Google+ To Φανάρι : ΚΑΒΑΚΛΙΩΤΕΣ. ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΒΑΚΛΙΩΤΕΣ. ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Παραμονές Χριστουγέννων-Χριστούγεννα : Οι Καβακλιώτες περίμεναν κάθε χρόνο τον ερχομό του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων ώστε να γιορτάσουν και να τιμήσουν τις ημέρες αυτές για τη μεγαλοσύνη τους. Έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει τις αγροτικές εργασίες τους οι Καβακλιώτες συνδύαζαν την ανάπαυση με τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Αρκετές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές...
άσπριζαν και καθάριζαν ολόκληρο το σπίτι και τα παλικάρια τραγουδούσαν τα βράδια στους δρόμους τραγούδια σχετικά με τη γέννηση του χριστού προκειμένου να θυμίσουν σε όλους ότι τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Δύο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα έσφαζαν τα γουρούνια και φρόντιζαν ώστε κανένα φτωχό σπίτι να μη μείνει δίχως χοιρινό κρέας αυτές τις ημέρες. Οι νοικοκυρές αναλάμβαναν την προετοιμασία της «ΚΑΡΒΑΒΙΤΣΑΣ» (χοιρινό έντερο με γέμιση από εντόσθια και ρύζι), ενώ οι άντρες φρόντιζαν για τον καβουρμά. Ξημερώνοντας παραμονή Χριστουγέννων τα μικρά παιδιά πήγαιναν στα «ΚΟΛΙΝΤΑ» και σε κάθε σπίτι φώναζαν «Κόλιντα μπάμπω κόλιντα», οπότε η γιαγιά του σπιτιού σηκωνόταν και έδινε στα παιδιά «κολιντοκουρούδες» που τις είχε φτιάξει την προηγούμενη ημέρα και τις είχε περάσει στη ρόκα. «Κόλιντα» θεωρούσαν ότι ήταν το όνομα μιας πρακτικής μαμής που ήταν ιδιαίτερα γνωστή σε ολόκληρη την επαρχία της Βηθλεέμ όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Όταν όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Χριστού πλησίαζε, μικροί και μεγάλοι με ιδιαίτερη λαχτάρα μαζεύονταν κατά ομάδες, άναβαν φωτιές και γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι φωνάζοντας « δώσε μπάμπω μια κουρούδα μη σου πάρω τη πορτούδα». Την παραμονή των Χριστουγέννων σε όλα τα σπίτια μαγείρευαν νηστίσιμο φαγητό και ζύμωναν το Χριστόψωμο. Επίσης, το παρόν στο τραπέζι έδιναν και τα αποκαλούμενα «εννιά φαγιά». Τα «εννιά φαγιά» συνήθως ήταν τα εξής: ντολμάδες με ρύζι, κομπόστα (με δαμάσκηνα, καίσια, μήλο, κυδώνι και σταφίδα), χριστόψωμο, ελιές, λάδι, κρασί, χαλβάς. Το βράδυ συγκεντρωνόταν ολόκληρη η οικογένεια στο τραπέζι, στο οποίο εκτός από τα φαγητά και το χριστόψωμο, υπήρχε και ένα αναμμένο κερί στη μέση. Ένα από τα παιδιά της οικογένειας έλεγε την προσευχή και στη συνέχεια ο πατέρας θυμιάτιζε μπροστά στο εικόνισμα, στο τραπέζι και σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Μετά το φαγητό η οικογένεια καθότανε και περίμενε τις παρέες νέων 16-18 ετών, αλλά και μεγαλύτερων που είχαν έφεση στο τραγούδι, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας αρχικά για τη γέννηση του Χριστού και στη συνέχεια για το ανδρόγυνο και για κάθε μέλος της οικογένειας. Οι παρέες αυτές φρόντιζαν μάλιστα τα τραγούδια που θα έλεγαν να είναι πρωτότυπα και να μην μοιάζουν με αυτά των υπόλοιπων παρεών αλλά να υπερέχουν στις σχετικές συγκρίσεις. Την ημέρα των Χριστουγέννων από τη εκκλησία δεν έλειπε κανένας εκτός από τους ηλικιωμένους και τους ασθενείς , ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε χορός. Το μεσημέρι εκτός από το γουρούνι με την αρμιά απαραίτητη ήταν η καρβαβίτσα, ενώ το βράδυ πηγαίναν σε επισκέψεις σε όσους γιόρταζαν. Να σημειωθεί επίσης ότι την «ημέρα του Χριστού» όπως και του ‘Άι Βασίλη οι νοικοκυρές δεν έκαναν οποιαδήποτε δουλειά και ειδικά δεν σκούπιζαν, καθώς το θεωρούσαν γρουσουζιά.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς- Πρωτοχρονιά : Μικροί και μεγάλοι περίμεναν με ιδιαίτερη χαρά να έρθει η Πρωτοχρονιά. Οι νοικοκυρές, από την παραμονή καθάριζαν το σπίτι και φρόντιζαν για το βράσιμο του πατσά. Πατσά ονόμαζαν το κεφάλι του γουρουνιού που το κρατούσαν από τα Χριστούγεννα προκειμένου να φαγωθεί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στη συνέχεια οι νοικοκυρές καταπιανόταν με το άνοιγμα των φύλλων και το φτιάξιμο της πίτας. Μέσα στη βασιλόπιτα εκτός από κέρμα, έβαζαν και μικρά ξυλαράκια κρανιάς, τα οποία είχαν διαφορετικό σχήμα και συμβόλιζαν άλλο τα ζώα, άλλο τα χωράφια και άλλο διάφορα αντικείμενα του σπιτιού. Έτσι, σε όλους έπεφτε κάτι από την πίτα. Εκτός από την πίτα έφτιαχναν και το βασιλόψωμο. Το απόγευμα της παραμονής τα μικρά παιδιά, δυο-δυο, κρατώντας ένα φαναράκι στολισμένο με πολύχρωμα χαρτιά, πήγαιναν στα τραγούδια. Το βράδυ όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονταν στο σπίτι και αφού έκανα την προσευχή τους, ο πατέρας ή η μητέρα θύμιαζε μπρος στο εικονοστάσι και σ’ όλα τα δωμάτια. Το θυμιάτισμα γινότανε με μεταλλικό φτυαράκι και όχι με το θυμιατό, κάτι που συμβόλιζε την αυξημένη παραγωγικότητα και την πλούσια σοδειά. Στη συνέχεια έκοβαν το βασιλόψωμο, έτρωγαν τον πατσά και στο τέλος έκοβαν την πίτα. Μετά το φαγητό κάθονταν και έλεγαν διάφορες ιστορίες μέχρι την αλλαγή του χρόνου. Παράλληλα, το βράδυ της παραμονής, πολλοί νέοι ετοίμαζαν την «καμήλα». Δέκα έως είκοσι άτομα ντύνονταν με δέρματα ζώων και στο χέρι τους κρατούσαν ένα «τσιακαλντάκ», δηλαδή ένα κεφάλι καμήλας έτσι ώστε όλο το κατασκεύασμα να μοιάζει με πραγματική καμήλα. 


 Έθιμο Καμήλας και Παραδοσιακού Γάμου
Το πρωί όλος ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία, στον αυλόγυρο της οποίας περίμενε η καμήλα με τα τσακαλντάκια. Όταν σχολούσε η εκκλησία, η καμήλα δεν επέτρεπε σε κανέναν να περάσει εάν δεν έριχνε προηγουμένως χρήματα στο τσακαλντάκ. Στη συνέχεια η καμήλα περνούσε και από τα σπίτια και συγκέντρωνε χρήματα, λουκάνικα και διάφορα φιλοδωρήματα, τα οποία στη συνέχεια μοιραζόταν τα άτομα που αποτελούσαν την ομάδα της καμήλας, ενώ μερικές φορές έδιναν ένα ποσοστό από τη «σοδειά» και στην εκκλησία. Την ίδια μέρα, μετά τον εκκλησιασμό, τα μικρά παιδιά πήγαιναν στην «τριστιάλκα». Έπαιρναν δηλαδή ένα κλαδί, μικρό ώστε να μπορεί να το κρατάει το παιδί στο χέρι, καθάριζαν τη φλούδα του, έσχιζαν τα κλωνάρια με το μαχαίρι, και το ξέραιναν στη φωτιά ώστε όταν το χτυπούσαν κάπου να ακούγεται βοή. Στη συνέχεια το στόλιζαν με βαμβάκια και πολύχρωμες κλωστές. Με το κλαδί αυτό που ονόμαζαν τριστιάλκα, έβγαιναν στους δρόμους, στα καφενεία και στα σπίτια και υποχρέωναν τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά να σκύψει και στη συνέχεια τους χτυπούσαν στην πλάτη λέγοντας παράλληλα τους παρακάτω στίχους τρεις φορές. «Τρις, τριστιάλκα έτη πολλά, τώρα και του χρόνου πάλι τον Άι Βασίλη». Οι μεγάλοι αποδεχόταν με θρησκευτική ευλάβεια το παραπάνω χτύπημα καθώς θεωρούσαν ότι με τον τρόπο αυτό θα έφευγαν από πάνω τους τα κακά δαιμόνια και στη συνέχεια έδιναν από κάποιο νόμισμα στα μικρά παιδιά. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι κάτοικοι του Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας την λέξη τριστιάλκα που θα τους φτιάξουν να είναι όσο γίνεται ομορφότερη καθώς την ημέρα της Πρωτοχρονιάς μικροί και μεγάλοι συζητούσαν ποια τριστιάλκα ήταν η καλύτερη. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και μέχρι να ολοκληρωθεί η θεία λειτουργία, φώναζαν σούρβα, Σούρβα πίστευαν ότι στα εβραϊκά σημαίνει «Ιησούς να βαπτιστεί» (να δοθεί στο θείο βρέφος το όνομα Ιησούς και όχι κάποιο άλλο όνομα.
Αγίου Ιωάννη : Την ημέρα του Αγίου Ιωάννη άνδρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί, πήγαιναν στη βρύση ή στα πηγάδια, γέμιζαν κουβάδες με νερό και προσπαθούσαν να βρέξει ο ένας τον άλλο, καθώς κυνηγιόνταν. Όλοι δεχόταν αδιαμαρτύρητα το κατάβρεγμα που γινόταν καθώς την ημέρα αυτή, που τα νερά ήταν αγιασμένα, καθένας θεωρούσε ότι γινόταν για λογαριασμό του το μυστήριο του βαφτίσματος στον Ιορδάνη ποταμό.
Παναγιώτα Ειρήνη Βλαϊκούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου