Google+ To Φανάρι : Οι τρεις αδελφές

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Οι τρεις αδελφές

Εταιρείες αξιολόγισης
Οι εταιρείες αξιολόγησης Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch Rating αποτελούν ένα απίστευτα ισχυρό ολιγοπώλιο, το οποίο αξιολογεί αυθαίρετα, βαθμολογεί ανεξέλεγκτα και κυβερνάει απολυταρχικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη
«Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις:», έγραφε το 1996 ο βραβευμένος με Pulitzer κ. Thomas Friedman, «οι Η.Π.Α. και η εταιρεία αξιολόγησης Moody’s. Πιστέψτε με, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, ποια από τις δύο διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ».


Ανάλυση

Η μοναδική αυτή ιστορία, στην οποία είχαμε αναφερθεί ήδη από το 2009 με ιδιαίτερο άρθρο μας, υπενθυμίζουμε πως «οροθετείται» πριν από περίπου 100 χρόνια – όταν στις Η.Π.Α. ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου σιδηροδρομικού δικτύου. Η εύρεση εκείνων των επενδυτών, οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν με αρκετά υψηλά ποσά τις, άγνωστες τότε, εταιρείες κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων, ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.

Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέκρινε το πρόβλημα και «διέγνωσε» τη λύση του – δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία ΑΑΑ (και τα παράγωγα της), η οποία έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο, με το οποίο ευρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής, όταν δανείζει τα χρήματα του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κλπ).

Σύντομα, το 1916, εισήλθε στο χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε (1924) η Fitch. Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας (πηγή: Spiegel για το 2007) είναι αποκαλυπτικός:

*Θυγατρική του ομίλου (media) McGraw-Hill

**16% Berkshire Hathaway (Warren Buffet) – 84% ελεύθερη διασπορά

***60% Fimalac, 40% Hearst Corporation

. Τόσο ο τζίρος, όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας. Η είσοδος δε του Warren Buffet στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κλπ – εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την «ύστερη» υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας εταιρείας ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά), ερμηνεύει, σε κάποιο βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών του επιτυχιών.

Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι, οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (ΕΕ, Ιαπωνία κλπ), δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες - αφήνοντας στην κυριολεξία «έρμαιο» στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους, όσο και τους δημόσιους τομείς τους («αλλοίμονο» σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).

. ΟΙ ΑΔΕΛΦΕΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ

Περεταίρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίσθηκε η «συσχέτιση» της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε «χρεόγραφα» με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζονται να «δεσμεύουν» σημαντικά χαμηλότερα «εγγυητικά» κεφάλαια – οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν σημαντικά τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο «χορός» της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 €, με αξιολόγηση ΑΑΑ, η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 € (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο Ba1, τότε η τράπεζα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 € (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).

Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο B1, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσόν (100%) σαν «αντίκρισμα» – επομένως, χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο Β1, από ότι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση ΑΑΑ.

Εδώ οφείλουμε να φαντασθούμε τι σημαίνει για μία χώρα, η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του δημοσίου της στις τράπεζες, η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας – τόσο σε σχέση με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει, όσο και σε σχέση με τα επί πλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες που έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογα της.

Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια, όσο και με τον όγκο των συναλλαγών μίας τράπεζας αφού, όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες της (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κλπ).

Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να «αποσύρει» πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια – με δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).

ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ

Συνεχίζοντας, όσον αφορά τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν, τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους (επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά Επενδυτικά Ταμεία είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση – ΑΑΑ).

Όσον αφορά τώρα τις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες «επιδράσεις» – ιδιαίτερα δε σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDS, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα δηλαδή ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDS, διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.

Tα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, ο δανεισμός των οποίων, καθώς επίσης το επιτόκιο του, είναι «μεγέθη» απολύτως ανάλογα της αξιολόγησης τους – όσο χαμηλότερη είναι δηλαδή η αξιολόγηση τους, τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους. Για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 300 δις €, όσο το δικό μας, τότε ένα 2% μεγαλύτερο επιτόκιο, σημαίνει 6 δις € επί πλέον ετήσιους τόκους – ενώ τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβαση του στις διεθνείς χρηματαγορές.

Από όλα τα παραπάνω, τεκμηριώνεται μάλλον επαρκώς η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες ουσιαστικά αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών.

Δεν θα είμαστε ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμαστε ότι, τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι σε άμεση σχέση με τις τρείς αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – με το «trio inferno».

Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας ΑΑΑ σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDO’s, βασισμένα στα γνωστά μας «ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης» (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου – θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δε επενέβαιναν, άμεσα και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μία δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου. .

ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΩΝ

Βέβαια υποθέτει κανείς ότι, μία τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία, όσο αυτή της αξιολόγησης, υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους, στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες – αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός – η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους.

Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών – κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα αναγραφόμενα τους.

Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλά τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία – πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους. Επί πλέον (το «ετεροβαρές ρίσκο» στην απόλυτη επικράτηση του, σε συνδυασμό με «δικαιοπρακτικά» αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα), οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!

Το παράδειγμα μιας συζήτησης που διεξήχθη στις Η.Π.Α. (Washington), σε σχέση με τις αποτυχημένες, τις καταστροφικές καλύτερα αξιολογήσεις των CDO’s από τις συγκεκριμένες εταιρείες, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό – όσον αφορά τουλάχιστον τη συμπεριφορά των εταιρειών αξιολόγησης: .

«Θα μπορούσαμε ποτέ πια να σας εμπιστευτούμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο της Moody’s ένας ασφαλιστής, μετά την εκκωφαντική έκρηξη της αγοράς των δομημένων προϊόντων, η οποία ακολούθησε την πτώχευση της Lehman Brothers.

«Ίσως δεν είναι λογικό να στηρίζεστε αποκλειστικά στις δικές μας αξιολογήσεις», απάντησε αυτός με ήρεμη, εντελώς αποστασιοποιημένη φωνή.

«Αλλά μέχρι σήμερα οφείλαμε να εμπιστευόμαστε τις τοποθετήσεις σας»

«Καταλαβαίνω…. μάλιστα», απάντησε ο υπεύθυνος της Moody’s, «Όμως, όταν χρησιμοποιείτε αξιολογήσεις, θα πρέπει να αποφασίζετε μόνος σας τι ακριβώς κάνετε με αυτές».

. Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πως, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDO’s τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρις $ σε ετήσια βάση. Αν και κανένας δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσες πολλές αξιολογήσεις, από τρείς μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κλπ), αρκούνταν στην αξιολόγηση ΑΑΑ, η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω. Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς (niche), δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.

Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία οφείλονταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη «εκδοθεί» ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώληση του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες «ρωτούσαν» για την αξιολόγηση του – ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να «κατασκευασθεί», έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μίας από τις τρείς αδελφές, με ΑΑΑ.

Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή «κατασκευή» (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του) αφού, αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος, εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους - μέχρι και 500.000 $.

Φυσικά όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζουν ξανά – προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στους εξελιγμένους «απογόνους» των CDO’s, στα δομημένα προϊόντα δηλαδή της «δεύτερης γενιάς», στα «re-remics».

Τα καταστροφικά αυτά εργαλεία ουσιαστικά θα «βοηθούσα» τις τράπεζες (με τις «ευχές» των ανήμπορων να αντιδράσουν σωστά κρατών) να «αναμορφώσουν» (να ωραιοποιήσουν) τους Ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να μπορέσουν ξανά να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία - για να ξεφύγει η πραγματική οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο δηλαδή με τη σειρά της, από την υφιστάμενη «παγίδα ρευστότητας». Εν τούτοις, δεν βοήθησαν τελικά την πραγματική οικονομία αλλά τη χρηματοπιστωτική – ενώ τα αποτελέσματα τους θα φανούν αργότερα.

Ολοκληρώνοντας, για να αιτιολογήσουμε καλύτερα το έγκλημα που «συντελέσθηκε» και παραμένει ατιμώρητο, αναφέρουμε το δομημένο ομόλογο «Balta 2006-8 1Α2», το οποίο εμπεριέχει ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. (subprimes), σε μία καινούργια «συσκευασία».

Το «χρεόγραφο» αυτό, αξιολογήθηκε το Μάρτιο του 2008 με ΑΑΑ – δηλαδή θεωρήθηκε τόσο σίγουρο, όσο ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Τέλη Αυγούστου του 2008, οι ίδιοι αναλυτές αξιολόγησαν το ίδιο προϊόν με Β3 – 14 «σκάλες» χαμηλότερα και επομένως ως προϊόν υψηλού ρίσκου. Αργότερα (2009), η αξιολόγηση του έγινε Ca – δηλαδή, είναι σχεδόν άνευ αξίας, οπότε έπρεπε να «αποσβεσθεί» (ως ζημία) από τις τράπεζες ή τους επενδυτές που το αγόρασαν.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΤΟ 2014

Έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, μέσω τις οποίας οι Η.Π.Α. εξήγαγαν τα οικονομικά τους προβλήματα στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία, η οικονομική κατάσταση των εταιριών αξιολόγησης είναι καλύτερη από ποτέ - ειδικά της Moody’s και της S&P, οι οποίες κερδίζουν τεράστια ποσά από την έκρηξη της αγοράς ομολόγων (12,7 τρις $ το 2012 και το 2013), οφειλόμενης στην υπερχρέωση της Δύσης.

Τις επόμενες ημέρες υπολογίζεται πως θα ανακοινώσουν κέρδη ρεκόρ για το πρώτο τρίμηνο – ενώ ήδη η Fitch δήλωσε πως το 2013 ήταν ένα από τα καλύτερα χρόνια στην ιστορία της.

Παράλληλα βέβαια λειτουργούν ως ένα από τα ισχυρότερα οικονομικά όπλα των Η.Π.Α., εξυπηρετώντας τις ηγεμονικές βλέψεις της υπερδύναμης – γεγονός που τεκμηριώνεται από την  υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ρωσίας (με αποτέλεσμα να ακυρώνει διαρκώς τις πωλήσεις νέων ομολόγων, λόγω έλλειψης αγοραστών), από την θετική αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς επίσης από την πρόσφατη καλύτερη αξιολόγηση της Κύπρου.

Η εξαιρετική οικονομική κατάσταση των εταιρειών αυτών δεν βασίζεται μόνο στην έκρηξη της αγοράς ομολόγων – αλλά, επίσης, στο σταμάτημα της κριτικής που τους ασκήθηκε αρχικά από τις δυτικές κυβερνήσεις, οι οποίες τελικά δεν τους επέβαλλαν νέα ρυθμιστικά πλαίσια, όπως σχεδιάζουν με τις τράπεζες.

Το επιχειρησιακό μοντέλο τους, σύμφωνα με το οποίο πληρώνουν αυτοί που θέλουν να αξιολογηθούν, οι πωλητές χρεογράφων δηλαδή και όχι οι αγοραστές, διατηρήθηκε άθικτο, ενώ δεν ιδρύθηκαν ανταγωνιστικές εταιρείες – ούτε στην Ευρώπη, ούτε κάπου αλλού (το μερίδιο τους στην αγορά είναι ακόμη της τάξης του 95%). Όπως φαίνεται δε από το γράφημα που ακολουθεί, οι τιμές των μετοχών τους αυξήθηκαν έως και 125%.

Περαιτέρω, οι τρεις αδελφές πουλούν πλέον στους πελάτες τους περισσότερες οικονομικές αναλύσεις - ενώ περιόρισαν σημαντικά το κόστος λειτουργίας τους, έτσι ώστε να καλύψουν τη μείωση των ποσοστών κέρδους τους, την οποία υιοθέτησαν μετά την κρίση.

Το τμήμα αναλύσεων της Moody’s διπλασίασε σχεδόν τα έσοδα του σε σχέση με το 2007, στα 900 εκ. $ - τα οποία αποτελούν το 33% της αγοράς. Ο τζίρος στο συγκεκριμένο τομέα της S&P, η οποία πουλάει τις αναλύσεις της με τη μέθοδο των συνδρομών, έφτασε στο 1,1 δις $ το 2013 – ενώ αυξήθηκε ανάλογα (75%) και ο τζίρος της Fitch Solutions.

Βέβαια, ορισμένες δικαστικές απαιτήσεις εναντίον τους παραμένουν ακόμη – όπως, για παράδειγμα, η αγωγή ύψους 5 δις $ του Λευκού Οίκου προς την S&P. Εν τούτοις, η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει το 2008 φαίνεται πως αποτελεί πλέον παρελθόν - ενώ οι πελάτες τους «αυξάνονται και πληθύνονται».

Στο γράφημα που ακολουθεί, στην αριστερή πλευρά φαίνονται τα λειτουργικά κέρδη των μητρικών εταιρειών των «αδελφών», ενώ στα δεξιά ο τζίρος των επενδυτικών υπηρεσιών της Moody’s, καθώς επίσης της S&P μόνο από τις αξιολογήσεις.

Ο τζίρος ανά εργαζόμενο (παραγωγικότητα) της S&P υπολογίζεται στα 680.000 $ ετησίως – πολύ υψηλότερος από αυτόν της Goldman Sachs ή της Morgan Stanley, καθώς επίσης μίας μέσης εταιρείας τεχνολογίας (ΙΤ), στην οποία είναι της τάξης των 460.000 $ ανά εργαζόμενο.

. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας, οι εταιρείες αξιολόγησης, ο τζίρος των οποίων έφτασε στο ναδίρ το 2008 (-20% της Fitch, -33% της Moody’s και σχεδόν -50% της S&P), αντέστρεψαν τελικά την τάση, αυξάνοντας το τζίρο και τα κέρδη τους - μειώνοντας ταυτόχρονα τις τιμές και τα έξοδα τους.

Με τα χρέη δε στη Δύση να αυξάνονται συνεχώς, οι μελλοντικές προοπτικές τους είναι κάτι περισσότερο από εξαιρετικές – τουλάχιστον έως το επόμενο κραχ (άρθρο), το οποίο ελπίζουμε να μην είναι το τελευταίο.

.........................................................................................................................................
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.
Έχει γράψει το βιβλίο Υπέρβαση Εξουσίας”,, το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τίτλο Η κρίση των κρίσεων”..
Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.
.........................................................................................................................................


analyst

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου