Η Μικρά Ασία με τον τεράστιο φυσικό της πλούτο βρίσκεται στην άκρη της Ασιατικής Ηπείρου εφάπτεται στην Ευρώπη και είναι απέναντι από την Αφρική. Βρέχεται από τις τρείς πιο πολυσύχναστες θάλασσες, την ανατολική Μεσόγειο το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο. Πάντα ήταν ένα σταυροδρόμι για τη διακίνηση χερσαίου και θαλάσσιου εμπορίου και ανθούσε οικονομικά αλλά και πολιτιστικά από αρχαιοτάτων χρόνων. Επίκεντρο η Σμύρνη με το φυσικό της λιμάνι στο μέσο του Αιγαίου συνδεδεμένη ακτοπλοϊκώς με τη Μέση Ανατολή, τη Δύση και τον Εύξεινο Πόντο και σιδηροδρομικώς με τα σημαντικότερα κέντρα της ενδοχώρας.
Στην περίοδο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξία των εμπορικών εξαγωγών από το λιμένα της υπερέβαινε κατά πολύ την αντίστοιχη των εισαγωγών. Πέρα όμως από θαλάσσιο εμπόριο θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου που ήταν τότε κάτι το εντυπωσιακό και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της περιοχής. Από το 1856 είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για τη σιδηροδρομική σύνδεση Σμύρνης – Αϊδινίου (Aydın). Η γραμμή αυτή γρήγορα ολοκληρώθηκε και συνέχισε στην ενδοχώρα διατρέχοντας την κοιλάδα του Μαιάνδρου, περνώντας από το Ναζιλί (Nazili) μέχρι το Εγκριντίρ (Egkrintir). Πλήθος εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες χτίσθηκαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των κατοίκων στις γειτονικές περιοχές. Το 1863 δόθηκε άδεια και ξεκίνησαν οι εργασίες για μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή που ξεκίνησε από τη Σμύρνη και μέσω της Μαγνησίας, του Κατσαμπά και της Φιλαδελφείας ανέβαινε στη δύσβατη περιοχή του Ουσάκ (Usak) και διασχίζοντας το υψίπεδο της κεντρικής Μικράς Ασίας έφθανε στο Αφιόν Καραχισάρ (Afyon Karahisar). Η σιδηροδρομική σύνδεση επεκτάθηκε το 1910 από τη διακλάδωση Σμύρνης-Σόμας (Soma-İzmir) προς Πάνορμο και Προποντίδα. Παράλληλα συνεχίσθηκε η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου που είχε ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα με τη γραμμή Βοσπόρου–Αγκύρας μέσω Εσκί Σεχίρ (Eskişehir) όπου διακλαδιζόταν για Αφιόν Καραχισάρ και Ικόνιο (Konya) καθώς και με τη γραμμή Βαγδάτης από το Ικόνιο και τα Άδανα (Adana) που περνούσε μέσα από την οροσειρά του Ταύρου (Toros Dağları).
Την περίοδο 1914-15 στη Μικρά Ασία κατοικούσαν 48 εθνότητες. Απ’ αυτές οι σημαντικότερες σύμφωνα με έρευνα του 1986 από το Πανεπιστήμιο Τύμπιγκεν (Tübingen), ήταν: 2.568.351 Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, 18.000 Καθολικοί, 14.461 Μελχίτες, 5.500 Διαμαρτυρόμενοι, 2.379 Κόπτες, 637.268 Αρμένιοι. Οι Τούρκοι ήταν μόνο 1.802.697. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και περί τις 500.000 «Τούρκοι» Κρυπτοχριστιανοί. Όπως βλέπουμε το μεγαλύτερο μέρος και αναμφισβήτητα το δημιουργικότερο ήταν Ελληνικό. Οι συμβίωση των Ελλήνων με άλλες πληθυσμιακές ομάδες ήταν απόλυτα αρμονική. Πάντα οι Έλληνες μπορούσαν να συμβιούν ειρηνικά ανάμεσα σε άλλους λαούς απολαμβάνοντας τον σεβασμό όσων μπορούσαν να αντιληφθούν την αξία τους και να διδαχθούν από τον πολιτισμό τους.
Αυτό έχει την εξήγησή του: Όπως γνωρίζουμε στην αρχαιότητα η Ελλάδα δεν ήταν ένα ενιαίο κράτος αλλά ένα σύνολο αυτονόμων κρατών που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους απανταχού διεσπαρμένους ομογενείς που συμβιούσαν απόλυτα αρμονικά με άλλους λαούς. Ο Ελληνισμός ούτε τότε ούτε μετέπειτα είχε όρια, ενώ παντού ήταν στοιχειό κυρίαρχο με το πνεύμα του και με τις διαχρονικές αξίες του. Μέσα σ’ αυτό το καθαρά αρχαιοελληνικό πνεύμα που διατηρήθηκε ακόμα και μετά από πολλές γενεές, άνθισε και καρποφόρησε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός κάτω από συνθήκες καθόλου ευνοϊκές. Όπως είναι γνωστό οι Τούρκοι μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας μας άρχισαν τους διωγμούς του Ελληνικού στοιχείου. Η Μικρά Ασία δεν μπορούσε να έχει διαφορετική μοίρα. Όπλο του κατακτητή ήταν ο βίαιος εξισλαμισμός.
Ο Ελληνισμός μέχρι ένα σημαντικό σημείο συρρικνώθηκε αλλά μπόρεσε να επιβιώσει κάτω από τη Σκέπη της Εκκλησίας. Οι Τούρκοι ταύτιζαν το έθνος με τη θρησκεία. Έτσι ο Οικουμενικός Πατριάρχης και κατ’ επέκταση και ο κάθε Αρχιερέας ήταν ο Μιλλιέτμπασης (Millet Bașı) δηλαδή εθνάρχης. Γι’ αυτό οι δημογέροντες οι πρόκριτοι και γενικά κάθε λαϊκός αντιπρόσωπος βρισκόταν κάτω από την επίβλεψη και τη δικαιοδοσία του θρησκευτικού αρχηγού του. Οι Χριστιανικές Κοινότητες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας αποτελούσαν παράδειγμα καλής και αυτοκυριαρχημένης κοινωνίας με συλλογική δράση. Με τις γενναιόδωρες εισφορές πλουσίων ευεργετών λειτουργούσαν αξιοζήλευτα σχολειά, αξιόλογα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα. Ακόμα και σε μικρά αστικά κέντρα υπήρχαν ελληνικές λέσχες, φιλολογικές εταιρίες και φιλανθρωπικά σωματεία. Στον Πόντο για παράδειγμα, υπήρχαν έξι Μητροπόλεις που είχαν συνολικά 1.037 σχολεία με 1.247 διδάσκοντες και 73.205 διδασκόμενους και λειτουργούσαν 1.100 εκκλησίες με 1.600 ιερείς και πολλά μοναστήρια. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων του Πόντου είχε βασική απασχόληση τη γεωργία. Καλλιεργούσαν σιτάρι σίκαλη και καλαμπόκι, ενώ άφθονα ήταν και τα λαχανικά, οι πατάτες και τα φασόλια. Παράλληλα ήταν αναπτυγμένη η κτηνοτροφία και η αλιεία.
Σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες του Πόντου και της ενδοχώρας, οι κάτοικοι των δυτικών παραλίων αποτελούσαν μια ανομοιογενή ομάδα σε ότι αφορά την ενασχόληση τους. Υπήρχαν εργατικοί χωρικοί που ασχολούντο με τα έφορα κτήματα τους, κυρίως με την καλλιέργεια σταφυλιών και ελιάς, επιτυχημένοι καταστηματάρχες στα αστικά κέντρα και μεγάλος αριθμός διανοουμένων και επιστημόνων που μαζί με τους ευκατάστατους εμπόρους ήταν το επίκεντρο του εθνικιστικού κινήματος ερχόμενοι σε διαρκή επαφή με τους αντίστοιχους ομογενείς όλου του κόσμου και ιδιαίτερα της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξανδρείας. Το υψηλό βιοτικό επίπεδο, η συνεχής επαφή με την υπόλοιπη Ελλάδα και η ενασχόληση με τη ναυτιλία συνέβαλε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας Η Σμύρνη ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της Μικράς Ασίας με κυρίαρχο στοιχείο το Ελληνικό. Αριθμούσε πριν την Καταστροφή 376.000 κατοίκους διαφόρων εθνοτήτων. Οι 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 ήταν Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 οι Εβραίοι, 40.000 οι Αρμένιοι, 6.000 οι Λεβαντίνοι και υπήρχαν και άλλες 30.000 από διάφορα άλλα έθνη.
Οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Γκιαούρ Ισμίρ (Gkiaour Izmir) που σημαίνει «Σμύρνη των Απίστων» δηλαδή των μη μουσουλμάνων. Σημαντικός πνευματικός πόλος η «Ευαγγελική Σχολή» που ξεκίνησε να λειτουργεί από τις αρχές του 18ου αιώνα με διάφορες ονομασίες. Παράλληλα είχαν ιδρυθεί πολλά ελληνικά σχολεία που με την κλασική παιδεία καλλιέργησαν την ανάπτυξη των εθνικών ιδεωδών στους ελληνόπαιδες και αγάπη για την γλώσσα τους, με σκοπό τη διατήρηση της εθνικής τους συνειδήσεως και την υπερηφάνεια της καταγωγής τους. Το 1773 η Υψηλή Πύλη με φιρμάνι παραχώρησε στην ελληνική κοινότητα των Κυδωνιών (Ayvalik) σημαντικά προνόμια και εξουσίες τοπικής αυτονομίας για οικονομικούς λόγους. Το εξαγωγικό εμπόριο ελαιολάδου και σαπουνιού καθώς και άλλες σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες συνετέλεσαν στην μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλεως. Η ευημερία της πόλεως συνεχίσθηκε κανονικά μέχρι την Καταστροφή, με μια προσωρινή αλλά μεγάλη κάμψη που προκλήθηκε από τα βαριά αντίποινα των Τούρκων για την Ελληνική Επανάσταση.
Από το 1918 είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται κρυφά από τους Τούρκους ο Προσκοπισμός στη Μικρά Ασία, σαν Πατριωτική Οργάνωση με χιλιάδες μέλη. Οι Προσκοπικές Ομάδες στην περιοχή της Σμύρνης ήταν δεκαεπτά ενώ στην υπόλοιπη Μικρά Ασία υπήρχαν άλλες σαρανταέξι. Με την υποστήριξη του μετέπειτα Εθνομάρτυρα και Αγίου της Εκκλησίας μας Μητροπολίτου Χρυσοστόμου, οι Ομάδες αυτές ανέπτυξαν σημαντικότατη δράση. Συμμετείχαν ενεργά σ' όλες τις εθνικές, θρησκευτικές, αθλητικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Αργότερα με την άφιξη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, οι Πρόσκοποι φόρεσαν κε καμάρι τις στολές τους που μέχρι τότε έκρυβαν και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο Στρατό μας κυρίως σαν αγγελιοφόροι, διερμηνείς και τραυματιοφορείς. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που ένοπλοι Πρόσκοποι σκοτώθηκαν αμυνόμενοι του αμάχου πληθυσμού. Όταν άρχισε η εκκένωση της Μικράς Ασίας και ενώ οι Τούρκοι έκαιαν βίαζαν και σκότωναν, οι μικροί Πρόσκοποι με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα ορμούσαν στα πυρπολημένα σπίτια για να σώσουν βρέφη, γέροντες και γενικά ανήμπορους συνανθρώπους. Μεγάλος αριθμός από αυτά τα υπέροχα Ελληνόπουλα συνελήφθησαν από τους Τούρκους και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Κοράνι εκλήθησαν να «μετανοήσουν» και να ασπασθούν το Ισλάμ με αντάλλαγμα τη σωτηρία τους. Οι Μικρασιάτες Πρόσκοποι όμως σαν καλοί Χριστιανοί και σαν Έλληνες Πατριώτες δεν δέχθηκαν. Γι’ αυτό στο Αϊδίνιο, στα Σώκαια και στην Κάτω Παναγιά βρήκαν το θάνατο μετά από φρικτά βασανιστήρια. Η μεγάλη θυσία τους είχε διεθνή αντίκτυπο.
Ο ιδρυτής του Προσκοπισμού Στρατηγός Λόρδος Μπέιντεν Πάουελ (Lord Robert Baden-Powell), τίμησε τη μνήμη τους αναγνωρίζοντας ότι οι Έλληνες Πρόσκοποι «επισφράγισαν με το αίμα τους τα ιδανικά της αγάπης των για την Πατρίδα και για την Ελευθερία». Το 1922 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος απένειμε στη Σημαία του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων το μεγαλύτερο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Σώματος στην Μικρά Ασία και τιμώντας τη μνήμη εκείνων που μαρτύρησαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Παρά τις έντονες προσπάθειες των Τούρκων για εξισλαμισμό με σκοπό τη γενική αφομοίωση και τη δημιουργία ενός ομογενούς Οθωμανικού Κράτους, ο Ελληνισμός περιβεβλημένος την Ορθοδοξία και με την καλλιέργεια των Ελληνικών Γραμμάτων παρέμενε στο ύψος του, δείχνοντας ότι η κυριαρχία της βίας είναι μόνο προσωρινή και δεν μπορεί να επιβληθεί για πολύ στη σταθερότερη δύναμη του Πνεύματος. Οι Πόντιοι που κατοικούσαν στα βορειοανατολικά παράλια μιλούσαν μια αρχαιοελληνική διάλεκτο. Η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν φανεροί Χριστιανοί ενώ υπήρχαν πολλοί άλλοι που αναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν και παρέμεναν «Κρυπτοχριστιανοί».
Η περίοδος 1840 έως 1856 χαρακτηρίζεται πολύ δημιουργική για τον Πόντο. Η Τουρκική διοίκηση είχε αναγκασθεί να δείξει ανοχή στο Χριστιανισμό και πολλοί εξισλαμισμένοι Πόντιοι επέστρεψαν στην θρησκεία των προγόνων τους. Αρκετοί όμως κυρίως στην επαρχία της κοιλάδας του Όφιος (Solacli), παρέμειναν μουσουλμάνοι χωρίς να πάψουν να μιλούν ελληνικά. Στην ενδοχώρα και κυρίως στο Ικόνιο. (Konya) εκτός από «Κρυπτοχριστιανούς» που υπήρχαν και εκεί, κατοικούσαν και άλλοι Έλληνες που απομονωμένοι μετά από πολλούς διωγμούς είχαν σταματήσει να μιλούν τη γλώσσα τους. Καθώς όμως είναι πιο εύκολο κανείς να μάθει να μιλάει παρά να γράφει, οι άνθρωποι αυτοί ομιλούσαν μεν την τουρκική γλώσσα αλλά έγραφαν με ελληνικά γράμματα. Κατά τα άλλα ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι με έντονα αντιτουρκικά αισθήματα. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι «Καραμανλήδες». Παρόμοιοι ήταν και οι «Γκαγκαούζηδες», στη φιλολογία των οποίων υπάρχουν πλήθος αντιτουρκικά κείμενα με σημαντικότερο το έπος «Καρβάνα» όπου περιγράφονται οι διωγμοί που υπέστησαν και η αντίσταση που έφεραν στις προσπάθειες εξισλαμισμού τους. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας έγινε και η τελευταία προσπάθεια προσεταιρισμού των Χριστιανών. Οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ (Mustafa Kemal) ίδρυσαν στην Καππαδοκία µια «Τουρκορθόδοξη Εκκλησία» με «Πατριάρχη» τον κληρικό Παύλο Καραχισαρίδη γνωστό ως παπά-Ευθίμ. Ούτε και αυτή η ενέργεια όμως, έφερε το αναμενόμενο για τους Τούρκους αποτέλεσμα.
Οι Μικρασιάτες, με εξαίρεση τους Ποντίους όπως θα δούμε, ποτέ δεν εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων. Υπέφεραν όμως από τα αντίποινα κάθε φορά που η Τουρκία αντιμετώπιζε τις απελευθερωτικές προσπάθειες των Ελλήνων. Ακολουθώντας λοιπόν την πατροπαράδοτη τρομοκρατική στρατηγική της, έχοντας κυριολεκτικά όμηρους τους Μικρασιάτες προσπαθούσε η Τουρκία άλλοτε να εκβιάσει και άλλοτε να βρει εξιλαστήρια θύματα. Στην περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, μεγάλο μέρος του Μικρασιατικού πληθυσμού εγκατέλειψε τις εστίες του λόγω αντιποίνων.
Οι Κυδωνίες εγκαταλείφτηκαν και μεγάλος αριθμός Σμυρναίων τράπηκαν σε φυγή. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες πόλεις κυρίως όπως στα Βουρλά (Urla), την Καισάρεια (Kayseri), τη Μαγνησία (Manisa), το Μοσχονήσι (Cunda-Alibey Adasi), τη Πέργαμο (Bergama), την Αλικαρνασσό (Bodrum) και τη Προύσα (Bursa). Το Κίνημα των Νεοτούρκων από το 1908 μέχρι το 1914 διακηρύττοντας τις φιλελεύθερες και μεταρρυθμιστικές του τάσεις έκανε τους υποδουλωμένους Έλληνες να πιστέψουν ότι θα ελάφρυνε την τυραννία. Δυστυχώς οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν με τραγικό τρόπο, γιατί ο βασικός στόχος των Νεοτούρκων ήταν ο εξοθωμανισμός όλων των μειονοτήτων. Κυριολεκτικά λοιπόν τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Οθωμανικού Κράτους. Το 1909 αποφασίσθηκε η υποχρεωτική στρατολόγηση των Χριστιανών. Παράλληλα στη Θεσσαλονίκη από το 1908 μέχρι το 1911 στα ετήσια συνέδρια του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» (İttihat ve Terakki), μιας παραστρατιωτικής οργανώσεως που μέλος της ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ, καταστρώθηκαν τα σατανικά σχέδια για την εξόντωση όλων των υποτελών Χριστιανικών λαών και τη δημιουργία μιας Τουρκίας ισλαμικής και εθνικά αμιγούς. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους η κατάσταση έγινε χειρότερη. Σύμφωνα με το Οθωμανικό Υπουργείο «Προσφύγων», η απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στρατό των υπό Τουρκική κατοχή εδαφών, οδήγησε στο να επιστρέψουν στα νέα όρια του Τουρκικού Κράτους 68.947 Τούρκοι το 1912-13 και άλλοι 53.718 το 1914-15, ενώ ο συνολικός αριθμός των Τούρκων που έφυγαν από τις άλλες περιοχές των Βαλκανίων έφθανε τις 175.253. Το Τουρκικό Κράτος για να εξασφαλίσει τη διαμονή τους μέσα στην επικράτεια του υποκίνησε τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος των Ελλήνων με σκοπό να τους ξεριζώσει και να αρπαχθούν τα υπάρχοντα τους. Άτακτα σώματα, οι Τσέτες, κοινοί εγκληματίες που τους είχαν υποσχεθεί αμνηστία και όφελος από τις λεηλασίες, σε συνεργασία πάντα με τις Οθωμανικές Αρχές, άρχισαν με λεηλασίες φόνους και βιασμούς να τρομοκρατούν τους Έλληνες και να τους διώχνουν από τον τόπο τους.
Τον Αύγουστο του 1914 άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όπως γνωρίζουμε δύο ήταν τα στρατόπεδα: Οι Δυνάμεις της Αντάντ (Entente) δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία μέχρι το 1918, η Ρωσία και από το 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Βουλγαρίας. Από τις 21 Ιουνίου του 1914, το ενδεχόμενο και η Ελλάδα να βγει στον Πόλεμο με το μέρος της Αντάντ, έδωσε αφορμή στην Τουρκία για να κηρύξει γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων. Εκλήθησαν όλοι οι άνδρες για να καταταγούν σε Τάγματα Εργασίας δηλαδή τα αμελέ ταμπουρού (amele tambourou). Όσοι δεν προσήλθαν τότε καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Την ίδια τύχη είχαν όμως και οι περισσότεροι από εκείνους που κατατάγηκαν. Μακρές βασανιστικές πορείες και καταναγκαστική καθημερινή δεκαοκτάωρη εργασία σε έργα οδοποιίας χωρίς νερό και φαγητό, οδήγησαν χιλιάδες απ’ αυτούς σε αργό θάνατο. Στις 24 Απριλίου του 1915 άρχισε και η γενοκτονία των Αρμενίων, που στοίχησε τη ζωή 1.500.000 αθώων ανθρώπων. Το 1916 ξεκίνησαν να πυρπολούνται τα σπίτια όσων δεν είχαν «καταταγεί» και όσων «λιποτακτούσαν». Οι ομορφότερες Ελληνίδες συλλαμβάνονταν και πωλούνταν αντί 10 παράδων η μία σε ένα νέο είδος σκλαβοπάζαρων στο Ικόνιο και στο Μπαλίκεσιρ (Balikesir), ενώ άλλες κλείστηκαν αναγκαστικά στους οίκους ανοχής του Γενί Σεχίρ (Yenişehir). Ολόκληρες Ελληνικές κοινότητες άρχισαν να μεταφέρονται βίαια στο εσωτερικό της Τουρκίας κάτω από άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες. Αν κάποιος έπεφτε εξαντλημένος οι Τούρκοι τον πυροβολούσαν. Δυτικά της Αμασείας στην επαρχία Τσόρουμ (Çorum) έγιναν μαζικές σφαγές.
Στα τέλη του 1916 μάλιστα οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όλους του άνδρες της περιοχής, 3.500 τον αριθμό και τους έπνιξαν στο ποτάμι. Το Δεκέμβριο της ιδίας χρονιάς στην περιοχή της Σαμψούντας καήκαν πάνω από σαράντα χωριά, αφού βιάσθηκαν οι γυναίκες, λεηλατήθηκαν οι περιουσίες και θανατώθηκαν οι κάτοικοι τους. Ταυτόχρονα με διαταγή του Μεχμέτ Ταλαάτ πασά (Mehmet Tâlât) διατάχθηκε η άμεση εξόντωση όλων των αρένων. Στις αρχές του 1917 ήρθε η σειρά της καταστροφής 88 ελληνικών χωριών της Κερασούντος, καθώς και μιας ευημερούσας κωμοπόλεως της Αμασείας του Τσαρσαμπά (Çarşamba) δηλαδή της αρχαίας Θεμισκύρας που την αποκαλούσαν «Μικρή Σμύρνη του Πόντου» με πέντε δημοτικά σχολεία, παρθεναγωγείο, σχολαρχείο και μεγαλοπρεπές θέατρο. Στις 15 Ιανουαρίου του 1917, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις 5.000 των κατοίκων της στην πλατεία και τους κατάσφαξαν με τσεκούρια και μπαλτάδες. Το Μάρτιο του 1917 ολόκληρος ο πληθυσμός των Κυδωνιών μεταφέρθηκε στο Μπαλικεσίρ (Balikesir) για εξόντωση ενώ Ελληνικά σχολεία, νοσοκομεία, αλλά ιδρύματα λεηλατήθηκαν και οι εκκλησίες βεβηλώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1918 εκκενώθηκε η Τρίπολη του Πόντου από τους Έλληνες που οδηγήθηκαν στην εξόντωση. Σύμφωνα με αναφορά του Αρχιμανδρίτου Πανάρετου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ημερομηνία 20 Μαΐου 1919, η Επαρχία της Αμασείας (Amasya) είχε 136.768 Έλληνες, 393 σχολεία 493 διδάσκοντες, 12.360 διδασκόμενους και 498 Εκκλησίες. Από τον πληθυσμό αυτό οι 72.375, δηλαδή οι άρρενες συνελήφθησαν και μόνο οι 21.712 επέζησαν.
Οι Πόντιοι δεν δέχθηκαν μοιρολατρικά αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Δεν τους το επέτρεψε η αγωνιστική τους παράδοση που είχε ξεκινήσει από το 1461 αμέσως μετά τη πτώση της Τραπεζούντας και συνεχιζόταν αδιάκοπα στα βουνά ολόκληρης της περιοχής τους. Στην περίοδο μάλιστα μετά το 1914, οι Ποντιακές ανταρτικές ομάδες ενδυναμώθηκαν τροφοδοτούμενες με σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό ύστερα από τις ωμότητες των Τούρκων και κυρίως με την απόδραση Ελλήνων από τα στρατόπεδα των Τούρκων. Βασικός διοργανωτής του αντάρτικου ήταν ο Μητροπολίτης Γερμανός κατά κόσμο Στυλιανός Καραβαγγέλης, ο οποίος είχε ενθρονιστεί στη Σαμψούντα το 1908, προερχόμενος από την Καστοριά όπου και εκεί σαν Μητροπολίτης είχε οργανώσει την αντίσταση κατά των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Τα ένοπλα ανταρτικά σώματα των Ποντίων αντιστάθηκαν στις εγκληματικές ενέργειες του τουρκικού στρατού και των ατάκτων που δρούσαν υπό την καθοδήγηση του. Τα Νοέμβριο του 1914, Τουρκική στρατιωτική δύναμη 8.000 ανδρών ανέλαβε την εκκαθάριση των ανταρτών που είχαν το ορμητήριο τους στην οροσειρά του Αγιού Τεπέ με επικεφαλής το Δημοσθένη Χαραλαμπίδη και το Γεώργιο Καραθανάση. Οι μάχες στοίχησαν το θάνατο σε τέσσερις Έλληνες, ανάμεσα τους ήταν και ο Χαραλαμπίδης. Από τους συντριπτικά υπεράριθμους Τούρκους σκοτώθηκαν οι εκατόν-δεκαεννέα! Μετά από αυτή την επιτυχία οι Πόντιοι άρχισαν να εξουδετερώνουν τους Τσέτες που τρομοκρατούσαν τα χωριά τους. Σε όλες τις μάχες οι Πόντιοι έδειξαν την ανδρεία τους, προκαλώντας μεγάλες απώλειες σε εχθρικές ομάδες με υπερπολλαπλάσιο αριθμό.
Τον Απρίλιο του 1916 και ενώ ο Ρωσσοτουρκικός Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, τα ρωσικά στρατεύματα έφθασαν στην Τραπεζούντα. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος κατά κόσμο Χαρίλαος Φιλιππίδης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος μέχρι την εκθρόνιση του που έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς, συντόνιζε τις ενέργειες μεταξύ επαναστατημένων Ποντίων και Ρώσων στρατιωτικών. Τον Ιούνιο 1916 πανηγυρικά μέσα στο Μητροπολιτικό Ναό παρουσία και Ρώσων στρατηγών ανακήρυξε τον οπλαρχηγό Αντώνιο Χατζηελευθερίου ανώτατο στρατιωτικό διοικητή Ποντικών δυνάμεων. Ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις με τους Τούρκους και βαριά αντίποινα. Η οροσειρά του Αγιού Τεπέ και του Τομ Τσαμ ήταν ελεύθερες περιοχές. Τις φρουρούσαν περισσότεροι από 800 μαχητές και είχαν γεμίσει από πλήθος κυνηγημένων αμάχων. Οι Τούρκοι εξαπέλυαν συνεχείς επιθέσεις που τις απέκρουαν με γενναιότητα οι Πόντιοι Πατριώτες. Ηρωική μορφή του αγώνα και η καπετάνισσα Πελαγία που πολέμησε γενναία σαν συνοπλαρχηγός του συζύγου της. Τον Απρίλιο του 1917 ένα τουρκικό σύνταγμα καταδίωξε ανταρτική ομάδα 90 ατόμων ξεκινώντας από το χωριό Οτ Καγιά. Οι αντάρτες με αρχηγό τον Γεώργιο Καραβασίλογλου προσπάθησαν να κρυφτούν στη «σπηλιά της Παναγιάς» μαζί με άλλους 500 αμάχους. Επειδή εντοπίσθηκαν όμως από τους Τούρκους και εκτιμώντας λόγω ελλείψεως πυρομαχικών ότι δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, αποφάσισαν ομόφωνα να αλληλοσκοτωθούν και ο τελευταίος να αυτοκτονήσει. Έτσι και έγινε! Στη συνέχεια οι Τούρκοι εισήλθαν στο σπήλαιο αποκεφάλισαν τους νεκρούς για να στείλουν τα κεφάλια τους «δώρο» στο Ρεφάτ Πασά (Refat Paşa) στη Σαμψούντα και αφού συνέλαβαν τους αμάχους, βίασαν τις γυναίκες και τους καταδίκασαν όλους σε αργό θάνατο.
Ο ηγέτης των Νεοτούρκων Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που παρακολουθούσε σχολαστικά αυτές τις «επιχειρήσεις», οργάνωνε συστηματικά τις σφαγές. Στις 29 Μαΐου του 1919 μάλιστα συναντήθηκε στον Πόντο με τον αρχισφαγέα Συνταγματάρχη Τοπάλ Οσμάν (Topal Osman), το συνεχάρη για το έργο του και του υποσχέθηκε σημαντικά αξιώματα όταν με τη βοήθεια του οι Τσέτες θα «καθάριζαν» όλους τους Ρωμιούς.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στη Μικρά Ασία, στην ελεύθερη Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός που βρισκόταν σε έξαρση δημιούργησε άσχημο αντίκτυπο στον Μικρασιατικό Ελληνισμό και προετοίμασε την καταστροφή του. Οι σύμμαχοι ετοίμαζαν επιχείρηση στα Δαρδανέλια και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε την Ελληνική συμμετοχή με ένα Σώμα Στρατού αρχικά, αλλά βλέποντας έντονες αντιδράσεις περιορίσθηκε στο να θέλει να στείλει μια Μεραρχία Ο Ιωάννης Μεταξάς ως Αρχηγός του Επιτελείου είχε αντιδράσει τότε έντονα. Μετά από σχολαστική επιτελική εκτίμηση της καταστάσεως είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η επιχείρηση αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα Ελληνικά στρατεύματα δεν συμμετείχαν σε αυτή την επιχείρηση. Παρά το γεγονός όμως ότι η επιχείρηση αυτή που άρχισε το Μάρτιο του 1915 κατέληξε σε οικτρά πανωλεθρία των συμμάχων, επαληθεύοντας τις προβλέψεις του Μεταξά, προκλήθηκε πολιτική κρίση που σηματοδότησε την έναρξη μιας πολύ δύσκολης περιόδου της ιστορίας μας.
Ο Εθνικός Διχασμός είχε βασική αιτία το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδος στον Πόλεμο με το μέρος των συμμάχων ή την τήρηση ουδετερότητας. Από τη μια μεριά ο Βενιζέλος και από την άλλη ο Βασιλιάς με άμεσο σύμβουλο του τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Βενιζέλος ισχυριζόταν ότι το Τουρκικό Κράτος θα διαμελιζόταν, γι’ αυτό η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει στον Πόλεμο με τις Δυνάμεις που είναι εναντίον της Τουρκίας ώστε να έχει μερίδιο από τα εδάφη που κατείχε τότε η Τουρκία. Το σύνθημα του ήταν «Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Από την άλλη μεριά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της ουδετερότητας της ήδη σοβαρά εξασθενημένης Ελλάδας από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Υιοθετώντας μάλιστα τα συμπεράσματα άκρως απορρήτου επιτελικής μελέτης του Ιωάννη Μεταξά απέκλειε το διαμελισμό της Τουρκίας και υποστήριζε σταθερά ότι οι δυνατότητες του Κράτους μας δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την Ελληνική κυριαρχία στις περιοχές που θα απελευθερωνόντουσαν. Πέρα απ’ όλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 1915 είχε σταλεί μυστικά στην Ελληνική Κυβέρνηση δήλωση των Κυβερνήσεων Γερμανίας, Αυστρίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας με υπογραφές των αντιστοίχων Υπουργών Εξωτερικών που ζητούσαν την ουδετερότητα της Ελλάδας χωρίς καμμία σχετική επίσημη ανακοίνωση, με σοβαρά ανταλλάγματα μεταξύ των οποίων και την εξασφάλιση απολύτου προστασίας των Ελλήνων που διαβιούσαν στο Τουρκικό Κράτος.
Η Γερμανία μάλιστα που ασκούσε τότε αλλά και μετά επί Μουσταφά Κεμάλ, απόλυτη επιρροή στην Τουρκία, αναλάμβανε απέναντι της Ελλάδος την εγγύηση πιστής εφαρμογής όλων των όρων και ειδικά εκείνου που αφορούσε του Έλληνες Μικρασιάτες. Η δήλωση αυτή αγνοήθηκε παντελώς από την Ελληνική Κυβέρνηση. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί ότι και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Σ.Ε.Κ.Ε.) δηλαδή οι Κομμουνιστές, ήταν τελείως αντίθετοι με την εκτέλεση εκστρατείας στη Μικρά Ασία, για τελείως διαφορετικούς όμως λόγους. Τη θεωρούσαν ιμπεριαλιστική και τυχοδιωκτική «ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής» (sic). Αργότερα μάλιστα στο μικρασιατικό μέτωπο, με την καθοδήγηση του Σ.Ε.Κ.Ε. είχε συγκροτηθεί η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Κομμουνιστών Στρατιωτών με σκοπό να «διαφωτίζει τους στρατιώτες».
Τον Ιούνιο του 1917 επικράτησε ολοκληρωτικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου από το Γάλλο Ναύαρχο Νταρτίζ ντε Φουρνέ (Dartige du Fournet) που είχε έρθει για να επιβάλει με πολύνεκρα στρατιωτικά μέτρα τις θελήσεις της Αντάντ. Στη συνέχεια στις 2/15 Μαΐου 1919, η Ελληνική Κυβέρνηση κατόπιν εντολής των Συμμάχων αποβίβασε Ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία. Η κίνηση αυτή γέμισε αισιοδοξία τους Έλληνες που πίστεψαν στην απελευθέρωση της περιοχής. Δυστυχώς όμως η Μικρασιατική Εκστρατεία μεταβλήθηκε σε τραγωδία. Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας υπογράφηκε η Συνθήκη που έφερε την ειρήνη μεταξύ Συμμαχικών Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια συνθήκη «περισσότερο εύθραυστη και από τις περίφημες πορσελάνες της πόλεως που υπεγράφη» σύμφωνα με το Γάλλο Πρόεδρο Ρεϊμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré). Η Συνθήκη των Σεβρών έγινε αποδεκτή από το Σουλτάνο Μεχμέτ Βαχιντεντίν (Mehmed Vahideddin) που εκπροσωπούσε το επίσημο Κράτος, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από το Μουσταφά Κεμάλ τον ηγέτη των Νεοτούρκων που τελικά επικράτησε. Η Συνθήκη αυτή που υπέγραψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τερμάτιζε τον πόλεμο των συμμάχων με την Τουρκία της Κωνσταντινουπόλεως και άφηνε την Ελλάδα να πολεμήσει μόνη της και αβοήθητη την Τουρκία του Κεμάλ, μιας Τουρκίας που ακόμα και ο Γάλλος Στρατάρχης Φερδινάνδος Φος (Ferdinand Foch) είχε πει ότι χρειαζόταν 27 Μεραρχίες για να την καταπνίξει! Την ίδια ώρα και ενώ η Ελλάδα τελείως μόνη βρέθηκε να μάχεται εναντίον ολοκλήρου του Τουρκικού Έθνους υπό το καθεστώς του Κεμάλ, οι καλοί μας σύμμαχοι βρισκόντουσαν σε ειρήνη με αυτό και κρατούσαν παρακαταθήκη την Κωνσταντινούπολη για να την παραδώσουν στους Τούρκους αλώβητη από κάθε Ελληνική πολεμική ενέργεια!
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, η πιο απερίσκεπτη ενέργεια της ιστορίας μας έφερε το θλιβερό τέλος του ακμάζοντος Μικρασιατικού Ελληνισμού. Πολλοί θα πουν ότι σιγά σιγά οι Μικρασιάτες και οι άλλοι μη Τουρκικοί πληθυσμοί της περιοχής θα εξαφανιζόντουσαν ούτως ή άλλως στο πλαίσιο της υλοποιήσεως του προγράμματος της εθνοκαθάρσεως. Ο συλλογισμός αυτός μόνο σαν άστοχη δικαιολογία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Δεν κάνεις ποτέ πόλεμο για να επιταχύνεις το αποτέλεσμα που επιθυμεί ο εχθρός και μάλιστα με τόσες στρατιωτικές απώλειες και τέτοιες επιπτώσεις σε κάθε εθνικό τομέα. Αν η Ελλάδα παρέμενε ουδέτερη σίγουρα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Ενδεχομένως μάλιστα οι εγγυήσεις της Γερμανίας του 1915 για την εξασφάλιση απολύτου προστασίας των Ελλήνων που διαβιούσαν στο Τουρκικό Κράτος, να είχαν φέρει κάποιο καλύτερο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο και ασυχώρετο λάθος όμως έχει να κάνει με την Συνθήκη των Σεβρών, που ειδικά όσο αφορά τη Μικρά Ασία φαινόταν από την αρχή αδύνατο να εφαρμοσθεί. Για όσους μάλιστα διερωτώνται τι μπορούσε να γίνει, η απάντηση δίνεται με το παράδειγμα της Ρουμανίας, που δεν έβγαινε από την ουδετερότητα χωρίς την εξασφάλιση ότι ο πόλεμος θα τελείωνε μόνο αν αυτή θα λάμβανε στην κατοχή της και με τη βοήθεια των συμμάχων τα εδάφη που διεκδικούσε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνην, έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1957.
ΕΝΕΠΕΚΙΔΗ Π., Η Ελλάδα τα Νησιά και η Μικρά Ασία του Καρόλου Κρουμπάχερ, έκδοση: Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
ΕΝΕΠΕΚΙΔΗ Π., Μικρασιατικά Κρητικά Ηπειρωτικά 1816-1931, έκδοση: Λιβάνης Α.Α., Αθήνα 2001
ΚΑΡΚΑΛΕΤΣΗ Σ., Το Ποντιακό Αντάρτικο και η Γενοκτονία, μονογραφία του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, Αθήνα 2007.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΗ Ν., Ο Προσκοπισμός στις Αλησμόνητες Πατρίδες 1919-1922, β’ έκδοση Μικρός Ρωμηός, Αθήνα 2000.
ΠΡΙΝΖΗΠΑ Γ., Το Συναξάρι των Κρυφών Ονείρων, Πέντε Ιστορίες από τη Ζωή των Κρυπτοχριστιανών, έκδοση «Τέρτιος», Κατερίνη 1995.
ΡΟΥΚΟΥΝΑ. Ε., Εξωτερική Πολιτική 1914-1923, έκδοση Γρηγόρη, Αθήνα 1978.
ΡΑΜΑΖΙΑΝ Σ., Ιστορία των Αρμενο-Ελληνικών Σχέσεων και Συνεργασίας, έκδοση Σταμούλη Α.Ε., Αθήνα 2010.
ΤΣΙΡΚΑ Ε., «Η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας κατά την Περίοδο 1908-1922», Περιοδικό Περίπλους, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, τεύχος 68, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, Πειραιάς 2009.
CLOGG R., “Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office”, Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972).
FAROQHI S., The Ottoman Empire and the World Around it, (Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Κόσμος Γύρω της), μετάφραση Καραχρήστου Γ., έκδοση: Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2009.
FAROQHI S, Kultur und Alltag im Osmanischen Reich, (Κουλτούρα και Καθημερινή Ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), μετάφραση Παπακωνσταντίνου Κ., έκδοση: Εξάντας, Αθήνα 2000.
HORTON G., The Blight of Asia, ( Η Κατάρα της Ασίας), μετάφραση και σχόλια Σολομωνίδου Β.Γ., έκδοση: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1993.
MILTON G, Paradise Lost, Smyrna 1922, (Χαμένος Παράδεισος Σμύρνη 1922), μετάφραση Καλοφωλιά Α., 6η έκδοση: Μίνωας, Αθήνα 2009.
NICOL E., Les Allies et la Crise Orientale, (Οι Σύμμαχοι και η Κρίση στην Ανατολή), μετάφραση Κατρά Α., έκδοση: Ειρμός, Αθήνα 1990.
POLITIS S., “Historical development of legal regime of the straits and access to the Euxeinos Pontos (Black Sea)”, (Η Ιστορική Εξέλιξη του Νομικού Καθεστώτος των Στενών και η Πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο), Έκδοση Κρατικής Ακαδημίας Ιστορίας και Στρατηγικής της Ρουμανίας: “The Black Sea, Link Between Greece and Romania”, Review of Military History, Romanian – Hellenic Special Issue 2008.
SMITH LLEWELLYN M, Ionian Vision Greece in Asia Minor 1919- 1922, (Το Όραμα της Ιωνίας-Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1912), μετάφραση Κασδάγλη Λ., έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
TOYNBEE A, The Western Question in Grease and Turkey, (Το Δυτικό Ζήτημα Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετάφραση-εισαγωγή Πάρτσου Π., έκδοση: University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003.
ΑΛΛΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Εφημερίδες ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σχετικά άρθρα από τη συλλογή: Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την Αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά, 2η έκδοση οίκου Κυρομάνου, Θεσσαλονίκη 2003. Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ: «1919: Ο Ελληνικός Στρατός Αποβιβάζεται στη Σμύρνη», Τρίτη 5 Μάη 2001 και «Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή», Κυριακή 25 Μάη 2008.
elzoni.gr
Στην περίοδο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξία των εμπορικών εξαγωγών από το λιμένα της υπερέβαινε κατά πολύ την αντίστοιχη των εισαγωγών. Πέρα όμως από θαλάσσιο εμπόριο θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου που ήταν τότε κάτι το εντυπωσιακό και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της περιοχής. Από το 1856 είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για τη σιδηροδρομική σύνδεση Σμύρνης – Αϊδινίου (Aydın). Η γραμμή αυτή γρήγορα ολοκληρώθηκε και συνέχισε στην ενδοχώρα διατρέχοντας την κοιλάδα του Μαιάνδρου, περνώντας από το Ναζιλί (Nazili) μέχρι το Εγκριντίρ (Egkrintir). Πλήθος εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες χτίσθηκαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των κατοίκων στις γειτονικές περιοχές. Το 1863 δόθηκε άδεια και ξεκίνησαν οι εργασίες για μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή που ξεκίνησε από τη Σμύρνη και μέσω της Μαγνησίας, του Κατσαμπά και της Φιλαδελφείας ανέβαινε στη δύσβατη περιοχή του Ουσάκ (Usak) και διασχίζοντας το υψίπεδο της κεντρικής Μικράς Ασίας έφθανε στο Αφιόν Καραχισάρ (Afyon Karahisar). Η σιδηροδρομική σύνδεση επεκτάθηκε το 1910 από τη διακλάδωση Σμύρνης-Σόμας (Soma-İzmir) προς Πάνορμο και Προποντίδα. Παράλληλα συνεχίσθηκε η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου που είχε ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα με τη γραμμή Βοσπόρου–Αγκύρας μέσω Εσκί Σεχίρ (Eskişehir) όπου διακλαδιζόταν για Αφιόν Καραχισάρ και Ικόνιο (Konya) καθώς και με τη γραμμή Βαγδάτης από το Ικόνιο και τα Άδανα (Adana) που περνούσε μέσα από την οροσειρά του Ταύρου (Toros Dağları).
Την περίοδο 1914-15 στη Μικρά Ασία κατοικούσαν 48 εθνότητες. Απ’ αυτές οι σημαντικότερες σύμφωνα με έρευνα του 1986 από το Πανεπιστήμιο Τύμπιγκεν (Tübingen), ήταν: 2.568.351 Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, 18.000 Καθολικοί, 14.461 Μελχίτες, 5.500 Διαμαρτυρόμενοι, 2.379 Κόπτες, 637.268 Αρμένιοι. Οι Τούρκοι ήταν μόνο 1.802.697. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και περί τις 500.000 «Τούρκοι» Κρυπτοχριστιανοί. Όπως βλέπουμε το μεγαλύτερο μέρος και αναμφισβήτητα το δημιουργικότερο ήταν Ελληνικό. Οι συμβίωση των Ελλήνων με άλλες πληθυσμιακές ομάδες ήταν απόλυτα αρμονική. Πάντα οι Έλληνες μπορούσαν να συμβιούν ειρηνικά ανάμεσα σε άλλους λαούς απολαμβάνοντας τον σεβασμό όσων μπορούσαν να αντιληφθούν την αξία τους και να διδαχθούν από τον πολιτισμό τους.
Αυτό έχει την εξήγησή του: Όπως γνωρίζουμε στην αρχαιότητα η Ελλάδα δεν ήταν ένα ενιαίο κράτος αλλά ένα σύνολο αυτονόμων κρατών που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους απανταχού διεσπαρμένους ομογενείς που συμβιούσαν απόλυτα αρμονικά με άλλους λαούς. Ο Ελληνισμός ούτε τότε ούτε μετέπειτα είχε όρια, ενώ παντού ήταν στοιχειό κυρίαρχο με το πνεύμα του και με τις διαχρονικές αξίες του. Μέσα σ’ αυτό το καθαρά αρχαιοελληνικό πνεύμα που διατηρήθηκε ακόμα και μετά από πολλές γενεές, άνθισε και καρποφόρησε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός κάτω από συνθήκες καθόλου ευνοϊκές. Όπως είναι γνωστό οι Τούρκοι μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας μας άρχισαν τους διωγμούς του Ελληνικού στοιχείου. Η Μικρά Ασία δεν μπορούσε να έχει διαφορετική μοίρα. Όπλο του κατακτητή ήταν ο βίαιος εξισλαμισμός.
Ο Ελληνισμός μέχρι ένα σημαντικό σημείο συρρικνώθηκε αλλά μπόρεσε να επιβιώσει κάτω από τη Σκέπη της Εκκλησίας. Οι Τούρκοι ταύτιζαν το έθνος με τη θρησκεία. Έτσι ο Οικουμενικός Πατριάρχης και κατ’ επέκταση και ο κάθε Αρχιερέας ήταν ο Μιλλιέτμπασης (Millet Bașı) δηλαδή εθνάρχης. Γι’ αυτό οι δημογέροντες οι πρόκριτοι και γενικά κάθε λαϊκός αντιπρόσωπος βρισκόταν κάτω από την επίβλεψη και τη δικαιοδοσία του θρησκευτικού αρχηγού του. Οι Χριστιανικές Κοινότητες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας αποτελούσαν παράδειγμα καλής και αυτοκυριαρχημένης κοινωνίας με συλλογική δράση. Με τις γενναιόδωρες εισφορές πλουσίων ευεργετών λειτουργούσαν αξιοζήλευτα σχολειά, αξιόλογα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα. Ακόμα και σε μικρά αστικά κέντρα υπήρχαν ελληνικές λέσχες, φιλολογικές εταιρίες και φιλανθρωπικά σωματεία. Στον Πόντο για παράδειγμα, υπήρχαν έξι Μητροπόλεις που είχαν συνολικά 1.037 σχολεία με 1.247 διδάσκοντες και 73.205 διδασκόμενους και λειτουργούσαν 1.100 εκκλησίες με 1.600 ιερείς και πολλά μοναστήρια. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων του Πόντου είχε βασική απασχόληση τη γεωργία. Καλλιεργούσαν σιτάρι σίκαλη και καλαμπόκι, ενώ άφθονα ήταν και τα λαχανικά, οι πατάτες και τα φασόλια. Παράλληλα ήταν αναπτυγμένη η κτηνοτροφία και η αλιεία.
Σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες του Πόντου και της ενδοχώρας, οι κάτοικοι των δυτικών παραλίων αποτελούσαν μια ανομοιογενή ομάδα σε ότι αφορά την ενασχόληση τους. Υπήρχαν εργατικοί χωρικοί που ασχολούντο με τα έφορα κτήματα τους, κυρίως με την καλλιέργεια σταφυλιών και ελιάς, επιτυχημένοι καταστηματάρχες στα αστικά κέντρα και μεγάλος αριθμός διανοουμένων και επιστημόνων που μαζί με τους ευκατάστατους εμπόρους ήταν το επίκεντρο του εθνικιστικού κινήματος ερχόμενοι σε διαρκή επαφή με τους αντίστοιχους ομογενείς όλου του κόσμου και ιδιαίτερα της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξανδρείας. Το υψηλό βιοτικό επίπεδο, η συνεχής επαφή με την υπόλοιπη Ελλάδα και η ενασχόληση με τη ναυτιλία συνέβαλε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας Η Σμύρνη ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της Μικράς Ασίας με κυρίαρχο στοιχείο το Ελληνικό. Αριθμούσε πριν την Καταστροφή 376.000 κατοίκους διαφόρων εθνοτήτων. Οι 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 ήταν Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 οι Εβραίοι, 40.000 οι Αρμένιοι, 6.000 οι Λεβαντίνοι και υπήρχαν και άλλες 30.000 από διάφορα άλλα έθνη.
Οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Γκιαούρ Ισμίρ (Gkiaour Izmir) που σημαίνει «Σμύρνη των Απίστων» δηλαδή των μη μουσουλμάνων. Σημαντικός πνευματικός πόλος η «Ευαγγελική Σχολή» που ξεκίνησε να λειτουργεί από τις αρχές του 18ου αιώνα με διάφορες ονομασίες. Παράλληλα είχαν ιδρυθεί πολλά ελληνικά σχολεία που με την κλασική παιδεία καλλιέργησαν την ανάπτυξη των εθνικών ιδεωδών στους ελληνόπαιδες και αγάπη για την γλώσσα τους, με σκοπό τη διατήρηση της εθνικής τους συνειδήσεως και την υπερηφάνεια της καταγωγής τους. Το 1773 η Υψηλή Πύλη με φιρμάνι παραχώρησε στην ελληνική κοινότητα των Κυδωνιών (Ayvalik) σημαντικά προνόμια και εξουσίες τοπικής αυτονομίας για οικονομικούς λόγους. Το εξαγωγικό εμπόριο ελαιολάδου και σαπουνιού καθώς και άλλες σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες συνετέλεσαν στην μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλεως. Η ευημερία της πόλεως συνεχίσθηκε κανονικά μέχρι την Καταστροφή, με μια προσωρινή αλλά μεγάλη κάμψη που προκλήθηκε από τα βαριά αντίποινα των Τούρκων για την Ελληνική Επανάσταση.
Από το 1918 είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται κρυφά από τους Τούρκους ο Προσκοπισμός στη Μικρά Ασία, σαν Πατριωτική Οργάνωση με χιλιάδες μέλη. Οι Προσκοπικές Ομάδες στην περιοχή της Σμύρνης ήταν δεκαεπτά ενώ στην υπόλοιπη Μικρά Ασία υπήρχαν άλλες σαρανταέξι. Με την υποστήριξη του μετέπειτα Εθνομάρτυρα και Αγίου της Εκκλησίας μας Μητροπολίτου Χρυσοστόμου, οι Ομάδες αυτές ανέπτυξαν σημαντικότατη δράση. Συμμετείχαν ενεργά σ' όλες τις εθνικές, θρησκευτικές, αθλητικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Αργότερα με την άφιξη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, οι Πρόσκοποι φόρεσαν κε καμάρι τις στολές τους που μέχρι τότε έκρυβαν και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο Στρατό μας κυρίως σαν αγγελιοφόροι, διερμηνείς και τραυματιοφορείς. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που ένοπλοι Πρόσκοποι σκοτώθηκαν αμυνόμενοι του αμάχου πληθυσμού. Όταν άρχισε η εκκένωση της Μικράς Ασίας και ενώ οι Τούρκοι έκαιαν βίαζαν και σκότωναν, οι μικροί Πρόσκοποι με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα ορμούσαν στα πυρπολημένα σπίτια για να σώσουν βρέφη, γέροντες και γενικά ανήμπορους συνανθρώπους. Μεγάλος αριθμός από αυτά τα υπέροχα Ελληνόπουλα συνελήφθησαν από τους Τούρκους και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Κοράνι εκλήθησαν να «μετανοήσουν» και να ασπασθούν το Ισλάμ με αντάλλαγμα τη σωτηρία τους. Οι Μικρασιάτες Πρόσκοποι όμως σαν καλοί Χριστιανοί και σαν Έλληνες Πατριώτες δεν δέχθηκαν. Γι’ αυτό στο Αϊδίνιο, στα Σώκαια και στην Κάτω Παναγιά βρήκαν το θάνατο μετά από φρικτά βασανιστήρια. Η μεγάλη θυσία τους είχε διεθνή αντίκτυπο.
Ο ιδρυτής του Προσκοπισμού Στρατηγός Λόρδος Μπέιντεν Πάουελ (Lord Robert Baden-Powell), τίμησε τη μνήμη τους αναγνωρίζοντας ότι οι Έλληνες Πρόσκοποι «επισφράγισαν με το αίμα τους τα ιδανικά της αγάπης των για την Πατρίδα και για την Ελευθερία». Το 1922 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος απένειμε στη Σημαία του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων το μεγαλύτερο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Σώματος στην Μικρά Ασία και τιμώντας τη μνήμη εκείνων που μαρτύρησαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Παρά τις έντονες προσπάθειες των Τούρκων για εξισλαμισμό με σκοπό τη γενική αφομοίωση και τη δημιουργία ενός ομογενούς Οθωμανικού Κράτους, ο Ελληνισμός περιβεβλημένος την Ορθοδοξία και με την καλλιέργεια των Ελληνικών Γραμμάτων παρέμενε στο ύψος του, δείχνοντας ότι η κυριαρχία της βίας είναι μόνο προσωρινή και δεν μπορεί να επιβληθεί για πολύ στη σταθερότερη δύναμη του Πνεύματος. Οι Πόντιοι που κατοικούσαν στα βορειοανατολικά παράλια μιλούσαν μια αρχαιοελληνική διάλεκτο. Η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν φανεροί Χριστιανοί ενώ υπήρχαν πολλοί άλλοι που αναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν και παρέμεναν «Κρυπτοχριστιανοί».
Η περίοδος 1840 έως 1856 χαρακτηρίζεται πολύ δημιουργική για τον Πόντο. Η Τουρκική διοίκηση είχε αναγκασθεί να δείξει ανοχή στο Χριστιανισμό και πολλοί εξισλαμισμένοι Πόντιοι επέστρεψαν στην θρησκεία των προγόνων τους. Αρκετοί όμως κυρίως στην επαρχία της κοιλάδας του Όφιος (Solacli), παρέμειναν μουσουλμάνοι χωρίς να πάψουν να μιλούν ελληνικά. Στην ενδοχώρα και κυρίως στο Ικόνιο. (Konya) εκτός από «Κρυπτοχριστιανούς» που υπήρχαν και εκεί, κατοικούσαν και άλλοι Έλληνες που απομονωμένοι μετά από πολλούς διωγμούς είχαν σταματήσει να μιλούν τη γλώσσα τους. Καθώς όμως είναι πιο εύκολο κανείς να μάθει να μιλάει παρά να γράφει, οι άνθρωποι αυτοί ομιλούσαν μεν την τουρκική γλώσσα αλλά έγραφαν με ελληνικά γράμματα. Κατά τα άλλα ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι με έντονα αντιτουρκικά αισθήματα. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι «Καραμανλήδες». Παρόμοιοι ήταν και οι «Γκαγκαούζηδες», στη φιλολογία των οποίων υπάρχουν πλήθος αντιτουρκικά κείμενα με σημαντικότερο το έπος «Καρβάνα» όπου περιγράφονται οι διωγμοί που υπέστησαν και η αντίσταση που έφεραν στις προσπάθειες εξισλαμισμού τους. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας έγινε και η τελευταία προσπάθεια προσεταιρισμού των Χριστιανών. Οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ (Mustafa Kemal) ίδρυσαν στην Καππαδοκία µια «Τουρκορθόδοξη Εκκλησία» με «Πατριάρχη» τον κληρικό Παύλο Καραχισαρίδη γνωστό ως παπά-Ευθίμ. Ούτε και αυτή η ενέργεια όμως, έφερε το αναμενόμενο για τους Τούρκους αποτέλεσμα.
Οι Μικρασιάτες, με εξαίρεση τους Ποντίους όπως θα δούμε, ποτέ δεν εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων. Υπέφεραν όμως από τα αντίποινα κάθε φορά που η Τουρκία αντιμετώπιζε τις απελευθερωτικές προσπάθειες των Ελλήνων. Ακολουθώντας λοιπόν την πατροπαράδοτη τρομοκρατική στρατηγική της, έχοντας κυριολεκτικά όμηρους τους Μικρασιάτες προσπαθούσε η Τουρκία άλλοτε να εκβιάσει και άλλοτε να βρει εξιλαστήρια θύματα. Στην περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, μεγάλο μέρος του Μικρασιατικού πληθυσμού εγκατέλειψε τις εστίες του λόγω αντιποίνων.
Οι Κυδωνίες εγκαταλείφτηκαν και μεγάλος αριθμός Σμυρναίων τράπηκαν σε φυγή. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες πόλεις κυρίως όπως στα Βουρλά (Urla), την Καισάρεια (Kayseri), τη Μαγνησία (Manisa), το Μοσχονήσι (Cunda-Alibey Adasi), τη Πέργαμο (Bergama), την Αλικαρνασσό (Bodrum) και τη Προύσα (Bursa). Το Κίνημα των Νεοτούρκων από το 1908 μέχρι το 1914 διακηρύττοντας τις φιλελεύθερες και μεταρρυθμιστικές του τάσεις έκανε τους υποδουλωμένους Έλληνες να πιστέψουν ότι θα ελάφρυνε την τυραννία. Δυστυχώς οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν με τραγικό τρόπο, γιατί ο βασικός στόχος των Νεοτούρκων ήταν ο εξοθωμανισμός όλων των μειονοτήτων. Κυριολεκτικά λοιπόν τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Οθωμανικού Κράτους. Το 1909 αποφασίσθηκε η υποχρεωτική στρατολόγηση των Χριστιανών. Παράλληλα στη Θεσσαλονίκη από το 1908 μέχρι το 1911 στα ετήσια συνέδρια του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» (İttihat ve Terakki), μιας παραστρατιωτικής οργανώσεως που μέλος της ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ, καταστρώθηκαν τα σατανικά σχέδια για την εξόντωση όλων των υποτελών Χριστιανικών λαών και τη δημιουργία μιας Τουρκίας ισλαμικής και εθνικά αμιγούς. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους η κατάσταση έγινε χειρότερη. Σύμφωνα με το Οθωμανικό Υπουργείο «Προσφύγων», η απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στρατό των υπό Τουρκική κατοχή εδαφών, οδήγησε στο να επιστρέψουν στα νέα όρια του Τουρκικού Κράτους 68.947 Τούρκοι το 1912-13 και άλλοι 53.718 το 1914-15, ενώ ο συνολικός αριθμός των Τούρκων που έφυγαν από τις άλλες περιοχές των Βαλκανίων έφθανε τις 175.253. Το Τουρκικό Κράτος για να εξασφαλίσει τη διαμονή τους μέσα στην επικράτεια του υποκίνησε τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος των Ελλήνων με σκοπό να τους ξεριζώσει και να αρπαχθούν τα υπάρχοντα τους. Άτακτα σώματα, οι Τσέτες, κοινοί εγκληματίες που τους είχαν υποσχεθεί αμνηστία και όφελος από τις λεηλασίες, σε συνεργασία πάντα με τις Οθωμανικές Αρχές, άρχισαν με λεηλασίες φόνους και βιασμούς να τρομοκρατούν τους Έλληνες και να τους διώχνουν από τον τόπο τους.
Τον Αύγουστο του 1914 άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όπως γνωρίζουμε δύο ήταν τα στρατόπεδα: Οι Δυνάμεις της Αντάντ (Entente) δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία μέχρι το 1918, η Ρωσία και από το 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Βουλγαρίας. Από τις 21 Ιουνίου του 1914, το ενδεχόμενο και η Ελλάδα να βγει στον Πόλεμο με το μέρος της Αντάντ, έδωσε αφορμή στην Τουρκία για να κηρύξει γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων. Εκλήθησαν όλοι οι άνδρες για να καταταγούν σε Τάγματα Εργασίας δηλαδή τα αμελέ ταμπουρού (amele tambourou). Όσοι δεν προσήλθαν τότε καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Την ίδια τύχη είχαν όμως και οι περισσότεροι από εκείνους που κατατάγηκαν. Μακρές βασανιστικές πορείες και καταναγκαστική καθημερινή δεκαοκτάωρη εργασία σε έργα οδοποιίας χωρίς νερό και φαγητό, οδήγησαν χιλιάδες απ’ αυτούς σε αργό θάνατο. Στις 24 Απριλίου του 1915 άρχισε και η γενοκτονία των Αρμενίων, που στοίχησε τη ζωή 1.500.000 αθώων ανθρώπων. Το 1916 ξεκίνησαν να πυρπολούνται τα σπίτια όσων δεν είχαν «καταταγεί» και όσων «λιποτακτούσαν». Οι ομορφότερες Ελληνίδες συλλαμβάνονταν και πωλούνταν αντί 10 παράδων η μία σε ένα νέο είδος σκλαβοπάζαρων στο Ικόνιο και στο Μπαλίκεσιρ (Balikesir), ενώ άλλες κλείστηκαν αναγκαστικά στους οίκους ανοχής του Γενί Σεχίρ (Yenişehir). Ολόκληρες Ελληνικές κοινότητες άρχισαν να μεταφέρονται βίαια στο εσωτερικό της Τουρκίας κάτω από άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες. Αν κάποιος έπεφτε εξαντλημένος οι Τούρκοι τον πυροβολούσαν. Δυτικά της Αμασείας στην επαρχία Τσόρουμ (Çorum) έγιναν μαζικές σφαγές.
Στα τέλη του 1916 μάλιστα οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όλους του άνδρες της περιοχής, 3.500 τον αριθμό και τους έπνιξαν στο ποτάμι. Το Δεκέμβριο της ιδίας χρονιάς στην περιοχή της Σαμψούντας καήκαν πάνω από σαράντα χωριά, αφού βιάσθηκαν οι γυναίκες, λεηλατήθηκαν οι περιουσίες και θανατώθηκαν οι κάτοικοι τους. Ταυτόχρονα με διαταγή του Μεχμέτ Ταλαάτ πασά (Mehmet Tâlât) διατάχθηκε η άμεση εξόντωση όλων των αρένων. Στις αρχές του 1917 ήρθε η σειρά της καταστροφής 88 ελληνικών χωριών της Κερασούντος, καθώς και μιας ευημερούσας κωμοπόλεως της Αμασείας του Τσαρσαμπά (Çarşamba) δηλαδή της αρχαίας Θεμισκύρας που την αποκαλούσαν «Μικρή Σμύρνη του Πόντου» με πέντε δημοτικά σχολεία, παρθεναγωγείο, σχολαρχείο και μεγαλοπρεπές θέατρο. Στις 15 Ιανουαρίου του 1917, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις 5.000 των κατοίκων της στην πλατεία και τους κατάσφαξαν με τσεκούρια και μπαλτάδες. Το Μάρτιο του 1917 ολόκληρος ο πληθυσμός των Κυδωνιών μεταφέρθηκε στο Μπαλικεσίρ (Balikesir) για εξόντωση ενώ Ελληνικά σχολεία, νοσοκομεία, αλλά ιδρύματα λεηλατήθηκαν και οι εκκλησίες βεβηλώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1918 εκκενώθηκε η Τρίπολη του Πόντου από τους Έλληνες που οδηγήθηκαν στην εξόντωση. Σύμφωνα με αναφορά του Αρχιμανδρίτου Πανάρετου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ημερομηνία 20 Μαΐου 1919, η Επαρχία της Αμασείας (Amasya) είχε 136.768 Έλληνες, 393 σχολεία 493 διδάσκοντες, 12.360 διδασκόμενους και 498 Εκκλησίες. Από τον πληθυσμό αυτό οι 72.375, δηλαδή οι άρρενες συνελήφθησαν και μόνο οι 21.712 επέζησαν.
Οι Πόντιοι δεν δέχθηκαν μοιρολατρικά αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Δεν τους το επέτρεψε η αγωνιστική τους παράδοση που είχε ξεκινήσει από το 1461 αμέσως μετά τη πτώση της Τραπεζούντας και συνεχιζόταν αδιάκοπα στα βουνά ολόκληρης της περιοχής τους. Στην περίοδο μάλιστα μετά το 1914, οι Ποντιακές ανταρτικές ομάδες ενδυναμώθηκαν τροφοδοτούμενες με σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό ύστερα από τις ωμότητες των Τούρκων και κυρίως με την απόδραση Ελλήνων από τα στρατόπεδα των Τούρκων. Βασικός διοργανωτής του αντάρτικου ήταν ο Μητροπολίτης Γερμανός κατά κόσμο Στυλιανός Καραβαγγέλης, ο οποίος είχε ενθρονιστεί στη Σαμψούντα το 1908, προερχόμενος από την Καστοριά όπου και εκεί σαν Μητροπολίτης είχε οργανώσει την αντίσταση κατά των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Τα ένοπλα ανταρτικά σώματα των Ποντίων αντιστάθηκαν στις εγκληματικές ενέργειες του τουρκικού στρατού και των ατάκτων που δρούσαν υπό την καθοδήγηση του. Τα Νοέμβριο του 1914, Τουρκική στρατιωτική δύναμη 8.000 ανδρών ανέλαβε την εκκαθάριση των ανταρτών που είχαν το ορμητήριο τους στην οροσειρά του Αγιού Τεπέ με επικεφαλής το Δημοσθένη Χαραλαμπίδη και το Γεώργιο Καραθανάση. Οι μάχες στοίχησαν το θάνατο σε τέσσερις Έλληνες, ανάμεσα τους ήταν και ο Χαραλαμπίδης. Από τους συντριπτικά υπεράριθμους Τούρκους σκοτώθηκαν οι εκατόν-δεκαεννέα! Μετά από αυτή την επιτυχία οι Πόντιοι άρχισαν να εξουδετερώνουν τους Τσέτες που τρομοκρατούσαν τα χωριά τους. Σε όλες τις μάχες οι Πόντιοι έδειξαν την ανδρεία τους, προκαλώντας μεγάλες απώλειες σε εχθρικές ομάδες με υπερπολλαπλάσιο αριθμό.
Τον Απρίλιο του 1916 και ενώ ο Ρωσσοτουρκικός Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, τα ρωσικά στρατεύματα έφθασαν στην Τραπεζούντα. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος κατά κόσμο Χαρίλαος Φιλιππίδης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος μέχρι την εκθρόνιση του που έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς, συντόνιζε τις ενέργειες μεταξύ επαναστατημένων Ποντίων και Ρώσων στρατιωτικών. Τον Ιούνιο 1916 πανηγυρικά μέσα στο Μητροπολιτικό Ναό παρουσία και Ρώσων στρατηγών ανακήρυξε τον οπλαρχηγό Αντώνιο Χατζηελευθερίου ανώτατο στρατιωτικό διοικητή Ποντικών δυνάμεων. Ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις με τους Τούρκους και βαριά αντίποινα. Η οροσειρά του Αγιού Τεπέ και του Τομ Τσαμ ήταν ελεύθερες περιοχές. Τις φρουρούσαν περισσότεροι από 800 μαχητές και είχαν γεμίσει από πλήθος κυνηγημένων αμάχων. Οι Τούρκοι εξαπέλυαν συνεχείς επιθέσεις που τις απέκρουαν με γενναιότητα οι Πόντιοι Πατριώτες. Ηρωική μορφή του αγώνα και η καπετάνισσα Πελαγία που πολέμησε γενναία σαν συνοπλαρχηγός του συζύγου της. Τον Απρίλιο του 1917 ένα τουρκικό σύνταγμα καταδίωξε ανταρτική ομάδα 90 ατόμων ξεκινώντας από το χωριό Οτ Καγιά. Οι αντάρτες με αρχηγό τον Γεώργιο Καραβασίλογλου προσπάθησαν να κρυφτούν στη «σπηλιά της Παναγιάς» μαζί με άλλους 500 αμάχους. Επειδή εντοπίσθηκαν όμως από τους Τούρκους και εκτιμώντας λόγω ελλείψεως πυρομαχικών ότι δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, αποφάσισαν ομόφωνα να αλληλοσκοτωθούν και ο τελευταίος να αυτοκτονήσει. Έτσι και έγινε! Στη συνέχεια οι Τούρκοι εισήλθαν στο σπήλαιο αποκεφάλισαν τους νεκρούς για να στείλουν τα κεφάλια τους «δώρο» στο Ρεφάτ Πασά (Refat Paşa) στη Σαμψούντα και αφού συνέλαβαν τους αμάχους, βίασαν τις γυναίκες και τους καταδίκασαν όλους σε αργό θάνατο.
Ο ηγέτης των Νεοτούρκων Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που παρακολουθούσε σχολαστικά αυτές τις «επιχειρήσεις», οργάνωνε συστηματικά τις σφαγές. Στις 29 Μαΐου του 1919 μάλιστα συναντήθηκε στον Πόντο με τον αρχισφαγέα Συνταγματάρχη Τοπάλ Οσμάν (Topal Osman), το συνεχάρη για το έργο του και του υποσχέθηκε σημαντικά αξιώματα όταν με τη βοήθεια του οι Τσέτες θα «καθάριζαν» όλους τους Ρωμιούς.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στη Μικρά Ασία, στην ελεύθερη Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός που βρισκόταν σε έξαρση δημιούργησε άσχημο αντίκτυπο στον Μικρασιατικό Ελληνισμό και προετοίμασε την καταστροφή του. Οι σύμμαχοι ετοίμαζαν επιχείρηση στα Δαρδανέλια και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε την Ελληνική συμμετοχή με ένα Σώμα Στρατού αρχικά, αλλά βλέποντας έντονες αντιδράσεις περιορίσθηκε στο να θέλει να στείλει μια Μεραρχία Ο Ιωάννης Μεταξάς ως Αρχηγός του Επιτελείου είχε αντιδράσει τότε έντονα. Μετά από σχολαστική επιτελική εκτίμηση της καταστάσεως είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η επιχείρηση αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα Ελληνικά στρατεύματα δεν συμμετείχαν σε αυτή την επιχείρηση. Παρά το γεγονός όμως ότι η επιχείρηση αυτή που άρχισε το Μάρτιο του 1915 κατέληξε σε οικτρά πανωλεθρία των συμμάχων, επαληθεύοντας τις προβλέψεις του Μεταξά, προκλήθηκε πολιτική κρίση που σηματοδότησε την έναρξη μιας πολύ δύσκολης περιόδου της ιστορίας μας.
Ο Εθνικός Διχασμός είχε βασική αιτία το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδος στον Πόλεμο με το μέρος των συμμάχων ή την τήρηση ουδετερότητας. Από τη μια μεριά ο Βενιζέλος και από την άλλη ο Βασιλιάς με άμεσο σύμβουλο του τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Βενιζέλος ισχυριζόταν ότι το Τουρκικό Κράτος θα διαμελιζόταν, γι’ αυτό η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει στον Πόλεμο με τις Δυνάμεις που είναι εναντίον της Τουρκίας ώστε να έχει μερίδιο από τα εδάφη που κατείχε τότε η Τουρκία. Το σύνθημα του ήταν «Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Από την άλλη μεριά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της ουδετερότητας της ήδη σοβαρά εξασθενημένης Ελλάδας από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Υιοθετώντας μάλιστα τα συμπεράσματα άκρως απορρήτου επιτελικής μελέτης του Ιωάννη Μεταξά απέκλειε το διαμελισμό της Τουρκίας και υποστήριζε σταθερά ότι οι δυνατότητες του Κράτους μας δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την Ελληνική κυριαρχία στις περιοχές που θα απελευθερωνόντουσαν. Πέρα απ’ όλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 1915 είχε σταλεί μυστικά στην Ελληνική Κυβέρνηση δήλωση των Κυβερνήσεων Γερμανίας, Αυστρίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας με υπογραφές των αντιστοίχων Υπουργών Εξωτερικών που ζητούσαν την ουδετερότητα της Ελλάδας χωρίς καμμία σχετική επίσημη ανακοίνωση, με σοβαρά ανταλλάγματα μεταξύ των οποίων και την εξασφάλιση απολύτου προστασίας των Ελλήνων που διαβιούσαν στο Τουρκικό Κράτος.
Η Γερμανία μάλιστα που ασκούσε τότε αλλά και μετά επί Μουσταφά Κεμάλ, απόλυτη επιρροή στην Τουρκία, αναλάμβανε απέναντι της Ελλάδος την εγγύηση πιστής εφαρμογής όλων των όρων και ειδικά εκείνου που αφορούσε του Έλληνες Μικρασιάτες. Η δήλωση αυτή αγνοήθηκε παντελώς από την Ελληνική Κυβέρνηση. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί ότι και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Σ.Ε.Κ.Ε.) δηλαδή οι Κομμουνιστές, ήταν τελείως αντίθετοι με την εκτέλεση εκστρατείας στη Μικρά Ασία, για τελείως διαφορετικούς όμως λόγους. Τη θεωρούσαν ιμπεριαλιστική και τυχοδιωκτική «ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής» (sic). Αργότερα μάλιστα στο μικρασιατικό μέτωπο, με την καθοδήγηση του Σ.Ε.Κ.Ε. είχε συγκροτηθεί η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Κομμουνιστών Στρατιωτών με σκοπό να «διαφωτίζει τους στρατιώτες».
Τον Ιούνιο του 1917 επικράτησε ολοκληρωτικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου από το Γάλλο Ναύαρχο Νταρτίζ ντε Φουρνέ (Dartige du Fournet) που είχε έρθει για να επιβάλει με πολύνεκρα στρατιωτικά μέτρα τις θελήσεις της Αντάντ. Στη συνέχεια στις 2/15 Μαΐου 1919, η Ελληνική Κυβέρνηση κατόπιν εντολής των Συμμάχων αποβίβασε Ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία. Η κίνηση αυτή γέμισε αισιοδοξία τους Έλληνες που πίστεψαν στην απελευθέρωση της περιοχής. Δυστυχώς όμως η Μικρασιατική Εκστρατεία μεταβλήθηκε σε τραγωδία. Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας υπογράφηκε η Συνθήκη που έφερε την ειρήνη μεταξύ Συμμαχικών Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια συνθήκη «περισσότερο εύθραυστη και από τις περίφημες πορσελάνες της πόλεως που υπεγράφη» σύμφωνα με το Γάλλο Πρόεδρο Ρεϊμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré). Η Συνθήκη των Σεβρών έγινε αποδεκτή από το Σουλτάνο Μεχμέτ Βαχιντεντίν (Mehmed Vahideddin) που εκπροσωπούσε το επίσημο Κράτος, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από το Μουσταφά Κεμάλ τον ηγέτη των Νεοτούρκων που τελικά επικράτησε. Η Συνθήκη αυτή που υπέγραψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τερμάτιζε τον πόλεμο των συμμάχων με την Τουρκία της Κωνσταντινουπόλεως και άφηνε την Ελλάδα να πολεμήσει μόνη της και αβοήθητη την Τουρκία του Κεμάλ, μιας Τουρκίας που ακόμα και ο Γάλλος Στρατάρχης Φερδινάνδος Φος (Ferdinand Foch) είχε πει ότι χρειαζόταν 27 Μεραρχίες για να την καταπνίξει! Την ίδια ώρα και ενώ η Ελλάδα τελείως μόνη βρέθηκε να μάχεται εναντίον ολοκλήρου του Τουρκικού Έθνους υπό το καθεστώς του Κεμάλ, οι καλοί μας σύμμαχοι βρισκόντουσαν σε ειρήνη με αυτό και κρατούσαν παρακαταθήκη την Κωνσταντινούπολη για να την παραδώσουν στους Τούρκους αλώβητη από κάθε Ελληνική πολεμική ενέργεια!
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, η πιο απερίσκεπτη ενέργεια της ιστορίας μας έφερε το θλιβερό τέλος του ακμάζοντος Μικρασιατικού Ελληνισμού. Πολλοί θα πουν ότι σιγά σιγά οι Μικρασιάτες και οι άλλοι μη Τουρκικοί πληθυσμοί της περιοχής θα εξαφανιζόντουσαν ούτως ή άλλως στο πλαίσιο της υλοποιήσεως του προγράμματος της εθνοκαθάρσεως. Ο συλλογισμός αυτός μόνο σαν άστοχη δικαιολογία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Δεν κάνεις ποτέ πόλεμο για να επιταχύνεις το αποτέλεσμα που επιθυμεί ο εχθρός και μάλιστα με τόσες στρατιωτικές απώλειες και τέτοιες επιπτώσεις σε κάθε εθνικό τομέα. Αν η Ελλάδα παρέμενε ουδέτερη σίγουρα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Ενδεχομένως μάλιστα οι εγγυήσεις της Γερμανίας του 1915 για την εξασφάλιση απολύτου προστασίας των Ελλήνων που διαβιούσαν στο Τουρκικό Κράτος, να είχαν φέρει κάποιο καλύτερο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο και ασυχώρετο λάθος όμως έχει να κάνει με την Συνθήκη των Σεβρών, που ειδικά όσο αφορά τη Μικρά Ασία φαινόταν από την αρχή αδύνατο να εφαρμοσθεί. Για όσους μάλιστα διερωτώνται τι μπορούσε να γίνει, η απάντηση δίνεται με το παράδειγμα της Ρουμανίας, που δεν έβγαινε από την ουδετερότητα χωρίς την εξασφάλιση ότι ο πόλεμος θα τελείωνε μόνο αν αυτή θα λάμβανε στην κατοχή της και με τη βοήθεια των συμμάχων τα εδάφη που διεκδικούσε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνην, έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1957.
ΕΝΕΠΕΚΙΔΗ Π., Η Ελλάδα τα Νησιά και η Μικρά Ασία του Καρόλου Κρουμπάχερ, έκδοση: Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
ΕΝΕΠΕΚΙΔΗ Π., Μικρασιατικά Κρητικά Ηπειρωτικά 1816-1931, έκδοση: Λιβάνης Α.Α., Αθήνα 2001
ΚΑΡΚΑΛΕΤΣΗ Σ., Το Ποντιακό Αντάρτικο και η Γενοκτονία, μονογραφία του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, Αθήνα 2007.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΗ Ν., Ο Προσκοπισμός στις Αλησμόνητες Πατρίδες 1919-1922, β’ έκδοση Μικρός Ρωμηός, Αθήνα 2000.
ΠΡΙΝΖΗΠΑ Γ., Το Συναξάρι των Κρυφών Ονείρων, Πέντε Ιστορίες από τη Ζωή των Κρυπτοχριστιανών, έκδοση «Τέρτιος», Κατερίνη 1995.
ΡΟΥΚΟΥΝΑ. Ε., Εξωτερική Πολιτική 1914-1923, έκδοση Γρηγόρη, Αθήνα 1978.
ΡΑΜΑΖΙΑΝ Σ., Ιστορία των Αρμενο-Ελληνικών Σχέσεων και Συνεργασίας, έκδοση Σταμούλη Α.Ε., Αθήνα 2010.
ΤΣΙΡΚΑ Ε., «Η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας κατά την Περίοδο 1908-1922», Περιοδικό Περίπλους, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, τεύχος 68, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, Πειραιάς 2009.
CLOGG R., “Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office”, Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972).
FAROQHI S., The Ottoman Empire and the World Around it, (Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Κόσμος Γύρω της), μετάφραση Καραχρήστου Γ., έκδοση: Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2009.
FAROQHI S, Kultur und Alltag im Osmanischen Reich, (Κουλτούρα και Καθημερινή Ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), μετάφραση Παπακωνσταντίνου Κ., έκδοση: Εξάντας, Αθήνα 2000.
HORTON G., The Blight of Asia, ( Η Κατάρα της Ασίας), μετάφραση και σχόλια Σολομωνίδου Β.Γ., έκδοση: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1993.
MILTON G, Paradise Lost, Smyrna 1922, (Χαμένος Παράδεισος Σμύρνη 1922), μετάφραση Καλοφωλιά Α., 6η έκδοση: Μίνωας, Αθήνα 2009.
NICOL E., Les Allies et la Crise Orientale, (Οι Σύμμαχοι και η Κρίση στην Ανατολή), μετάφραση Κατρά Α., έκδοση: Ειρμός, Αθήνα 1990.
POLITIS S., “Historical development of legal regime of the straits and access to the Euxeinos Pontos (Black Sea)”, (Η Ιστορική Εξέλιξη του Νομικού Καθεστώτος των Στενών και η Πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο), Έκδοση Κρατικής Ακαδημίας Ιστορίας και Στρατηγικής της Ρουμανίας: “The Black Sea, Link Between Greece and Romania”, Review of Military History, Romanian – Hellenic Special Issue 2008.
SMITH LLEWELLYN M, Ionian Vision Greece in Asia Minor 1919- 1922, (Το Όραμα της Ιωνίας-Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1912), μετάφραση Κασδάγλη Λ., έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
TOYNBEE A, The Western Question in Grease and Turkey, (Το Δυτικό Ζήτημα Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετάφραση-εισαγωγή Πάρτσου Π., έκδοση: University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003.
ΑΛΛΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Εφημερίδες ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σχετικά άρθρα από τη συλλογή: Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την Αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά, 2η έκδοση οίκου Κυρομάνου, Θεσσαλονίκη 2003. Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ: «1919: Ο Ελληνικός Στρατός Αποβιβάζεται στη Σμύρνη», Τρίτη 5 Μάη 2001 και «Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή», Κυριακή 25 Μάη 2008.
elzoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου