Η τρίτη ελληνική δημοκρατία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1974 με την εσχάτη προδοσία της Κύπρου, που οργάνωσαν οι ΗΠΑ και την υλοποίησαν σε δύο φάσεις, η αμερικανόδουλη Χούντα και η «Εθνική κυβέρνηση» ,Καραμανλή-Μαύρου.
Το καλοκαίρι του 1973, ένα χρόνο πριν την «ματαπολίτευση» συναντήθηκαν στο Παρίσι στο σπίτι του Σάυρους Σουλτσμπέργκερ ο Καραμανλής, με τον Κίσινγκερ, ...
και μετά από αυτή τη συνάντηση δρομολογήθηκε από τους αμερικανούς η λύση του Καραμανλή.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στην αίθουσα συσκέψεων του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου, περίμεναν τον Σίσκο να φέρει τα νέα από την Άγκυρα. Παρόντες ο πρόεδρος ο Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος, που καθόταν στην καρέκλα του παραιτηθέντος από τις 8 Ιουλίου Σπυρίδωνα Τετενέ, ο υπουργός Άμυνας αντιστράτηγος εν αποστρατεία Ευστάθιος Λατσούδης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, οι αρχηγοί Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης, και ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Όταν έφθασαν «ασθμαίνοντες» από το αεροδρόμιο ο Χένρι Τάσκα με τον Τζότζεφ Σίσκο, ο απεσταλμένος του Κίσινγκερ και ζήτησε «αυτοσυγκράτηση» , και τους κάλεσε «να αποφύγουν κάθε πολεμική ενέργεια», ενώ τους διαβεβαίωσε ότι ,
«οι Αμερικανοί θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων».
Τα βασικά ήταν , η «αυτοσυγκράτηση», αυτό που συνιστούσε ο Μπονάνος στο ΓΓΕΦ ενώ ο αποβατικός στολίσκος έφτανε στο Πέντε Μίλι και «η αποφυγή κάθε πολεμικής ενέργειας», όπως έπραξαν ο Παπανικολάου και ο Αραπάκης.
Ακολούθως ο Γκιζίκης αλλά και ο Κυπραίος ως υπουργός εξωτερικών, είπαν στους αμερικανούς ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Η σύσκεψη κατέληξε στο 48 τελεσίγραφο, στην εκπνοή του οποίου, η Αθήνα θα κήρυττε το Πόλεμο στην Τουρκία. Μετά την αποχώρηση του Σίσκο, ο Ταξίαρχος διέταξε τον αντιστράτηγο Μπονάνο να κηρυχθεί η Γενική Επιστράτευση, (που δεν κηρύχθηκε όταν πάτησε ο Αττίλας στην Κύπρο) , «διέταξε» τον Αραπάκη να στείλει τα υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο για να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, και τον αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, να αποσταλούν τα Φάντομ για να προσβάλουν τους εισβολείς. Ούτε ο Αραπάκης ούτε ο Παπανικολάου ανέλαβαν να εκτελέσουν τις εντολές.
Ο Μπονάνος και ο Γκιζίκης ήθελαν να περιμένουν τα αποτελέσματα της αμερικανικής μεσολάβησης.
Ο Ιωαννίδης πρότεινε ακόμα την καταγγελία των συμφωνιών του Λονδίνου και την κήρυξη της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Αποφασίστηκε μόνο η αποστολή μιας μοίρας , (επιχείρηση Νίκη), η οποία έγινε την επομένη αφού όμως ο Μπόλαρης απείλησε με το πιστόλι του τον αρμόδιο στρατηγό στο Πεντάγωνο.
Με το τέλος της σύσκεψης ήταν φανερό ότι ο Ιωαννίδης δεν αποφάσιζε.
Φυσικά είχε την δύναμη να συλλάβει την τριανδρία, (Μπονάνο. Αραπάκη, Παπανικολάου), να τους περάσει στρατοδικείο και να τους εκτελέσει αυθημερόν, και να διορίσει κυβέρνηση Πολιτικών και να αναλάβει αυτός αρχιστράτηγος .
Δεν έκανε τίποτα από αυτά και η γενική επιστράτευση εξελίχθητε σε μια καταστροφική οπερέτα, αλλά αποκατέστησε την ιεραρχία στον στρατό.
Την ώρα που έφτασαν τα «πορτοκάλια» στα αεροδρόμιο της Λευκωσίας οι αμερικανοί έψαχναν τον Ανδρουτσόπουλο και τον Κυπραίο που είχαν εξαφανιστεί.
Οι άνθρωποι του Ιωαννίδη είχαν εκδιωχτεί και ανέλαβαν οι στρατηγοί. Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο πράκτωρ Αραπάκης που συμφώνησε με τους Αμερικανούς για έναρξη της εκεχειρίας στις 16.00 της 23ης.
Στις 9.15 το πρωί της 23ης Ιουλίου οι τέσσερις αρχηγοί Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου, μετέβησαν στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη, όπου προσήλθε και ο «ταξίαρχος».
Οι πέντε τότε , του ζήτησαν να αποχωρίσει, και ο Ταξίαρχος τους είπε: «Αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε ότι δεν έχω θέσιν ανάμεσά σας φεύγω».
Ενώ έφευγε ο Γκιζίκης του είπε:
-«Στάσου πρέπει να βοηθήσεις».
Και εκείνος απάντησε:
-«Καλά, δεν θα αντιδράσω».
Αυτή, ήταν η «μεταπολίτευση».
Στην Κύπρο,το πρωί της 23 Ιουλίου 1974 το Γ.Ε.Ε.Φ. έστειλε στη περιοχή του Ανατολικού Πενταδακτύλου τον Διοικητή Πυροβολικού Γ.Ε.Ε.Φ. Συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλλο για να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο Σχης Πούλλος στη πορεία του προς τη θέση Ασιεντρούσα στη διάβαση του Μπέλλα-Παΐς που ήταν ταγμένη η 181 Μ.Π.Π. πέρασε από το Σταθμό Διοικήσεως του 361 Τ.Π., και συνάντησε τον Διοικητή του τάγματος Αντισυνταγματάρχη Χάντζο Δημήτριο.
Ο Α/νχης Χάντζος αφού ενημέρωσε το Σ/χη Πούλλο για τη κατάσταση του σύστησε να διατάξει την άμεση και χωρίς χρονοτριβή υποχώρηση της 181 Μ.Π.Π. σε ασφαλέστερη θέση για να αποφευχθεί η προσβολή και καταστροφή της από τις Τούρκικες δυνάμεις Ο Σ/χης Πούλλος πήγε στο σταθμό διοίκησης της 181 Μ.Π.Π. και συνάντησε τον Διοικητή της Μοίρας Α/νχη (ΠΒ) Καλπουρτζή Στυλιανό ο οποίος του ζήτησε να διατάξει την αναδίπλωση της Μοίρας εξηγώντας του, τους κινδύνους.
Ο Πούλλος αρνήθηκε λέγοντας ότι « το Πυροβολικό ουδέποτε υποχωρεί και ότι αν χρειαστεί, « οι πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. θα πέσετε μέχρι το τελευταίο όπως οι πυροβολητές του Κοσκινά στη Πτολεμαίδα το 1912 » .
Μετά την αποχώρηση του Σχη Πούλλου και περί την 12:00 παρατηρήθηκε κίνηση Τουρκικού τάγματος πεζικού και Τ/Κ καταδρομέων προς τη διασταύρωση του δρόμου προς Συγχαρί και Κάτω Δίκωμο και οι ανδρες της Μοίρας δέχτηκαν πυρά από τις Τούρκικες Δυνάμεις.
Η κατάληψη της διασταύρωσης και του μόνου δρομολογίου διαφυγής είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Περίπου στις 12.00, στην Αθήνα, ένας συνταγματάρχης, ο οποίος ήταν διευθυντής του γραφείου του κ. Γκιζίκη , κάλεσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Γεώργιο Μαύρο. Μετα πήρε τηλέφωνο και τους άλλους.
Στις 12.30 ήταν στην Βουλή και ο Κανελλόπουλου και ο Μαύρος.
Στις 2 μετά το μεσημέρι, κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας.
Η Αμερική είχε παραδώσει τα ηνία στους «πωλητικούς».
Ο Γκιζίκης, ως επικεφαλής του Κράτους, είπε ότι «η κυβέρνησις πρέπει να παραδώσει την εξουσία σε πολιτικούς», ζήτησε από τους πολιτικούς να σχηματίσουν κυβέρνηση και εξέφρασε την ευχή να αναλάβουν στρατιωτικοί τα υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Ο Μαύρος του απάντησε «ασφαλώς αστειεύεσθε, κύριε πρόεδρε», ο Γκιζίκης είπε «το ανακαλώ» και η συζήτηση κατέληξε στο ότι θα σχημάτιζαν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας η ΕΡΕ και η Ένωση Κέντρου, με τον Κανελλόπουλο πρωθυπουργό και τον Μαύρο αντιπρόεδρο και υπουργό εξωτερικών.
Ο Μαύρος ζήτησε από τον Γκιζίκη να καλέσει στο πολιτικό γραφείο τον πρέσβη της Αμερικής Τάσκα και τον πρέσβη της Γερμανίας διά να διευκολύνουν τις επαφές με τους αρχηγούς των κρατών.
Ενώ συζητούσαν τον κατάλογο των υπουργών , ο Αβέρωφ, τους ενημέρωσε ότι
ο Γκιζίκης συμφώνησε στη λύση Καραμανλή.
Εκείνη περίπου την ώρα στην Κύπρο εγκρίθηκε από το ΓΕΕΦ η μετακίνηση της Μοίρας σε ασφαλέστερη περιοχή. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά.
Η διαφυγή της Μοίρας προς Συγχαρί ήταν πλέον αδύνατη. Ο Διοικητής της Μοίρας μετά από πίεση των αξιωματικών της Μοίρας καθώς και της 191 Π.Ο.Π.
(Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού ), που δρούσε υπό τη Διοίκηση της 181 Μ.Π.Π. και έγκριση από τη Διοίκηση Πυροβολικού ΓΕΕΦ, αποφάσισε να μετακινήσει τη Μοίρα ανατολικότερα .
Το δρομολόγιο όμως που είχε επιλεγεί μετά από συμβουλή καταδρομέων της 32 Μ.Κ. που γνώριζαν τη περιοχή αποδείχτηκε μετά από αναγνώριση που εκτέλεσε
ο Διοικητής της Μοίρας, αδιέξοδο για το μεγάλο όγκο της φάλαγγας που αποτελούσε τη Μοίρα.
Τότε αποφασίστηκε και εγκρίθηκε από τη Διοίκηση Πυροβολικού η κίνηση της Μοίρας προς Συγχαρί, μετά την κήρυξη της εκεχειρίας στις 1600, που βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα Πέντε Μίλι - Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα ,το θύλακά τους στη Λευκωσία, και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά της.
Κι ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα ίσχυε επίσημα η ανακωχή, οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιθέσεις. Με την προσέγγιση της φάλαγγας της 181 ΜΠΠ, στη διασταύρωση προς Κάτω Δίκωμο η Μοίρα προσβλήθηκε από τα Τούρκικα τμήματα που είχαν στο μεταξύ οργανώσει ενέδρα με πυκνά πυρά πεζικού και κυρίως με βλήματα όλμων με αποτέλεσμα η Μοίρα να ακινητοποιηθεί και να καταστραφεί και μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και στρατιωτών να σφαγιαστούν.
Μετά τη προσβολή της Μοίρας ακολούθησε σκληρή και άνιση μάχη εκ του συστάδην πρωτοφανής σε αγριότητα για δύο περίπου ώρες με τους πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. και της 191 Π.Ο.Π. να αρνούνται να εγκαταλείψουν τα πυροβόλα τους και να πέφτουν νεκροί πάνω σε αυτά.
Μαρτυρίες αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο ήρωας Διοικητής της Μοίρα Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των «παιδιών» του.
Η Μοίρα είχε 37 Αγνοούμενους μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής της Αντισυνταγματάρχης (ΠΒ) Καλμπουρτζής Στυλιανός.
Στις 8 το βράδυ , επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο Μαύρος ως υπουργός εξωτερικών αλλά και ο Κανελλόπουλος μίλησαν με τον Κίσινγκερ.
Ο Μαύρος, ακλουθώντας την γραμμή Γκιζίκη είπε στον Κίσινγκερ ότι, εφόσον οι Τούρκοι δεν τηρούν την ανακωχή «είναι ενδεχομένο να υποχρεωθούμε να κάνουμε επίθεση εις τον Έβρον». Ο Κίσινγκερ απάντησε: «Για όνομα του Θεού, μην το κάμετε αυτό. Θα πάρω τώρα τον Ετζεβίτ και θα σας τηλεφωνήσω σε πέντε λεπτά». Μετά πέντε λεπτά πήρε τηλέφωνο και είπε ότι «οι Τούρκοι δεν θα κάνουν τίποτε». Και πράγματι δεν έκαναν στις 23 Ιουλίου, αλλά στις 15 Αυγούστου.
Ο Καραμανλής, αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου με το αεροπλάνο του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν .Στις 4 το πρωί, ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ, παρουσία , του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.
Πηγή
Το καλοκαίρι του 1973, ένα χρόνο πριν την «ματαπολίτευση» συναντήθηκαν στο Παρίσι στο σπίτι του Σάυρους Σουλτσμπέργκερ ο Καραμανλής, με τον Κίσινγκερ, ...
και μετά από αυτή τη συνάντηση δρομολογήθηκε από τους αμερικανούς η λύση του Καραμανλή.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στην αίθουσα συσκέψεων του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου, περίμεναν τον Σίσκο να φέρει τα νέα από την Άγκυρα. Παρόντες ο πρόεδρος ο Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος, που καθόταν στην καρέκλα του παραιτηθέντος από τις 8 Ιουλίου Σπυρίδωνα Τετενέ, ο υπουργός Άμυνας αντιστράτηγος εν αποστρατεία Ευστάθιος Λατσούδης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, οι αρχηγοί Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης, και ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Όταν έφθασαν «ασθμαίνοντες» από το αεροδρόμιο ο Χένρι Τάσκα με τον Τζότζεφ Σίσκο, ο απεσταλμένος του Κίσινγκερ και ζήτησε «αυτοσυγκράτηση» , και τους κάλεσε «να αποφύγουν κάθε πολεμική ενέργεια», ενώ τους διαβεβαίωσε ότι ,
«οι Αμερικανοί θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων».
Τα βασικά ήταν , η «αυτοσυγκράτηση», αυτό που συνιστούσε ο Μπονάνος στο ΓΓΕΦ ενώ ο αποβατικός στολίσκος έφτανε στο Πέντε Μίλι και «η αποφυγή κάθε πολεμικής ενέργειας», όπως έπραξαν ο Παπανικολάου και ο Αραπάκης.
Ακολούθως ο Γκιζίκης αλλά και ο Κυπραίος ως υπουργός εξωτερικών, είπαν στους αμερικανούς ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Η σύσκεψη κατέληξε στο 48 τελεσίγραφο, στην εκπνοή του οποίου, η Αθήνα θα κήρυττε το Πόλεμο στην Τουρκία. Μετά την αποχώρηση του Σίσκο, ο Ταξίαρχος διέταξε τον αντιστράτηγο Μπονάνο να κηρυχθεί η Γενική Επιστράτευση, (που δεν κηρύχθηκε όταν πάτησε ο Αττίλας στην Κύπρο) , «διέταξε» τον Αραπάκη να στείλει τα υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο για να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, και τον αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, να αποσταλούν τα Φάντομ για να προσβάλουν τους εισβολείς. Ούτε ο Αραπάκης ούτε ο Παπανικολάου ανέλαβαν να εκτελέσουν τις εντολές.
Ο Μπονάνος και ο Γκιζίκης ήθελαν να περιμένουν τα αποτελέσματα της αμερικανικής μεσολάβησης.
Ο Ιωαννίδης πρότεινε ακόμα την καταγγελία των συμφωνιών του Λονδίνου και την κήρυξη της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Αποφασίστηκε μόνο η αποστολή μιας μοίρας , (επιχείρηση Νίκη), η οποία έγινε την επομένη αφού όμως ο Μπόλαρης απείλησε με το πιστόλι του τον αρμόδιο στρατηγό στο Πεντάγωνο.
Με το τέλος της σύσκεψης ήταν φανερό ότι ο Ιωαννίδης δεν αποφάσιζε.
Φυσικά είχε την δύναμη να συλλάβει την τριανδρία, (Μπονάνο. Αραπάκη, Παπανικολάου), να τους περάσει στρατοδικείο και να τους εκτελέσει αυθημερόν, και να διορίσει κυβέρνηση Πολιτικών και να αναλάβει αυτός αρχιστράτηγος .
Δεν έκανε τίποτα από αυτά και η γενική επιστράτευση εξελίχθητε σε μια καταστροφική οπερέτα, αλλά αποκατέστησε την ιεραρχία στον στρατό.
Την ώρα που έφτασαν τα «πορτοκάλια» στα αεροδρόμιο της Λευκωσίας οι αμερικανοί έψαχναν τον Ανδρουτσόπουλο και τον Κυπραίο που είχαν εξαφανιστεί.
Οι άνθρωποι του Ιωαννίδη είχαν εκδιωχτεί και ανέλαβαν οι στρατηγοί. Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο πράκτωρ Αραπάκης που συμφώνησε με τους Αμερικανούς για έναρξη της εκεχειρίας στις 16.00 της 23ης.
Στις 9.15 το πρωί της 23ης Ιουλίου οι τέσσερις αρχηγοί Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου, μετέβησαν στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη, όπου προσήλθε και ο «ταξίαρχος».
Οι πέντε τότε , του ζήτησαν να αποχωρίσει, και ο Ταξίαρχος τους είπε: «Αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε ότι δεν έχω θέσιν ανάμεσά σας φεύγω».
Ενώ έφευγε ο Γκιζίκης του είπε:
-«Στάσου πρέπει να βοηθήσεις».
Και εκείνος απάντησε:
-«Καλά, δεν θα αντιδράσω».
Αυτή, ήταν η «μεταπολίτευση».
Στην Κύπρο,το πρωί της 23 Ιουλίου 1974 το Γ.Ε.Ε.Φ. έστειλε στη περιοχή του Ανατολικού Πενταδακτύλου τον Διοικητή Πυροβολικού Γ.Ε.Ε.Φ. Συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλλο για να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο Σχης Πούλλος στη πορεία του προς τη θέση Ασιεντρούσα στη διάβαση του Μπέλλα-Παΐς που ήταν ταγμένη η 181 Μ.Π.Π. πέρασε από το Σταθμό Διοικήσεως του 361 Τ.Π., και συνάντησε τον Διοικητή του τάγματος Αντισυνταγματάρχη Χάντζο Δημήτριο.
Ο Α/νχης Χάντζος αφού ενημέρωσε το Σ/χη Πούλλο για τη κατάσταση του σύστησε να διατάξει την άμεση και χωρίς χρονοτριβή υποχώρηση της 181 Μ.Π.Π. σε ασφαλέστερη θέση για να αποφευχθεί η προσβολή και καταστροφή της από τις Τούρκικες δυνάμεις Ο Σ/χης Πούλλος πήγε στο σταθμό διοίκησης της 181 Μ.Π.Π. και συνάντησε τον Διοικητή της Μοίρας Α/νχη (ΠΒ) Καλπουρτζή Στυλιανό ο οποίος του ζήτησε να διατάξει την αναδίπλωση της Μοίρας εξηγώντας του, τους κινδύνους.
Ο Πούλλος αρνήθηκε λέγοντας ότι « το Πυροβολικό ουδέποτε υποχωρεί και ότι αν χρειαστεί, « οι πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. θα πέσετε μέχρι το τελευταίο όπως οι πυροβολητές του Κοσκινά στη Πτολεμαίδα το 1912 » .
Μετά την αποχώρηση του Σχη Πούλλου και περί την 12:00 παρατηρήθηκε κίνηση Τουρκικού τάγματος πεζικού και Τ/Κ καταδρομέων προς τη διασταύρωση του δρόμου προς Συγχαρί και Κάτω Δίκωμο και οι ανδρες της Μοίρας δέχτηκαν πυρά από τις Τούρκικες Δυνάμεις.
Η κατάληψη της διασταύρωσης και του μόνου δρομολογίου διαφυγής είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Περίπου στις 12.00, στην Αθήνα, ένας συνταγματάρχης, ο οποίος ήταν διευθυντής του γραφείου του κ. Γκιζίκη , κάλεσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Γεώργιο Μαύρο. Μετα πήρε τηλέφωνο και τους άλλους.
Στις 12.30 ήταν στην Βουλή και ο Κανελλόπουλου και ο Μαύρος.
Στις 2 μετά το μεσημέρι, κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας.
Η Αμερική είχε παραδώσει τα ηνία στους «πωλητικούς».
Ο Γκιζίκης, ως επικεφαλής του Κράτους, είπε ότι «η κυβέρνησις πρέπει να παραδώσει την εξουσία σε πολιτικούς», ζήτησε από τους πολιτικούς να σχηματίσουν κυβέρνηση και εξέφρασε την ευχή να αναλάβουν στρατιωτικοί τα υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Ο Μαύρος του απάντησε «ασφαλώς αστειεύεσθε, κύριε πρόεδρε», ο Γκιζίκης είπε «το ανακαλώ» και η συζήτηση κατέληξε στο ότι θα σχημάτιζαν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας η ΕΡΕ και η Ένωση Κέντρου, με τον Κανελλόπουλο πρωθυπουργό και τον Μαύρο αντιπρόεδρο και υπουργό εξωτερικών.
Ο Μαύρος ζήτησε από τον Γκιζίκη να καλέσει στο πολιτικό γραφείο τον πρέσβη της Αμερικής Τάσκα και τον πρέσβη της Γερμανίας διά να διευκολύνουν τις επαφές με τους αρχηγούς των κρατών.
Ενώ συζητούσαν τον κατάλογο των υπουργών , ο Αβέρωφ, τους ενημέρωσε ότι
ο Γκιζίκης συμφώνησε στη λύση Καραμανλή.
Εκείνη περίπου την ώρα στην Κύπρο εγκρίθηκε από το ΓΕΕΦ η μετακίνηση της Μοίρας σε ασφαλέστερη περιοχή. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά.
Η διαφυγή της Μοίρας προς Συγχαρί ήταν πλέον αδύνατη. Ο Διοικητής της Μοίρας μετά από πίεση των αξιωματικών της Μοίρας καθώς και της 191 Π.Ο.Π.
(Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού ), που δρούσε υπό τη Διοίκηση της 181 Μ.Π.Π. και έγκριση από τη Διοίκηση Πυροβολικού ΓΕΕΦ, αποφάσισε να μετακινήσει τη Μοίρα ανατολικότερα .
Το δρομολόγιο όμως που είχε επιλεγεί μετά από συμβουλή καταδρομέων της 32 Μ.Κ. που γνώριζαν τη περιοχή αποδείχτηκε μετά από αναγνώριση που εκτέλεσε
ο Διοικητής της Μοίρας, αδιέξοδο για το μεγάλο όγκο της φάλαγγας που αποτελούσε τη Μοίρα.
Τότε αποφασίστηκε και εγκρίθηκε από τη Διοίκηση Πυροβολικού η κίνηση της Μοίρας προς Συγχαρί, μετά την κήρυξη της εκεχειρίας στις 1600, που βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα Πέντε Μίλι - Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα ,το θύλακά τους στη Λευκωσία, και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά της.
Κι ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα ίσχυε επίσημα η ανακωχή, οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιθέσεις. Με την προσέγγιση της φάλαγγας της 181 ΜΠΠ, στη διασταύρωση προς Κάτω Δίκωμο η Μοίρα προσβλήθηκε από τα Τούρκικα τμήματα που είχαν στο μεταξύ οργανώσει ενέδρα με πυκνά πυρά πεζικού και κυρίως με βλήματα όλμων με αποτέλεσμα η Μοίρα να ακινητοποιηθεί και να καταστραφεί και μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και στρατιωτών να σφαγιαστούν.
Μετά τη προσβολή της Μοίρας ακολούθησε σκληρή και άνιση μάχη εκ του συστάδην πρωτοφανής σε αγριότητα για δύο περίπου ώρες με τους πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. και της 191 Π.Ο.Π. να αρνούνται να εγκαταλείψουν τα πυροβόλα τους και να πέφτουν νεκροί πάνω σε αυτά.
Μαρτυρίες αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο ήρωας Διοικητής της Μοίρα Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των «παιδιών» του.
Η Μοίρα είχε 37 Αγνοούμενους μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής της Αντισυνταγματάρχης (ΠΒ) Καλμπουρτζής Στυλιανός.
Στις 8 το βράδυ , επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο Μαύρος ως υπουργός εξωτερικών αλλά και ο Κανελλόπουλος μίλησαν με τον Κίσινγκερ.
Ο Μαύρος, ακλουθώντας την γραμμή Γκιζίκη είπε στον Κίσινγκερ ότι, εφόσον οι Τούρκοι δεν τηρούν την ανακωχή «είναι ενδεχομένο να υποχρεωθούμε να κάνουμε επίθεση εις τον Έβρον». Ο Κίσινγκερ απάντησε: «Για όνομα του Θεού, μην το κάμετε αυτό. Θα πάρω τώρα τον Ετζεβίτ και θα σας τηλεφωνήσω σε πέντε λεπτά». Μετά πέντε λεπτά πήρε τηλέφωνο και είπε ότι «οι Τούρκοι δεν θα κάνουν τίποτε». Και πράγματι δεν έκαναν στις 23 Ιουλίου, αλλά στις 15 Αυγούστου.
Ο Καραμανλής, αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου με το αεροπλάνο του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν .Στις 4 το πρωί, ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ, παρουσία , του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου