Google+ To Φανάρι : Βασικά Εργαλεία Μνημονιακής Χειραγώγησης

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Βασικά Εργαλεία Μνημονιακής Χειραγώγησης

Τα Μνημόνια, εκτός των άλλων, φρενάρουν τη συναισθηματική μας εξέλιξη, προκαλώντας συνθήκες συναισθηματικής εξάρτησης που μας στρέφουν σε φανταστικούς ιδεοληπτικούς κόσμους -ακόμη και μιας κάποιας «αριστερής διακυβέρνησης»- καθοδηγούμενοι από την ατομική ανάγκη ανακούφισης των ενδοψυχικών συγκρούσεων και αφήνοντας, εν τέλει, στην άκρη τις πραγματικές ανάγκες του Λαού και του τόπου...

Το τελικό αποτέλεσμα της Μνηνονιακής χειραγώγησης είναι η παθητικοποίηση, η αδράνεια και το «πάγωμα» ακόμη και των στοιχειωδών εντικτώδικων αντιδράσεων αυτοσυντήρησης του λαού μας που εξοντώνεται «υπομονετικά» περιμένοντας τη σειρά του
Η αποτελεσματικότητα όμως αυτών των μηχανισμών χειραγώγησης εξαρτάται από την ατομική θέση του καθενός μας απέναντι τόσο στην αποκρυπτογράφηση και στην αναγνώριση τους αλλά και κυρίως στην ανεπίγνωστη υιοθέτηση των μοντέλων συμπεριφοράς που προτείνουν. Οι μηχανισμοί αυτοί, δηλαδή, προϋποθέτουν εν πολλοίς όχι μόνο την παθητική αποδοχή τους από μέρους μας αλλά και την ενστέρνιση τους, πράγμα που αναδεικνύει τη δυνατότητα μας να αντισταθούμε αρνούμενοι, με την καθημερινή μας πρακτική, να συμμετάσχουμε στη διεκπεραίωση τους.

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη,

Παρακάτω συνοψίζουμε τους μηχανισμούς αυτούς και τις στοιχειώδεις λειτουργίες τους, με την προσδοκία να αναγνωρίσουμε τη δική μας ατομική ευθύνη στην υλοποίηση τους και ταυτόχρονα την ικανότητα μας να απαλλαγούμε από την ψυχική τους αγκίστρωση.

1. Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ «ΙΘΑΓΕΝΩΝ» ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ
Αν κοιτάξουμε πίσω στην αποικιοκρατία και την υποδούλωση των ανθρώπων λόγω του χρώματος τους, το πρώτο που πλήττονταν ήταν τα πολυθεϊστικά συστήματα των πεποιθήσεων τους, μαζί με τους μύθους και τα τελετουργικά τους που συνέβαλαν στην κοινωνική συνοχή και στην καθοδηγούμενη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Χωρίς τις πνευματικές πεποιθήσεις τους, ήταν πιο επιρρεπείς στην ψυχολογική και πνευματική εξάρτηση τους από τους αποικιοκράτες. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα σήμερα. Για όλα φταίει «που δεν περάσαμε Διαφωτι(ζ)μό».
Ήταν κοινή πρακτική για τους αποικιοκράτες να βεβαιώνουν, ότι τα συστήματα πεποιθήσεων που βασίζονταν στη φύση, ήταν απόδειξη της ψυχολογικής ανωριμότητας των «ιθαγενών». Αυτός έμοιαζε να είναι πάντα ένας επαρκής λόγος για να τα μετατρέψουν σε μονοθεϊστικά συστήματα πεποιθήσεων, όπως ο καθολικισμός. Άλλο τόσο, εδώ και μερικές δεκαετίες, και στη χώρα μας, είναι κοινή πρακτική για τους αποικιοκράτες και τους ντόπιους -συνειδητούς ή ανεπίγνωστους- υποστηρικτές τους να μας πείσουν, ότι το σύστημα των πεποιθήσεων μας είναι περίπου πρωτόγονο, μήτρα όλων των δεινών μας και ως εκ τούτου αδήριτη η ανάγκη εκσυγχρονισμού, μεταρρύθμισης, νέου Διαφωτισμού και ότι άλλο Ράμφειο ή Σώτειο ερχόταν στο μυαλό των «από μέσα σελίδων» του Βήματος, της Καθημερινής και της master’sVoice.

2. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑ – ΑΝΗΛΙΚΟΤΗΤΑ

Δεν είναι λίγοι οι διανοητές, όπως η Dr. LauraKerr, του Πανεπιστημίου του Stanford, που πιστεύουν, ότι ακριβώς «χωρίς τους μύθους, τα τελετουργικά και μια υποστηρικτική κοινότητα για να καθοδηγήσει το πέρασμα προς την ενηλικίωση, ο φόβος της «απώλειας του αντικειμένου», «ο φόβος ενός μωρού στο σκοτάδι», μπορεί να προκαλέσει και τη λαχτάρα για την ασφάλεια, αλλά και το άγχος για το άγνωστο. Μπροστά στο αδυσώπητο άγχος, η παράλυση και η καταφυγή στη φαντασία, είναι οι συνηθισμένες άμυνες. Ενώ, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να δυσκολευτούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, που είναι επίσης χαρακτηριστικό της ψυχολογικής ανωριμότητας».
Αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας.Δεν είναι η φυσιολογία, αλλά η ψυχολογία μας, που όλο και παραμένει ανώριμη. Και αν θεωρήσουμε ως βασικούς δείκτες της ψυχολογικής ηλικίας το πώς οι άνθρωποι περνούν το χρόνο τους, καθώς και το περιεχόμενο των φαντασιώσεων τους, τότε η ψυχολογική ανωριμότητα φαίνεται να είναι τόσο έντονη, ώστε η κοινωνία των Μνημονίων μπορεί άνετα να περιγραφεί ως η κοινωνία του Ψυχολογικού Νεανισμού ή της Ψυχολογικής Ανηλικότητας.
Η καθημερινή εμπειρία όλων μας πιστοποιεί αυτή την αχαλίνωτη ψυχολογική ανωριμότητα στις μέρες μας, έτσι όπως την περιγράφει ο Crichton ως «μια διάχυτη συναισθηματική και πνευματική ρηχότητα».
Και πρόκειται μάλλον, τελικά, για τις ενέργειες μας, ώστε να καταστεί εφικτή η αντιμετώπιση της ψυχολογικής συντριβής, σαν μια κοινή απάντηση-καταφυγή απέναντι στη Μνημονιακή βία. Έτσι κι αλλιώς, το να βάζουμε τη φαντασία πάνω από την πραγματικότητα είναι μια σχετικά κοινή άμυνα ενάντια στις χρόνια τραυματικές συνθήκες.

3. ΑΛΕΞΙΘΥΜΙΑ
Τα Μνημόνια, όπως και γενικότερα ο καπιταλισμός, για να διατηρηθούν χρειάζονται νικητές και ηττημένους. Χρειάζονται επίσης το φόβο, καθώς υπόσχονται μεγάλες ανταμοιβές σε όσους κυριαρχήσουν στο παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα απειλούν με έσχατη ένδεια εκείνους που δεν θα τα καταφέρουν. Όμως οι «νικητές», έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τον ακραίο ατομικισμό, που φαίνεται πως κατορθώνει μέσα στην καπιταλιστική αρένα να αμβλύνει το φόβο που ο ίδιος ο καπιταλισμός ενσταλάζει.
Όμως φαίνεται πως αυτό έχει μια οδυνηρή «παράπλευρη» συνέπεια:τη συναισθηματική ατροφία. Την Αλεξιθυμία.
Η Αλεξιθυμία οδηγεί σε μια αναβλητικότητα μπροστά κυρίως στις σοβαρές υπαρξιακές αποφάσεις, ένα «μπροστά-πίσω», καθώς το άτομο αγνοεί τί νιώθει και άρα και «τί θέλει να κάνει πραγματικά;», γεγονός που προκαλεί μια αίσθηση προσωρινότητας σε ότι αφορά στις δεσμεύσεις του. Η Αλεξιθυμία, με άλλα λόγια, γίνεται η όλο και πιο συνηθισμένη απάντηση στις βάναυσες «ερωτήσεις» του καπιταλισμού.
Τα Μνημόνια, τελικά, ανταμείβουν τους ανθρώπους των οποίων ο εγκέφαλος και οι σχέσεις αλλάζουν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους, αλλά ταυτόχρονα, αναμένει απ’ αυτούς να πληρώσουν αυτό το τίμημα της επιτυχίας. Και το τίμημα για μερικούς, είναι αυτή η λωρίδα φαιάς ουσίας που συνδέει τα δυο ημισφαίρια του εγκεφάλου.Η σμίκρυνση του «μεσολόβιου σώματος» και άρα, ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός
Εξ’ αιτίας αυτής της βουβής συναισθηματικής σφοδρότητας, οι άνθρωποι με Αλεξιθυμία, και προκειμένου να προστατευτούν, οικοδομούν συχνά «τείχη γύρω από την καρδιά τους», μετριάζοντας ακόμη περαιτέρω τα συναισθήματα και περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τις ευκαιρίες συναισθηματικής επαφής με τους άλλους.

4. I AM WHAT I AM
Έτσι κι αλλιώς, για τον παγκοσμιοποιημένο Καπιταλισμό, είμαστε όλοι καμακισμένα θηράματα πεσμένα στα πόδια του. Και δεν θέλει και πολλή μαγκιά για να αντιληφθεί κανείς γιατί ο Καπιταλισμός και οι εξουσιαστικοί του μηχανισμοί, που συχνά-πυκνά παριστάνουν τους αντισυμβατικούς επαναστάτες, έθεσαν υπό την προστασία τους τα «ατομικά δικαιώματα». Η υπεράσπιση των προσωπικών μας δεδομένων, η διασφάλιση τους από κάθε νόσο και κάθε μαλακία, μας απο-δέσμευσε, ντε και καλά, από τα τελευταία ερείσματα διαπροσωπικών σχέσεων.
Κι’ αν δεν το έχεις καταλάβει, ο δικαιωματοκρατικός Καπιταλισμός ανέλαβε να μας απελευθερώσει από τις τελευταίες Σχέσεις μέσα από τις οποίες συστήνονται οι συλλογικές ταυτότητες. Να γιατί, όλες οι συλλογικές ταυτότητες οφείλουν-σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη-να είναι ψευδείς: η ταυτότητα είναι μια: I am what I am! H πιο απίθανη ταυτολογία σε μορφή ταυτότητας συνιστάται από 29 κατασκευαστές «συνειδήσεων». Η καλύτερη προσφορά του marketing στην καπιταλιστική μητέρα που το γέννησε. Να γιατί η αμέριστη υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε δικαιωματισμό.
Σ’ αυτόν το χυλό που καμώνεται την «κοινωνία», εκεί όπου αρκεί να είσαι ο Εαυτός σου, δεν υπάρχουν ταυτότητες, αλλά επινοήσεις ταυτότητας. Δεν υπάρχουν πρόσωπα,αλλά προσωπεία. Προηγήθηκε, έτσι κι αλλιώς, η ακραία υποτίμηση των «ιθαγενών πεποιθήσεων» του λαού μας που κατακεραυνώθηκαν στο σύνολο τους ως οπισθοδρομικές, παλιομοδίτικες, συντηρητικές κ.λπ. κ.λπ. Καλλιεργήθηκε ακόμη η ψυχολογική ανηλικότητα με την καταφυγή στην καταναλωτική φαντασίωση που το έπαιζε μεταμοντέρνα και την συναισθηματική ρηχότητα που παρίστανε τη σύνεση και τη Λογική.
Όμως, σε μια «κοινωνία» που υπάρχω μόνο Εγώ, ο Άλλος είναι το Θήραμα και ο ρόλος μου είναι να τον καμακώσω, πιστοποιώντας την σκιά μου ως ύπαρξη. Μια ολόκληρη «κοινωνία» σαν ένα θεατρικό σανίδι. Εκατομμύρια άνθρωποι ανεβαίνουμε καθημερινά στη σκηνή, διεκπεραιώνοντας τη βαθιά αντικοινωνικότητα μας, φορώντας το προσωπείο της κοινωνικότητας που θα μας επιτρέψει να ολοκληρώσουμε το κυνήγι μας. Να μπήξουμε τη σημαδούρα του Εγώ μας στην άλλη Φάλαινα. Να προλάβουμε. Και η τραγωδία είναι, ότι μόνο πάνω σ’ αυτό το παράδοξο θεατρικό έργο μπορώ να αναγνωρίσω την ύπαρξη μου.
Πρόκειται για ένα φαντασμαγορικό θέατρο παραμορφωτικών κατόπτρων, που μου προσφέρουν την ψευδαίσθηση ότι η σκιά που βλέπω είναι ο Εαυτός μου. Ακόμη κι αν θέλω να ανατρέψω αυτό το «σύστημα», ακόμη κι αν ο ρόλος μου είναι να κάνω ότι μπορώ για να το ανατρέψω, στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια αστεία πλάνη. Δεν μπορώ να σταματήσω την παράσταση, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπάρχω. Στο θέατρο αυτό, χρωστάω την εικόνα μου.

5. Ο ΕΘΙΣΜΟΣ
Είναι προφανές ότι οι άστατοι οικονομικοί κύκλοι του καπιταλισμού, όπως εκφράζονται στη χώρα μέσα από τα επαναλαμβανόμενα Μνημόνια συμβάλλουν στο άγχος. Το σώμα μας ανταποκρίνεται στην απειλή με τρομακτική εγρήγορση, ειδικά όταν συμπίπτει με μια πεποίθηση ότι η ανάληψη δράσης είναι αναγκαία για να αποφευχθεί ένας τραυματισμός. Στη «διάλεκτο» του τραύματος, αναφερόμαστε σε αυτό ως μια κατάσταση υπερεγρήγορσης ή στην ανάγκη να ελέγχεται, να σκανάρεται συνεχώς το περιβάλλον για την πιθανότητα κάποιες απειλές από το παρελθόν να αναδυθούν για μια ακόμη φορά και να θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωση του ατόμου.
Το να ζούμε σε μια μνημονιακή οικονομία φαίνεται να απαιτεί ακριβώς αυτό: την υπερεγρήγορση και το συνεχή έλεγχο για την πιθανή απώλεια της θέσης εργασίας, τη μείωση της σύνταξης, την αύξηση του τάδε φόρου κ.λπ., αν όχι για τη διάλυση ενός ολόκληρου τομέα της οικονομίας.
Με την έννοια αυτή, για τους οικονομικά πιο επισφαλείς, ένα δηλαδή συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα του λαού μας, τα Μνημόνια δημιουργούν μια κατάσταση παρόμοια με τη ψυχολογική κυριαρχία που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι κρατούνται σε αιχμαλωσία.
Η Judith L. Herman, καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Harvard, σημειώνει: «Το τελικό αποτέλεσμα της ψυχολογικής κυριαρχίας είναι να πεισθεί το θύμα ότι ο δράστης είναι παντοδύναμος, ότι η αντίσταση είναι μάταιη και ότι η ζωή του εξαρτάται από την επιείκεια του θύτη, μέσω της απόλυτης συμμόρφωσης του (θύματος)».
Σύμφωνα με τον Smail, ο καπιταλισμός δημιουργεί άγχος μέσω της μη προβλεπτικότητας και της εξουσιαστικότητας των δομών του, αλλά επίσης ανακουφίζει από το στρες με την ανάπτυξη μιας οικονομίας, που οργανώνεται γύρω από την παραγωγή και την κυκλοφορία των εξαρτησιογόνων ουσιών, πρακτικών και δραστηριοτήτων».
Τα μνημόνια, δηλαδή, μας σκοτώνουν, αλλά μας «φτιάχνουν» και μ’ έναν εθισμό για να μην το πολύ-καταλάβουμε.
Οι εξαρτησιογόνες ουσίες και δραστηριότητες είναι πλέον οι καθημερινές μέθοδοι για να αποδράσει κανείς από καταστάσεις σ’ αυτήν. Έναν ρόλο, που στον προ- βιομηχανικό κόσμο εξυπηρετούσε η θρησκεία. Δεν είναι, δηλαδή, πλέον «η θρησκεία το όπιο των λαών», αλλά αντιστρόφως, το «όπιο» είναι η νέα θρησκεία των λαών. Οι λογής εξαρτήσεις και οι εθισμοί είναι η νέα θρησκεία μας, μπας και τη «βγάλουμε καθαρή».
Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλών ειδών «όπια». Η μνημονιακή πιάτσα προσφέρει αφειδώς εθιστικές διαφυγές για την ανακούφιση του τραύματος που προκαλεί, οι οποίες, μάλιστα, δεν εξαντλούνται σε ένα ποτήρι παραπάνω ή σ’ ένα «γάρο», όπως λένε οι πιτσιρικάδες. Κι αν αναρωτηθεί κανείς με ειλικρίνεια, νομίζω ότι απ’ αυτήν τη εξαρτησιογόνο μεθοδολογία της διαφυγής δεν θα απέκλειε και το Διαδίκτυο, στις περιπτώσεις τουλάχιστον όπου εμφανίζονται ακόμη και άτυπα συμπτώματα εθισμού. Δεν είναι η «πρέζα» του FB, δηλαδή, αν με εννοείς. Δεν θα απέκλειε, ακόμη, την «πρέζα» μιας αδιέξοδης πολιτικής φλυαρίας. Ούτε την «πρέζα» μιας ατέλειωτης καθημερινής επικριτικότητας όλων εναντίον όλων ή μιας ψευδεπίγραφης επαναστατικότητας. Πρόκειται, απλά, για τις συστημικές ψυχολογικές διαφυγές μας από τα τραύματα των μνημονίων.
Τα Μνημόνια είναι, εν τέλει,μια ακραία εκδοχή του καπιταλισμού που, μέσα από ένα πολυδαίδαλο υποσύστημα εξαρτήσεων και εθισμών, γιατροπορεύει και ανακουφίζει το τραύμα που τα ίδια προκαλούν.

6. Η ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗ & ΕΠΙΚΡΙΣΗ
Μια αδιόρατη κοινωνική μηχανική επιχειρεί εδώ και δεκαετίες να ενοχοποιήσει το κοινωνικό σώμα
Τα καταφέρνει γιατί, πριν απ’ όλα, έχει ένα ισχυρό κίνητρο. Να «ανακουφίσει», έστω προσωρινά, τη νεύρωση του επικριτή-ενοχοποιητή. Και ξέρουμε πια, ότι οι αρνητικές κρίσεις προκύπτουν, σχεδόν νομοτελειακά, ως ψυχοπαθολογική συνέπεια της νευρωσικής προσωπικότητας που τις εκφέρει.
Η Επίκριση και η Ενοχοποίηση του Άλλου, αποτελούν πλέον κυρίαρχο τρόπο κοινωνικής προσαρμογής. Αν δεν επικρίνεις, αν δεν καταγγέλλεις την ενοχή κάποιων Άλλων, κινδυνεύεις να είσαι κοινωνικά ανύπαρκτος και να οδηγηθείς σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Λες και το νεοελληνικό cogito είναι, «επικρίνω, άρα υπάρχω!».
Η Ενοχοποίηση -και όπως αυτή διεκπεραιώνεται μέσα από την Επίκριση- είναι ένα από τα κλειδιά ελέγχου και υποταγής της νεοελληνικής κοινωνίας.
Πρόκειται για μια κοινωνικο-ψυχολογική διαδικασία απαξίωσης και υποτίμησης, με την οποία οι άνθρωποι στρέφουν την ενοχή και την ευθύνη μακριά, όχι μόνο από τους ίδιους, στοχεύοντας ένα πρόσωπο ή μια ομάδα άλλων ανθρώπων, αλλά κυρίως, μακριά από τους πραγματικά υπεύθυνους.
Είναι επίσης, μια πρακτική με την οποία συναισθήματα θυμού και εχθρότητας, προβάλλονται –με την ψυχολογική σημασία του όρου- μέσω μη κατάλληλων αιτιάσεων, σε πρόσωπα άλλων.
Η ευθύνη και η πραγματική ενοχή μετατοπίζεται σε κάποιον άλλο, που προσφέρεται-παρουσιάζεται σαν στόχος ενοχοποίησης- τόσο από τον κεντρικό υποκινητή, όσο και από τους υποστηρικτές του.
Οι πραγματικά ένοχες ελίτ μέσω αυτής της μηχανικής, υλοποιούν την κυριαρχία τους. Και με την έννοια αυτή, κάθε ενοχοποιητική-επικριτική υιοθέτηση εκ μέρους του κοινωνικού σώματος, είναι στην πραγματικότητα συνοδοιπορία στην λογική της κυριάρχησης. Να το πούμε νέτα-σκέτα. Η επίκριση, η ενοχοποίηση, ακόμη και στη μικρή κλίμακα της οικογένειας, της παρέας, της δουλειάς, των σχέσεων, είναι «νερό στο μύλο της αντίδρασης».
Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική κοινωνία -κατά ένα σημαντικό μέρος της- μετατράπηκε, από στόχος των ενοχοποιητικών ελεγκτικών μηχανισμών, σε υποστηρικτή της διαδικασίας.
Η ενοχοποιητική διαδικασία έχει, όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό στο «άθλημα της σκυταλοδρομίας».
Πρόκειται για την μετατόπιση της ενοχής, ακολουθώντας το φαινόμενο «kick-the-dog-effect», όπου τα άτομα ή οι ομάδες σε μια ιεραρχική δομή, ενοχοποιούν το άμεσα υφιστάμενο άτομο ή ομάδα και όλο αυτό μεταδίδεται προς τα κάτω στην ιεραρχία, μέχρι το τελευταίο σκαλί (thedog).

7. Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ

Τα Μνημόνια είναι, ακόμη, ένα πολύπλοκο δίκτυο ιμάντων μεταβίβασης της ταπείνωσης, από πάνω προς τα κάτω, ακολουθώντας και πάλι όπως και η επίκριση-ενοχοποίηση το φαινόμενο “Kickthedogeffect”
Η καθημερινότητα όλων «κραυγάζει» για την καπιταλιστική ταπεινωτική μηχανική, που μετατρέπει την ύπαρξη σε «τάπητα». Ένα ακόμη «χαλάκι» στην είσοδο της καπιταλιστικής ανταγωνιστικής αρένας για να σκουπίσει τη βρωμιά της καταναλωτικής του αυταρέσκειας αυτός, που μετά, με τη σειρά του, θα γίνει κι εκείνος το χαλί για τον επόμενο, σε μια ατελεύτητη ταπεινωτική ιεραρχία.
Πάντα πίσω από το πρόσχημα κάποιας «τάξης» κρύβεται η βουλιμική και ακόρεστη ναρκισσιστική ανάγκη της ταπείνωσης-υποταγής του Άλλου, μπας και ανακουφιστεί το άγχος της άνευ νοήματος, α-νόητης, ατομοκεντρικής εκδοχής του ανθρώπου, που έχει ήδη δομηθεί από τη λειτουργία των άλλων μηχανισμών χειραγώγησης που αναφέρονται πιο πάνω. Το βαθύ υπαρξιακό άγχος, η βιωμένη μου ανεπάρκεια και η κατακρεουργημένη αυτό-εικόνα μου από την ένταξη μου στην ταπεινωτική ιεραρχία, κρύβονται κάτω από το χαλί του Άλλου.
Και εδώ υπάρχει μια κρίσιμη διαφοροποίηση, σε σχέση τουλάχιστον, με το πρόσφατο παρελθόν, ότι, ενώ η ντροπή ή η Ενοχή (ακόμη κι αυτή που συστηματικά εκπορεύεται από τους ενοχοποιητικούς μηχανισμούς του Συστήματος) είναι, τελικά, αποτέλεσμα αυτό-αξιολόγησης, αντίθετα, η Ταπείνωση είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης από έναν ή περισσότερους Άλλους. Η Ενοχή είναι μια γνωστική σύγκρουση, σίγουρα απαραίτητη για τις κυρίαρχες ελίτ ώστε να «εξασφαλίζουν» την παθητική αποδοχή και τη συμμόρφωση, αλλά η Ταπείνωση είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Είναι ένας βαθύς πόνος στα σπλάχνα της ύπαρξης. Είναι ένα κόψιμο, γιατί αφορά στον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στο τέλος-τέλος, η ενοχή ή η ντροπή μπορούν με κάποιο τρόπο να «αθωωθούν» ή να συγχωρεθούν, η ταπείνωση όμως υπονομεύει τον υπαρξιακό μας πυρήνα, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας.
Η προσβολή της αξιοπρέπειας προκαλεί στο υποκείμενο μια οδύνη η οποία είναι πολύ πιο σιωπηρή, βίαιη και βαθιά απ’ ότι η απλή ντροπή. Πολύ περισσότερο μάλιστα, καθώς η ταπεινωτική διαδικασία πλήττει επίσης βάναυσα τη σχέση με τον Άλλο, ακυρώνοντας τις βασικές προϋποθέσεις συνάντησης μαζί του. Κι αν το Σύστημα ήθελε έναν τρόπο για να «παγώσει» την ύπαρξη, να αφήσει τον άνθρωπο εμβρόντητο, άφωνο και βουβό, η ταπείνωση είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επινοήσει. Γιατί αυτό που επιτυγχάνεται τελικά μέσα από την ταπεινωτική προς τα κάτω λειτουργία, είναι η σιωπή. Η καταστολή του Λόγου και της Σχέσης.
Η Ταπείνωση συντελείται, επίσης, στο «δημόσιο χώρο», τον οποίο προϋποθέτει για να τον συρρικνώσει.
Η Ταπείνωση, εν τέλει, αναστέλλει τις σχέσεις και διασπά την καθολικότητα της συλλογικότητας, συρρικνώνοντας το δημόσιο πεδίο και φέρνοντας το στα μέτρα μιας ρηχής ατομικότητας που δεν μπορεί να δει τίποτα πέρα από, την ταπεινωτική για τον Άλλο, ανακούφιση της. Είναι ένα ρήγμα ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς».
Η ταπείνωση είναι ένα τραύμα, μια ρήξη ανάμεσα στο εγώ και στο ιδανικό του, γιατί συνθλίβει την ύπαρξη και θρυμματίζει την αυτοεικόνα και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε σύγχυση και σιωπή. Ο ίδιος ο άνθρωπος τελικά, το υποκείμενο της ταπείνωσης, μετατρέπεται σε αντικείμενο της ταπείνωσης, ανοίγοντας το δρόμο για την εργαλειακή ορθολογικοποίηση των «αντικειμένων».
Συμπερασματικά, κάθε αβασάνιστη απαξίωση των ντόπιων παραδόσεων και πεποιθήσεων, κάθε ψυχολογική ανηλικότητα που φαντασιώνεται και παλιμπαιδίζει, κάθε αλεξίθυμος συναισθηματικός ακρωτηριασμός που το παίζει σύνεση και λογική, κάθε είδους εθισμός που παριστάνει την απελεύθερη ψυχαγωγία, κάθε επίκριση και ταπείνωση σε βάρος του διπλανού Άλλου, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, είναι στάσεις υποστηρικτικές των Μνημονίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου