Google+ To Φανάρι : Περὶ Τόνων ἢ Περὶ «Ὄνου Σκιᾶς»;

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Περὶ Τόνων ἢ Περὶ «Ὄνου Σκιᾶς»;

[τοῦ Σαράντου Καργάκου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀλαλία», Gutenberg 1986 (δʹ ἔκδοση: 2005).]
«᾽Αχουλλοῦν οὓς νὰ ἐνούνιζεν, ὁ παλαλὸν ἐπάντρεψεν κ᾿ ἐποῖκεν δέκα χάταλα»
(= Ὥσπου νὰ σκεφτεῖ ὁ γνωστικός, ὁ τρελλὸς παντρεύτηκε κι ἔκανε δέκα παιδιὰ)
(Ποντιακὴ παροιμία)

Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συγκατεύνευσαν καὶ χρησιμοποίησαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Κάποιον ἥσκιο ἀνησυχίας, ποὺ ὑπῆρχε μέσα του, τὸν ἀπομάκρυνε ἡ προσδοκία πὼς ἡ γραπτὴ γλῶσσα, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἕνα δυσβάστακτο φορτίο «περιττῶν» στολιδιῶν, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει εὔκολα κτῆμα τῶν μαθητῶν. Θὰ ἔγραφαν χωρὶς τὴ φοβία τοῦ λάθους, μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα καί, τὸ κυριότερο, οἱ πιὸ μικροὶ μαθητές, οἱ μαθητὲς τοῦ δημοτικοῦ, δὲν θὰ συναντοῦσαν τὶς τρομερὲς δυσκολίες ποὺ συναντήσαμε ἐμεῖς μέχρι νὰ μάθουμε τοὺς κανόνες τονισμοῦ καὶ τὶς δασυνόμενες λέξεις. Κι ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ ἀφελὴς πίστη πὼς ὁ χρόνος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ κερδιζόταν μὲ τὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ, θὰ ἐπενδυόταν σὲ ἐπωφελέστερες μαθήσεις.
Σήμερα, τρία χρόνια μετὰ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ πρώτη αἰσιοδοξία μου ἔχει μουδιάσει. ...
Βέβαια, ὡς εἰδικὸς καθηγητὴς τοῦ μαθήματος τῶν ᾽Εκθέσεων, γλύτωσα ὁμολογουμένως ἀπὸ πολὺ μόχθο. Δὲν κάνω τὰ μαθητικὰ γραπτὰ κατάστικτα, λόγω ἐσφαλμένων τονισμῶν ἢ ἐσφαλμένης τοποθέτησης πνευμάτων. Ὁ μαθητὴς ἀσφαλῶς χαίρεται, ὅταν βλέπει πὼς σὲ 4 σελίδες κάνει μόνο 3 λάθη, ἐνῶ παλιὰ ὁ μέσος μαθητὴς ἔκανε 10-20 λάθη, ποὺ τοῦ ἔκοβαν τὰ φτερὰ καὶ τὸν δυσκόλευαν ν᾿ ἀναπτύξει τὶς ἰδέες του. Γιατὶ ὁ φόβος τοῦ λάθους παρέλυε τὴ σκέψη του. Σήμερα ὁ μέσος μαθητὴς μπορεῖ νὰ παραδώσει γραπτὸ 3 σελίδων μέσα σὲ δυὸ σχολικὲς ὧρες, ἐνῶ παλιὰ εἶναι ζήτημα, ἂν κατόρθωνε νὰ συμπληρώσει τὶς δύο.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ σήμερα δὲν εἶμαι τόσο βέβαιος, ἂν τελικὰ τὸ μονοτονικὸ μᾶς ὠφέλησε. ᾽Αλλὰ κι ἂν μᾶς ὠφέλησε λίγο (ἁπλούστευση ὀρθογραφίας — οἰκονομία χρόνου), ἔχω τὸ φόβο πὼς ἡ ζημιά του εἶναι ὑποδόρια καὶ θὰ φανεῖ κάπως ἀργότερα, ὅταν ἐν ὀνόματι τῆς συνεχοῦς ἁπλούστευσης, προχωρήσουμε σὲ περαιτέρω ὀρθογραφικὲς ἁπλοποιήσεις, γιὰ νὰ φτάσουμε κάποτε ἢ στὴ Ρομέηκη γλόσαι τοῦ Βηλαρᾶ1 ἢ στὴν καθιέρωση τοῦ λατινικοῦ2 ἀλφαβήτου. Σέβομαι βέβαια, ἀλλὰ δὲν συμμερίζομαι τὶς ἀπόψεις τῶν κ.κ. Ράμφου καὶ Διον. Σαββοπούλου, πὼς τὸ μονοτονικὸ στερεῖ ἀπὸ τὸ γραπτὸ λόγο τὸ παραδοσιακὸ ἦθος ἢ τὴν τονικότητα καὶ τὴν εὐρυθμία του. Ὁ δικός μου φόβος, ποὺ εἶναι ἀπότοκος συνεχοῦς ἐπαφῆς μὲ τὸ γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο τῶν μαθητῶν, ἑστιάζεται ἀλλοῦ. Συγκεκριμένα;
1. Ὕψώνουμε ἕνα πρόσθετο τεῖχος ἀνάμεσα στὸ σημερινὸ παιδὶ καὶ στὰ κείμενα ποὺ γράφτηκαν πρὶν ἀπὸ τὸ 1982. Κάποτε μᾶς δυσκόλευε ἡ ἀνάγνωση μονοτονικοῦ κειμένου, γιατὶ δὲν τὸ εἰχαμε συνηθίσει. Αὔριο θὰ δυσκολεύει τὴ νέα γενεὰ ἡ ἀνάγνωση πολυτονικοῦ κειμένου, ὄχι μόνο ἀρχαίου ἀλλὰ καὶ νεοελληνικοῦ. Καὶ τὸ δυσάρεστο εἶναι πὼς τ᾿ ἀριστουργήματα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου εἶναι γραμμένα σὲ πολυτονικό. Τί θὰ κάνουμε; Θὰ περιοριστοῦμε σὲ ὅσα περιέχουν τὰ Κ.Ν.Λ. ἢ θὰ ἐκδώσουμε ὅλα τὰ παλιὰ κείμενα σὲ μονοτονικὴ γραφή; Αὐτὸ φυσικὰ εἶναι ἀδύνατο. Ἄρα μοιραῖα θὰ περιοριστοῦμε στ᾿ «ἀριστουργήματα» ποὺ ἐκδόθηκαν μετὰ τὸ 1982. ᾽Αφήνω βέβαια καὶ τ᾽ ἄλλο, πὼς πολλοὶ συγγραφεῖς μας ἀρνοῦνται νὰ ἐφαρμόσουν τὸ μονοτονικό.
2. Ὁ κ. Διονύσιος Σαββόπουλος ὑποστήριξε στὴν ἀνοικτὴ συζήτηση τοῦ Μίλωνα (19/1/85) πὼς τὸ πολυτονικὸ λειτουργεῖ σὰν παρτιτούρα. Βοηθᾶ τὸν ἀναγνώστη νὰ διαβάσει σωστὰ ἕνα κείμενο, νὰ τοῦ δώσει ἕνα μουσικὸ χρῶμα. Ἡ δική μου ἐμπειρία εἶναι κάπως διαφορετική. Μπορεῖ τὸ μονοτονικὸ ν᾿ ἁπλούστευσε τὸ γράψιμο ἀλλὰ δυσκόλεψε τὸ διάβασμα, τὴν ἀνάγνωση, κυρίως τὴν ἀπαγγελία. Τὸ παιδὶ δυσκολεύεται νὰ διαβάσει φωνακτά, τραυλίζει, κομπιάζει. Τὰ ἄτονα «του», «που», «σου», «μου» κ.λπ., ποὺ ἀφθονοῦν στὴ γλῶσσα μας δημιουργοῦν κάποιες στιγμιαῖες ἀναγνωστικὲς ἀμηχανίες. Πῶς θὰ διαβάσει αἴφνης τὴ φράση: «Ο πατέρας μου είπε...»; ᾽Αμέσως δημιουργεῖται ἕνα ἀναγνωστικὸ πρόβλημα, πού, ἔστω κι ἂν θεωρητικὰ εἶναι λυμένο, στὴν πράξη ὑπάρχει.
3. Βέβαια τὸ παιδὶ σήμερα, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα, γράφει πιὸ γρήγορα καὶ φυσικὰ πιὸ πολλά. ᾽Αλλ᾿ αὐτὸ ἀποβαίνει σὲ βάρος τῆς καλλιέπειας καὶ ὀρθοέπειας. Κι ἀκόμη συνηθίζει στὴν πολυλογία καὶ στὴ βαττολογία3. Ὅσοι εἰδικὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν Ἔκθεση, τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχουμε καταληφθεῖ ἀπὸ πανικό, ὅταν βλέπουμε ἐκθέσεις 8-10 σελίδων, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ φλυαρίες, βαττολογήματα, σολοικισμοὶ καὶ λαπαλισμοί4. Τοὐλάχιστον τὸ πολυτονικὸ σύστημα καθήλωνε τὸ μαθητὴ στὴ λέξη καὶ τὸν ὑποχρέωνε ν᾿ ἀκριβολογεῖ.
4. Τὸ παιδὶ δὲν προβληματίζεται σήμερα πάνω στὴ λέξη· Δὲν μοχθεῖ νὰ τὴν κατακτήσει. Ἔτσι οἱ λέξεις περνᾶνε μέσα του χωρὶς βάθος. Καὶ μάλιστα, μιὰ καὶ δὲν ἔχει δυσκολία, σπάνια ἀνατρέχει σὲ λεξικό. ᾽Επισημαίνουμε τὸν κίνδυνο αὐτόν: οἱ ὀρθογραφικὲς ἁπλουστεύσεις ξέκοψαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ λεξικό. Καὶ γλῶσσα χωρὶς λεξικὸ δὲν μαθαίνεται. Σπανίζει πιὰ ἡ περίπτωση ποὺ τὸ παιδὶ θὰ γράψει σωστὰ τὶς λέξεις: ἐπήρεια, πώρωση, μεγαλεπήβολος.
5. Πολλὰ παιδιὰ δὲν ἀρκοῦνται πιὰ στὸ μονοτονικό· αὐθαίρετα καὶ ἀσυναίσθητα ἔχουν περάσει στὸ ἀτονικό. Καὶ ἐνῶ πρὶν ἀπὸ 3 χρόνια διορθώναμε σ᾿ ἕνα μέσο γραπτὸ 5-6 πνεύματα καὶ 10-15 ὀξεῖες καὶ περισπωμένες, τώρα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ βάλουμε 10 ὡς 20 παραλειπόμενους τόνους ἢ ν᾿ ἀποκαταστήσουμε στὴ σωστή τους θέση τοὐλάχιστον 5 τόνους. Διότι στὴ βιασύνη του τὸ παιδὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν τονίζει ἀλλὰ καὶ παρατονίζει. Κι ἡ μπόρα δὲν πῆρε μόνο τοὺς τόνους ἀλλὰ καὶ τὰ διαλυτικά. Ἔτσι πολὺ λίγα παιδιὰ βάζουν διαλυτικὰ στὴν «προϋπόθεση», ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νὰ βάζουν ἐσφαλμένως στὶς λέξεις «ἡρωϊσμός», «πρωϊνὸ» κ.λπ. Ἔτσι διαβάζουμε «προιόντα», «εὐνοικός», «προυπόθεση» κ.λπ.
6. Δυσκολευόμαστε ὡς ἐξεταστὲς νὰ διαβάσουμε ἕνα δοκίμιο. Τὸ μονοτονικὸ ὑποθάλπει τὴν κακογραφία. Κι ὅμως, γιὰ νὰ διαβαστεῖ ἄνετα ἕνα μονοτονικὸ κείμενο, χρειάζεται καλλιγραφία, σωστὴ στίξη, πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν διακρίνονται ἰδιαιτέρως τὰ Ἑλληνόπουλα. Ἔτσι δύσκολα μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸ ν ἀπὸ τὸ υ, ἐνῶ παλιὰ ὁ τόνος μᾶς διευκόλυνε νὰ καταλάβουμε, ἂν πρόκειται γιὰ «τοῦ» ἢ «τόν».
7. Ἡ βασικότερη ὅμως ἔνστασή μου στὸ μονοτονικὸ ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα θέμα αἰσθητικό, ὄχι τόσο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἠχητικοῦ, ὅπως τὸ ἐκλαμβάνει ὁ κ. Σαββόπουλος, ὅσο τοῦ εἰκαστικοῦ. Ἡ λέξη εἶναι εἰκόνα. ᾽Αφαιρώντας ἕναν τόνο, ἕνα πνεῦμα ἀπὸ τὴ λέξη, δὲν ἀφαιρεῖς κάτι περιττό, ἀλλ᾿ ἴσως κάτι πολὺ οὐσιαστικό. Ἡ ἀφαίρεση μειώνει τὴν εἰκονιστικὴ δύναμη τῆς λέξης. Φοβᾶμαι πὼς σὲ κάτι τέτοια πράγματα θυμίζουμε τοὺς Ὁλλανδοὺς ἐμπόρους, ποὺ ἔκοψαν ἕνα μέτρο περίπου ἀπὸ τὴ «Νυκτερινὴ περίπολο» τοῦ Ρέμπραντ, ἐπειδὴ δὲν τὴ χωροῦσε ὁ τοῖχος τοῦ δημαρχείου τους. Δὲν μποροῦμε ὅμως μὲ νοοτροπία ἐμπόρου νὰ βλέπουμε τὶς λέξεις. Πίστευα καὶ πιστεύω πὼς ὁ λόγος εἶναι αἰσθητική, ὄχι μόνο σὰν ἐκφορὰ ἀλλὰ καὶ σὰν γραφή. Π.χ. ἄλλη αἰσθητικὴ δόνηση μοῦ δίνει τὸ «εἶναι» καὶ ἄλλη τὸ «είναι». Τὸ πρῶτο μοῦ θυμίζει καλοχτενισμένη γυναίκα.
8. Κοντὰ σ᾿ αὐτά, προσθέτουμε μιὰ ἀκόμη μεγαλύτερη δυσκολία στὰ παιδιά, ποὺ θέλουν ν᾿ ἀσχοληθοῦν μὲ τ᾽ ᾽Αρχαῖα Ἑλληνικά. ᾽Εφόσον τ᾿ ἀρχαῖα κείμενα πρέπει νὰ διδάσκονται καὶ θὰ διδάσκονται μέ τις ὀξεῖες, τὶς περισπωμένες, τὰ πνεύματα, ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι terra incognita γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ προσεγγίζει τὰ κείμενα αὐτά. Γιὰ νὰ σπουδάσει κανεὶς κλασικὰ γράμματα, πρέπει ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἔχει βιωμένα, πρὶν ἀρχίσει τὶς σπουδές του.
9. Ἡ κατάργηση τῆς δασείας δημιουργεῖ στὸ παιδὶ μιὰ δυσκολία στὴν ἐκφορὰ ὁρισμένων σύνθετων λέξεων. Π.χ. δὲν καταλαβαίνει γιατὶ πρέπει νὰ πεῖ «καθορισμένος», ἀφοῦ ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὰ «κατὰ+ὁρισμένος». Σὲ λίγον καιρὸ θ᾿ ἀκοῦμε «ἀπορισμένος» ἢ «κατορισμένος», ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀρχίσει ν᾿ ἀκοῦμε «ἀποηρωισμός», γιὰ νὰ μὴν ποῦμε τὸ δῆθεν καθαρευουσιάνικο «ἀφηρωισμός».
10. Ἡ κατάργηση τῆς δασείας δὲν ἐπιτρέπει στὰ Ἑλληνόπουλα νὰ καταλάβουν γιατὶ οἱ ξένοι προσθέτουν τὸ «Η» μπροστὰ σὲ λέξεις ποὺ πῆραν ἀπὸ τὰ ἑλληνικά. Γιατί ὁ Γάλλος π.χ. γράφει: Hécate (= Ἑκάτη), hellénisme, hellénique, helléniste, héliomètre, Hermès, héroïsme; Απὸ ἁπλῆ ἰδιοτροπία; Καὶ τότε γιατί δὲν βάζει τὸ «Η» στὴ λέξη Elysée; Πρέπει ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες τὰ παιδιά μας νὰ μαθαίνουν ὅτι κάποτε λειτουργοῦσε κάποια δασεῖα στὸν τόπο μας;
Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸ μιὰ ἐρώτηση: Ἄραγε ἡ δασεῖα ἔχει πεθάνει στὸν τόπο μας; Μήπως βιαστήκαμε νὰ τὴ θάψουμε; Πάντως ἐγὼ σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς πατρίδας μας ἐξακολουθῶ νὰ τὴν ἀκούω ἀκόμη. Στὴν προτουριστικὴ Μάνη λέγαμε «Βοίτουλο» κι ὄχι «Οἴτυλο». Αὐτὸ τὸ «Β» τί εἶναι; Ἁπλῆ λεκτικὴ ἰδιοτροπία;
Ἀλλ᾿ «ὃ γέγονε, γέγονε». Ἡ ἐπάνοδος στὸ πολυτονικό, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι πιὰ κάτι σκόπιμο, οὔτε ἐφικτό. ᾽Αλλὰ εἶναι λάθος νὰ στερήσουμε ἀπὸ τὸ παιδὶ τὴν ὀπτικὴ ἀντίληψη τῆς δασείας καὶ τῆς ψιλῆς, τῆς ὀξείας καὶ τῆς περισπωμένης. Πρέπει ἀκόμη ἀπὸ τὸ δημοτικὸ νὰ εἰσαχθοῦν στ᾿ ᾽Αναγνωστικά, μερικὰ κείμενα γραμμένα κατὰ τὸ παλιὸ σύστημα. ᾽Εξ ἄλλου ἀποτελεῖ αὐθαιρεσία, ἴσως παραβιάζουμε τὴ θέληση συγγραφέων, ὅταν στὰ Κ.Ν.Λ. Γυμνασίου καὶ Λυκείου, φιλοξενοῦμε κείμενα ἀπογυμνωμένα ἀπὸ τὸ τονικό τους ἔνδυμα. Ὑποψιάζουμε πὼς μερικοὶ λογοτέχνες, ὅπως ὁ Ρένος, δὲν θ᾿ ἀνέχονταν ποτὲ κάτι τέτοιο. Κείμενα, ὅπως τοῦ Κάλβου, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ ᾽Ελύτη, τοῦ ᾽Εγγονόπουλου, πρέπει νὰ δίνονται στὴν πρώτη τους μορφή, στὴ μορφὴ ποὺ ἐπέλεξαν οἱ ἰδιοι οἱ συγγραφεῖς τους. ᾽Ακόμη καὶ μὲ τὴν ὑπογεγραμμένη.
Θά ᾽θελα τέλος νὰ προσθέσω πὼς σὲ μιὰ μελλοντικὴ μεταρρύθμιση πρέπει τὸ θέμα τοῦ τόνου νὰ ξαναπροσεχτεῖ. Ὄχι γραμματικὰ ἀλλὰ ἀκουστικά. Πρέπει γιὰ λόγους ἀκουστικοὺς νὰ καθιερώσουμε δυὸ τόνους: ἕναν ἰσχυρὸ κι ἕναν ἀσθενῆ. Γιατὶ, ὅταν μιλᾶμε, κάποιες συλλαβὲς τὶς τονίζουμε ἰσχυρότερα. Αὐτό, μὲ τὸ ὑπάρχον τονικὸ σύστημα, δὲν ἀποτυπώνεται στὸ γραπτὸ λόγο. Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ εἰσαχθεῖ ἕνας ἰσχυρὸς τόνος, ποὺ θὰ λειτουργεῖ σὰν μουσικὸ σύμβολο, γιὰ νὰ τονίσω ἰσχυρότερα μιὰ συλλαβή. Π.χ. στὸ στίχο ἑνὸς μοιρολογιοῦ «Αὐτοῦ ποὺ βούλεσαι νὰ πᾶς, αὐτοῦ στὸν κάτω κόσμο», συμβαίνει νὰ ὑπάρχουν τόνοι, χωρὶς νὰ λειτουργοῦν ἠχητικὰ («βούλεσαι», «κάτω») καὶ δὲν ὑπάρχει τόνος στὸ «πᾶς», ποὺ ἕλκει ὡς μαγνήτης ὅλο τὸν ἦχο τοῦ στίχου. Προσωπικὰ θὰ ἤθελα μόνο 3 τόνους, ἀλλὰ ἰσχυρούς, στὶς λέξεις «ταὐτοῦ», «πᾶς», «αὐτοῦ». Μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ θὰ ἔκανε τὸ λόγο μας πιὸ εὐδιάβαστο, εὐηχότερο, μουσικότερο. Γιατὶ, ὅλοι ξέρουμε πὼς ἀπὸ ἄποψη ἤχου, προφορᾶς, ἡ νέα μας γλῶσσα πάσχει. Οἱ λέξεις ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν ὀδόντων» μας ὡσὰν νὰ ἔχει σταθεῖ ἄγανο στὸ λαιμό μας. Ἔτσι ξαναγυρίζουμε στὶς ρίζες, μιὰ καὶ ἡ λέξη γλῶσσα παράγεται ἀπὸ τὸ «γλῶξ», ποὺ σημαίνει γένι σταχυοῦ.
Πολλοὶ τὰ τελευταῖα χρόνια, ἰσως χωρὶς νὰ τὸν διαβάσουν, ἐπικαλοῦνται θέσεις τοῦ Καταρτζῆ γιὰ νὰ στηρίξουν κάποιες γλωσσικές τους θέσεις. Πιστεύω πὼς ἡ περίπτωση Καταρτζῆ εἶναι παρεξηγημένη. Ὁ σοφὸς πατριάρχης τῶν λογίων τῆς Βλαχίας εἶχε μιὰ ἰδιότυπη ἀντίληψη γιὰ τὴ γλῶσσα: ᾽Επιζητοῦσε τὴ μουσικότητα, καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωροῦσε ἀναγκαῖα τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους. Στὸ περίφημο ἔργο του Σχέδιο ὅτι ἡ ῥωμαίκια γλῶσσα... γράφει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ ῥηθεῖσα μελῳδία εἶν᾿ οἰκειοτάτη στὸ ῥωμαῖκο λόγο, κληρονομικό του πλεονέκτημα ἀπτὰ ἑλληνικά, καὶ συνάγετ᾿ ἔτζη. Θεωρῶντας τὰ ποιητικὰ ποὺ ηὕρα στὰ ῥωμαῖκα μέσα, τὰ ὁποῖ᾿ ἀναντιῤῥήτως σὲ κάθε γλῶσσα εἶναι τακτικότερ᾿ ἀπτὰ λογογραφικά της, εἶδα ὅτι κοντὰ στὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν συντρέχει κι ὁ τόνος καθὼς θέλω πῆ ἀλλοῦ· καὶ πὼς στοὺς ἰαμβικούς, καὶ τροχαϊκοὺς στίχους σὲ δυὸ δυὸ συλλαβαῖς εἶν᾿ ἡ ὀξεῖα, καὶ στοῦ πυῤῥιχιακοῦ δεκαπεντασυλλάβου τὸ ἡμιστίχιο δυὸ μόνε ὀξείαις· καὶ πῶς ἀπτὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν ἅμα, κι᾿ ἀπτὴν τακτικὴ τοποθεσία τῶν τόνων ἀναφύετ᾿ ὁ ρυθμὸς κ᾿ ἡ ἁρμονία (...) Ὅθεν καμμιὰ γλῶσσ᾿ ἀπταῖς τωριναῖς δὲν ἔχει σωστὴ ἁρμονία στὰ ποιητικά, καὶ μελῳδία ἐντελῆ στὰ λογογραφικὰ σὰν τὴν ρωμαίκια»5.
Σχετικὰ μὲ τοὺς τόνους ὁ Καταρτζῆς στὴ Γραμματικὴ τῆς Ρωμαίκιας γλώσσας γράφει:
«Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της· τοῦτο στὴ συλλαβὴ μπορεῖ νὰ γένη τριῶ λογιῶ, ἤγουν ἢ μὲ δύναμι, καὶ γένετ᾿ ἡ φωνὴ ἀψηλή, ἢ μαλακά, καὶ γένεται χαμηλή, ἢ μεσαία, καὶ γένεται μέτρια. Ὅθεν, γιὰ φανέρωσι τούτων, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ν᾿ αὐτὸ τὸ τέντωμα, βάνετ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπόμενα τρία σημάδια· ἤγουν ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεῖα, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι μαλακὸ ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη»6.
Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος πιστεύει πὼς τὸ κακὸ μὲ τὴ γλῶσσα μας ἐπλεόνασε πιά. ᾽Επὶ 10 χρόνια ὑφίσταται διαρκῶς ἐγχειρήσεις. ᾽Ακρωτηριάζεται. Περιτέμνεται ὅ,τι κατὰ τὴ γνώμη ὁρισμένων «μπάτλερ» τοῦ προοδευτισμοῦ εἶναι περιττό. Σὲ λίγα χρόνια θ᾿ ἀναγκαστοῦμε ὡς νέοι Τρικούπηδες νὰ κηρύξουμε τὴ γλῶσσα μας σὲ πτώχευση. Ἡ γλωσσική μας ἐντροπια αὐξάνεται, χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε ἐντροπή. Ἡ ὑπνογένεια εἶναι τὸ παιδευτικό μας ἰδανικό. Κι ὁ λόγος γίνεται, ὅσο ὁ χρόνος περνάει, περισσότερο ὑπναγωγός. Κάποτε οἱ παλιοὶ ἀντιγραφεῖς χειρογράφων, ἀντὶ τῶν σημερινῶν εἰσαγωγικῶν, χρησιμοποιοῦσαν τὸ λεγόμενο ἀντίλαμδα. Σήμερα φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ χρησιμοποιοῦμε μιὰ ἀντι-γλῶσσα. Κάθε ἐποχὴ ἔχει τὴ γλῶσσα ποὺ τῆς ταιριάζει. Ὅταν ἡ πνευματική μας τροφὴ εἶναι τὰ «βιβλία τῆς τσέπης», ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ φτιάξουμε καὶ μιὰ «γλῶσσα τῆς τσέπης». Καὶ μάλιστα τῆς ὀπισθίας...!
Υ.Γ. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ κάνω τὸν μάντι κακῶν. Ἁπλῶς θέλω νὰ εἶμαι προειδοποιητικός. Καὶ ὡς προειδοποίηση —γιὰ κάποιους «Ἀνίδεους Ἀντιοχεῖς» τοῦ προοδευτισμοῦ— χρησιμοποιῶ τὴν περίφημη φράση τοῦ Λένιν: «Ἂν θέλεις νὰ ἐξαφανίσεις ἕνα λαό, ἐξαφάνισε τὴ γλώσσα του».
 [τοῦ Σαράντου Καργάκου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀλαλία», Gutenberg 1986 (δʹ ἔκδοση: 2005).]
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου