκαν στο πατρικό κόμμα της Ένωσης Κέντρου, αλλά επέλεξαν τον δύσκολο - και για πολλούς από τους παραδοσιακούς ακατανόητο - δρόμο της δημιουργίας νέου κόμματος, απαλλαγμένου από τις αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, ανοιχτού σε νέα ρεύματα και αντιλήψεις.
Αυτό που όμως είναι περισσότερο εντυπωσιακό είναι η ταχύτητα και ο ενθουσιασμός με τα οποία η προοδευτική λαϊκή πλειοψηφία αγκάλιασε το εγχείρημα. Η ανάδειξη της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων στρωμάτων, της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς και της νεολαίας σε προνομιακά κοινωνικά στηρίγματα του ΠΑΣΟΚ του έδωσε τον δυναμισμό και την προωθητική δύναμη να φτάσει από το 13% του 1974 στο 48% του 1981. Εκατομμύρια καταπιεσμένοι επί δεκαετίες «ΕΑΜογενείς», θύματα του φακελώματος και του μετεμφυλιακού εμπορίου εθνικοφροσύνης, είδαν στο ΠΑΣΟΚ την δυνατότητα να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Τολμώ να πω ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν δεσμούς αίματος με την αποκαλούμενη παραδοσιακή Αριστερά. Στο ΠΑΣΟΚ όμως είδαν την ευκαιρία να γίνουν πράξη κάποια από αυτά που πίστευαν. Το ίδιο ισχύει και για τις γενιές του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου. Και το αποτέλεσμα ήταν, αγκαλιάζοντας τον μεγάλο «αντιδεξιό» κόσμο, το ΠΑΣΟΚ να γίνει πανίσχυρο.
Πώς και γιατί, το πανίσχυρο αυτό κόμμα, που συνένωσε τόσες και τόσο ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις και πρόσφερε τόσα στην κοινωνία και την Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, μεταμορφώθηκε από δύναμη αλλαγής σε δύναμη του καθεστώτος της συντήρησης και της διαπλοκής είναι ένα θέμα που οφείλει κανείς να προσεγγίζει χωρίς απλουστεύσεις και αναθέματα. Το γεγονός πάντως είναι πως στον Θερμιδόρ του ΠΑΣΟΚ υπήρξαν φαινόμενα αποκέντρωσης της διαφθοράς, εκφυλισμού ιδεών και ανθρώπων, κυνισμού και καταδολίευσης των λαϊκών διαθέσεων. Στην εποχή μάλιστα των επιγόνων, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, τα φαινόμενα αυτά προσέλαβαν καθολικό χαρακτήρα, μέχρι να φτάσει το ΠΑΣΟΚ σ’ αυτό που είναι σήμερα. Και που καμιά σχέση δεν έχει με το τρίπτυχο της 3ης του Σεπτέμβρη και τον ιδρυτή του.
Εξετάζοντας αυτή την πορεία από το άπειρο στο μηδέν, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τις τεράστιες προσπάθειες του κατεστημένου της εποχής, αφού δεν κατάφερε να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ με τη συκοφαντία και κατά μέτωπο, να το εξουδετερώσει με την «αγάπη» και τους εναγκαλισμούς. Τη βαθμιαία διολίσθηση, με την επίκληση των συσχετισμών και της ανάγκης για στηρίγματα στο ισχυρό εκδοτικό και οικονομικό κατεστημένο, από την αναγκαιότητα των συμβιβασμών, στον συμβιβασμό και τελικά στο βόλεμα με την αναγκαιότητα, που είχαν κληθεί να αλλάξουν. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η διαβρωτική δύναμη της εξουσίας δεν αντιμετωπίστηκε, κυρίως μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, με την ευαισθησία και την αυστηρότητα που θα έπρεπε.
Οι πραγματικές δυσκολίες εξελίχθηκαν τελικά σε άλλοθι για μια σειρά στρατηγικών υποχωρήσεων που αλλοίωναν βαθμιαία το ριζοσπαστικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ. Από το κόμμα της αλλαγής, περάσαμε στην αλλαγή του κόμματος. Από τις ρωγμές που άφηνε από την αρχή η αντιφατική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, η κτητική του σχέση με την εξουσία, η απόσταση ανάμεσα στο λόγο και στην πράξη του ΠΑΣΟΚ, ξεπήδησαν οι επίγονοι που το οδήγησαν έως το σήμερα. Ανίκανο να αντισταθεί στην ορμή του νεοφιλελεύθερου ρεύματος, που σάρωνε και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το νέο ΠΑΣΟΚ, του Κώστα Σημίτη και των λεγόμενων εκσυγχρονιστών, εξελίχθηκε σε αντιπολίτευση μέχρι μηδενισμού του λεγόμενου παλιού ΠΑΣΟΚ. Από την πολιτική ως τέχνη του εφικτού, που δικαιολογούσε τα πάντα, συχνά και τα αδικαιολόγητα, το κόμμα πέρασε σε ένα είδος «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», για να κατρακυλήσει τελικά σύμμαχος της σκληρής Δεξιάς στην επιβολή του καθεστώτος των μνημονίων.
Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι, που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα - συνέχεια του ΠΑΣΟΚ. Διατρέχοντας την ιστορία αυτού του κόμματος, που σφράγισε την πορεία της μεταπολίτευσης, μπορεί κανείς βέβαια να διακρίνει διά γυμνού οφθαλμού τις διαφορές του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αν καθαρίσει κανείς όλη αυτή την καμπάνια από τη γνωστή λάσπη περί λαϊκισμού, δημαγωγίας, ψέματος, που δήθεν αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ του «παλιού» ΠΑΣΟΚ και της νέας Αριστεράς, θα καταλάβει ότι πίσω της κρύβεται ο ίδιος μεγάλος φόβος. Ο φόβος του κατεστημένου, των επικυρίαρχων, της διαπλοκής και της επιτροπείας: Ο φόβος μην τυχόν και επανέλθουν στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα των λαϊκών αγώνων τα μεγάλα και διαρκή αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας εκείνης, που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί εξουσία. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων, τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια.
 Πηγή 

Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε... 

Δημοσθένης Το Φανάρι

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου