ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1. της Αστικής μη
κερδοσκοπικής Εταιρίας με την επωνυμία: “Κίνηση ακομμάτιστων πολιτών
Αγρινίου – κ.α.π.α.”, που εδρεύει στο Αγρίνιο, οδός Αλεξοπούλου αρ. 6-8,
όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την Διαχειρίστρια αυτής Ελένη Βνάτσιου .
2. Του Γιώργου Κόκκα
του Λέανδρου, Δικηγόρου, Έλληνα – Μακεδόνα (γεννηθέντος και τυχόντος της
ημετέρας Παιδείας στη Θεσσαλονίκη), ήδη κατοίκου Αθήνας οδός
Ιπποκράτους, …., ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου των :
Α. Συνασπισμού Πολιτικών
Κομμάτων και Κινήσεων με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ » (Ε.Κ.Α.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ιπποκράτους
αρ. 42, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον ίδιο και όπως οι δημόσια
εκφρασμένες θέσεις του Ε.Κ.Α.Δ. εκτίθενται διαχρονικά στην ιστοσελίδα : «http://www.dimopolis.gr»
και
Β. της Ένωσης Προσώπων με
την επωνυμία «ΔΗΜΟΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ», που εδρεύει στην
Περαία Θεσσαλονίκης , οδός Φιλελλήνων, ήδη Αποστόλων Πέτρου
και Παύλου, αρ. 11, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον ίδιο ως άνω
δικηγόρο και οι δημόσια εκφρασμένες θέσεις του εκτίθενται διαχρονικά στην
ιστοσελίδα «http://www.dimovoulio.gr».
ΚΑΤΑ
του Ελληνικού
Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται από τον κ. Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος κ.
Νικόλαο Κοτζιά και κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αρ. 1 και
από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρ. Σερβίας
αρ. 8.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
1. Της
από 17-6-2018 διοικητικής πράξεως υπογραφής από τον Υπουργό Εξωτερικών της
Ελλάδος, της «Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών οι οποίες
περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών
817(1993) και 845(1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την
εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των μερών», στο εξής:“Συμφωνία
των Πρεσπών”, [όπου αναφερόμενο ως “πρώτο μέρος” είναι η Ελληνική
Δημοκρατία και το “Δεύτερο μέρος” είναι μη αναφερόμενο αλλά περιγραφόμενο, ως
“δεύτερο μέρος που έγινε δεκτό στα Ηνωμένα Έθνη σύμφωνα με την απόφαση της
Γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών 47/225 της 8ης Απριλίου 1993”]
2. Κάθε άλλης, αμέσως ή εμμέσως, συναφούς προγενεστέρας ή μεταγενεστέρας
πράξεως ή παραλείψεως, καθώς και πράξεως εκτελέσεως και ιδίως:
- α. Της κατατεθείσας στη Βουλή διοικητικής πράξεως με τη μορφή επιστολής προς τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ με την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην ένταξη της πΓΔΜ στη Συμμαχία αυτή
- β. Της κατατεθείσας στη Βουλή διοικητικής πράξεως με τη μορφή επιστολής προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ με την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην έναρξη διαδικασίας διαπραγμάτευσης για την ένταξη της πΓΔΜ στην ΕΕ.
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσβαλλόμενη“συμφωνία
των Πρεσπών”, παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους,
ακυρώνοντας μονομερώς τη συμφωνία του Βουκουρεστίου (ΦΕΚ Α217/1913) δια της
οποίας η Ελλάδα αποκτά και διατηρεί έως σήμερα την κυριότητά της επί του
μεγαλυτέρου μέρους της Μακεδονίας. του Μακεδονικού εδάφους που έως
σήμερα νομίμως κατέχει, αφήνοντας ανοικτό το έδαφος για διεκδικήσεις από τον
προηγούμενο κάτοχό της (Τουρκία), από τους συνδιεκδικητές (Βουλγαρία), καθώς
και από τους ιθαγενείς Μακεδόνες που επιδιώκουν την αυτονομία της. Εκθέτει
τη χώρα μας σε κίνδυνο διαμελισμού, και παραχωρεί το όνομα, τη γλώσσα
και την ιθαγένεια των αυτοχθόνων πολιτών της ελληνικής Μακεδονίας,
στους εθνικά Σλάβους, πολίτες της γείτονος χώρας με την προσωρινή ονομασία
«Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας – F.Y.R.O.M. (διεθνώς ήδη)» ΚΑΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΕΙ για τους εξής τουλάχιστον ε αναγραφόμενους λόγους ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
της:
1) ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (σελ.
9 της αίτησης Ακύρωσης):
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 82 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
2) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ: (σελ.
13 της αίτησης Ακύρωσης):
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
ΣΕ «ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ»
ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΥ και τελικής ολοκληρωτικής ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ της.
3) ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (σελ. 20
της αίτησης Ακύρωσης):
ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ
ΕΞΟΥΣΙΩΝ
(άρθρων 26 και 36 του Συντάγματος)
4) ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ (σελ. 24 της αίτησης Ακύρωσης) :
ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ,
ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΣΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ.
5)
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (σελ. 28 της αίτησης Ακύρωσης) :
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡ. 1
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
*****************************
Β. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΣ.
Η
θεωρία των κυβερνητικών πράξεων (actes de gouvernement) έλκει την
καταγωγή της από την Γαλλική δημοσιολογική νομολογία και θεωρία. Βασίσθηκε,
κυρίως, πάνω στα δεδομένα της νομολογίας του γαλλικού Συμβουλίου της
Επικρατείας (Conseil d’ Etat), όπως τα επεξεργάσθηκαν οι γάλλοι δημοσιολόγοι.
Στην
ελληνική έννομη τάξη το απρόσβλητο με αίτηση ακυρώσεως κατά των κυβερνητικών
πράξεων καθιέρωσε το πρώτον το άρθρο 46 παρ. 3 Ν. 3713/1928 «περί Συμβουλίου
Επικρατείας», το οποίο όριζε ότι δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση
ακυρώσεως «αι κυβερνητικαί πράξεις και διαταγαί, αι αναγόμεναι εις την διαχείρισιν
της πολιτικής εξουσίας».Τόσο η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 5 Ν.Δ.
170/1973, όσο και η νυν διάταξη του άρθρου 45 παρ. 5 ΠΔ 18/1989 είναι
πανομοιότυπες. Ούτε η νομολογία του ΣτΕ ούτε και η θεωρία του Διοικητικού
Δικαίου ανέπτυξαν μέχρι τώρα μία σταθερή και πάγια θέση για την έννοια και τον
χαρακτήρα των κυβερνητικών πράξεων. Από μία επισκόπηση της νομολογίας του
ΣτΕ από την αρχική νομοθετική σύλληψη αυτής της θεωρίας ή καλλίτερα την αποδοχή
της από την γαλλική νομολογία και θεωρία μέχρι σήμεραμπορούμε να
κατατάξουμε τις κυβερνητικές πράξεις σε τρεις κατηγορίες:
α) Αυτές
που αφορούν στις σχέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας με την Βουλή και την
Κυβέρνηση (π.χ. διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών, διάταγμα
αποδοχής παραίτησης Υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης, διάταγμα προκήρυξης δημοψηφίσματος κ.λπ.).
β) Οι
πράξεις κήρυξης επιστράτευσης και απονομής χάριτος.
γ)
Πράξεις που ανάγονται στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Κατά
το άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 “∆εν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως
οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της
πολιτικής εξουσίας”. Από τον ανωτέρω νομοθετικό ορισμό της έννοιας των “κυβερνητικών
πράξεων και διαταγών”, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ.
18/1989 μπορούν να συναχθούν δύο, κατ’ αρχήν, συμπεράσματα:
Πρώτον, οι πράξεις αυτές είναι,
κατά τα λοιπά, διοικητικές πράξεις, δηλαδή εκτελεστές πράξεις της ∆ιοικήσεως,
οι οποίες θα υπόκεινταν άλλως στον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο. Είναι
προφανές ότι εάν οι πράξεις αυτές δεν ήταν “διοικητικές”, τότε δεν θα
είχε νόημα η ύπαρξη της ανωτέρω νομοθετικής προβλέψεως.
∆εύτερον, οι εν λόγω “πράξεις” και
“διαταγές”“ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας”. Εισάγεται,
έτσι, ένα λειτουργικό κριτήριο, με βάση το οποίο κρίνεται η ιδιαίτερη
φύση της “κυβερνητικής πράξης”.
Το
ζήτημα που απομένει, βέβαια, να διευκρινισθεί εν προκειμένω είναι ποιές
πράξεις διοικητικών οργάνων ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Σύμφωνα
με πάγια νομολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός μιας
πράξεως ως “κυβερνητικής” ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ
105/1981). Αντίθετα, έχει κριθεί ότι “δεν είναι έργον του νομοθέτου να
χαρακτηρίζει κατ’οικείαν κρίσιν ωρισμένας κατηγορίας πράξεων ως Κυβερνητικάς
και να εξαιρεί ούτω αυτάς απότον έλεγχον του Συμβουλίου της Επικρατείας” (ΣτΕ
1947/1960. Πρβλ. επίσης ΣτΕ 2438/1966, 2528/1974 Ολ.).
Η
κρίση αυτή του ∆ικαστηρίου υπαινίσσεται έναν πολύ συγκεκριμένο έλεγχο της συνταγματικότητας
των νομοθετικών διατάξεων που προβαίνουν στον χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως “κυβερνητικής”.
Η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν είναι, βέβαια, αφ εαυτής αντισυνταγματική,
παρά μόνον στην περίπτωση που η επίμαχη διοικητική πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί
ως “κυβερνητική”.Το ΣτΕ έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ως
αντισυνταγματικές παρόμοιες νομοθετικές διατάξεις (πρβλ. ενδεικτικά ΣτΕ
97/1937, 455/1943, 1278/1949, 2438/1966 κ.ά.).
Το
κριτήριο με βάση το οποίο είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί μια εκτελεστή διοικητική
πράξη ως “κυβερνητική”και, συνακόλουθα, να εξαιρεθεί αυτή από τον
ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο δεν μπορεί παρά να ανάγεται στο Σύνταγμα. Κρίσιμο δε πεδίο εν
προκειμένω είναι, πρωτίστως, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και
η ευρύτερη λογική που τη διαπνέει. Με βάση την τελευταία αυτή αρχή, η
οποία οριοθετεί το εύρος αρμοδιότητας των κρατικών λειτουργιών, είναι
δυνατόν να ευρεθούν ερμηνευτικά ερείσματα που διευκολύνουν την κρίση περί
τουχαρακτήρα μιας διοικητικής πράξεως (για τις θεωρίες που έχουν προταθεί
σχετικώς βλ. ιδίωςΣπ. Βλαχόπουλου, Οι πράξεις κυβερνήσεως υπό το πρίσμα της
νεώτερης νομολογίας του Σ.τ.Ε., Ελλ∆ικ 1996, σ. 1478 επ., Γ. Τράντα, Οι
κυβερνητικές πράξεις στο μεταίχμιο τηςπροστασίας του δημοσίου συμφέροντος και
του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας τηςδιοικήσεως, 1997, σ. 27 επ. Ειδικά για
τη “θεωρία του λειτουργικού διχασμού των οργάνων”βλ. ∆.
Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το κριτήριο του “λειτουργικού διχασμού των
οργάνων” (dédoublement fonctionnel) του διεθνούς δικαίου, ως κριτήριο του
φαινομένου της δικαστικήςασυλίας των “κυβερνητικών πράξεων” στο εσωτερικό
δημόσιο δίκαιο, ∆ι∆ικ 1990, σ. 257 επ.).
Είναι
προφανές ότι ο χαρακτήρας μιας διοικητικής πράξης ως“κυβερνητικής” είναι
δυσδιάκριτος, αφού στη σχετική αξιολόγηση πρέπει να ληφθούν υπόψη συνταγματικές
αρχές και κανόνες, που οδηγούν συχνά σε διαφορετικές κρίσεις, όπως είναι
οι αρχές της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, της διάκρισης των
εξουσιών, του κράτους δικαίου, της κατοχύρωση ςτης αιτήσεως ακυρώσεως, καθώς
και το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας.
Το
ΣτΕ έχει κρίνει ότι στην κατηγορία των“κυβερνητικών πράξεων” ανήκουν,
ιδίως, εκείνες που αναφέρονται στις σχέσεις ανάμεσα στα κρατικά όργανα, όπως
είναι λ.χ. το διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (ΣτΕ
250/1930, 1596/1951, 1789/1951 318/1956, 1810/1961, 484/1978, 1299/1986, καθώς
και η σχολιαζόμενη υπ’ αριθμ. 1398/2000), προκήρυξης δημοψηφίσματος (ΣτΕ
2468/1968), αποδοχής παραιτήσεως υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή
σχηματισμού της Κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/1967, 1631/1975), η άσκηση νομοθετικής
πρωτοβουλίας εκ μέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 102/1930,
347/1937). Έχει κριθεί, ακόμη, ότι στην ίδια κατηγορία των “κυβερνητικών
πράξεων” ανήκουν και οι πράξεις που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της
χώρας (λ.χ. ΣτΕ 2389/1953, 1317/1972), όπως για παράδειγμα είναι η σύναψη και
εκτέλεση διεθνών συνθήκων (ΣτΕ 210/1933, 873/1934, 678/1939, 3235/1969) και
γενικότερα εκείνες που άπτονται της ρυθμίσεως των διεθνών σχέσεων της
χώρας και της διπλωματικής προστασίας ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό
(ΣτΕ 796/1931). Ως“κυβερνητικές πράξεις” θεωρήθηκαν ακόμη ορισμένες
που αφορούν την εσωτερικής και εξωτερική ασφάλεια του κράτους, όπως είναι η
κήρυξη πολέμου και επιστράτευσης (ΣτΕ 164/1940). Η απονομή, ακόμη, χάρης ή η
απόρριψη σχετικού αιτήματος κρίθηκε ότι αποτελούν “κυβερνητικές
πράξεις”(ΣτΕ 23-25/1945, 2161-2163/1946, με τοσκεπτικό ότι οι ανωτέρω πράξεις
υπαγορεύονται “υπό ελατηρίων γενικωτέρας κρατικήςσκοπιμότητος”.( Βλ. σχετικά Κ.
Γεωργόπουλου, Το προσβλητό των πράξεων απονομής ή μηχάριτος ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΕΑΝ 1945, σ. 167 επ.).
∆εν χωρεί, ασφαλώς,
αμφιβολία ότι ο χαρακτηρισμός μιας εκτελεστής διοικητικής πράξεως ως “κυβερνητικής”περιορίζει
το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται
στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣ∆Α,θίγοντας,μάλιστα,
τον πυρήνα του. Παράλληλα, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δοκιμάζει τα
κανονιστικά όρια συνταγματικών αρχών, όπως είναι η κατοχύρωση της αιτήσεως
ακυρώσεως (άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.), η αρχή της νομιμότητας της
διοικητικής δράσεως και, σε απώτερη αλλά ορατή αναγωγή, η αρχή του κράτους
δικαίου.
Για
το λόγο αυτό, η θεωρία των “κυβερνητικώνπράξεων” πρέπει να εφαρμόζεται κατά
τρόπο φειδωλό και περιορισμένο.
Το
Σύνταγμα,
άλλοτε κατά τρόπο ρητό (άρθρα 90 παρ. 6 και 91 παρ. 4) και άλλοτε
υπαινικτικά εξαιρεί ορισμένες διοικητικές πράξεις από τον ακυρωτικό
δικαστικό έλεγχο. Η πρόβλεψη αυτή, ωστόσο συνιστά όλως εξαιρετική περίπτωση και
πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται στενά. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας (in
dubio) πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η πράξη δεν είναι “κυβερνητική”.
Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η ερμηνεία των συνταγματικών εκείνων
κανόνων που δεν εξαιρούν ρητά ορισμένες πράξεις του ελέγχου αυτού αλλά τον
υπαινίσσονται. Οι περιπτώσεις αυτές είναι κυρίως εκείνες που το Σύνταγμα
παρέχει σε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας αρμοδιότητα που είναι απόλυτα
συνυφασμένη με πολιτικά (κυβερνητικά) κριτήρια, με βάση τα οποία το όργανο αυτό
εκδίδει την πράξη.
Σε
απώτερη αναγωγή, ο αποκλεισμός του δικαστικού αυτού ελέγχου αποσκοπεί στη
διασφάλιση ορισμένων συνταγματικών αγαθών (όπως είναι λ.χ. η ασφάλεια
και ακεραιότητα της χώρας, η ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, η
ανάπτυξη σχέσεων ειρήνης και συνεργασίας με τρίτες χώρες και άλλα υποκείμενα
του διεθνούς δικαίου κ.ο.κ.). Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, η προσφυγή
στη θεωρία των “κυβερνητικών πράξεων”προκειμένου η απορριφθεί ως
απαράδεκτη μια αίτηση ακυρώσεως είναι περιττή.Τούτο συμβαίνει γιατί με τη συνεπή
εφαρμογή των όρων του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, όπως είναι ιδίως η
ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και η φύση της προσβαλλόμενης πράξης ως
εκτελεστής διοικητικής, είναι δυνατός ο περιορισμός της ανάγκης επίκλησης της
ανωτέρω θεωρίας.
∆εν πρέπει, εξάλλου, να
παραβλέπεται ότι η θεωρία των “κυβερνητικών πράξεων” ενέχει
σημαντικούς κινδύνους για τη λειτουργία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Είναι δυνατόν να αποτελέσει, έτσι, όχημα για την παραβίαση δημοκρατικών και
δικαιοκρατικών θεσμών. Υπό το πρόσχημα της θεωρίας αυτής, έτσι, έχουν
παραβιασθεί ουσιαστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο δικτατορικών
καθεστώτων.
Επισημαίνουμε,παραδειγματικά,
την ΣτΕ 2528/1974 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ΑμαλίαςΦλέμιγκ
κατά της αποφάσεως της ∆ικτατορίας για την απέλασή της. Το ∆ικαστήριο υιοθέτησε
στην περίπτωση αυτή τη θεωρία των “κυβερνητικών πράξεων” κρίνοντας ότι, ενόψει
της “αντικυβερνητικής δράσεως της αιτούσης και της διεθνούς αυτής φήμης,
η λήψη κατ’ αυτής κατασταλτικών μέτρων υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως θα
δημιουργούσε προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας”.
Χαρακτηριστική
είναι από την άποψη αυτή και η ΣτΕ 448/1939 (Ολομ.), με την οποία κρίθηκε ότι
αποτελεί κυβερνητική πράξη η διάλυση με διάταγμα των δημοτικών συμβουλίων και η
αντικατάστασή τους από διοικούσες επιτροπές με βάση σχετικούς αναγκαστικούς
νόμους. Κατά τη σχετική αιτιολογία της αποφάσεως, η πράξη αυτή “αποσκοπούσε
εις ευρυτάτην και ριζικήν εφαρμογήν του υπό της Κυβερνήσεως διαγραφέντος και
εφαρμοζομένου περί των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως συστήματος,
προσέλαβε χαρακτήρα προεχόντως Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την επί
προσφυγή εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ακύρωσιν”.
Κατά
την ΣτΕ 1537/1951, εξάλλου, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην ελευθερία του
τύπου και στην ελευθερία της ανταποκρίσεως με βάση διάταγμα το οποίο εκδόθηκε
κατόπιν σχετικού Ψηφίσματος, αποτελούν κυβερνητικές πράξεις και, ως εκ τούτου,
εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του ∆ικαστηρίου.
Από
τα τελευταία αυτά παραδείγματα αναδεικνύονται οι κίνδυνοι που ελλοχεύει
η εν λόγω θεωρία των “κυβερνητικών πράξεων” για το κράτος δικαίου.Την ίδια
στιγμή, μάλιστα, που η επίκληση της θεωρίας αυτής από τη νομολογία του ανωτάτου
διοικητικού δικαστηρίου θα μπορούσε να περιορισθεί στο ελάχιστο, ενόψει και των
προαναφερόμενων όρων του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και του
χαρακτήρα του ακυρωτικού ελέγχου, που είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι
σκοπιμότητας της πράξεως, γεγονός που περιορίζει τον έλεγχο αυτό
στη διερεύνηση για την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας
του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη διοικητικού οργάνου.
Προς
την κατεύθυνση αυτή, τον περιορισμό δηλαδή των περιπτώσεων εφαρμογής της
θεωρίας αυτής, κινείται η νομολογία του ΣτΕ την τελευταία εικοσαετία.Αναφέρονται
χαρακτηριστικά οι αποφάσεις του ∆ικαστηρίου που αρνούνται το χαρακτηρισμό ως
“κυβερνητικών πράξεων” της άρνησης της Κυβέρνησης να χορηγήσει τηλεοπτικό χρόνο
στα πολιτικά κόμματα (ΣτΕ 1288/1992 Ολ.), της απαγόρευσης πρόσβασης των
ενδιαφερομένων στους ατομικούς φακέλους πολιτικών φρονημάτων (ΣτΕ 2139/1993
Ολ.), της απέλασης αλλοδαπού (ΣτΕ 2181/1987, 3149/1987).
Σε
κάθε περίπτωση, οι “κυβερνητικές πράξεις” δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο,
γεγονός που θα τις τοποθετούσε εκτός και υπεράνω των περιορισμών που επιβάλλουν
οι αρχές της νομιμότητας και του κράτους δικαίου.
Γ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ:
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 82 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα
με το άρθρο 82&1 του Συντάγματος : «H Kυβέρνηση καθoρίζει και
κατευθύνει τηγενική πoλιτική της Xώρας, σύμφωνα με τoυς oρισμoύς τoυ
Συντάγματoς και των νόμων». Δια του άρθρου αυτού
γίνεται σαφές, ότι η κυβερνητική εξουσία δεν είναι απεριόριστη. Περιορίζεται
από τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων και καθ’ επέκταση από τη
δικαστική εξουσία.
Στηνπροκειμένη
περίπτωση, προσβάλλουμε μία κυβερνητική πράξη, αφ’ ενός ανυπόστατη (αφού δεν
πληροί τις προϋποθέσεις διεθνούς συμφωνίας) και αφ’ ετέρου παράνομη, διότι
ακυρώνει τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που αποτελεί νόμο του Κράτους (ΦΕΚ
Α’217/28.10.1913)(Σχετικό 02) δια του οποίου ορίζονται τα σύνορα της
Ελλάδος με τις γειτονικές της χώρες (Σερβία και Βουλγαρία). Επί τούτου δε,
προσκομίζουμε και επικαλούμαστε και αντίγραφα από επίσημους χάρτες της «Έκθεσης
της Διεθνούς Επιτροπής για την αναζήτηση των Αιτιών και της Συμπεριφοράς των
Βαλκανικών Πολέμων» του 1914 (Report of the International
Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars) (Σχετικό
2α).
Από
την μελέτη της συνθήκης του Βουκουρεστίου, προκύπτει ότι δεν αναφέρεται πουθενά
περιοχή, έθνος ή κράτος με το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Είναι ιστορικώς γνωστό
και διεθνώς αποδεκτό, ότι η Μακεδονία κατά το παρελθόν υπήρξε κράτος, και
μάλιστα το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος του πλανήτη. Ότι κατέκτησε την
Ελλάδα και την Περσία, ότι εν συνεχεία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και εν
συνεχεία από το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος που μετεξελίχτηκε στη σήμερα
αποκαλούμενη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και τους Οθωμανούς, και ότι από το 1903
έως το 1949 οι Μακεδόνες πολέμησαν για την απελευθέρωση και την αυτονομία τους.
Ότι κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, τα γειτονικά κράτη, Ελλάδα,
Σερβία, Βουλγαρία, εισέβαλλαν στην Μακεδονία διεκδικώντας την, και ότι το
1913, δια της συνθήκης του Βουκουρεστίου, καθόρισαν τα μεταξύ τους σύνορα,
διαιρώντας την Μακεδονία στα τρία, και αποκτώντας ένα τμήμα της. Ότι
δια της συνθήκης αυτής η Ελλάδα απέκτησε το μεγαλύτερο και νότιο τμήμα
της Μακεδονίας, το οποία νομίμως (δια του ΦΕΚ Α’217/28.10.1913) κατέχει
μέχρι σήμερα. Ότι με την προσβαλλόμενη “Συνθήκη των
Πρεσπών”, η Ελλάδα επανακαθορίζει τα βόρεια σύνορά της, αναγνωρίζοντας ότι
βορείως συνορεύει με το κράτος της Μακεδονίας, ακυρώνοντας την πρότερη συμφωνία
του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με την οποία κράτος (είτε περιοχή είτε έθνος
Μακεδονίας δεν υπάρχει) και η Ελλάδα συνορεύει βορείως με την Αλβανία, τη
Σερβία και τη Βουλγαρία.
Εκ
των ανωτέρω προκύπτει, ότι η προσβαλλόμενη “Συμφωνία των Πρεσπών”,
αποτελεί ανυπόστατη κυβερνητική πράξη, μή σύμφωνη με τους ορισμούς του
Συντάγματος και του νόμου ΦΕΚ Α’217/28.10.1913, δια του οποίου
καθορίζονται από το 1913 έως σήμερα, τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος. Το
γεγονός ότι η συμφωνία του Βουκουρεστίου ισχύει μέχρι την υπογραφή της
Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στη συμφωνία των
Πρεσπών η Μακεδονία εμφανίζεται ως περιοχή δίχως όνομα.
Με
την υπογραφή της συμφωνίας όμως από τον Υπουργό εξωτερικών της χώρας μας, η
ανώνυμη μέχρι πρότινος περιοχή, αποκτά όνομα, κρατική υπόσταση, την Μακεδονική
γλώσσα και οι πολίτες της την Μακεδονική εθνικότητα. Εκ του ονόματος μάλιστα που
της παραχωρήθηκε “βόρειος Μακεδονία”, αναγνωρίζεται έμμεσα και υπαινικτικά ότι
υπάρχει δήθεν νότιος Μακεδονία, κατεχόμενη υπό των Ελλήνων και δήθεν Ανατολική
Μακεδονία, κατεχόμενη υπό των Βουλγάρων. Δια της αναγνωρίσεως
αυτής από τους Έλληνες, τίθενται υπό αμφισβήτηση τα σύνορα μεταξύ Ελλάδος,
Σερβίας, Βουλγαρίας, ζητώντας επανακαθορισμό. Δεδομένου μάλιστα ότι ούτε
η Σερβία, ούτε η Βουλγαρία αναγνώρισαν το ανώνυμο και ανυπόστατο μέχρι πρότινος
κράτος της δήθεν «Βόρειας Μακεδονίας», προκύπτει ότι η συμφωνία του
Βουκουρεστίου ακυρώνεται από τους Έλληνες μονομερώς.
Με
την παράνομα και αντισυνταγματικά δολίως επιχειρούμενη αυτή ακύρωση της
Συμφωνίας του Βουκουρεστίου και αμφισβήτηση αυτής, η ελληνική
κυβέρνηση θέτει σε κίνδυνο τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Μακεδονίας,
ανοίγοντας έναν δρόμο διεκδικήσεων, τόσο από τους αυτόχθονες Μακεδόνες που
θέλουν την αυτονομία τους, όσο και από τα γειτονικά κράτη (Σερβία –Βουλγαρία,
αλλά με δεδομένη την πληθυσμιακή σύνθεση της F.Y.R.O.M. και την γεννησιμότητα
των σκόρπιων εθνικών της κοινωνικών ομάδων της, προοπτικά ίσως και της
(«Μεγάλης») Αλβανίας», καθώς και από τον πρότερο κατακτητή και κάτοχο της
Μακεδονίας, την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία και σημερινή Τουρκία.
Εν
ολίγοις η Ελλάδα καταργεί απρόκλητα το νομικό πλαίσιο δια του οποίου
απέκτησε κυριαρχία και συνεπώς και κυριότητα επί μέρους της Μακεδονίας, με
αποτέλεσμα η κυριότητα αυτή ευλόγως να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Εξ αυτού
προκύπτει απώλεια εθνικής κυριαρχίας, όχι λόγω ανωτέρας βίας ή διεθνούς
συνθήκης, αλλά λόγω μίας αφελούς και παράνομης επιχειρούμενης κατάργησης νόμου.
Παράνομης διότι ο νόμος ( που κατά τα προαναφερθέντα κύρωσε τη
Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 2013), επιχειρείται δόλια να καταργηθεί από
την εκτελεστική και όχι από τη νομοθετική εξουσία. Αυτό συνιστά κατάφωρη
παραβίαση του Συντάγματος και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, δεδομένου
ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα το δικαίωμα κατάργησης νόμων έχει μόνον η νομοθετική
εξουσία, ενώ η εκτελεστική οφείλει να κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας,
σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.
Η
συμπεριλαμβανόμενη στην «συμφωνία των Πρεσπών»πρόβλεψη, ότι θα
αποκτήσει ισχύ όταν κυρωθεί από την Βουλή των Ελλήνων, είναι ένας όρος για
εσωτερική κατανάλωση, διότι η ακύρωση της συμφωνίας του Βουκουρεστίου φέρεται
ήδη διεθνώς να έχει συντελεστεί, δίχως την έγκριση του Προέδρου της Δημοκρατίας
και δίχως να τεθεί το θέμα στη «Βουλή των Ελλήνων». Διότι η αναγνώριση
κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, Μακεδονικής (και όχι Βορειομακεδονικής ή Γκορνομακκεδονικής,
όπως ψευδέστατα μας «παραμύθιαζαν» οι κρατούντες στη μακρά φάση των μυστικών
τους διαπραγματεύσεων και κατά την ταυτόχρονη έκφραση της Λαϊκής Κυριαρχίας στα
επικά Συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης την 21/1/18 και των Αθηνών την
4/2/2018, για μη εκχώρηση του όρου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», ούτε σε σύνθετη ονομασία
) γλώσσας και εθνικότητας έχει κατά το μάλλον ή ήττον συντελεστεί, και διαδοθεί
σε όλο τον πλανήτη, δίχως δυνατότητα ανάκλησης. Ενδεχόμενη ανάκληση
με μη ψήφιση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή, θα είναι μόνον για
εσωτερική χρήση, αφού η αναγνώριση της Μακεδονίας θα έχει συντελεστεί,ιδίως
αν το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριό Σας δεν αναστείλει τις διαδικασίες που
θα εξελίσσονται μετά το Δημοψήφισμα της «Βαρντάρσκα- Σκοπίων-
F.Y.R.O.M.» της 30ης Σεπτεμβρίου 2018, οπότε θα ασκήσουμε την
αίτηση Αναστολής μας,αν παρ’ ελπίδα οι σκόπρπιες Εθνότητες των Σκοπίων δεν
σταματήσουν τότε την επαίσχυντη «Συμφωνία των Πρεσπών», οπότε θα
δημιουργηθούν νέα δεδομένα και κίνδυνοι από επίδοξους διεκδικητέςπου
μπορούν κάλλιστα να την αποκτήσουν με ποικίλους τρόπους (δικαστικούς αγώνες,
επανάσταση, εισβολή).
Ο
μόνος αποτελεσματικός τρόπος ανακοπής του κύματος διεκδικήσεων που θα
ακολουθήσει, είναι η ΕΓΚΑΙΡΗ ακύρωση της προσβαλλόμενης συμφωνίας
από Εσάς , το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Ελληνικού Κράτους, το οποίο
μπορεί να την κρίνει ως ανυπόστατη και παράνομη, επιβάλλοντας την διατήρηση
ισχύος της συνθήκης του Βουκουρεστίου.
Συνεπώς,
ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει
παραδεκτός και κατ’ ουσίαν αποδεκτός από το Δικαστήριό Σας.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
ΣΕ «ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ»
ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΥ και τελικής ολοκληρωτικής ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ της.
Είναι
γεγονός ότι η Μακεδονία δεν διεκδικείται μόνον απ’ τους Έλληνες.Το
γνωστό σύνθημα “Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική”, αφορά κατ’ αρχήν την
αρχαία Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία ήταν όντως μία αδιαίρετη
χώρα, αλλά και κυρίαρχη. Ελληνική υπό την έννοια ότι ο πολιτισμός της
ήταν ελληνικός, σε καμία περίπτωση όμως δεν ανήκε σε κάποιο ελληνικό κράτος.
Απεναντίας, τα ελληνικά κράτη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ανήκαν στην
Μακεδονία. Ο ελληνικός πολιτισμός της αρχαίας Μακεδονίας, δεν
αποτελεί κατά τα διεθνώς ισχύοντα ισχυρό λόγο αποκλειστικής
κυριαρχίας και κατοχής της σύγχρονης Μακεδονίας από το νεοελληνικό
κράτος.Ας λάβουμε υπόψη ότι και η Κύπρος έχει ελληνικό
πολιτισμό, αλλά αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, ενώ ένα μέρος της
κατέχεται από την Τουρκία.
Είναι
γεγονός ότι η σύγχρονη Μακεδονία, είναι διαιρεμένη στα τρία ανισομεγέθη μέρη
και κατοικείται από ένα πλήθος λαών (όχι μόνον από Έλληνες). Βάσει του
διεθνούς δικαίου, οι λαοί αυτοί έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Στο
ελληνικό τμήμα κατοικούν και ελάχιστοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι
πολέμησαν κατά το παρελθόν για την αυτονομία τους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι
δήθεν υπέστησαν γενοκτονία από τους Έλληνες κατακτητές, και μέχρι σήμερα
δηλώνουν ότι καταπιέζονται. Η Ελλάδα καταδικάστηκε για δεύτερη φορά από το
Ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το θέμα αυτό, και συνεχίζει να
αγνοεί τις ( κατά) δικαστικές αποφάσεις, αποδεικνύοντας κατά τα διεθνώς
αποδεκτά ότι ασκεί καταπίεση.
Η
καταδίκη της χώρας μας αφορά τη δεύτερη για το ίδιο θέμα προσφυγή με αριθμό
1295/10 που υποβλήθηκε στο ΕΔΔΑ από το ΕΠΣΕ για λογαριασμό της «Στέγης
Μακεδονικού Πολιτισμού». Η Ελλάδα, κατά το ΕΔΔΑ, παραβίασε το Άρθρο 11
(ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η υπόθεση αφορά την άρνηση εγγραφής του σωματείου “Στέγη
Μακεδονικού Πολιτισμού” από τα ελληνικά δικαστήρια από το 1990 μέχρι
σήμερα. Το ΕΔΔΑ ουσιαστικά διαπίστωσε τις ίδιες παραβιάσεις της ΕΣΔΑ από
την ελληνική δικαιοσύνη συμπεριλαμβανόμενου και του Αρείου Πάγου, που το είχαν
οδηγήσει στην πρώτη ανάλογη καταδίκη της Ελλάδας, στις 10 Ιουλίου 1998, στην
Υπόθεση Σιδηρόπουλος και Λοιποί κατά Ελλάδας (http://www.nsk.gov.gr/webnsk/pdf.jsp?fileid=30892428).
Σύμφωνα με την απόφαση, η Ελλάδα δεσμεύεται από τις Αρχές της
Κοπεγχάγης του ΟΑΣΕ που έχει υπογράψει να επιτρέπει την ίδρυση σωματείων από
άτομα που έχουν μειονοτική συνείδηση. Υπενθυμίζει δε το ΕΔΔΑ ανάλογη
απόφασή του καταδίκης της Ελλάδας για την απαγόρευση λειτουργίας του
Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης. Ας σημειωθεί πως ούτε την
απόφαση εκείνη σεβάστηκε η Ελλάδα με αποτέλεσμα να εκδικάζεται αυτή την εποχή
απο το ΕΔΔΑ νέα προσφυγή αυτού και άλλων δύο μειονοτικών σωματείων κατά της
Ελλάδας.
Η
ως άνω απόφαση στα γαλλικά είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΕΔΔΑ (http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-155822)
.
Ο
Εκπρόσωπος της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού Πέτρος Δήμτσης (ένας από τα επτά
άτομα της διοίκησης της Στέγης που είχαν προσφύγει και ατομικά στο ΕΔΔΑ)
δήλωσε:
“Δεκάδες χιλιάδες εθνικά
Μακεδόνες στην Ελλάδα βροντοφωνούν σήμερα “κι’ όμως υπάρχουμε!” Αν σέβονται τη
δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιοσύνη, πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ και
κοινωνία των πολιτών οφείλουν επί τέλους να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και
τη μακεδονική μειονότητα!”
Ο
Εκπρόσωπος του ΕΠΣΕ Παναγιώτης Δημητράς δήλωσε:
“Ελλάδα και Βουλγαρία έχουν -μόνες αυτές στην Ευρώπη-
το “προνόμιο” να έχουν καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ δύο φορές πρώτα για άρνηση
αναγνώρισης της μακεδονικής μειονότητας μέσα από την απαγόρευση λειτουργίας
συλλόγων της και στη συνέχεια ουσιαστικά για άρνηση εφαρμογής καταδικαστικών
αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Η δημοκρατία κρίνεται κυρίως από το σεβασμό των
δικαιωμάτων των μειονοτήτων και από τη συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις
ιδίως υπερνομοθετικών διεθνών δικαστηρίων. Είναι λοιπόν προφανές πως η δημοκρατία
στην Ελλάδα είναι βαριά άρρωστη.” (Σχετικό 03 Δελτίο τύπου του
Ελληνικού παρατηρητηρίου των συμφωνιών του Ελσίνκι και το πλήρες κείμενο της
απόφασης)
Περαιτέρω, οι
αναγνωρισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση ως Βόρειοι Μακεδόνες, (σύμφωνα με
πρόσφατο δημοσίευμα (Σχετικό 04) ζητούν την επανεξέταση της φερόμενης
γενοκτονίας των Μακεδόνων του Αιγαίου κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου
πολέμου καθώς και την φερόμενη βίαιη απέλαση 30.000 Μακεδόνων, με νόμο που
ψήφισε η τότε ελληνική κυβέρνηση για τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας σε
αυτά τα άτομα. Επίσης το «Μακεδονικό» δημοσίευμα επισημαίνει, ότι
δημεύτηκαν οι περιουσίες των απελαθέντων και ότι όλοι αυτοί οι νόμοι
εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Ότι η συμπεριφορά αυτή της Ελλάδος είναι
αντίθετη με την Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου των
Ηνωμένων Εθνών, καθώς και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το
ίδιο θέμα θέτει σε πρόσφατο δημοσίευμα (Σχετικό 05) ο δημοσιογράφος Νίκος
Χειλαδάκης, παρουσιάζοντας διαδηλώσεις των Βορειομακεδόνων κατά της
καταπιεστικής συμπεριφοράς των Ελλήνων στους αυτόχθονες Μακεδόνες. Οι
διαδηλωτές αναφέρουν ότι“Οι Έλληνες έδιωξαν από τις οικίες τους 1.000.000
άτομα, 300.000 «Μακεδόνες» δολοφονήθηκαν, εκ των οποίων 20.000 παιδιά, 600
χωριά κάηκαν από το 1912 έως το 1965”, αναφέρει σχετικό πλακάτ με
ασπρόμαυρες φωτογραφίες νεκρών. Από τα μεγάφωνα ακούγονται διάφορα πατριωτικά
τραγούδια για την απελευθέρωση της «Μακεδονίας του Αιγαίου».
Σύμφωνα
με έρευνα του δημοσιογράφου Χρήστου Νικολαϊδη, (Σχετικό 06), το εκπαιδευτικό
σύστημα του υπό αναγνώριση από την Ελλάδα κράτους της «Βόρειας
Μακεδονίας», καλλιεργεί επί δεκαετίες στους πολίτες του επεκτατικές
βλέψεις προς την Νότια Μακεδονία, οι οποίες είναι από δύσκολο έως απίθανο να
ανασταλούν με την υπογραφή μιας συμφωνίας περί απαγόρευσής τους.
Από
μια έρευνα του Πανελλήνιου συνδέσμου Ανδρών (Σχετικό 07), πλήρως τεκμηριωμένη
με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, προκύπτει ότι μεγάλο μέρος των Βορείων
Μακεδόνων, καλλιεργεί και επιδιώκει την με κάθε μέσο (ακόμη και εμπόλεμο) ένωση
της Βόρειας με τη Νότια Μακεδονία και τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού
Κράτους. Οι τάσεις αυτές, που κρατούν έναν αιώνα, είναι δύσκολο να ανακοπούν με
μία σύμφωνία μεταξύ των δύο χωρών περί απαγόρευσής τους. Δεδομένου μάλιστα
ότι η Ελλάδα στην προκειμένη περίπτωση είναι οικονομικά και στρατιωτικά
ανίσχυρη, ενώ το κράτος της «Βόρειας Μακεδονίας» έχει την πλήρη
υποστήριξη της Τουρκίας με στόχο τη δημιουργία ισλαμικού τόξου στα βόρεια
σύνορά μας, καθίσταται σχεδόν βέβαιο ότι η προσβαλλόμενη“Συμφωνία των
Πρεσπών” θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τον διαμελισμό τη χώρα
μας.
Αναλυτικά,
μία σειρά από ΤΡΙΑΝΤΑ λογικές και αναμενόμενες προβλέψεις των
επερχόμενων κινδύνων για τη χώρα και την Επικράτειά μας , που μόνο πλέον
το ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ καλούμενο «Συμβούλιο της Επικρατείας» μπορεί πλέον να
αποτρέψει, αποδεχόμενο ιδίως αυτόν τον Λόγο Ακυρώσεως μας , που αποτελεί και
κύριο λόγο της επικείμενης αίτησης Αναστολής μας έχει ως εξής:
Η
«Βόρειος Μακεδονία» εισέρχεται στο ΝΑΤΟ και πραγματοποιείται η επίσημη έναρξη
των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Οι «(Βορειο) Μακεδόνες» αποκτούν
ό,τι επιθυμούσαν από τους Έλληνες και πλέον μπορούν να είναι αδιάλλακτοι.
Η
Β. Μακεδονία αποκτά ΑΟΖ στον Θερμαϊκό και στο Αιγαίο. Αξιοποιούν πλήρως το
λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το οποίο και χρησιμοποιούν για τις εμπορικές τους
συναλλαγές, αποκτώντας ανεμπόδιστη έξοδο στη θάλασσα.
Όπως
έχει αποδείξει η ιστορία μας με το φασιστικό μόρφωμα της Τουρκίας, η ΝΑΤΟική
συμμαχία δεν εξασφαλίζει φιλικές σχέσεις.Η παραδοσιακή και ουσιαστική συμμαχία
Μακεδόνίας και Τουρκίας, προμηνύουν παρόμοιες εθνικές δοκιμασίες για την Ελλάδα
στα βόρεια σύνορα, σαν αυτές που αντιμετωπίζουμε στο Αιγαίο και τη Θράκη.
Το
επίθετο «Βόρεια» παύει να χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη. Είτε χάριν
συντομίας, είτε λόγω σκοπιμότητας, η βόρειος Μακεδονία γίνεταιη μία και
μοναδική, αληθινή Μακεδονία για τη διεθνή κοινότητα. Στα επίσημα
έγγραφα, ο σύνθετος προσδιορισμός διατηρείται ως βασικός μοχλός για την
επίτευξη των αλυτρωτικών και ιμπεριαλιστικών στόχων των Μακεδόνων.
Σύλληψη
Ελλήνων πολιτών που διαμαρτύρονται την αρχή του τέλους της ελληνικής
Μακεδονίας. Από το σημείο αυτό κάμπτεται κάθε μορφή αντίστασης.
Μετονομασία
αεροδρομίου «Μακεδονία» σε «Νίκος Γκάλης». Αντίστοιχη μετονομασία σταθμών,
δημοσίων κτιρίων, μνημείων και οδών.
Αναθεώρηση
του Συντάγματος της Μακεδόνιας. Με την υποστήριξη και ενθάρρυνση
Τουρκίας, ΗΠΑ, και Γερμανίας, το γειτονικό κράτος μετονομάζεται με μονομερή
απόφαση σε «Μακεδονία», στα πρότυπα της Υπεριορδανίας, που το
1949 μετονομάστηκε σε Ιορδανία.
Οικειοποίηση
και ενσωμάτωση ( INTEGRATION )αρχαίων Μακεδονικών συμβόλων (Ήλιος
Βεργίνας, κτλ.) και ηρώων (Φίλιππος, Μ. Αλέξανδρος, κτλ.) από τους
«Μακεδόνες». Πλέον τα εν λόγω σύμβολα και οι προσωπικότητες δεν
αναγνωρίζονται ως Ελληνικά, αλλά ως «Μακεδονικά».
Οι
Μακεδόνες με την ευγενή συνδρομή της Τουρκίας, ανασύρουν μέσω οθωμανικών
αρχείων περιουσίες που ανήκουν σε απελαθέντες από τη χώρα μας προγόνους τους,
με απώτερο σκοπό την νομική τους διεκδίκηση στις «σκλαβωμένες» περιοχές της
Μακεδονίας, που βρίσκονται εντός ελληνικού εδάφους.
Δικαίωση
“Μακεδόνων” πολιτώναπό
διεθνή και εγχώρια δικαστήρια.
Εποικισμοί
«Μακεδόνων” της διασποράς εντός Ελληνικού εδάφους.
Η
αναγνώριση «Μακεδονικής ιθαγένειας» από την Ελλάδα δημιουργεί μια νέα
«Μακεδονική εθνική ταυτότητα». Αναγνώριση από την Μακεδονία «Μακεδονικής
μειονότητας» εντός της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, οι Μακεδόνες ξεκινούν να
μιλούν για αδικημένους ομοεθνείς τους «Μακεδόνες» εντός της Ελληνικής
επικράτειας.
Δημιουργία
«Μακεδονικού θέματος» από τους Μακεδόνες για υποτιθέμενη καταπίεση των ομοεθνών
τους στην Ελλάδα και μη σεβασμού των ειδικών μειονοτικών δικαιωμάτων τους από
την Ελληνική κυβέρνηση. Προώθηση του «Μακεδονικού» ζητήματος σε διεθνείς
όpγανισμούς, φορείς και φόρα.
Άσκηση
πιέσεων στην Ελλάδα από τη Μακεδονία, τους συμμάχους, και υποστηρικτές τους
(και όσους βρίσκονται από πίσω) για αναγνώριση Μακεδονικής μειονότητας εντός
Ελλάδος,
για δημιουργία Μακεδονικών πολιτιστικών σωματείων (με αντίστοιχη διεξαγωγή
εκδηλώσεων), σχολείων και διδαχή της αναγνωρισμένης από την Ελλάδα «Μακεδονικής
γλώσσας».
Άσκηση
πιέσεων στην Ελλάδα από τη Μακεδονία, τους συμμάχους, και υποστηρικτές τους
(και όσους βρίσκονται από πίσω) γιασυνδιαχείριση της Μακεδονικής
πολιτιστικής κληρονομιάς, μνημείων, μουσείων και αρχαιολογικών χώρων εντός της
Ελληνικής επικράτειας. Ξεκινάει η συνδιαχείριση με κοινά διοικητικά συμβούλια
και επιμερισμό τουριστικών εσόδων σε Βεργίνα, Δίον, Φιλίππους, Πέλλα,
Αμφίπολη, κτλ.
Με
«σεβασμό» στην «Μακεδονική μειονότητα»,ξεκινάει η εμφάνιση δίγλωσσων
πινακίδων στις πόλεις της Ελληνικής περιφέρειας της Μακεδονίας, δηλαδή στα
Ελληνικά και στην αναγνωρισμένη από την Ελλάδα «Μακεδονική γλώσσα»(π.χ.
Δράμα – Драма, Φλώρινα – Лерин, Σέρρες – Сер και Θεσσαλονίκη – Солун). Το ίδιο
με βεβαιότητα θα συμβαίνει και στις δημόσιες ιστοσελίδες της περιοχής και
τα δημόσια έγγραφα.
Ξεκινούνπεριοδείες
του «Μακεδόνα» Πρωθυπουργού στη Φλώρινα, Σέρρες, κτλ. δίνοντας ομιλίες σε
φορείς, σωματεία και σχολεία της «Μακεδονικής μειονότητας» αποκαλώντας τους
«αδέρφια» του, όπως ακριβώς κάνει σήμερα ο Ερντογάν στη Θράκηαποκαλώντας
τους Έλληνες μουσουλμάνους, «Τούρκους» και «αδέρφια» του, με την ανοχή και
υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης.
Ο
Μακεδόνας Πρωθυπουργός εγκαινιάζειπροξενείο της «Μακεδονίας» και στη Δυτική
Ελληνική Μακεδονία, το οποίο θα εδρεύει στην Κοζάνη.
Από
το κεντρικό Μακεδονικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, το οποίο σταδιακά
μεταμορφώνεται σε δεύτερη Πρεσβεία της Μακεδονίας, ο Μακεδόνας Πρωθυπουργός κανονίζει
τα ραντεβού του με ντόπιους Έλληνες βουλευτές και τους αποκαλεί μπροστά στις
κάμερες «δικούς του» και «φωνή των αληθινών Μακεδόνων στο Ελληνικό
κοινοβούλιο».
Αναγνώριση
και υποδοχή του Μακεδόνα Πρωθυπουργού στην Ελληνική περιφέρεια της
Μακεδονίας με υποδοχές και τιμές εγχώριου πρωθυπουργού, με την ανοχή
και υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης.
Κατηγορία
Μακεδονίας κατά της Ελλάδας για ιστορική εθνοκάθαρση κατά της «Μακεδονικής
μειονότητας»,
εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία.
Αναγνώριση
της γενοκτονίας από την Ελλάδα. Οι Μακεδονομάχοι Παύλος Μελάς, Κώττας
Χρήστου, κ.ά. χαρακτηρίζονται εγκληματίες πολέμου και καταδικάζονται μετά
θάνατον. Αποκαθήλωση μνημείων και προτομών από Κρήτη, Μάνη, κτλ.
Η
Ελλάδα αναγκάζεται να αποζημιώσει τη Μακεδονία και τη Μακεδονική
μειονότητα για
τα διεθνή μας εγκλήματα.
Μακεδονικήοικειοποίηση
Μακεδονικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών(Αριστοτέλης,
Πτολεμαίος, Αμερίας, Ερμαγόρας, Μαρσύας, Ποσείδιππος, κτλ.). Μετάφραση και
προώθηση βιβλίων Μακεδόνων φιλοσόφων και επιστημόνων στην «καθαρή» και
«πρωτότυπη» τους γλώσσα, την αναγνωρισμένη από την Ελλάδα ως Μακεδονική γλώσσα,
(Πολιτικά, Ηθικά Νικομάχεια, κτλ.).
Αλλαγή
και αναθεώρηση Ελληνικών διδακτικών βιβλίων και σχολικών εγχειριδίων για την
ιστορική αναγνώριση όλων των ανωτέρω, καθ’ υπόδειξη της Κοινής Διεπιστημονικής
Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων.
Ξεκινάειεκ
των έσω εκστρατεία επανένωσης της «Μακεδονίας του Αιγαίου» (πρώην Ελληνική
περιφέρεια Μακεδονίας) με την ιστορική «Μακεδονία» (πρώην Σκόπια).
Άσκηση
πιέσεων στην Ελλάδα από τη Μακεδονία, τους συμμάχους, και υποστηρικτές τους
(και όσους βρίσκονται από πίσω) για διενέργεια δημοψηφίσματος στα πρότυπα
της Κριμαίας για «επανένωση».
Ιδρύεται
εν μέσω πανηγυρισμών η «Μεγάλη Μακεδονία», με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη
και πραγματοποιείται η απελευθέρωση των «Μακεδονικών κατεχόμενων» πόλεων από
την φασιστική Ελλάδα.
Διαμελισμός
του Ελληνισμού σε Μακεδόνες του Βορρά, Ισλαμοθράκες, Κρήτες του Νότου,
Ενετοεπτανήσιους, διασκορπισμένους Πόντιους, Έλληνες της Αττικής κτλ., μετά την
περισυλλογή λαών και φυλών μεταναστών στην Ελληνική ανατολική λεκάνη της
Μεσογείου.
Διάλυση
ολοκληρωτική του Ελληνικού κράτους.
Συνεπώς,
ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει
παραδεκτός και κατ’ ουσίαν αποδεκτός από το Δικαστήριό Σας.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ
(άρθρων 26 και 36 του Συντάγματος)
Ο τρίτος λόγος αποτελεί
και εμφαντική προέκταση του πρώτου λόγου, ενισχύοντάς τον δια της
αποδείξεως ότι η κυβέρνηση κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας κατά
παράβαση των ορισμών του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά παράβαση
της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Σύμφωνα
με το άρθρο 26 Σ, “1. H νoμoθετική λειτoυργία ασκείται από τη Boυλή και τoν
Πρόεδρo της Δημoκρατίας. 2. H εκτελεστική λειτoυργία ασκείται από τoν Πρόεδρo
της Δημoκρατίας και την Kυβέρνηση.” Στην προκειμένη περίπτωση, η
προσβαλλόμενη “συμφωνία των Πρεσπών”, αποτελεί νομοθετικό έργο, που
εσφαλμένα και μάλλον δόλια για την αποφυγή της άσκησης της παρούσας αίτησης
ακυρώσεως παρουσιάζεται ως “κυβερνητικό”.Συγκροτείται από άρθρα
και παραγράφους που αποτελούν διατάξεις, δεσμευτικές για τις μελλοντικές
κυβερνήσεις, τη δικαστική εξουσία και τον ελληνικό λαό. Βέβαια οι διατάξεις
γίνονται δεσμευτικές (με ισχύ νόμου) μετά την κύρωσή τους από τη Βουλή, στην
προκειμένη περίπτωση όμως, η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν
νομοθετούν, αλλά θα κληθούν μελλοντικά να εκτελέσουν ένα ολοκληρωμένο
κυβερνητικό νομοθέτημα!
Σε κάθε αντιπροσωπευτική
δημοκρατία ο λαός αναδεικνύει περιοδικά τους εκπροσώπους του στη Βουλή και, δι’
αυτής, την κυβέρνηση. Η βούλησή του της εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίηση
στις αποφάσεις που λαμβάνει, γι’ αυτό και είναι χρήσιμο να εκφράζεται όχι μόνο
με τη διενέργεια γενικών εκλογών, αλλά και με προσφυγή σε
δημοψήφισμα.
Τότε
το εκλογικό σώμα καλείται να εκφράσει την προτίμησή του σε συγκεκριμένο ζήτημα
που απασχολεί την κοινωνία, διαμορφώνοντας έτσι δεσμευτικά ή επηρεάζοντας
αποφασιστικά τις επιλογές της κυβέρνησης. Το δημοψήφισμα είναι
θεσμός άμεσης και, εν πολλοίς, συμμετοχικής δημοκρατίας και με την ενεργοποίησή
του ενισχύεται η πολιτική συμμετοχή, τονώνεται η αντιπροσώπευση, διευρύνεται η
δημοκρατία και εμβαθύνεται η λαϊκή κυριαρχία.
Στο
Σύνταγμά μας, όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 1985/1986, προβλέπονται
δύο τύποι δημοψηφίσματος. Το πρώτο αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα, προεχόντως
σχετικό με την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα. Για τη
διεξαγωγή του απαιτείται πρόταση της κυβέρνησης και απόφαση της απόλυτης
πλειοψηφίας των βουλευτών. Ο άλλος τύπος δημοψηφίσματος κατοχυρώθηκε στην αναθεώρηση
του 1985/1986. Αφορά ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα,
με εξαίρεση τα δημοσιονομικά. Για την προκήρυξή του απαιτείται πρόταση των 2/5
και αποδοχή της από τα 3/5 του συνόλου του βουλευτών.
Αν
και ο συντακτικός νομοθέτης δεν παρέχει ρητά σχετική εξουσιοδότηση στον κοινό
νομοθέτη, η ψήφιση εκτελεστικού νόμου είναι απαραίτητη, προκειμένου να
εξειδικευτούν οι συνταγματικοί ορισμοί. Όταν ακόμη προβλέπονταν
δημοψήφισμα μόνο για κρίσιμα εθνικά θέματα, θεσπίστηκε ο ν. 350/1976. Έκτοτε και
παρά τη συνταγματική κατοχύρωση ενός ακόμη τύπου του, δεν προωθήθηκε η αναγκαία
νομοθετική ρύθμιση. Έτσι, η προσφυγή σε δημοψήφισμα, παρά την αναγκαιότητά του,
συναντά σοβαρά εμπόδια περιορίζοντας τον θεσμό της δημοκρατίας.
Εναλλακτικά,
το 2013, ανακοινώνεται από το Υπουργείο διοικητικής ανασυγκρότησης, το “Εθνικό
σχέδιο δράσης ανοιχτής διακυβέρνησης”. Το Σχέδιο Δράσης διαμορφώθηκε μέσα από
διάλογο και συνεργασία με τους κοινωνικούς φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς και
τις Ανεξάρτητες Αρχές και βασίζεται σε τρείς άξονες:
•
Δημόσια
συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, με διεύρυνση θεσμών όπως το open.gov
•Διαφάνεια και λογοδοσία
• Ανοιχτή διάθεση της δημόσιας πληροφορίας
Οι
προτάσεις δημόσιων φορέων και φορέων της Κοινωνίας των πολιτών συζητήθηκαν
και εξειδικεύτηκαν σε τρία θεματικά εργαστήρια στο ΕΚΔΔΑ (30 Ιανουαρίου,
6 και 13 Φεβρουαρίου). Στη συνέχεια, το νέο εθνικό Σχέδιο Δράσης υποβλήθηκε
στην αντίστοιχη διεθνή πρωτοβουλία του ΟΗΕ για την Ανοικτή Διακυβέρνηση (Open
Government Partnership), στις 30 Μαρτίου του 2014.
Έκτοτε,
κάθε σχέδιο νόμου, αναρτάται ηλεκτρονικά σε δημόσια διαβούλευση, προκειμένου να
εκφραστεί η βούληση του λαού, ώστε να εξασφαλιστεί η πολιτική νομιμοποίηση των
αποφάσεων που λαμβάνει η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία. Το εκλογικό σώμα
καλείται να εκφράσει την προτίμησή του σε συγκεκριμένο ζήτημα που απασχολεί την
κοινωνία, διαμορφώνοντας έτσι δεσμευτικά ή επηρεάζοντας αποφασιστικά τις
επιλογές της κυβέρνησης. Στη συνέχεια το σχέδιο νόμου επεξεργάζεται από την
επιστημονική επιτροπή της βουλής, με τη συμμετοχή ειδικών όταν αφορά
εξειδικευμένο επιστημονικό θέμα, και δίδεται στη βουλή προς κύρωση.
Στην
περίπτωση όμως της “συμφωνίας των Πρεσπών”, δεν ακολουθήθηκε η ανωτέρω
δημοκρατική διαδικασία. Ούτε δημοψήφισμα έγινε, παρά το γεγονός ότι πρόκειται
για σοβαρό εθνικό θέμα, ούτε τέθηκε η συμφωνία σε δημόσια διαβούλευση, ούτε
επεξεργάστηκε από ειδικούς, παρά το γεγονός ότι διαπραγματεύεται ειδικά
επιστημονικά θέματα. Για παράδειγμα, το αν μία σλάβικη γλώσσα
είναι “Μακεδονική”, πρέπει να απαντηθεί από γλωσσολόγους, και το αν ένας
σλάβικος λαός είναι “Μακεδονικός”, πρέπει να απαντηθεί από εθνολόγους. Διότι ο
υπουργός εξωτερικών με τις γνώσεις που διαθέτει, δεν μπορεί να έχει άποψη για
τα ανωτέρω θέματα, ούτε δικαιούται να μας επιβάλλει με νόμο, την
αντιεπιστημονική και ατεκμηρίωτη άποψή του.
Στην
προκειμένη περίπτωση, αντί για την κυβέρνηση και τη νομοθετική εξουσία,
δημόσια διαβούλευση έκαναν αυτοβούλως οι πολίτες, οι απόψεις τους όμως δεν
εισακούσθηκαν. Συγκεκριμένα, στις 18-3-2018, Η Πανελλήνια Ομοσπονδία
Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων διοργάνωσε, υπό την αιγίδα του Δήμου
Καστοριάς, στην Καστοριά δημόσια διαβούλευση για το θέμα της στάσης
της Ελλάδας σχετικά με την ονομασία του κράτους των Σκοπίων. Πήραν μέρος πολιτικοί
και οι κοινωνικοί φορείς των Νομού Καστοριάς (Σχετ. 08) Παρομοίως, δημόσια
διαβούλευση για το ίδιο θέμα διοργανώθηκε στις Σέρρες, την Κυριακή 28-1-2018,
(Σχετ. 08) και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Δημόσια
διαβούλευση διοργανώθηκε και στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία τοποθετήθηκε
δημοσίως με δελτίου τύπου στις 28-3-2018, για το θέμα παραχώρησης του ονόματος
“Μακεδονία” ως
εξής:
“Η Ακαδημία Αθηνών,
κρίνοντας, εν επιγνώσει της επιστημονικής αποστολής της, ότι η οριστική επίλυση
του θέματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ είναι εφικτή εφόσον και μόνον βασιστεί στην
επακριβή στάθμιση των πραγματικών δεδομένων, διατυπώνει τεκμηριωμένη, δημόσια
ήδη, την άποψή της. Θεωρεί, εξ άλλου, ότι αποτελεί ευτυχές γεγονός ότι η
ανάδειξη της επιστημονικής αλήθειας, όχι μόνο είναι συμβατή με την πραγματική
κατάσταση, αλλά και προσφέρεται για να συμβάλει στη διασφάλιση της σταθερότητας
και της ειρήνης σε μια περιοχή σκληρά δοκιμασμένη κατά το απώτερο και το
πρόσφατο παρελθόν…. Η τυχόν απόδοση του ονόματος αυτού σε ένα ανεξάρτητο
κράτος, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό που να αντανακλά σαφώς τις γεωγραφικές
και ιστορικές αυτές πραγματικότητες, συνεπάγεται τον κίνδυνο να διεκδικήσει το
συγκεκριμένο κράτος, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, τη χρήση του όρου
«Μακεδονία» ή των παραγώγων του στην ιστορία, τον πολιτισμό, τις
εκδηλώσεις της καθημερινής πολιτικής και κοινωνικής ζωής κλπ….”(Σχετ. 09 )
Εκ
των ανωτέρω, και πολλών παρεμφερών στοιχείων προκύπτει, ότι οι πολίτες
υποκαθιστούν τη νομοθετική εξουσία, η οποία παραλείπει να εκτελέσει δημοκρατικά
το έργο της, διότι αφ’ ενός παραλείπει να οργανώσει δημόσια διαβούλευση και αφ’
ετέρου αναθέτει το νομοθετικό της έργο στην κυβέρνηση. Η δε κυβέρνηση, όχι
μόνον νομοθέτησε σχεδιάζοντας και υπογραφοντας τη “συμφωνία των Πρεσπών” απουσία
της νομοθετικής εξουσίας, των επιστημονικών επιτροπών και του λαού, αλλά προέβη
και στον χαρακτηρισμό της πράξης της αυτής ως “κυβερνητικής πράξης” που χαίρει
δικαστικής ασυλίας!
Περαιτέρω, δια της
υπογραφής της “συμφωνίας των Πρεσπών” από την κυβέρνηση, προκύπτει υπέρβαση
εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 36 του Συντάγματος, που ορίζει τις εξουσίες,
την ευθύνη και τις πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας στην περίπτωση σύναψης
διεθνών συνθηκών.
Συνεπώς,
ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει
παραδεκτός και κατ’ ουσίαν αποδεκτός από το Δικαστήριό Σας.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ:
ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ,
ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΣΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ.
Με
την ήδη προσβαλλόμενη «συμφωνία των Πρεσπών», η ελληνική κυβέρνηση
παραχωρεί το όνομα“Μακεδονία”, τη “Μακεδονική γλώσσα” και
την “Μακεδονική ιθαγένεια”, που ανήκουν στους πολίτες της
ελληνικής Μακεδονίας, στους Σλάβους. Η παραχώρηση αυτή γίνεται δίχως λόγο,
είναι αβάσιμη επιστημονικά και μη επανορθώσιμη και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί
και για τον λόγο αυτό. Η Μακεδονία κατά το παρελθόν, ήταν κράτος. Ένα κράτος
που υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους, στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος «Βυζαντινή
Αυτοκρατορία», στους Οθωμανούς και πλέον ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος του
στο νεοελληνικό κράτος. Το νεοελληνικό κράτος οφείλει να προστατεύσει και τα
δικαιώματα των αυτοχθόνων Μακεδόνων, ή όσων θα μπορούσαν στο παρόν και στο
μέλλον με βάση γεωπολιτικές και μάλλον απευκταίες πολεμικές ή πολιτικές εξελίξεις,
οφείλει να προστατεύσει το δικαίωμά τους να κατέχουν το όνομά τους “Μακεδονία”,
τη γλώσσα τους και την ιθαγένειά τους. Στην παρούσα φάση, η Μακεδονία (κατά το
μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στην Ελλάδα) αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι η
κατάσταση αυτή δεν θα μεταβληθεί. Ήδη, κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου
ακύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, πιθανολογήθηκε ότι η Ελλάδα διακυβεύει
με την υπό κρίση προς ακύρωση Συμφωνία των Πρεσπών τον κίνδυνο διαμελισμού της,
αφού δυστυχώς είναι πιθανόν ότι συχνά διοικείται από ανθέλληνες. Πιθανόν διότι
αυτό αποτελεί σχέδιο των μεγάλων δυνάμεων. Πιθανόν από αφέλεια. Ανεξάρτητα από
την αιτία, ο κίνδυνος διαμελισμού είναι ορατός. Ενδέχεται λοιπόν κατά το
μέλλον, πάντα υπό τυχόν έκτακτες πολιτικές ή άλλες γεωπολιτικές συνθήκες η
ελληνική Μακεδονία να διεκδικηθεί είτε η ομοσπονδιοποίησή της (όπως είναι τα
σύγχρονα ανεπτυγμένα Κράτη της Γερμανίας, της Αυστρίας, του Καναδά, των Η.Π.Α.,
της Αυστραλίας κ.λ.), είτε ακόμη και το θεωρητικό ενδεχόμενο να διεκδικηθεί από
μία ελληνικής αντίληψης «Λέγκα του Βορρά», όπως κατά καιρούς έχει διεκδικήσει
το Ιταλικό συγκυβερνών σήμερα κόμμα για την Ιταλία, να γίνει ανεξάρτητο κράτος.
Στην περίπτωση αυτή όμως θα διαπιστωθεί, ότι η Ελληνική Μακεδονία δεν θα έχει
όνομα, καθώς και ότι δεν θα μπορεί να ονομαστεί Μακεδονία, ότι δεν θα μπορεί να
ονομάσει τη γλώσσα του “Μακεδονική” και ότι δεν θα μπορεί να αποδώσει στους
πολίτες του την Μακεδονική ιθαγένεια, διότι το ελληνικό κράτος, τα ονόματα αυτά
τα έχει παραχωρήσει με την υπό κρίση προς ακύρωση διοικητική πράξη στους
Σλάβους.
Το
όνομα “Μακεδονία”, ως όνομα κράτους, η “Μακεδονική γλώσσα” και η “Μακεδονική
ιθαγένεια”, είναι στοιχεία αμιγώς ελληνικά, που θα έπρεπε να ανήκουν σε όλους
τους Έλληνες, και φυσικά δεν ανήκουν στους Σλάβους, όπως επιχειρεί η
προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, αλλά θα μπορούσαν να ανήκουν αποκλειστικά σε
όσους θα μπορούσαν να διατείνονται ότι είναι αυτόχθονες κατοίκους της ελληνικής
Μακεδονίας. Κι αυτό διότι η ελληνική Μακεδονία ήταν στο παρελθόν κράτος, με
δικό του όνομα, γλώσσα και ιθαγένεια, και δεν αποκλείεται με τις σύγχρονες
συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της καταστροφής των εθνικών κρατών, αλλά και
τα αντίρροπα αιτήματα (όπως της Καταλονίας ή της Σκωτίας) να διεκδικήσει να
ξαναγίνει κράτος. Το γεγονός ότι στην παρούσα φάση, το νεοελληνικό κράτος ασκεί
κυριαρχία στην ελληνική Μακεδονία, δεν σημαίνει ότι δικαιούται να στερήσει, με
την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, από τυχόν εμφανιζόμενους ως αυτόχθονες
Μακεδόνες, στοιχεία που δικαιωματικά τους ανήκουν, όπως το όνομα της χώρας
τους, της γλώσσας τους και της ιθαγένειάς τους. Απεναντίας, οφείλει να
προστατεύσει τα δικαιώματα των αυτόχθονων Μακεδόνων, μεταξύ των οποίων το
δικαίωμά τους στην αναγνώριση της ιστορίας τους, την αναγνώριση δηλαδή ότι ήταν
κατά το παρελθόν κράτος, με δικό του όνομα, γλώσσα και ιθαγένεια.
Σύμφωνα
με τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων
Πληθυσμών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με το Ψήφισμα 61/295 της
13ης Σεπτεμβρίου 2007, ισχύουν τα εξής:
Οι
τυχόν παρουσιαζόμενοι ως αυτόχθονες κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας, που,
κατά πληροφορίες μας και όπως θα αποδείξουμε στην συζήτηση της παρούσας,
συγκεντρώνουν τα στοιχεία που απαιτούνται, για να χαρακτηριστούν δικαιούχοι των
δικαιωμάτων που προβλέπονται από την ανωτέρω Διακήρυξη, διότι:
Κατοικούσαν
στην περιοχή τους, πριν αυτή κατακτηθεί από το νεοελληνικό κράτος. Με βάση
τη σημερινή υπόστασή τους, ανήκουν στην κατηγορία των “εξαφανισμένων
πληθυσμών”, διότι προηγήθηκαν γενοκτονίες και εκτοπίσεις (από Ρωμαίους,
Σλάβους, Οθωμανούς, και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και από νεοέλληνες, ιδίως
κατά τον εμφύλιο πόλεμο) και επειδή τα περισσότερα μέλη τους αφομοιώθηκαν από
την κυρίαρχη κουλτούρα του κράτους στο οποίο πλέον ανήκουν. Βάσει αυτών, οι
πολίτες της ελληνικής Μακεδονίας που νοιώθουν και δηλώνουν αυτόχθονες,
δικαιούνται τα οριζόμενα από τις παρακάτω διατάξεις της Διακήρυξης του Ο.Η.Ε.
Ειδικότερα,
σύμφωνα με το άρθρο 3, οι αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 6, κάθε αυτόχθοναςέχει το δικαίωμα
στην ιθαγένεια, σύμφωνα με το άρθρο 8§§1 και 2 περ. α΄, οι αυτόχθονες
πληθυσμοί και τα αυτόχθονα άτομα έχουν το δικαίωμα να μην αναγκάζονται σε
αφομοίωση ή καταστροφή του πολιτισμού τους,ενώ τα Κράτη θα διαθέτουν
αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την πρόληψη και την αποκατάσταση κάθε
ενέργειας που έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα το να τους στερήσει την
ακεραιότητά τους, ως διαφορετικά ανθρώπινα όντα, ή να τους στερήσει τις
πολιτιστικές τους αξίες και τα εθνικά τους χαρακτηριστικά.
Περαιτέρω,
σύμφωνα με το άρθρο 13§1, οι αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν το δικαίωμα να
ξαναζωντανεύουν, να χρησιμοποιούν, να αναπτύσσουν και να μεταδίδουν στις
επόμενες γενιές τις ιστορίες, τις γλώσσες, τις προφορικές
παραδόσεις, τη φιλοσοφία, τη γραφή και τη λογοτεχνία τους, όπως και να
επιλέγουν και να διατηρούν τα δικά τους ονόματα για τις
κοινότητες, τους τόπους και τα πρόσωπα, και τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 33§1, οι
αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν το δικαίωμα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους ή
του που ανήκουν, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Αυτό δεν
επηρεάζει το δικαίωμα των αυτοχθόνων να αποκτούν την ιθαγένεια του Κράτους στο
οποίο ζουν.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι:
Επειδή
το νεοελληνικό κράτος, ονομάζει τυχόν αυτόχθονες Μακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας
“Έλληνες”, ονομάζει τη γλώσσα τους “ελληνική”, θεωρεί τον πολιτισμό τους
ταυτόσημο με τον νεοελληνικό και τους αποδίδει την ελληνική ιθαγένεια, δεν
μπορεί να τους στερήσει στο μέλλον το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητάς
τους, δηλαδή το δικαίωμα να ονομάζονται “Μακεδόνες”, να ονομάζουν τη γλώσσα
τους “Μακεδονική” καθώς και να διεκδικήσουν μελλοντικά (σε περίπτωση τυχόν
διοικητικής αναδιάταξης, κατά τα προαναφερθέντα, του νεοελληνικού κράτους) την
Μακεδονική ιθαγένεια.
Στην
προκειμένη περίπτωση όμως, με την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, το
νεοελληνικό κράτος στερεί από τυχόν αυτόχθονες Έλληνες Μακεδόνες τα ανωτέρω
δικαιώματα, διότι τα παραχώρησε και μάλιστα με δικαίωμα αποκλειστικότητας σε
Σλάβους.
Συνεπώς,
ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει
παραδεκτός και κατ’ ουσίαν αποδεκτός από το Δικαστήριό Σας.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡ. 1 ΤΟΥΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Το
άρθρο 2 παρ1 Σ κατοχυρώνει την αξία του ανθρώπου σε εθνικό επίπεδο ορίζοντας «Ο
σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική
υποχρέωση της πολιτείας».
Συναφής
είναι και η διάταξη του άρθρου 106 παρ2 που ορίζει τα εξής: «Η ιδιωτική
οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας
και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».
Επίσης
ιδιαίτερα σημαντική είναι η διεθνής συνταγματική κατοχύρωση της διάταξης, όπως
αυτή εντοπίζεται στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου: «…Επειδή η αναγνώριση της αξιοπρέπειας που είναι σύμφυτη σε όλα
τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, καθώς και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων
δικαιωμάτων τους αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της
ειρήνης στον κόσμο»καθώς και στο προοίμιο του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Η Ένωση, έχοντας επίγνωση της
πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς της, εδράζεται στις αδιαίρετες και
οικονομικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας
και της αλληλεγγύης. Ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους
δικαίου». Παράλληλα στο άρθρο 1 του Πρώτου Κεφαλαίου αναφέρεται κατά
τρόπο πιο συγκεκριμένο«Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει
να είναι σεβαστή και να προστατεύεται».
Τέλος
πανηγυρική αναγνώριση της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συναντάται και
στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα: «Τα
Συμβαλλόμενα κράτη στο παρόν Σύμφωνο… λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις
αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας και
των ίσων και αναφαίρετων δικαιωμάτων όλων των μελών της ανθρώπινης κοινωνίας
αποτελεί τη βάση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο …»,
ενώ στο άρθρο 10 του προκείμενου συμφώνου:«Κάθε πρόσωπο που στερείται της
ελευθερίας του αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και σεβασμό της εγγενούς
ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Από
τη θέση της ως άνω διάταξης μέσα στο σύστημα στο οποίο είναι οργανωμένο το
Σύνταγμα, αλλά και από το περιεχόμενο της, όπως αυτό προκύπτει μέσα από μια εννοιολογική
προσέγγιση συνάγεται ότι πρόκειται για μια θεμελιώδη συνταγματική αρχή, η οποία
αποτελεί τη βάση για να προχωρήσουμε στην ερμηνεία των άλλων συνταγματικών
διατάξεων ή των κοινών νόμων. Αντιστοίχως σε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις
προσδίδεται αυτόνομη αξία στην αρχή αυτή, έτσι ώστε να αποτελέσει το κριτήριο
για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής ρύθμισης ή κοινωνικής
συμπεριφοράς. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά εκεί «το άρθρο 2 παρ1Σ
δεν θεσπίζει δικαίωμα, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου».
Το
περιεχόμενο της αρχής έγκειται κυρίως στην απαίτηση να μην υποβιβάζεται ο
άνθρωπος, ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος σε αντικείμενο, σε απλό μέσο για την
εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπών, σε αντικαταστατό τελικά μέγεθος»
Αναφερόμενος
στη διαφορά της διατυπώσεως ο κ. Εισηγητής της πλειοψηφίας είπε στη Βουλή: «Η
διατύπωσις του Σχεδίου είναι νομίζω περιεκτικωτέρα αναφερόμενη εις την καθόλου
αξίαν του ανθρώπου». Δεν είναι ωστόσο η «καθόλου», δηλαδή η
οποιαδήποτε αξία του ανθρώπου εκείνο το οποίο ενδιαφέρει και εννοείται πράγματι
εδώ, αλλά η ποιοτικώς διαφέρουσα, εκείνη που μόνο σε αυτόν υπάρχει και που τον
διαφοροποιεί από οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη ξεπηδώντας από την ίδια την ουσία του.
Αυτό ακριβώς, όμως, αποδίδεται με τον προσφυέστερο όρο «αξιοπρέπεια»–
κάτι που φέρεται αποκλειστικά από τον ίδιο τον άνθρωπο. «Αξιοπρέπεια»του
ανθρώπου σημαίνει: Πρέπει αξία στον άνθρωπο, γιατί μόνον αυτός είναι
πραγματικός ή δυνητικός φορέας συνειδήσεως έχοντας σαν τέτοιος την αξίωση και
την ευθύνη να αποφασίζει συνειδητά για τη στάση του στον κόσμο, για τις πράξεις
του και τις αντιδράσεις του.
Πρόσφατη
απόφαση του ΑΠ, η 40/1998, έκρινε ότι «στην αξία του ανθρώπου
περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα
τιμής και κοινωνική αναγνώριση υπόληψης, ενώ ένας έμμεσος
προσδιορισμός της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας…».
Εν
προκειμένω με την υπό κρίση προσβαλλόμενη πράξη συντρέχει κατάφωρη παραβίαση
των συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 2 Συντάγματος καθώς επέρχεται μείωση της
αξίας και προσβολή της προσωπικότητας των Μακεδόνων Ελλήνων λόγω της αφαιρέσεως
ουσιώδους στοιχείου της πολιτιστικής τους ταυτότητας, δηλαδή της ίδιας της
ονομασίας τους.
Συνεπώς,
ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει
παραδεκτός και κατ’ ουσίαν αποδεκτός από το Δικαστήριό Σας.
Δ. ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
α)
Της πρώτης από εμάς
Το
έννομο συμφέρον της πρώτης από εμάς κίνησης και των μελών της, προκύπτει από το
άρθρο 4 του καταστατικού της, (Σχετικό 10) όπου ορίζεται ο σκοπός. Σκοπός της
εταιρίας είναι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου πανελλήνιου δικτύου στην υπηρεσία
των Ελλήνων πολιτών, αφοσιωμένου στην προστασία και υποστήριξη των ατομικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων τους… Στην προκειμένη περίπτωση, στοιχειοθετείται
επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος από την κυβέρνηση, και κύριο δικαίωμα των
μελών της “κ.α.π.α” που πρέπει να υποστηριχτεί, είναι το οριζόμενο δια του
άρθρου 120&4 του Συντάγματος, ως θεμελιώδες δικαίωμα και υποχρέωση τήρησης
του Συντάγματος, που επαφίεται στους πολίτες που διαθέτουν πατριωτισμό. Βάσει
αυτής της διάταξης, κάθε πολίτης που διαθέτει πατριωτισμό, δικαιούται και
οφείλει να αγωνιστεί με κάθε μέσο για την τήρηση του Συντάγματος. Κατά
συνέπεια, σε κάθε περίπτωση παραβίασής του από την κυβέρνηση ή τη νομοθετική
εξουσία, γεννάται το έννομο συμφέρον των πολιτών να αντισταθούν, με κάθε
πρόσφορο μέσο, ένα εκ των οποίων είναι η προσφυγή στη δικαιοσύνη.
Περαιτέρω,
πολλά από τα μέλη της κ.α.π.α. (κατατίθεται ως σχετικό έγγραφο πίνακας των
μελών μας), είναι και δηλώνουν “Αυτόχθονες Έλληνες Μακεδόνες”και διεκδικούν το
δικαίωμά τους να κατέχουν κατ’ αποκλειστικότητα το όνομα “Μακεδονία” για τον
τόπο τους, το επίθετο “Μακεδονική” για τη γλώσσα τους και το δικαίωμα απόκτησης
της Μακεδονικής ιθαγένειας σε ενδεχόμενη μελλοντική χρήση. Ναι μεν η σύγχρονη
Μακεδονική γλώσσα ταυτίζεται με τη νεοελληνική, σε μελλοντικό χρόνο όμως
ενδέχεται με αρχαιολογική έρευνα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις να αναδείξει
στοιχεία ιδιολέκτων (όπως η κυπριακή γλώσσα, ή όπως και η γλώσσα της
Βαρντάρσκα-Σκοπίων, που αποτελεί μία διαφοροποίηση της βουλγαρικής γλώσσας και,
δυστυχώς, με την υπό κρίση Συμφωνία ιστορικά και δικαιικά αδόκιμα λαμβάνει τον
χαρακτηρισμό «Μακεδονική γλώσσα), και στην περίπτωση αυτήν θα πρέπει να μπορεί
η ανάδειξη μιας ελληνογενούς Μακεδονικής διαλέκτου να λάβει το όνομα που
δικαιωματικά της ανήκει.
β)
Του δεύτερου από εμάς, ατομικά και με τις προαναφερθείσες στην αρχή της
παρούσας ιδιότητες
Παραδεκτά,
και έχοντας έννομο συμφέρον, ο δεύτερος από εμάς ζητώ την ακύρωση της άνω
προσβαλλόμενης «Συμφωνίας των Πρεσπών», καθόσον έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην
πόλη της Θεσσαλονίκης, τυγχάνω δε απόφοιτος τόσο του Πειραματικού Σχολείου του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όσο και του, εδρεύοντος στην ιδία
πόλη, Αμερικανικού Κολλεγίου «ΑΝΑΤΟΛΙΑ», ενώ ως συντονιστής και νόμιμος
εκπρόσωπος α) του Συνασπισμού Πολιτικών Κομμάτων και Κινήσεων με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΚΙΝΗΜΑ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» (Ε.Κ.Α.Δ.), β) της Ένωσης Προσώπων με την
επωνυμία«ΔΗΜΟΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ»και γ) της Ένωσης Προσώπων με την επωνυμία«ΝΕΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» (Ν.Ε.Λ.Σ.Ε.) έχω προτάξει κατ’ επανάληψη
την αναγκαιότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων σε θέματα μείζονος εθνικής σημασίας,
όπως άλλωστε είναι και το ζήτημα της «ονοματοδοσίας» της πρώην Γιουγκοσλαβικής
Δημοκρατίας της Μακεδονίας, σύμφωνα και με την επιταγή του άρθρου 44§2 του
Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με
διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης
πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του
Υπουργικού Συμβουλίου.
Σημειωτέον,
ότι έχω ασκήσει την από 2.7.2015 πρόσθετη παρέμβασή μου υπέρ του κύρους του
Δημοψηφίσματος 2015, που έγινε δεκτή με την σχετική απόφαση της Ολομέλειας του
Δικαστηρίου Σας της 3.7.2015 και στα πλαίσια των ως άνω ιδιοτήτων μου έχω
αναδείξει ποικιλότροπα το ζήτημα του Δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία πολιτών,
δηλαδή με συλλογή υπογραφών, όπως ισχύει σε πολλές έννομες τάξεις προηγμένων
χωρών (όπως η Ελβετία, η Ιταλία, αλλά και πολλών Πολιτειών των Η.Π.Α., όπως η
Καλιφόρνια), στα πλαίσια διεθνών συνεδρίων και με την ιδιότητά μου ως υποψήφιος
Ευρωβουλευτής στις Ευρωεκλογές του 2004, του 2009 και του 2014 του Ελληνικού
Κινήματος Άμεσης Δημοκρατίας, που κατά κύριο λόγο διεκδικεί την πρακτική
εφαρμογή του άρθρου 1 του Συντάγματος, που παραβιάζεται με την διαδικασία που
έγινε η υπό κρίση διοικητική πράξη, δηλαδή ότι θεμέλιο του πολιτεύματος
είναι η λαϊκή κυριαρχία. ‘Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται
υπέρ αυτού και του έθνους…» (άρθρο 1 παρ. 1, 2). Οι διατάξεις αυτές
κατοχυρώνουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η
ταυτόχρονη συνταγματική αναφορά στο έθνος και τον λαό γίνεται
για να συμπεριληφθεί και ο εκτός της ελληνικής επικράτειας ελληνισμός στην
έννοια του συνόλου των πολιτών. Έθνος είναι ένα σύνολο άνθρώπων που συνδέονται
μεταξύ τους με στοιχεία κοινού πολιτισμού κοινής ιστορίας, κοινών επιδιώξεων.
Από
τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι κρατικές
εξουσίες όχι μόνον πηγάζουν από τον λαό, αλλά ασκούνται υπέρ αυτού. Οι
αποφάσεις που παίρνουν τα κρατικά όργανα πρέπει να υπηρετούν τον λαό και γενικά
το κοινωνικό σύνολο. Η δράση των κρατικών οργάνων πρέπει να έχει ως γνώμονα την
εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών.
Εξάλλου,
από την έναρξη του 2018, και συγκεκριμένα σε δημόσια εκδήλωση του Ελληνικού
Κινήματος Άμεσης Δημοκρατίας, που εκπροσωπώ, στο «ΧΙΛΤΟΝ» Αθήνας, δημιουργήθηκε
η Πρωτοβουλία Πολιτών με διακριτικό τίτλο «ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ
ΘΕΣΜΟΥΣ», που ως πρώτιστο έργο που ανέλαβε ήταν η θεσμική υποστήριξη της μη
χρησιμοποίησης του όρου «Μακεδονία», ούτε σε σύνθετη ονομασία και με την μαζική
συμμετοχή μας στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης, την 21.1.2018, και της Αθήνας,
την 4.2.2018, όπου με ψηφίσματα εκατοντάδων χιλιάδων λαού εκφράστηκε αυτή η
άποψη, σε συνέχεια και του αντίστοιχου ψηφίσματος του 1992 στην Θεσσαλονίκη,
κατά τρόπο που δημιουργήθηκε συνταγματικό έθιμο, άποψη που εξέφρασα επιστημονικά
και θεμελιωμένα με αρθρογραφία στις ιστοσελίδες των συλλογικοτήτων που
εκπροσωπώ, δηλαδή ότι όπως το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, που προέκυψε το πρώτον το 1992 εκτός των προβλέψεων του
Ελληνικού Συντάγματος για το ίδιο Σκοπιανό ζήτημα και έκτοτε θεωρείται εθιμικός
θεσμός του Ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου με επιρροή σε μείζονα θέματα, όπως
τον Ιούλιο του 2015 έγινε με την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος
από την σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έτσι και
τα ψηφίσματα των συλλαλητηρίων συνιστούν μη προβλεπόμενο από το Σύνταγμα
εθιμικό συνταγματικό θεσμό. Τις ίδιες και άλλες συναφείς απόψεις μου παρουσίασα
στις 30 Απριλίου 2018 στις εκδηλώσεις «MONEY SHOW» της Θεσσαλονίκης και σε
διάλεξη, που μου ζητήθηκε να κάνω στα πλαίσια τετραήμερου συνεδρίου για την
επιστημονική αλήθεια της Μακεδονίας (μεταξύ 40 επιφανών ομιλητών, όπως οι
Καθηγητές κ.κ. Γ. Κασιμάτης, Γ. Κοντογιώργης κ.λ.), όπου υποστήριξα την
επιστημονική μου άποψη για τις δυνατότητες κατοχύρωσης του όρου «Μακεδονία» από
το Ελληνικό Κράτος, και όλα αυτά εκτίθενται αναλυτικά και βιντεοσκοπημένα στις
ως άνω ιστοσελίδες των συλλογικοτήτων, που εκπροσωπώ.
Οφείλω
να σημειώσω, ότι έχω ήδη ασκήσει, νόμιμα και παραδεκτά, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ
της από 28.6.2018 αιτήσεως ακυρώσεως των : α) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων, νόμιμα εκπροσωπούμενης, β) Παμμακεδονικής
Ένωσης ΗΠΑ, νόμιμα εκπροσωπούμενης, γ) Κατερίνας Γκατζούλη, δ) Παμμακεδονικής
Ομοσπονδίας Αυστραλίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ε) Παμμακεδονικής Ένωσης
Δυτικής Αυστραλίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, στ) Παμμακεδονικής Ένωσης
Μελβούρνης / Βικτωρίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ζ) Παμμακεδονικής Ομοσπονδίας
Νοτίου Αυστραλίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η) Παμμακεδονικής Ένωσης Νέας Νότιας
Ουαλίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, θ) Παμμακεδονικής Ένωσης Καναδά, νόμιμα
εκπροσωπούμενης, ι) Παμμακεδονικής Ομοσπονδίας Καναδά, νόμιμα εκπροσωπούμενης,
ια) Παμμακεδονικής Ένωσης Ν. Αφρικής, νόμιμα εκπροσωπούμενης και ιβ) Παμμακεδονικής
Ένωσης Κουησλάνδης Αυστραλίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, για την ακύρωση ακριβώς
των ιδίων με την παρούσα προσβαλλομένων πράξεων.
Ε. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟ
Επειδή η προσβαλλόμενη συμφωνία
των Πρεσπών, υπερβαίνει τα όρια της “κυβερνητικής πράξης”, και υπόκειται
παραδεκτώς σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ. Διότι, η κυβέρνηση στην
περίπτωση αυτή, κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, κατά παράβαση των
ορισμών του Συντάγματος και των νόμων και καθ’ υπέρβαση εξουσίας.
Επειδή με την προσβαλλόμενη
“συμφωνία των Πρεσπών, παραβιάζονται έννομα συμφέροντα των ελλήνων πολιτών (και
ειδικά των αυτόχθονων πολιτών της ελληνικής Μακεδονίας) που εκπροσωπεί η
κ.α.π.α.
Επειδή η προσβαλλόμενη “συμφωνία
των Πρεσπών”, παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, ακυρώνοντας
μονομερώς τη συμφωνία του Βουκουρεστίου (ΦΕΚ Α217/1913) δια της οποίας η Ελλάδα
αποκτά και διατηρεί έως σήμερα την εθνική κυριαρχία της επί του μεγαλύτερου
μέρους της Μακεδονίας. Με την προσβαλλόμενη “Συμφωνία των Πρεσπών”, η Ελλάδα
δύναται να χάσει την κυριαρχία της επί του Μακεδονικού εδάφους που έως σήμερα
νομίμως κατέχει, αφήνοντας ανοικτό το έδαφος για διεκδικήσεις από τον
προηγούμενο κάτοχό της (Τουρκία), από τους συνδιεκδικητές (Βουλγαρία, Βόρεια
Μακεδονία ή και Αλβανικά στοιχεία του πληθυσμού της τελευταίας, στα πλαίσια του
αλυτρωτισμού της «Μεγάλης Αλβανίας»), καθώς και διεγείρει αντανακλαστικές
αντιδράσεις από όσους θεωρούν εαυτούς αυτόχθονες Μακεδόνες, που ενδεχόμενα
δύνανται να επιδιώξουν οψέποτε ακόμη και την αυτονομία της.
Επειδή με τη “συμφωνία των
Πρεσπών, η ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στους Σλάβους το όνομα “Μακεδονία”, τη
“Μακεδονική γλώσσα” και την “Μακεδονική ιθαγένεια”, που δικαιωματικά ανήκουν
στους αυτόχθονες πολίτες της ελληνικής Μακεδονίας.
Επειδή
η Συμφωνία
των Πρεσπών, α) παραβιάζει την απόφαση του Αρείου Πάγου (1448/2009), όπου
εισηγήτρια ήταν η σημερινή νομική σύμβουλος του Πρωθυπουργού Βασιλική Θάνου, με
την οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι «δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και κατά
συνέπεια μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα» και β) όπως
διακεκριμένοι νομικοί της χώρας ανέφεραν επανειλημμένα, είναι Συνταγματικά
άκυρη, • δεν πληροί τους όρους της διαφάνειας, της αλήθειας και της ακρίβειας
του δημοσίου διεθνούς δικαίου • Αντιβαίνει ευθέως με τη σύμβαση της Βιέννης ,
σε σχέση με το δίκαιο των συνθηκών, και με θετούς και εθιμικούς κανόνες του
αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens) όπως η ορθότητα και η ευθύτητα, αφού
στο κείμενο περιέχονται διφορούμενοι και ασαφείς όροι, και αμφισημίες μεταξύ
του αγγλικού και ελληνικού κειμένου , ενώ δεν περιέχονται πρόνοιες για την
καταγγελία, λύση αποχώρηση και παραίτηση από τη συνθήκη. • Αντιβαίνει ευθέως
στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ιθαγένειας (Στρασβούργο 11,1997), όπου καθορίζεται ότι
κατά τη συνομολόγηση διατάξεων περί ιθαγένειας, λαμβάνεται υπ΄ όψιν το νόμιμο
συμφέρον λαών, κρατών και ατόμων (π.χ. μακεδονική εθνότητα και γλώσσα) •
Αντιβαίνει στις συμβάσεις περί προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
(Χάγη1954) που έχουν κυρωθεί με νόμους 360/1976, 3028/2002, συμβάσεις της
UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά ν. 3251/2006 και άλλες ενώ επιφέρει
σύνχυση της πολιτιστικής ταυτότητα μεταξύ των δύο εθνών • Αναθεωρεί το
Πρωτόκολλο των Αθηνών 1913, τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου 1913, και τη Συνθήκη
της Λωζάνης, χωρίς τη σύμπραξη της αντισυμβαλλομένης στις 2 πρώτες συμβάσεις
Σερβίας, και δυναμιτίζει το status quo της βόρειας συνοριακής γραμμής της χώρας
και εγκυμονεί κινδύνους για το Αιγαίο λόγω προβλέψεων περί περίκλειστου
κράτους.
Επειδή προσκομίζονται με επίκληση
το υπ’ αριθμ. Π1562880 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του
Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας (Δ.Σ.Α.).
Επειδή το Δικαστήριό Σας είναι
αρμόδιο για την συζήτηση της παρούσας.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη,
βάσιμη και αληθινή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και για όσους τυχόν πρόσθετους θα
καταθέσουμε νόμιμα και εμπρόθεσμα
και με την ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου
δικαιώματός μας
ΖΗΤΟΥΜΕ
1)
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας.
2)
Να ακυρωθεί η από 17-6-2018 διοικητική πράξη υπογραφής από τον Υπουργό Εξωτερικών
της Ελλάδος, της «Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών οι
οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών
817(1993) και 845(1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την
εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των μερών», [όπου
αναφερόμενο ως “πρώτο μέρος” είναι η Ελληνική Δημοκρατία και το “Δεύτερο μέρος”
είναι μη αναφερόμενο αλλά περιγραφόμενο, ως “δεύτερο μέρος που έγινε δεκτό στα
Ηνωμένα Έθνη σύμφωνα με την απόφαση της Γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών
47/225 της 8ης Απριλίου 1993”], καθώς και κάθε άλλη, αμέσως ή εμμέσως, συναφής
προγενέστερη ή μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη, καθώς και πράξη εκτελέσεως και
ιδίως:
α. Η κατατεθείσα στη Βουλή
διοικητική πράξη με τη μορφή επιστολής προς τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ με
την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην ένταξη της πΓΔΜ στη
Συμμαχία
β. Η κατατεθείσα στη Βουλή
διοικητική πράξη με τη μορφή επιστολής προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ
με την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην έναρξη διαδικασίας
διαπραγμάτευσης για την ένταξη της πΓΔΜ στην ΕΕ.
3)
Να καταδικασθεί το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο στην δικαστική δαπάνη μας, καθώς
και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου.
Αθήνα, 17 Σεπτεμβρίου 2018
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης των
αιτούντων και δεύτερος αιτών
ΣΧΕΤΙΚΑ
- Η “συμφωνία των Πρεσπών”, όπως δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα πριν την υπογραφή της από τους δυο ΥΠΕΞ , ήτοι, το από 12 και 13 Ιουνίου 2018, κείμενο στα αγγλικά και σε ανεπίσημη μετάφραση στα ελληνικά αντίστοιχα, της Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών [ το κείμενο τις 17 Ιουνίου 2018, με τις υπόγραφες Κοτζιά, Ντιμιτρόφ και Νίμιτς δεν δόθηκε στη δημοσιότητα και έτσι δεν ξέρουμε καν εάν υπάρχει ταύτιση των κείμενων ]
- Η πρώτη αίτηση ακύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών και η σχετική αίτηση αναστολής της εκτέλεσηής της Η πρώτη ακυρωτική αίτηση κατατέθηκε στις 28/06/2018 από 14 Παμμακεδονικές Ενώσεις που ισχυρίζονται ότι η μεταμφίεση διεθνούς συνθήκης, και μάλιστα του άρθρου 27 του Συντάγματος σε κυβερνητική πράξη, παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα, οδηγεί σε διάλυση την Ελλάδα, με γρήγορα βήματα. Αναλυτικότερα οι προσφεύγοντες επικαλούνται ως λόγους ακυρότητας α) τη παραβίαση του άρθρου 27 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, απαιτείται προηγούμενη ψήφισή του από την Βουλή, με αυξημένη μάλιστα πλειοψηφία, επειδή περιλαμβάνει αλλαγή γεωγραφικών όρων (της περιοχής της Μακεδονίας εν προκειμένω), οι οποίοι ανάγονται σε αρχαίους χρόνους (αρχικά), επειδή τροποποιεί προηγούμενες συνθήκες (Ελληνοσερβικό σύμφωνο και συνθήκη Βουκουρεστίου 1913), με βάση τις οποίες καθορίσθηκαν τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας, προκαλώντας σύγχυση αναφορικά με τα πραγματικά σημερινά σύνορα, διότι στις συνθήκες αυτές, γεωγραφικός χώρος (Διοικητική Περιφέρεια) Μακεδονία υπήρχε μόνον ένας και αυτός ήταν μόνον στην Ελληνική επικράτεια, επειδή στην πραγματικότητα νομιμοποιεί τις εδαφικές βλέψεις των γειτόνων μας, διά της παραχάραξης της ιστορίας και της επιγενόμενης σύγχυσης, που αποτελούν συνέχεια και συνέπεια της παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας, επειδή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αναθεώρηση των συνόρων της Ελλάδας. β) επειδή η συμφωνία δεν έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από τους υπηρεσιακούς φορείς του Υπουργείου Εξωτερικών ως όφειλε. γ) τη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, του άρθρου 1 παρ. 3 Σ, επειδή υπογράφηκε παρά την αντίθεση σύσσωμου του ελληνικού λαού στην οποιαδήποτε παραχώρηση ονόματος, χωρίς διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ταυτόχρονη παραβίαση της αρχής της δεδηλωμένης για το θέμα της παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας. δ) Διότι αντιτίθεται στην έννοια του ΈΘΝΟΥΣ και προκαλεί σε αυτό ανεπανόρθωτη βλάβη. Του έθνους των Ελλήνων του οποίου εμείς οι Μακεδόνες είμαστε αναπόσπαστο μέρος. Του έθνους, υπέρ του οποίου οφείλει να είναι η συμφωνία (ως εκδήλωση άσκησης της εξουσίας του υπουργού εξωτερικών της Ελλάδος, εξουσίας που πηγάζει από τον λαό, και υπάρχει υπέρ αυτού και του έθνους), σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 Σ. ε) Προσβάλλει την προσωπικότητά μας, ως Μακεδόνων, επειδή μας αφαιρεί το δικαίωμα να ονομαζόμαστε Μακεδόνες (αναγκαζόμενοι να επεξηγούμε τις υποσημειώσεις της συμφωνίας του υπουργού εξωτερικών, ότι εμείς είμαστε οι αρχαίοι και οι άλλοι οι εκ σλάβων προερχόμενοι! που μιλούν την μακεδονική την σλαβική, ενώ εμείς την μακεδονική την αρχαία, δηλαδή την ελληνική! Δηλαδή Γελοιότητες!).
- ΣΤΕ, Επιτροπή Αναστολών: Απόφαση 199/2018 (απορρίπτει αίτημα αναστολής της συμφωνίας των Πρεσπών)
- Ομάδα διακεκριμένων νομικών χαρακτηρίζει άκυρη τη συμφωνία (28/06/2018) Ο ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου του ΕΚΠΑ κ. Γεωργίος Κασιμάτης και οι δικηγόροι Αθηνών Σαράντος Θεοδωρόπουλος, Γαβριήλ Πελεκίδης και Αναστάσιος Κώνστας ισχυριστήκαν ότι: Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη ως αντίθετη σε διατάξεις δημοσίου διεθνούς δικαίου και σε συνταγματικές διατάξεις. Ο Έλληνας συνταγματολόγος τόνισε ότι η συμφωνία είναι άκυρη, επειδή δεν πληροί τους όρους της διαφάνειας, της αλήθειας και της ακρίβειας του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά και διότι δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη συμφωνία, με την οποία να αναγνωρίζονται εθνότητα και γλώσσα, που δεν έχουν αναγνωριστεί διεθνώς. Επεσήμανε ότι ανεξαρτήτως των λοιπών νομικών κωλυμάτων δεν μπορεί να ισχύσει οποιαδήποτε συμφωνία που αναγνωρίζει μη υφιστάμενη εθνότητα, στηριζόμενη σε αποδεδειγμένα ιστορικά ψεύδη και αντεπιστημονική απόπειρα σφετερισμού της ιστορικής κληρονομίας άλλου κράτους, • Αντιβαίνει ευθέως με τη σύμβαση της Βιέννης , σε σχέση με το δίκαιο των συνθηκών , και με θετούς και εθιμικούς κανόνες του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου ( jus cogens) όπως η ορθότητα και η ευθύτητα, αφού στο κείμενο περιέχονται διφορούμενοι και ασαφείς όροι, και αμφισημίες μεταξύ του αγγλικού και ελληνικού κειμένου , ενώ δεν περιέχονται πρόνοιες για την καταγγελία, λύση αποχώρηση και παραίτηση από τη συνθήκη. • Αντιβαίνει ευθέως στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ιθαγένειας ( Στρασβούργο 11,1997), όπου καθορίζεται ότι κατά τη συνολμολόγηση διατάξεων περί ιθαγένειας , λαμβάνεται υπ΄ όψιν το νόμιμο συμφέρον λαών, κρατών και ατόμων ( π.χ. μακεδονική εθνότητα και γλώσσα) • Αναθεωρεί το Πρωτόκολλο των Αθηνών 1913, τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου 1913, και τη Συνθήκη της Λωζάνης, χωρίς τη σύμπραξη της αντισυμβαλλομένης στις 2 πρώτες συμβάσεις Σερβίας, και δυναμιτίζει το status quo της βόρειας συνοριακής γραμμής της χώρας. • Αντιβαίνει στις συμβάσεις περί προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Χάγη1954) που έχουν κυρωθεί με νόμους 360/1976, 3028/2002 , συμβάσεις της UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά ν. 3251/2006 και άλλες ενώ επιφέρει σύγχιση της πολιτιστικής ταυτότητα μεταξύ των δύο εθνών • Παραχωρεί αναίτια την αναγνώριση της fYROM σε περίκλειστο ηπειρωτικό κράτος, ενώ οποιαδήποτε τέτοια δικαιώματα αν τα έχει προβλέπονται με προϋποθέσεις από τις συνθήκες για το δίκαιο της θάλασσας • Καταρτίστηκε με μυστική διπλωματία • Δεν προβλέπει ποια άρθρα του συντάγματος της γείτονος πρέπει να αλλάξουν • Δεν προβλέπει ανάλογη δημοψηφισματική δυνατότητα για τον Ελληνικό Λαό , όπως προβλέπει για το Λαό της FYROM • Παραχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα για τ η διεύθυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τις εμπορικές επωνυμίες και σήματα • Παραχωρεί αναίτια με το άρθρο 19 §2 αυτόματη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης , για τα θέματα της Συμφωνίας χωρίς να θέτει χρονική ρήτρα εφαρμογής, ενώ το γενικό της συμφωνίας φαντάζει επικίνδυνο για το τί θα θέλει να φέρει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου η πΓΔΜ • Πρέπει να ερωτηθεί ο Ελληνικός Λαός με δημοψήφισμα , αφού το ίδιο προβλέπεται και για τον Λαό της πΓΔΜ στα πλαίσια της αμοιβαιότητας. Αναφέρθηκαν επίσης οι σκόπιμες αοριστίες και οι ύποπτες παραλείψεις της συμφωνίας και αναλύθηκαν οι σχετικές προβλέψεις περί περίκλειστου κράτους και τους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για το καθεστώς αλιείας στο Αιγαίο και τις εντεύθεν βλέψεις για δημιουργία της “Μακεδονίας του Αιγαίου”. Τέλος, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ, κ. Βερβεσό, ανέφερε τις σχετικές πρωτοβουλίες της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
- Επί της Συμφωνίας Ελλάδας-πΓΔΜ: Mε την αοριστία και την ασάφεια να «βασιλεύουν», οι διαπραγματεύσεις και οι προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο προβλέπεται να είναι πολλές και να κρατήσουν χρόνια…(πολύ καλή ανάλυση της συμφωνίας)
- Η επιστολή του 1992 των 6 πνευματικών ταγών της χώρας μας, που υπογράφεται από: Οδυσσέα Ελύτη, Μελίνα Μερκούρη, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Δημήτρη Τσάτσο, Αριστόβουλο Μάνεση και Γιάννη Γεωργάκη.
- Τεκμηρίωση Επιστολής προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών
- Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου