Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' του κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει.
Τα Χρυσά Πουγκιά
(Χανιά – Κρήτη)
Κάνει κρύο πολύ εδώ πάνω στο μιτάτο μα η θέα από τα ριζώματα μαγευτική. Ο Γκίγκιλος γητευτής του αέρα, ρίχνει ματιά αντρίκια κάτω στο οροπέδιο του Ομαλού. Τόπος ζωντανός και απροσκύνητος συνάμα που αν είχε μιλιά θα εξιστορούσε για τα ποτισμένα με ιστορία κυπαρίσσια, για τους κέδρους και το αρισμαρί που κουβαλούν το άρωμα της επανάστασης και της ελευθερίας....
Γι’ αυτό του άρεσε του Κωνσνταντή να ανεβαίνει στο παλιό μιτάτο του παππού κάιε που γύριζε από τα ξένα. Για να παίρνει μια γεύση από γέννηση και από δημιουργία. Για να ανιχνεύει την αγάπη που τα γεννά όλα αυτά. Τη βροχή που θα ποτίζει τον τόπο. Τα ζωντανά που ψάχνουν μετά για τη νοτισμένη βοσκή. Τ’αρώματα της φασκομηλιάς και της ρίγανης που σταλάζουν στο γάλα και μετά εδώ στο μιτάτο να κάθεται μαγεμένος απ’ όλα τα αρώματα που αναδεύονται και ωριμάζουν μέσα στα καλάθια.
Μακάρι να υπήρχαν μαγικά πουγκιά , να κλείδωνε μέσα όλα αυτά τα αρώματα και να τα κουβαλούσε μαζί του στα ξένα. Μα που να τη βρει τη μαγεία όμως αυτή σήμερα, και αν την έβρισκε θα φοβόταν μην του κλέψουν. Δεν φυλακίζεται εύκολα όμως αυτή, στη φύση ολόγυρα ξαναγυρνά για να πλανέψει και πάλι.
Θυμήθηκε λοιπόν ο Κωνσταντης μια ιστορία που του έλεγε ο παππούς, όταν πήγαινε μικρός μαζί του στο μιτάτο. Γύρω από μια καλά στημένη φωτιά και λίγο μαρουβά για το κρύο, ζωντάνευαν οι θρύλοι και οι παραδόσεις, ξεπηδούσαν οι νεράιδες και τα ξωτικά από τις φλόγες και αγκάλιαζαν το νου. Σε μια από αυτές τις βεγγέρες λοιπόν του μίλησε και ο παππούς για τα Χρυσά
Πουγγιά και το μαγεμένο νέο.
Κωσταντή θαρρώ τον ελέγανε και αυτόν. Κάθε που χειμώνιαζε και εξεκίναγε για τις Μαδάρες, το πρώτο πράγμα που ετοίμαζε ήταν το βουργιάλι του όπου έβαζε τις προμήθειες. Στο βάθος καλά κρυμμένος ήτανε ένας δερμάτινος ασκός και λέγανε ότι ποτέ δεν τον άνοιγε μπροστά στα άλλα βοσκαρούδια μη τύχει και μάθαιναν για τον κρυμμένο θησαυρό και του ζητούσαν μερτικό. Ο Στρατής του Ματιγομιχάλη που είχε πλησιάσει μια φορά έλεγε πως σαν κάτι να χρύσιζε μέσα στον ασκό. Σαν πουγκιά του έμοιαζαν από μακριά και ο Κωνσταντής τα εθώρειε για ώρα μαγεμένος.
-Και ήτονε γιομάτα χρυσάφι παππού;
-Γιάντα το λέεις αυτό μικιό μου; Μα δεν έναι μονάχα ο χρυσός που αξίζει.
-Κι αμ ήντα’χε μέσα παππού και δεν εμίσευγε το κοπέλι ;
-Αγάπη είχανε μέσα. Δεν ήτονε μόνε η μυζήθρα και η κανέλα για το άρωμα. Μήδε το μέλι από αρισμαρί. Μα ήτονε κλεισμένη μέσα η αγάπη τση κοπελιάς απού τα΄χε καμωμένα. Με αγάπη και φροντίδα άνοιγε το φύλλο τζη και το γιόμιζε με μυζήθρα καλά παντρεμένη με το μέλι . Λίγο λίγο το έσταζε το κροκάδι από πάνω για να χρυσίσουν και μετά αχνόριχνε και μια ολιά σουσαμάκι. Μοσκοβόλαγε ο τόπος, και που να μισέψει το κοπέλι μετά. Γιόμιζε το βουργιάλι του με το θησαυρό τση κοπελιάς του και εξεκίνα για τις μαδάρες.. Καλιά το΄χε να του κλέψουνε τ’αγρίμια του παρά τα πουγγιά τση κοπελιάς του. Γιατί θα ήτονε σαν να του εκλέβανε την αγάπη του. Οντε τελειώνανε λοιπόν οι προμήθειες γλακούσε τσι Μαδάρες σαν το κρι-κρι κι εγάιρε κοντά της για να πάρει το θησαυρό τζη πάλι.
Άμε να δεις τώρα αν εγίνει η μυζήθρα για να πέψουμε τση γιαγιάς σου να μας εφτιάξει και εμάς.
Με αυτή την αγάπη μεγάλωσε ο Κωσταντής, για τα στοιχειά της φύσης που σαν ενωθούν, κοντά τους δεν στέκει ούτε ο χρυσός.
Το παραμύθι αυτό είναι για μικρούς και για μεγάλους ή μάλλον για μεγάλους που τους αρέσει να μπαινοβγαίνουν στον κόσμο των μικρών ειδικά όταν τους έρχονται στο νου εικόνες και αρώματα από τα παιδικά τους χρόνια. Η ιστορία είναι βασισμένη σε μια παραδοσιακή κρητική συνταγή, τα καλλιτσούνια με τυρί τα οποία παρασκευάζονται με διάφορους τρόπους σε όλη τη Κρήτη. Ανεβατά, χανιώτικα, μυζηθροπιτάκια με μέλι ή όπως και αν τα λένε, κλείνουν μέσα τους αρώματα μοναδικά και εικόνες πολύτιμες από την γιαγιά που τα ετοίμαζε.
Μαρίνα Καβαλλιεράκη
kavalieraki.marina@gmail.com
Δημοσθένης Το Φανάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου