Μανώλης Κοττάκης
Κρυβόμαστε πίσω από τον υπερήφανο εξτρεμισμό του για να μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας
Εξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου και αφού πήραμε μια γερή γεύση από την «Πρώτη φορά Αριστερά» οφείλουμε, νομίζω, να θέσουμε όλοι στους εαυτούς μας το ερώτημα: Τι τελικώς μας συνέβη; Η ανάδειξη της Αριστεράς στην εξουσία ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή, που βασίστηκε στα πολιτικά της πρόσωπα, στην ιδεολογική της φυσιογνωμία, στο προγραμματικό της πλαίσιο, ή μήπως...
στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν αποτελεί ένα σύμπτωμα της γενικότερης κρίσης προσανατολισμού που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία συνολικά; Υποστηρίζω το δεύτερο. Η Αριστερά δεν ήταν επιλογή. Ηταν το σύμπτωμα της συλλογικής άρνησης ενός ολόκληρου λαού να αποδεχτεί την αλήθεια ότι η ζωή δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2009, όσο και αν το επιδιώκει απεγνωσμένα με λύσεις απελπισίας. Και να ήθελε να δοκιμάσει κανείς τη θεωρία ότι αναζητήσαμε νέα πρόσωπα - νέο πρόγραμμα - νέες ιδέες, αυτή ήδη πρόλαβε να καταρριφθεί με πάταγο.
Πλην Τσίπρα και αν, οι υπόλοιποι ούτε πάγκο ομάδας Β' Εθνικής δεν γυαλίζουν. Στην πραγματικότητα αυτό που μας συμβαίνει είναι το εξής: Από τον Απρίλιο του 2010, που ζήσαμε το πρώτο σοκ του Μνημονίου, η Ελλάδα ζει ένα συλλογικό πένθος. Οδύρεται, γκρινιάζει, διαμαρτύρεται γι' αυτά που έχασε και ψάχνει απελπισμένα έναν πολιτικό μάγο, που θα βγάλει έναν λαγό από το καπέλο του και θα διορθώσει διά μιας την αδικία. Πέντε χρόνια Μνημόνιο, πέντε φορές εθνικές εκλογές μαζί με αυτές που έρχονται, θέλουμε μεγαλύτερη απόδειξη για τη συλλογική μας χρεοκοπία; Στην πραγματικότητα η Ελλάδα παρά τις υποδείξεις αρνείται να τραβήξει γραμμή με το παρελθόν και να πάει παρακάτω. Αρνείται να αφήσει το πένθος και το αίσθημα της αδικίας. Αρνείται να εφαρμόσει στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις για να γίνει μια μοντέρνα δυτική κοινωνία. Είναι δε τέτοιος ο θυμός της, ώστε τελευταία θέλγεται και από τον απομονωτισμό της Αριστεράς, η οποία πασχίζει να κρύψει τη γύμνια της πίσω από το θεώρημα της δραχμής.
Στην πραγματικότητα μας αρέσει να κοροϊδεύουμε και να μην υλοποιούμε τα υπεσχημένα, γιατί από την αρχή του προγράμματος εθιστήκαμε με την ιδέα ότι μπορούμε να προχωρήσουμε έτσι, χωρίς τιμωρία εξόδου από το ευρώ. Ενας αγαπημένος φίλος μού επέστησε την προσοχή ότι ηγήτωρ του μετώπου της άρνησης, που απαιτεί από την πολιτική τάξη της χώρας να γυρίσουμε στα κεκτημένα του 2009 χωρίς να αλλάξει κάτι, είναι ο ιδιωτικός τομέας της πατρίδας μας· όχι ο δημόσιος. Αν ρίξουμε μια ματιά στις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής και σε ποιες επαγγελματικές κατηγορίες εστιάζονται, θα καταλάβουμε το απλούστατο: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το εθνικό μας άλλοθι. Κρυβόμαστε πίσω από τον υπερήφανο εξτρεμισμό του για να μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας ότι εμποδίζουμε τις αλλαγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η εθνική -άρρωστη- ψυχή μας. Οσο δεν τραβάμε την κόκκινη γραμμή και δεν παίρνουμε διαζύγιο με τον λαϊκισμό τόσο θα απέχουμε από το συλλογικό εθνικό κλικ, που θα κινητοποιήσει τις δυνάμεις της μεγάλης αλλαγής. Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα και καλό είναι να το ομολογούμε.
Μανώλης Κοττάκης
Πηγή
Κρυβόμαστε πίσω από τον υπερήφανο εξτρεμισμό του για να μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας
Εξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου και αφού πήραμε μια γερή γεύση από την «Πρώτη φορά Αριστερά» οφείλουμε, νομίζω, να θέσουμε όλοι στους εαυτούς μας το ερώτημα: Τι τελικώς μας συνέβη; Η ανάδειξη της Αριστεράς στην εξουσία ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή, που βασίστηκε στα πολιτικά της πρόσωπα, στην ιδεολογική της φυσιογνωμία, στο προγραμματικό της πλαίσιο, ή μήπως...
στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν αποτελεί ένα σύμπτωμα της γενικότερης κρίσης προσανατολισμού που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία συνολικά; Υποστηρίζω το δεύτερο. Η Αριστερά δεν ήταν επιλογή. Ηταν το σύμπτωμα της συλλογικής άρνησης ενός ολόκληρου λαού να αποδεχτεί την αλήθεια ότι η ζωή δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2009, όσο και αν το επιδιώκει απεγνωσμένα με λύσεις απελπισίας. Και να ήθελε να δοκιμάσει κανείς τη θεωρία ότι αναζητήσαμε νέα πρόσωπα - νέο πρόγραμμα - νέες ιδέες, αυτή ήδη πρόλαβε να καταρριφθεί με πάταγο.
Πλην Τσίπρα και αν, οι υπόλοιποι ούτε πάγκο ομάδας Β' Εθνικής δεν γυαλίζουν. Στην πραγματικότητα αυτό που μας συμβαίνει είναι το εξής: Από τον Απρίλιο του 2010, που ζήσαμε το πρώτο σοκ του Μνημονίου, η Ελλάδα ζει ένα συλλογικό πένθος. Οδύρεται, γκρινιάζει, διαμαρτύρεται γι' αυτά που έχασε και ψάχνει απελπισμένα έναν πολιτικό μάγο, που θα βγάλει έναν λαγό από το καπέλο του και θα διορθώσει διά μιας την αδικία. Πέντε χρόνια Μνημόνιο, πέντε φορές εθνικές εκλογές μαζί με αυτές που έρχονται, θέλουμε μεγαλύτερη απόδειξη για τη συλλογική μας χρεοκοπία; Στην πραγματικότητα η Ελλάδα παρά τις υποδείξεις αρνείται να τραβήξει γραμμή με το παρελθόν και να πάει παρακάτω. Αρνείται να αφήσει το πένθος και το αίσθημα της αδικίας. Αρνείται να εφαρμόσει στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις για να γίνει μια μοντέρνα δυτική κοινωνία. Είναι δε τέτοιος ο θυμός της, ώστε τελευταία θέλγεται και από τον απομονωτισμό της Αριστεράς, η οποία πασχίζει να κρύψει τη γύμνια της πίσω από το θεώρημα της δραχμής.
Στην πραγματικότητα μας αρέσει να κοροϊδεύουμε και να μην υλοποιούμε τα υπεσχημένα, γιατί από την αρχή του προγράμματος εθιστήκαμε με την ιδέα ότι μπορούμε να προχωρήσουμε έτσι, χωρίς τιμωρία εξόδου από το ευρώ. Ενας αγαπημένος φίλος μού επέστησε την προσοχή ότι ηγήτωρ του μετώπου της άρνησης, που απαιτεί από την πολιτική τάξη της χώρας να γυρίσουμε στα κεκτημένα του 2009 χωρίς να αλλάξει κάτι, είναι ο ιδιωτικός τομέας της πατρίδας μας· όχι ο δημόσιος. Αν ρίξουμε μια ματιά στις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής και σε ποιες επαγγελματικές κατηγορίες εστιάζονται, θα καταλάβουμε το απλούστατο: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το εθνικό μας άλλοθι. Κρυβόμαστε πίσω από τον υπερήφανο εξτρεμισμό του για να μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας ότι εμποδίζουμε τις αλλαγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η εθνική -άρρωστη- ψυχή μας. Οσο δεν τραβάμε την κόκκινη γραμμή και δεν παίρνουμε διαζύγιο με τον λαϊκισμό τόσο θα απέχουμε από το συλλογικό εθνικό κλικ, που θα κινητοποιήσει τις δυνάμεις της μεγάλης αλλαγής. Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα και καλό είναι να το ομολογούμε.
Μανώλης Κοττάκης
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου