Google+ To Φανάρι : Η ΑΝΝΑ ΤΖIΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Η ΑΝΝΑ ΤΖIΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΕΙΔΕΝΑΙ ΟΡΕΓΕΤΑΙ ΦΥΣΕΙ
Μέγα το έργον της Άννας για την προσέγγιση της Αρχιγενέθλου Ελληνικής Γλώσσης.  Αξίζει κάθε πόνημά της (γραπτόν τε και προφορικόν) ιδιαιτέρας προσοχής. Εδώ δίνει εκατοντάδες παραδείγματα για την ιστορική, λογική και νοηματική σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου της Φωνής των Ελλήνων, όπως και τις προεκτάσεις αυτών στις διαλέκτους του δυτικού κόσμου.
Σήμερα ψηφίζουμε (με ψηφίδες;) ή χαρτίζουμε (ονόματα σε χαρτί);
Χορταίνουμε (με χόρτα, από την εποχή που ο άνθρωπος έτρωγε μόνον χόρτα, καρπούς, φρούτα)....

Ποσάκις ειλίχθη τις πέριξ του ηλίου = τι ηλικία έχει τις (πόσες φορές γύρισε κάποιος πέριξ του ηλίου).
Άγαλμα εκ του αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι θωρώντας το άγαλμα) σε αντίθεση με το λατινικό statua (statue) από το ρήμα ίσταμαι (απλώς στέκομαι και κανείς δεν αγάλλεται…).
Η Ελληνίδα Φωνή με την δυναμική της διώκεται προ πολλού από τα μέσα τα οποία είναι κατά κόρον υπεύθυνα για την κοινωνική ύπνωση του Ελληνικού λαού: την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες, τα περιοδικά – (ΜΜΕ) – ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις.  Βεβαίως και δεν ευθύνεται η τεχνολογία της μετάδοσης μακρόθεν πληροφοριών (τηλε-) αλλά οι σκηνοθέτες, οι γράφοντες και ομιλούντες, οι οποίοι ήσαν ελληνόφωνοι ανθέλληνες ή ελέγχονταν σχεδόν απολύτως από τους επήλυδες κρατούντες την εξουσία στην πατρίδα των Ελλήνων προ πολλών χρόνων.
Ακολουθήστε την σκέψη, τις ιδέες και τους ειρμούς της Άννας, αξίζει κάθε δευτερόλεπτο των ομιλιών της και για τον πλούτο των γνώσεων και για την ενεργοποίηση της Ελληνικής Ψυχής.
Προφητικός ο λόγος και έξοχη η ερμηνεία της Άννας στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην ακάματη Ελληνίδα Φιλόλογο Ερευνήτρια
Χ.Τ.
.
—————————————————————————–
Σταχυολογήματα από ομιλίες της Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου

«Ομήρου μέροπες και αυδήεντες άνθρωποι»

«Όταν άνοιξα τον Οδηγό μου, κατάλαβα. 
Μήτε σχεδιαγράμματα, μήτε τίποτα. 
Mόνο λέξεις.
Αλλά λέξεις που οδηγούν με ακρίβεια 
σ’ αυτό που γύρευα…»
Οδ. Ελύτης   (Ο Μικρός Ναυτίλος)

Όπως καθορίζει η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος είναι «μέροψ», μερίζει δηλαδή την όπα του, την φωνή του (οψ, οπός=φωνή). Παράγει ενάρθρους ήχους κατά τρόπον καθαρόν, διακεκριμένον, εν αντιθέσει προς τα ζώα, τα οποία εκβάλλουν άναρθρες κραυγές. «Των θηρίων εισίν αδιαίρετοι αι φωναί… ουδεμίαν ονομάζω στοιχείον…» δηλώνει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική.

«Για εκατομμύρια χρόνια το ανθρώπινο γένος ζούσε ακριβώς όπως τα ζώα. Έπειτα συνέβη κάτι που μας απελευθέρωσε… Μάθαμε να μιλάμε»  (Στήβεν Χώκινγκ -1994).  

Γι’ αυτό, ακόμη και οι πιο κουτοί άνθρωποι μαθαίνουν να ομιλούν, ενώ ακόμη και οι πιο έξυπνοι πίθηκοι δεν θα το κατορθώσουν ποτέ. 

«Πιθήκων ο κάλλιστος, αισχρός ανθρώπων γένει συμβάλλειν». (Ηράκλειτος)

Ήδη ο Ευριπίδης στις «Ικέτιδες» (στ. 201), με τρόπο ποιητικό, περιγράφει σαφώς: Ο θεός τον βίοτον (= βίον –του ανθρώπου–) εκ του πεφυρμένου (φύραμα, ανακάτωμα) και θηριώδους, διεσταθμήσατο (= τον διεστάθμησε, τον διευθέτησε), πρώτον μεν ενθείς σύνεσιν (είναι τα κέντρα λόγου – σύνεσις = οξύνοια, συναφή_ συνάψεις αποκαλούνται σήμερα), είτα δε άγγελον (= αγγελιαφόρον) γλώσσαν δους. 
Ο Γαληνός, ως ιατρός, καταγράφει πως κινείται αυτομάτως η γλώσσα προκειμένου  να επαναλάβη τους ήχους, τις λέξεις, που το νήπιον ακούει: 

«Εάν παιδίω διετεί, δείξας άρτον ονομάσης το όνομα «άρτος» άμα τω δείξαι, και ποιήσης ούτω δις και τρις, εννόησε το παιδίον, και αυτό μιμησάμενον φθέγγεται, μη διδαχθέν πως χρη κινήσαι την γλώσσαν» . 

Ο «άνθρωπος ο μέροψ» λοιπόν, μερίζων, διαιρών και κατανέμων τους φθόγγους της φωνής του, δια της οποίας φαίνει, φανερώνει, αγγέλλει («άγγελος γλώσσα») στους άλλους την σκέψι του, εδημιούργησε συλλαβές:

«Συλλαβή εστι σύλληψις συμφώνου (η συμφώνων) μετά φωνήεντος (η φωνηέντων)_ καταχρηστικώς δε συλλαβή –εστί– και η εξ ενός –μόνον– φωνήεντος» .

Όμως: «τους φθόγγους και τας συλλαβάς, δει επίστασθαι τιθέναι» , αφού με αυτές τις συλλαβές ακολούθως σχηματίζονται οι λέξεις: 

«συλλαβάς αυ (=και πάλιν) συντιθέντες, εξ ων (=εκ των οποίων) τα ονόματα και τα ρήματα συντίθενται».

Ανιχνεύοντας λοιπόν το «φθογγολογικόν», «συλλαβίζοντας», «μερίζοντες την όπα», αναγόμεθα εις την καταγωγήν των αρχετυπικών εννοιών. Τα βασικώτερα και γνωστότερα ρήματα εδημιουργήθησαν αρχικώς από συλλαβές. Υπήρξαν μονοσύλλαβα. 
Ο Φιλόξενος ο Γραμματικός έχει συγγράψει περί Μονοσυλλάβων Ρημάτων, το δε Ετυμολογικόν το Μέγα, εις τα διάφορα λήμματά του, αναφέρεται και αυτό εις τα μονοσύλλαβα ρήματα:
Λ.χ.  βω = βαίνω (βιβάζω, βάσις, βήμα…)
  βω = βοώ (βοή, βάζω = λέγω, βάξις = φωνή…)
  γω = γνω, γνώσκω, γιγνώσκω 
  θω = θη-μι, τίθημι, θέσις κ.λπ…
  κω = κέω, κείμαι, κοιμώμαι 
  κτω = κτω, κτείνω, κτυπώ, αποκτείνω… 
  λω = λάω, εθέλω 
  νω = νο_, νόησις κ.λπ., κ.λπ…. 
  ρω = ρέω, ροή… (κ.λπ… κ.λπ… –Πλήρες Λεξικόν–)

«Oι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα, την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω…»  (Οδ. Ελύτης)

Με τις πρώτες αυτές συλλαβές ο άνθρωπος ο μέροψ έκτισε, έτευξε λέξεις… 

«Επειδή θείας μετέσχε μοίρας… φωνήν και ονόματα, ταχύ, διηρθρώσατο τη τέχνη» . 
ώστε, 
«Γράμμασι και συλλαβαίς τα πράγματα μεμιμημένα κατάδηλα γίγνονται»  (Πλάτων) 
αφού 
«Τα ονόματα μιμήματα εστίν…» (Αριστοτέλης) 
μιμήματα… μεμιμημένα… Άρα οι αρχικοί φθόγγοι και οι πρώτες συλλαβές εμιμήθησαν ήχους:
α) ήχους φυσικούς και θορύβους προερχομένους από τα παντοειδή ζώα: λ.χ. «Ταύρων μυκήματα και χρεμετισμούς ίππων και φριμαγμούς ζώων».
β) ήχους παραγομένους από τον ίδιο τον άνθρωπο.
γ) από τις δραστηριότητές του. π.χ. 
 βου… ρέει… ροή… > βορέας 
 αχ! > άχος (= η ενδόμυχη θλίψις) 
 κουπ, κουπ… > κόπτω (= κτυπώ) 

«Το μιμείσθαι σύμφυτον τοις ανθρώποις εστί» . Γι’ αυτό ο Πλάτων, στον διάλογο «Kρατύλος» αναφέρει: «φύσει τα ονόματα είναι τοις πράγμασι». 
 «Tό όνομα δήλωμα του πράγματος» 

Και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης :

«Tής φωνής ασήμου και συγκεχυμένης ούσης, εκ του κατ’ ολίγον διαρθρούν τας λέξεις και προς αλλήλους τιθέντας σύμβολα περί εκάστου των υποκειμένων…»  

… ώστε να τα αναγνωρίζουν –κατανοούν–  και να τα ερμηνεύουν. 
Έτσι αρχίζει να γίνεται κατανοητή η διαδικασία «περί της αληθείας των πρώτων ονομάτων», και γεννάται η επιστήμη, δι’ ης αναζητείται η ουσία, το έτυμον, η ετυμολογία, δηλαδή η αληθής αρχή των λόγων, των ονομασιών, των ονομάτων… «Eιδέναι την αλήθειαν περί ονομάτων ορθότητος» (Κρατύλος 384). Και αυτό το όνομα χαρίζει μάλιστα οντότητα, αφού ον και όνομα είναι αλληλένδετα: «Έοικε τοίνυν… ότι τούτο εστίν ον, …το όνομα» (Κρατ. 421α). Άνευ του ονόματος δεν υπάρχω. Ενώ και όταν παύσω να ζω, υπάρχω πάντοτε μέσω του ονόματος. «παν, όνομα έχον, υπάρχει».  
«Oυδέ θανών, Αχιλλεύ, όνομα ώλεσας…» τονίζει ο Όμηρος (ω, 93).
Tό σώμα μου θα φονεύσης, «ουχί τούνομα» διατρανοί και ο Ορέστης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (504).  
Καθορίζουν οι παλαιότεροι σχολιασταί ότι «Όνομα εστί πάσα λέξις δι’ ης δηλούται πρόσωπον ζώον η πράγμα η ιδιότης αυτών, το δι’ ου τις (η τι) καλείται».
Ο ορισμός αυτός προσλαμβάνει ιδιαιτέραν βαρύτητα όταν πρόκειται δι’ ονόματα ανθρώπων, «Kύρια ονόματα».
Γι’ αυτό ο αρχαίος σχολιογράφος διευκρινίζει περαιτέρω: 

«Όνομα… το διαμερίζον έκαστον από του ετέρου. 
Εν γαρ τω ονόματι «άνθρωπος», πάντες κοινωνούμεν. 
Εν δε τω «Όμηρος» η «Σωκράτης», επιμερίζεται έκαστος από του πλησίον».

Και γράφει ο Όμηρος:

«Eιπέ όνομα όττι σε κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε ……..
ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστί ανθρώπων 
ου κακός ουδέ μεν εσθλός, επήν τα πρώτα γένηται, 
αλλ’ επί πάσι τίθενται» . 

(=Πες με ποιό όνομα σε καλούσαν η μητέρα και ο πατέρας σου…
διότι ουδείς εκ των ανθρώπων τυγχάνει παντελώς ανώνυμος 
ούτε ο καλός ούτε ο κακός, αφ’ ότου πρωτογεννηθή, 
αλλά σε όλους επί-τίθενται. –ονόματα. –Επίθετα, επώνυμα–)
(Δίδαγμα: δεν υπάρχουν «επώνυμοι» και ανώνυμοι). 

Γι’ αυτό, και πάλι ο Όμηρος, στην ραψωδία Δολώνεια της Ιλιάδος (Κ67) υποδεικνύει καθοριστικά και σοφά:
(είναι όταν ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων αποστέλλει τον Μενέλαον μέσα στην νύκτα με την εντολή να προτρέψη τους άνδρες σε επαγρύπνησι, το κλασσικό «φύλακες γρηγορείτε»).

«Φθέγγεο δε η κεν ίησθα και εγρήγορθαι άνωχθι, 
πατρόθεν εκ γενεής ονομάζων άνδρα έκαστον
πάντας κυδαίνων…»  

(=Φωνάζοντας στους άνδρες ν’ αγρυπνάνε, 
να τους καλής με τ’ όνομα και την πατρογενιά τους, 
γιατί έτσι όλους τους τιμάς…)
(Π.χ. Αίαν Τελαμώνιε Αιακίδη, Ιδομενεύ Δευκαλίωνος Μινωίδη, κ.ο.κ.)

Την ακατάλυτα καθοριστική αξία του ονόματος φανερώνει και το αρχαιότατον ελληνικόν ρήμα «ονομαίνω», δηλαδή καλώ κάποιον με το όνομά του: 
«ονόμηνε φίλον εταίρον»
(= εκάλεσε με το όνομά του τον αγαπητό σύντροφο) 

Ο λαός, με το αλάθητο ένστικτό του, το έχει συλλάβει, το έχει κατανοήσει. Σύμφωνα με την λαϊκή σοφία, τα πρόσωπα, τα άτομα, είναι «νομάτοι» η «νοματέοι». Είθε να μην έρθη ποτέ ο καιρός που η βάρβαρη τεχνολογία της τάχα πολιτισμένης «Nέας Εποχής» θα αντικαταστήση τα ονόματα και τους «νοματέους» με αριθμούς. Θα είναι το τέλος του ανθρωπίνου όντος.  

Ώσπερ -τοις- σώμασι πρέπουσά τις εσθής, 
ούτω και -τοις- νοήμασιν αρμόττουσά τις ονομασία. 
 
Στο σημείον αυτό τίθεται ένας όρος: ο λόγος-ομιλία απαιτεί σύζευξιν μετά του Λόγου. 
Γι’ αυτό ο Πλάτων στον Κρατύλο (435) επιμένει: «Ος αν τα ονόματα επίσταται, επίσταται και τα πράγματα». 
Ο σοφός «ονοματουργός», «οία ηγείτο είναι τα πράγματα, τοιαύτα ετίθετο και τα ονόματα»  (αυτ. 390).
Δηλαδή, απορρίπτεται η συμβατικότης. Υπάρχει λογική σχέσις μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. 
Και ο Αριστοτέλης, παραλαμβάνοντας την σκυτάλη από τον δάσκαλό του, επισημαίνει με την σειρά του:

«Ο λόγος, εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον» 
Τελικώς,
«Το ελληνίζειν εστίν το ορθώς ονομάζειν» 

«Τα δε ονόματα σημαίνει τι, ώστε όσα των ονομάτων ποιεί ημίν μάθησιν, ήδιστα…»  

Και αυτό το οποίον μανθάνομεν, αυτό που μας αποκαλύπτεται όταν εισέλθουμε στην ουσία τους, είναι:
Άλλοτε μεν πολύ μεγάλη αρχαιότης («λέξεις με μνήμη» τις αποκαλώ –  «και αν ξεχνούν οι άνθρωποι πάντα θυμούνται εκείνες»…)
 Άλλοτε πρωιμώτατες επιστημονικές γνώσεις, 
Άλλοτε εκλεπτυσμένος εις το έπακρον πολιτισμός, υλικός και ηθικός. Εις το «ηθικός» συμπεριλαμβάνεται και η Αυτογνωσία, το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ.
Ένα τρίπτυχον.  

Ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα: 
Λέξεις με μνήμη
Από το «φαγητόν»  (φαγός η φηγός, η δρυς με τα εδώδιμα βελανίδια_ «η πρώτη τροφή από των δρυών» Ε.Μ.) και το «χορταίνειν» («βολβοίς εμαυτόν χορτάσω» – Κράτης), μέχρι το κρασί («έπινον τον οίνον κεκραμένον»). Από το φύλλον χάρτου («έγραφον εν πετάλοις φυτών») μέχρι τας δέλτους (δελτοειδείς επιγραφαί) της Ιστορίας και το Δελτίον Ειδήσεων και τα Ταχυδρομικά δελτάρια…
Και άλλες αναρίθμητες καθημερινές σημερινές λέξεις με αρχαιοτάτη, ενίοτε «προϊστορική» Ιστορία… (κληρονομώ, ληξιαρχείον, ψηφίζω, αφηνιάζω, αναχαιτίζω, προπηλακίζω, εξοστρακίζω, χορηγός…). 

Λέξεις Σοφές 
Τείρεα τα ουράνια σώματα, εκ του τείρω = φθείρω (Και τα τείρεα τείρονται).
Ηλικία, «το ποσάκις ειλίχθη τις πέριξ του ηλίου»  - «τεταγμέναι κινήσεις των άστρων, των κατά λοξούς κύκλους ειλουμένων»  (Ποσειδώνιος, Frg. 255). Δηλαδή το αποκαλούμενον Ηλιοκεντρικόν Σύστημα όχι μόνον προ του Κοπερνίκου, αλλά και προ του Αριστάρχου του Σαμίου, αποτυπωμένο σε μία μόνο λέξι: ηλικία.

Εντυπωσιακές είναι οι εκφράσεις «ανθρώπινος τύπος» («Ιππομέδοντος μέγας τύπος») και «ανθρώπινος χαρακτήρ» («χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι»). Οι έννοιες των λέξεων τύπος και χαρακτήρ (ελληνικά σε όλες τις γλώσσες) υποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος έχει τετυπωμένες και εγχά-ρακτες τις διάφορες σω-ματικές και πνευματικές του ιδιότητες, δια των οποίων διακρίνεται από κάθε άλλο πρόσωπο. Μ’ άλλα λόγια είναι εν-στικτες, χαραγμένες, σημαδεμένες εντός. Η Επιστήμη σήμερα το επιβεβαιώνει δια του DNA και δια του όρου γονότυπος. 
(«ένστικτον»: ελληνικά σε όλες τις γλώσσες).

Το «ένστικτον» λέγεται και «ορμέμφυτον», έμφυτη ορμή. ορμέμφυτος = ενστιγματικός. 
Η λέξις τύπος παράγεται εκ ρ. τύπτω και δηλώνει το κτύπημα, αλλά και το αποτέλεσμα του κτυπήματος. Δηλώνει επίσης την μορφήν του ανθρώπου, τον χαρακτήρα, το ποιόν αυτού. Όπως ακριβώς και ο «χαρα-κτηρ», εκ του ρ. χαράσσω = εγχαράττω, γράφω. 
Εν γένει «τύπος» = τυπικά χαρα-κτηριστικά μεταβιβαζόμενα από γενεάς εις γενεάν. 
Γράφει ο Αρτεμίδωρος: «τύπους εν τη συνηθεία και τα τέκνα καλούμεν» (Ονειροκριτικόν, 2,45). 
«Xαρακτήρ εμπέφυκε σώματι».

Λέξεις Πολιτισμού 
«Νυν δε ζάπεδον (=δάπεδον) καθαρόν, και χείρες απάντων καθαραί και κύλικες…», διαβάζουμε στην Α Ελεγεία του Ξενοφάνους που αναφέρεται σε Συμπόσιο. Διότι ο ελεύθερος άνθρωπος «και περί εσθήτα εστί καθαρός, και περί οίκησιν» .
Για την έννοια «καθαρίζω δι’ ύδατος», «πλένω», υπάχουν πολλές λέξεις. 
- Το ρ. πλύνω, κυριολεκτικώς, σημαίνει πλένω ενδύματα η και αντικείμενα (εξ ου τα σημερινά «πλυντήρια» και τα παλαιότερα «πλυσταριά», η «πλύστρα» κ.λπ.). 
- νίπτω η νίζω σημαίνει πλένω μέρος του σώματος (Εξ ου «νιπτήρ», «ποδονιπτήρ»).  Ο Πολυδεύκης εις το «Ονομαστικόν» καταγράφει: «νίψασθαι το προ της τροφής, απονίψασθαι δε μετά την τροφήν». Το δι’ αυτήν την χρήσιν ύδωρ απεκαλείτο «χέρνιψ», εκ του «χείρας νίπτω».  Υπάρχει και ειδικώτερον ρήμα χερνίπτομαι = πλένω τα χέρια μου, κυρίως προ της θυσίας (Ιλ. Α 449). Η μετά το δείπνον διδομένη κύλιξ (= ποτήρι, εξ ου κυλικείον) ωνομάζετο μετανιπτρίς. Ο Δρόμων ο κωμικός περιγράφει: Εσπεύδαμε για το φαγητό και ο παις (=ο μικρός δούλος) περιείλε τας τραπέζας, επέχων νίμματα και απενιζόμεθα και λαβόντες τους στεφάνους εστεφανούμεθα («Ψάλτρια» 20). 
- κλύζω = βρέχω, αποπλύνω. Διευκρινίζει ο αρχαίος σχολιαστής: «πλύναι εσθήτα, νίψαι πρόσωπον η άκρα, κλύσαι ποτήριον η αγγείον». Ο δε Πολυδεύκης εις το «Ονομαστικόν”: «οι οινοχόοι τα εκπώματα εκπλυνόντων τε και διανιπτόντων και καθαιρόντων, και τας φιάλας επί των δακτύλων άκρων οχείτωσαν (=έφερον) προσφέροντες τοις συμπόταις ευλαβώς» (VI, 95 πρβλ. Ηλιόδ. Αιθ. VΙΙ, 27.2).
- Αποπροσωπίζομαι σημαίνει «το απονίπτεσθαι και μάσθαι το πρόσωπον». 
- καταιονάω (ετυμ.: κάτω, κατά+αΐσσω = κινώ ορμητικά + νάω =ρέω) σημαίνει επιχέω, καταβρέχω_ «καταιόνησις» ελέγετο το σημερινό αντιδάνειο «ντους».  «Εν τη θερμή πυέλω (=λεκάνη) καταιωνηθέντες». 
- Το ρήμα λούω σημαίνει πλένω ολόκληρο το σώμα. Είναι συγγενές του ρ. λύω, δηλαδή χαλαρώνω. «Το λουτρόν –η λοετρόν–  τους μεν συνδεδεμένους το σώμα και σκληρούς, ευκινήτους ποιεί και εκλύει…» (Αριστοτ. Προβλ. 873α). Είναι λύσις ακαθαρσίας, γι’ αυτό λύμα σημαίνει ρύπος (Εκ του λούω ( λουτρόν, λουτήρ, λουτρών…). 
- Το ρ. απολυμαίνω σημαίνει αποβάλλω τα λύματα, καθαρίζω, εξυγιαίνω. Το λούομαι ονομάζεται και υδραίνομαι_ «υδρηναμένη, καθαρά χροϊ είμαθ’ ελούσα…» (=ελούσθη και εφόρεσε καθαρά ιμάτια) γράφει ο Όμηρος αναφερόμενος στην Πηνελόπη (δ, 750). Ενώ πυριατήριον είναι το λουτρόν δι’ ατμού. Άλλως, ιδρωτήριον. Και αγχριάνασθαι = το λούσασθαι (Ησύχιος). 
- Λουτρών ονομάζεται το ιδιωτικόν, βαλανείον αποκαλείται το δημόσιον λουτρόν. 
Ως προς το βαλανείον (το οποίον μέσω του λατιν. «BALNEUM» επέρασε σε όλες τις γλώσσες ως BAGNO, BAΝO, BAIN, BAD, BATH) «τινές λέγουσι παρά το αποβάλλειν τας ανίας» – (άρα το ίδιο σκεπτικό με το λύω), άλλοι όμως «εκ των βαλάνων των καιομένων δια την θέρμανσιν του ύδατος». –Ε.Μ.–  «Βαλάνους γαρ έθος είχον υποκαίειν» συμπληρώνει ο γραμματικός Χοιροβοσκός. 
(Σημ.: Τα «βαλανεία», τα δημόσια λουτρά, είναι καθαρώς ελληνική καταβολή. Οι Ρωμαίοι παρέλαβον εκ των Ελλήνων, και εκ των Ρωμαίων οι Βυζαντινοί. Ο Λ. Κάσσον (Το ταξίδι στον Αρχαίο κόσμο, εκδ. ΜΙΕΤ, σελ. 263) γράφει: «τουρκικό λουτρό: τα λουτρά αυτά ονομάστηκαν τουρκικά από τους πρώτους άγγλους επισκέπτες της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι βλέποντας τα “ρωμαϊκά” λουτρά… έβγαλαν το συμπέρασμα πως ήταν τουρκική εφεύρεσις»).

Ιδιαιτέραν σημασίαν έδιναν εις την περιποίησι της «κόμης», και αυτό το μαρτυρεί η ίδια η λέξις, εκ του ρ. κομέω-κομώ, περιποιούμαι ιδιαιτέρως, κι αυτό εκ του κάμνω = κοπιάζω, πασχίζω. Πρέπει να έχης φθάσει σε πολύ υψηλό σημείον πολιτισμού για να ονομάσης τις τρίχες της κεφαλής, αλλά και της γενειάδος, κόμη. «κομά την κεφαλήν, ότι Έλλην, ου βάρβαρος» υπογραμμίζει ο Απολλώνιος. – «κομέειν: το επιμελείας αξιούν». «κομάν… ελευθερίας σημείον» γράφει ο Αριστοτέλης. Το «κείρεσθαι χαίτας» απεκαλείτο «ανδραποδώδης θριξ» (=δουλική τρίχα).

«Επεάν δε μέλλωσι κινδυνεύειν τη ψυχή, τας κεφαλάς κοσμέονται» Ηρόδ. Ζ 208       

Όμως ο πολιτισμός διαφαίνεται, αναφαίνεται, και μέσα από τις ποικίλες περιγραφές κοινωνικής συμπεριφοράς. Η πολιτισμένη αυτή στάσις, αφήνει τα ίχνη της επί του ελληνικού λεξιλογίου: 
- «γερούσιος οίνος», ο άξιος να προσφερθή, τιμής ένεκεν, εις τους γέροντας_ όπως και το «γέρας» = βραβείον – το καλλίτερον, το τιμητικώτερον λάφυρον. 
- «γηροβοσκός» ο υιός, ως γηροκομών τους γονείς του. 
- «ικέτης», ο ίκων (ίκω=φθάνω) εις το ιερόν και εναγκαλιζόμενος τον βωμόν του θεού, ως άσυλον. 
- «ξενία», το ιερόν καθήκον υποδοχής και περιθάλψεως των ξένων . 
Αρκεί και μόνον να μελετήση κανείς τις πρώτες ραψωδίες της Οδυσσείας (και όχι μόνον), όπου περιγράφεται η υποδοχή-ξενία της Αθηνάς από τον Τηλέμαχο, και του Τηλεμάχου από τον Νέστορα, καθώς και η παράθεσις του γεύματος, για να εντυπωσιασθή από το εκλεπτυσμένο διαδικαστικό και της παραμικρής κινήσεως. Μέχρι λινό κεντητό ύφασμα απλώνει ο Τηλέμαχος στην πολυθρόνα, πριν καθίση ο ξένος του: «υπό λίτα πετάσας»


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΕ ΝΥΣΤΕΡΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Είναι τελικώς σημαντικόν ότι ο Έλλην Λόγος αφού εξερεύνησε, κατενόησε, εταξινόμησε τον έξω κόσμο, εστράφη έσω. Εις το εσ-μι (=ειμί, είμαι). Εστράφη εις την αυτογνωσίαν. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των «συνωνύμων» (κατ’ επίφασιν συνωνύμων, αφού υπάρχουν λεπτότατες εννοιολογικές διαφορές οι οποίες καθιστούν την κάθε έννοια μοναδική –  «οι Έλληνες έχουν μια λέξι για κάθε τι»), που καθορίζουν συναισθήματα, σκέψεις, διανόησι, ιδιότητες… π.χ. 100 περίπου ρήματα με την έννοια «κλαίω», 190 περίπου για το «ορώ», δεκάδες λέξεις για την έννοια «υπερήφανος», 30 περίπου για τον ευφυή, για τον ευήθη… για τον ανδρείο η τον δειλό, για την ευτυχία και την δυστυχία, για την χαρά η την λύπη… για τα παντός είδους συναισθήματα. Αλήθεια, «τι την ήθελαν αυτήν την γλώσσα»; Την απάντησι την δίνει ίσως, λακωνικά, το εν Δελφοίς επίγραμμα: ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ. Και ο Αριστοτέλης παρατηρεί: «λέξεις έμψυχοι…» (Frg.).
Η κάθε ελληνική λέξις είναι ένα πολύτιμο βιβλίο συμπεπυκνωμένης σοφίας. Εμπεριέχει ΕΝΕΡΓΕΙΑΝ λογικής. Πρέπει να διασπασθή ο πυρήν της λέξεως, για να επακολουθήση διάσπασις και έκρηξις νοήματος. Πρέπει να διαλυθή η λέξις, να αναλυθή εις στέλεχος και εις κατάληξιν, να μελετηθούν τα διάφορα προσφύματα και επιθήματα, ακόμη και το γεωμετρικό σχήμα των αρχεγόνων («κεφαλαίων») γραμμάτων, ακόμη και αι (χάριν της μουσικής του λόγου) επεμβάσεις, ώστε να αποκαλυφθή η πληροφορία η οποία εμπεριέχεται στις ελληνικές λέξεις.
Και ως «μέροπες» άνθρωποι, ως μερίζοντες την όπα μας εις συλλαβάς, φθάνομε και εις τας καταληκτικάς συλλαβάς, εις τας «καταλήξεις». 

«Οι παραγωγικές καταλήξεις κατέστησαν την γλώσσαν ταύτην ικανήν να εκφράση πάσαν απόχρωσιν εννοίας μετά σπανίας συντομίας και δυνάμεως. Δια των καταλήξεων τούτων ανεπτύχθη και ηυξήθη η εκφραστική δύναμις της γλώσσας» .   

Ο Πλάτων, εις τον διάλογον ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ (202), τονίζει ότι «αι συλλαβαί λόγον έχουσιν». Άρα και οι καταλήξεις, ως συλλαβαί, περιέχουν επίσης λόγον. Οι καταλήξεις, ως λέξεις, είναι και αυτές έννοιες. 
Όπως γράφει και ο φιλόσοφος Ερμογένης , «Διαφέρει δε διήγημα διηγήσεως, ως ποίημα ποιήσεως. Ποίημα γαρ και διήγημα περί πράγμα εν, ποίησις δε και διήγησις περί πλείονα». 
Άλλο λοιπόν είναι το ποιέω, άλλο η ποίησις, άλλο το ποίημα, άλλο ο ποιητής, άλλο ο ποιητικός…
Άλλο είναι το νο-έω, άλλο το νόη-μα, άλλο η νο-ησ-ις.
Άλλο το τελ-ω, άλλο το τελ-ος, άλλος ο τελ-ειος, άλλο ο τελ-ικός.
Άλλο το μανθάνω, ε-μαθ-ον, άλλο το μάθη-μα, άλλο η μαθ-ησ-ις, άλλο ο μαθη-της, ο μαθητικός, ο μαθηματικός, ο μαθητευόμενος… 

Όπως επεξηγεί νεώτερος γραμματικός, «Αι παραγωγικαί καταλήξεις δεν υπήρξαν αρχήθεν πολλαί. Έπειτα όμως επολλαπλασιάσθησαν, διότι παρελαμβάνοντο εκ των ήδη εσχηματισμένων παραγώγων λέξεων, μετά μέρους του στελέχους αυτών, προσφύματα…».
 Και γεννάται ευλόγως το ερώτημα: Πόσες χιλιάδες χρόνια χρειάσθηκαν μέχρι να φθάσουμε στην εκπληκτική πλαστικότητα των συνθέτων ομηρικών λέξεων; Πόσα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια εγκεφαλικές συνάψεις απαιτούνται για να διαμορφωθούν λέξεις όπως:   
 ελκεσίπεπλος κόρη 
 κροκόπεπλος ηώς
 βακτροπροσαίτης: ο περιφερόμενος με βακτηρίαν και επαιτών. 
 ποταμός αλιμυρήεις: ο εις την άλα, μύραν (=θάλασσαν) ρέων. 
 ζοφοδόρπις: ο δειπνών εις το σκότος (δόρπον = δείπνον, ζόφος = σκοτάδι). 
 ήλιος τερψίμβροτος: ο τέρπων τους βροτούς (=θνητούς). 
 ήλιος φαεσίμβροτος: ο φωτίζων τους βροτούς. 
 αιθρηγενέτης: ο γεννών αιθρίαν
 άνθρωποι μινυνθάδιοι: μινυνθάδιος =βραχύβιος εκ του μίνυ (=ολίγον) + ενθάδε, ωκύμοροι…
 σίδηρος (=όπλον) ταμεσίχρως: εκ του τέμνω + χρως = επιδερμίς. τειχεσιπλήτης, ερειψίτοιχος…
Οπλίται καρηκομόωντες, ευκνήμιδες, αιολοθώρηκες, αμύνονται περί πάτρης… 
Με αποκορύφωμα την ομηρική εκθαμβωτική λέξι «δυσαριστοτόκεια», με την οποίαν αρχίζει η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέως, το μυρολόϊ της γι’ αυτόν… 
δυσαριστοτόκεια = η δύστυχισμένη εγώ η οποία για κακό εγέννησα τον άριστον… «η επί κακώ τον άριστον τετοκυία, δύστηνος άριστον τεκούσα»… «ως αν είποι, επί διχοστοσία εύτεκνον…» «δυστυχής μήτηρ ανδρειοτάτου τέκνου» . 
Δυσαριστοτόκεια: Μία λέξις,  και όμως ένα ολόκληρο θρηνητικό άσμα. 
Ξεφυλλίζοντας ένα «Ομηρικόν Λεξικόν» είναι σαν να ξεφυλίζης την «παρτιτούρα» μιας ολόκληρης συμφωνικής ορχήστρας που μαγεύει όχι μόνον με τους εναρμόνιους ήχους, αλλά και με τις «Εικόνες» που γεννούν οι ήχοι αυτοί. 
Ζευς νεφεληγερέτης, Ποσειδών κυανοχαίτης, Απόλλων ακερσοκόμης, Ήφαιστος περικλυτός, Άρης ρινοτόρος, Ερμής εριούνιος, Ήρα λευκώλενος, Αθηνά γλαυκώπις, Άρτεμις ιοχέαιρα, Αφροδίτη φιλομειδής, Εστία πρυτανεία, Δημήτηρ φερέσβιος… 
- Λέξεις αμίμητες, αμετάφραστες…
- Οi Λατίνοι τις αποκαλούσαν «Verba non translatica».
- Λέξεις μονάχα ελληνικές. 
- Λέξεις της ορθορρήμονος και καλλιρρήμονος Ελληνικής Γλώσσης…
Και φθάνουμε από τον μέροπα εις τον αυδήεντα άνθρωπον, με όχημα «την προς το ακρότατον της Καλλιφωνίας διαπλασθείσαν Ελληνικήν Γλώσσαν»…

«Παν όνομα και ρήμα και άλλο μόριον λέξεως, ο,τι μη μονοσύλλαβόν εστι, εν ρυθμώ τινι λέγεται».
Διον. Αλικ. Περί Συνθ. ΙΖ_ 17

«Η ομιλία μας έχει τέτοιαν ευταξίαν και αρμονίαν και καλλωπισμόν όπου άλλη να μηδέν είναι».
Ν. Σοφιανός-γραμματικός

Ευανθής γλώσσα – Ευγράμματον όνομα

Ευγράμματον όνομα πόρρω απέχον από τα «βάρβαρα δύσθροα βάγματα»  που τόσο ενοχλούν τον ποιητή-πολεμιστή Αισχύλο κατά την διάρκεια της Ναυμαχίας της Σαλαμίνος. 
Η Ελληνική γλώσσα, η «καθαρά και καλλιρρήμων και ευεπής», χάρις εις το εύγλωσσον αυτής, δωρίζει «το μελιχρόν εν τοις ακοαίς ημών». 
«Έθελγεν η ηχή του φθέγματος και ο ρυθμός της γλώσσης», παρατηρεί και ο Απολλώνιος .
Και αυτό, επειδή η Ελληνική Γλώσσα ήταν (και εξακολουθεί να είναι εάν αρθρωθή σωστά) γλώσσα μουσική. Η φωνή, χάρι στην κίνησι του τρισυλλαβικού τόνου, ανεβοκατεβαίνει κυριολεκτικώς την μουσική κλίμακα, και κατά την σύνθεσιν των φωνητικών φθόγγων ακολουθεί επακριβώς τους κανόνες που διέπουν την σύνθεσιν των μουσικών φθόγγων (είναι το Μάθημα Αρμονίας και Αντιστίξεως που διδάσκεται και σήμερα στα Ωδεία).
Όταν οι Ρωμαίοι άκουσαν για πρώτη φορά στην Ρώμη τα Ελληνικά αρθρωμένα από Έλληνας ρήτορας, συνέρρεον να αποθαυμάσουν (όχι μόνον οι εννοούντες την Ελληνικήν, αλλά «και οι ασύνετοι φωνής Ελλάδος»), τους ανθρώπους οι οποίοι «ελάλουν ως αηδόνες». Δεν είναι τυχαίον που η λέξις αυδή, η οποία καθορίζει την ανθρώπινη φωνή του «μέροπος Έλληνος ανθρώπου», παράγεται από το ρήμα αείδω, άδω (=τραγουδώ), όπως ακριβώς και οι λέξεις αοιδός και αηδών (αηδόνι). 

Αρμονίαν και ρυθμόν ακολουθείν δει τω λόγω 

Η Ελληνίς φωνή υπερείχε («εν ρυθμώ και λόγω και αρμονία»)  επειδή ακριβώς είχε τα φωνήεντα και τα σύμφωνά της αρμονικώς διαρρυθμισμένα «εις μελίφθογγον κράσιν», ώστε να δίδουν πάντοτε εύηχον μουσικόν σύνολον. Αυτό ωφείλετο εις τον «αντιστηριγμόν των γραμμάτων»  (πρβλ. μουσ. «Αντίστιξις»): 
«Τα τραχέα μετά των λείων, τα σκληρά μετά των μαλακών, τα κακόφωνα μετά των ευφώνων, τα δυσέκφορα μετά των ευπροφόρων»   
Διότι, 
«Και μέλος έχουσιν αι λέξεις 
και ρυθμόν και μεταβολήν, 
ώστε η ακοή τέρπεται τοις μέλεσιν, 
ήδεται τοις ρυθμοίς, 
ασπάζεται τας μεταβολάς» .

Ο Πλούταρχος  δεν παραλείπει να τονίση ότι ο Περικλής εχρησιμοποίει «αρμόζοντα λόγον ώσπερ –ηρμοσμένον–  όργανον μουσικόν».

Της Ελληνικής έστι τούτο συνηθείας κάλλος…

Έτσι, «εξ απλής και μονοειδούς των ίππων και βοών εκφωνήσεως… κατέληξεν εις την έναρθρον και τελείαν του ανθρώπου διάλεκτον…»  (μέροπες άνθρωποι). 
Ακολούθως, «τα πάντα μουσικώς συνήρμοσε και συνέδεσε…» (αυδήεντες άνθρωποι). 
αυδή, αυδάω, ισοδυναμούν με ωδή, αοιδή, αείδω, άδω, μελωδώ, εξυμνώ.

«Ολυμπίας αγώνα αυδάσομεν»  (Πίνδαρος)  
 
Και οι θεοί μας είναι αυδήεντες. «Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική…» .
Ο Ζευς στον «Ερμήν, φίλον υιόν, ηύδα»  (Οδυσ. ε, 28). 
Η Αθηνά ομιλεί μεταμφιεσμένη σε Μέντορα και ως προς την αυδήν (Οδυσ. β 268). 
Η Κίρκη και η Καλυψώ είναι θεαί αυδήεσσαι (Οδυσ. ……). Δεν είναι δυνατόν να βαρβαρίζουν. 
Η δε Λευκοθέα, πριν γίνη θεά, υπήρξε «βροτός αυδήεσσα»  (Οδυσ. ε, 334). 

Η χορδή του τόξου, σαν χορδή κιθάρας αείδει, ομοιάζουσα προς της χελιδόνος την αυδήν: «χελιδόνι εικέλη αυδήν» (Οδυσ. φ, 411). 
Και ο Νέστωρ της Πύλου, ο ηδυεπής και σοφός αγορητής, κάθε φορά που μιλούσε, «του και από γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αυδή» (Ιλ. Α 249)… 
(=…πιο γλυκειά κι από μέλι κυλούσε η αυδή του). Η κατάλληλη λέξις στην κατάλληλη θέσι. Η Ελληνική γλώσσα διαθέτει τουλάχιστον τριάντα λέξεις με την έννοια «ομιλία»… (φωνή, λόγος, ομφή, οψ, έπος, μύθος, λαλιά, γήρυς, βάξις… κ.λπ., κ.λπ.). Θα μπορούσε λ.χ. ο Όμηρος στην θέσι του «έρρεεν αυδή» να θέση «έρρεε φωνή», χωρίς καθόλου να αλλάξη το μέτρον του καταληκτικού 6ου δακτύλου: μακρόν-μακρόν. Επιμένει όμως στην αυδή. Οι συλλαβές είναι λόγος, είναι όμως και νότες. Συλλαβή-συλλαβή, νότα-νότα, γίνεται ωδή, αοιδή, μελωδία, αυδή… Αρμονία, Συμφωνία. Πανδαισία ήχων, ήχων που γεννούν και εικόνες. Κάτι σαν «ήχος και φως». «Ρυθμίσαι και εις εικόνα αγαγείν» σημειώνει και ο σχολιαστής Χοιροβοσκός.  

«Κύμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης…»
«Βέβρυχεν μέγα κύμα ερευγομένης αλός έξω…» 
«Ως δ’ ότε χείμαρροι ποταμοί κατ’ όρεσφι ρέοντες…»
«Τόξον εύξοον ιξάλου αιγός, του κέρας κεραξόος ήραρε…»
«Δούπησε πεσών… Σκότος όσσε κάλυψε…»
«Λαξ ποδί κινήσας…»
«Αμβλήδην γοόωσα έειπεν…»
«Και Χλώριν είδον περικαλλέα…»
«Ζώειν και οράν φάος ηελίοιο…»  

Οι πρόγονοί μας επαίδευον τους παίδας (από την Α’ Δημοτικού, όπως θα λέγαμε σήμερα) με Ομήρου Παιδείαν. 
Τα ελληνόπουλα εδιδάσκοντο μέσα από τα έπη του Ομήρου Ανάγνωσι και Γραφή, Ιστορία και Γεωγραφία (Β Ιλιάδος), Ρητορική (Ι Ιλιάδος), Ναυσιπλοΐα (Οδύσσεια), «τάξεις, αρετάς, οπλίσεις ανδρών» (Αριστοφ. Ορν.).
Γενικώς, «Αληθώς την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής» (Πλάτων). Και ο Αισχύλος διακηρύσσει ότι οι Τραγωδίες του είναι «τεμάχη εκ των Ομήρου μεγάλων δείπνων».
Η επική γλώσσα του Ομήρου, εμπεριέχουσα τύπους εξ όλων των ελληνικών διαλέκτων, εμεγάλυνε και συνέδεσε την τότε «κοινήν ελληνική λαλιά».
Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα (παραφράζοντας με τον προσήκοντα σεβασμό την γνωστή ρήσι του Θουκυδίδου δια τας Αθήνας) , ότι η γλώσσα μας «μεγάλη και αρτία και αρμονική γενομένη, παρεδόθη παρά του Ομήρου τοις έπειτα…».

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου