Το ξημέρωμα της 6ης Αυγούστου, μαζί με 5-6 ακόμα στρατιώτες, ήμουν στην ταράτσα του Φοντάνα Αμορόζα, ανατολικά του Καραβά και δεξιά του δρόμου που οδηγούσε προς την Κερύνεια.....
Βρισκόμασταν εκεί για να ελέγχουμε την περιοχή και τις κινήσεις των Τούρκων, αλλά και για να δείχνουμε στους αξιωματικούς Ελλάδας, Τουρκίας, Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι πετούσαν με ελικόπτερο πάνω από την περιοχή, για να σχεδιάσουν σε χάρτη τις περιοχές που κατείχε η κάθε πλευρά των εμπολέμων, ότι τα χωριά Λαπήθου και Καραβάς ήταν υπό ελληνική και όχι τουρκική κατοχή, όπως ισχυριζόταν ο Τούρκος συνταγματάρχης Νιαζί Τσακάρ, ο οποίος μετείχε στο έργο χάραξης των γραμμών. Σχετικά με Καραβά, Λάπηθο και Σύσκληπον γινόταν μεγάλη συζήτηση... έγραφε σε έγγραφό του ο Ντίμης Δημητρίου. Ο 2ος λόχος του 256 Τ.Π. με επικεφαλής τον ήρωα ανθυπολοχαγό Σταύρο Μπιτσάκη, πέρασε από τη Λάπηθο και μπήκε στον Καραβά στις αρχές Αυγούστου.Σε κάποιο σπίτι ήταν κρυμμένοι 4-6 άνδρες και όταν σιγουρεύτηκαν πως είμαστε Έλληνες στρατιώτες, βγήκαν από τις κρυψώνες τους και κλαίοντας με αναφιλητά, έπεσαν στα γόνατα και φιλούσαν τα πόδια μας!
Στις 6 Αυγούστου οι Τούρκοι ξετύλιξαν το σχέδιό τους για επίθεση και προέλαση στις αμφισβητούμενες περιοχές. Με 14.000 στρατό, καταδρομείς, 60 άρματα μάχης, πυροβολικό και τη βοήθεια σκαφών του ναυτικού ξεκινούσαν επίθεση από τρεις μεριές ενάντια σε 50-60 άνδρες του 256 Τ.Π. που με λιανοτούφεκα και λίγες χειροβομβίδες και την... ψυχή τους, βρέθηκαν εκεί να σχηματίσουν μέτωπο και να κρατήσουν ελληνικά τα χωριά Λάπηθος και Καραβάς...
Ο Στ. Μπιτσάκης έδωσε διαταγή να οχυρωθούμε πίσω από έναν τοίχο με μέτωπο προς Καραβά - Άγιο Γεώργιο για να κρατήσουμε άμυνα όσο αντέξουμε (μέχρι να σωθούν τα πυρομαχικά ή να σκοτωθούμε). Όμως η περιοχή είχε γεμίσει από εχθρικές δυνάμεις και δεν υπήρχε πια «μέτωπο» για να κρατήσουμε. Εν τω μεταξύ ο ασύρματος αχρηστεύτηκε τελείως διότι ενώ ζητούσαμε κάλυψη και ενισχύσεις από το ΓΕΕΦ, αυτές δεν ήρθαν ποτέ!
Αποφασίσαμε να αναζητήσουμε την έδρα του τάγματος και στη διαδρομή έπεφταν συνεχώς βλήματα πυροβολικού, όλμων και πολεμικών όπλων. Σε κάποια στιγμή είδα στρατιώτες και νόμιζα ότι ήταν η έδρα του τάγματος.
Αρχίσαμε να φωνάζουμε όμως οι φωνές εκείνων ήταν αλλιώτικες και είχαν τα όπλα τους προτεταμένα. Ξαφνικά κατάλαβα. Δεν ήταν δικοί μας, αλλά Τούρκοι. Δεν πρόλαβα να το πω στον Σταύρο και οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά εναντίον μας.
Οι πύλες της κόλασης άνοιξαν ξανά! Ακούω ακόμα στα αυτιά μου τα λόγια του Σταύρου: «Απάνω τους λεβέντες. Απάνω τους και τους φάγαμε» [...] Οι υπόλοιποι στρατιώτες μένοντας κάτω από τον κύριο δρόμο, δεν είχαν πού να καλυφθούν και οπισθοχώρησαν προς τα βράχια της θάλασσας. Μείναμε οι τρεις (ο αφηγητής, ο Μπιτσάκης και ένας ΕΛΔΥΚάριος) απέναντι σε 300-500 Τούρκους στρατιώτες.
Ο Μπιτσάκης δεν ήθελε να το πιστέψει, με αγριεμένο βλέμμα κοιτούσε ολόγυρα, φώναζε τον αρχιλοχία της ΕΛΔΥΚ ζητώντας του ανταπόκριση και κάλυψη. Μάταια, δεν υπήρχε σωτηρία…
Ο Μπιτσάκης ένιωθε προδομένος και πικραμένος. Όμως ως περήφανος Κρητικός και Έλληνας έκανε το χρέος του. Ένιωθε την Κύπρο όπως την Κρήτη, όπως την Ελλάδα. [...]
Ένας ξηρός, μεταλλικός ήχος ακούστηκε, και το κεφάλι του, που μόλις το ανασήκωσε για να δει τον οχτρό και να τα αδειάσει άλλη μια γεμιστήρα σφαίρες, έγειρε και ακούμπησε στο χώμα. Το άλικο ελληνικό του αίμα ζυμώθηκε με το ελληνικό χώμα της Λαπήθου, της Κύπρου. Το γενναίο του πνεύμα, η ψυχή του, θα περιπλανιέται ακόμα εκεί, ανάμεσα στις λεμονιές, τις πορτοκαλιές και τις ελιές του Καραβά και της Λαπήθου...
Την 6η Αυγούστου οι Τούρκοι υπερδιπλασίασαν το προγεφύρωμά τους και από εκεί, με την δική μας ανοχή, προχώρησαν μετά μια βδομάδα, που πήραν τη μισή Κύπρο. Την 6η Αυγούστου 1974 χάθηκε ο πόλεμος, χάθηκε η Κύπρος.
- Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αλ. Δημητριάδη Κύπρος 1974 – Η μεγάλη προδοσία, εκδ. Πελασγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου