Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗ
Κάποτε,
αρχές του 20ου αιώνα, στην όμορφη Τσατάλτζα της Ανατολικής Θράκης ζούσε
ένας εργατικός, έξυπνος και γεροδεμένος γεωργός, ο Κυριάκος
Αλεξανδρίδης. Δούλευε σκληρά και με μεράκι, και όλοι τον θαύμαζαν για
τις αντοχές του, την επιμονή του αλλά και για την καλοσύνη, την
τιμιότητα και την ευγένεια του. Ήρθε μια μέρα που, μετά από σκληρή
δουλειά, αποφάσισε να βγει μια βόλτα......
Καθώς περπατούσε ξέγνοιαστος, είδε από μακριά μια κοπέλα, όμορφη και στολισμένη τόσο ωραία, που φεγγοβολούσε κάτω από το φως του καυτού μεσημεριανού ήλιου. Φαινόταν να είναι από αρχοντική γενιά και περπατούσε στητή και καμαρωτή στο δρόμο, με το πατέρα της για συνοδό. Ο Κυριάκος θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Γύρισε όλη τη περιοχή και ρώτησε πολλούς, ακόμη και μικρά παιδιά αν γνώριζαν ποια ήταν η κοπέλα. Μα κανένας δεν ήξερε να του πει ποια ήταν αυτή η ξένη αρχόντισσα και από που καταγόταν.
Στο τέλος ένας σοφός ηλικιωμένος του είπε πως το όνομα της ήταν Ολυμπιάδα, και πως μαζί με το πατέρα της, τον αφέντη Ζησάκη, κατοικούσαν στο μεγάλο αρχοντικό που δέσποζε στα προάστια της πόλης. Ο σοφός που γνώριζε πολλά, του είπε επίσης ότι την κοπέλα δεν την έβλεπαν συχνά στα μέρη τους. Και αυτό γιατί ο αυστηρός πατέρας δεν ήθελε να την αντικρίσουν οι ταπεινοί χωρικοί και να τους τυφλώσει η ομορφιά της. Ήθελε ένα γαμπρό με περιουσία, σπουδαγμένο και διάσημο.
Ο καημένος ο Κυριάκος αναστέναξε, αφού ούτε μορφωμένος ήταν ούτε διάσημος. Καλλιεργούσε ένα μικρό χωράφι που ίσα ίσα έφτανε για να τον θρέψει. Όμως δεν έχασε την ελπίδα του και απέδειξε για ακόμη μια φορά την υπομονή και την επιμονή του. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι του και άρχισε να καταστρώνει τολμηρά και παράξενα σχέδια, μέχρι που ήρθε το απόβραδο και ένιωσε μια νύστα να τον τυλίγει, μια πολύ μεγάλη επιθυμία να πέσει στο κρεβάτι του και να τον ταξιδέψει ο ύπνος μαγικά. Αλλά συνέχισε να σκέφτεται. Ξαφνικά ! Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του, μια νότα μέσα στη συμφωνία της νύστας, της αποφασιστικότητας και της σκέψης. Σίγουρα ο πατέρας της Ολυμπιάδας θα τον έδιωχνε αμέσως μόλις έβλεπε ότι ήταν ένας ταπεινός γεωργός. Φοβόταν μάλιστα ότι θα αδιαφορούσε τελείως για το χαρακτήρα του, για την εργατικότητα και την τιμιότητα του. Ίσως οι υπηρέτες να μην του επέτρεπαν καν τη είσοδο, ξέροντας τον αφέντη τους και τις επιθυμίες του, αφού η εμφάνιση του θα μαρτυρούσε τη φτωχική καταγωγή του.
Αν όμως ο Κυριάκος έστελνε την προξενήτρα; Τη γνώριζε καλά από το πατέρα και την μητέρα του, γιατί αυτή τους είχε ζευγαρώσει. Ο άρχοντας θα νόμιζε ότι τη στέλνει κανένας φημισμένος, μορφωμένος και πλούσιος, και θα την άφηνε τουλάχιστον να τον συναντήσει.
Έτσι, το επόμενο πρωινό, προτού αρχίσει την κουραστική του δουλειά, πέρασε από το σπίτι της προξενήτρας για να ζητήσει τη μεγάλη αυτή χάρη. Όταν η προξενήτρα του άνοιξε τη πόρτα, αναφώνησε: «καλώς τον Κυριάκο! Τι θέλεις, παιδί μου;». Ο Κυριάκος ότι είχε συμβεί και μετά γονάτισε μπροστά της και της ζήτησε παρακαλεστά τη μεγάλη χάρη. Η προξενήτρα η καρα-Μάρω, το σκέφτηκε για πολύ ώρα, ζυγιάζοντας τη κατάσταση, και τελικά του απάντησε με ένα μεγάλο χαμόγελο: «το σχέδιο σου να μην πας ο ίδιος στον άρχοντα είναι έξυπνο και φρόνιμο. Και επειδή γνωρίζω εσένα και την οικογένεια σου από χρόνια, θα σου κάνω το χατίρι. Όμως εντάξει ο άρχοντας να με δεχτεί, αλλά έπειτα….η κατάσταση σου και η καταγωγή σου θα τον εξοργίσουν, αφού ξέρεις κάθε άρχοντας θέλει γαμπρό πλούσιο και σπουδαίο. Όσο και να παινέψω τα μεγάλα χαρίσματα σου, ψέματα για σένα δεν μου κάνει η καρδιά να πω».
Η προξενήτρα τον κοίταξε με περίλυπο ύφος. Αυτός αναστέναξε, αλλά μετά σοβάρεψε και της είπε με στόμφο: «τα πάντα είναι στο χέρι σου τώρα, ακόμα και είναι πολύ πιθανό να αρνηθεί, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσπαθήσεις σκληρά. Η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία!». Ακούγοντας τα λόγια του, εκείνη συγκινήθηκε και του υποσχέθηκε να βάλει τα δυνατά της για να πείσει τον πατέρα της Ολυμπιάδας. Έτσι, λίγη ώρα αργότερα, η προξενήτρα κίνησε για την πόλη και ο Κυριάκος για το χωράφι του. Με την ελπίδα βαθιά μέσα του, ο Κυριάκος δούλευε ακόμα πιο πολύ, ακούραστος πάντα. Όμως ένιωθε ανήσυχος και συνέχεια αναλογιζόταν την προσπάθεια της κυρα-Μάρως.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά για αυτόν, ενώ η ελπίδα του λες και είχε βουλιάξει σε μια απύθμενη τάφρο και είχε χαθεί για πάντα. Το βράδυ είχε άσχημους εφιάλτες. Έβλεπε τον άρχοντα που γινόταν έξαλλος και ξεσπούσε πάνω στη προξενήτρα. Διέταζε ύστερα, λέει, να τον φυλακίσουν μαζί της στα ανήλιαγα μπουντρούμια του αρχοντικού. Τέτοια και άλλα απαίσια, τρομαχτικά όνειρα τον γέμιζαν αγωνία και τον έκαναν να ξυπνάει αρκετές φορές καταμεσής της νύχτας.
Ώσπου την επόμενη μέρα, καθώς δούλευε στο χωράφι του, είδε την σκυφτή και ταλαιπωρημένη σιλουέτα της προξενήτρας. Αμέσως παράτησε τα εργαλεία του και έτρεξε σαν σίφουνας προς το μέρος της. Παρατήρησε το απογοητευτικό βλέμμα της και η ανησυχία του κορυφώθηκε.
Εκείνη άνοιξε το στόμα της και αργά αργά είπε: «Λυπάμαι, Κυριάκο μου, αλλά ο πατέρας της Ολυμπιάδας είναι αμετάπειστος». Ύστερα του είπε τι είχε συμβεί στη πόλη. Όπως είχαν προβλέψει, ο άρχοντας την είχε δεχτεί με χαρά στην αρχή. Όταν όμως τη ρώτησε ποιος ήταν αυτός που την είχε στείλει, εκείνη διστακτικά του είπε τα πάντα για τον Κυριάκο, για την εργατικότητα, την τιμιότητα και τη λεβεντιά του, χωρίς να κρύψει όμως την καταγωγή του και για το πως έβγαζε το ψωμί του από ένα μόνο χωραφάκι. «Στην αρχή με κοίταζε αμίλητος, με ένα αλλόκοτο βλέμμα, μετά όμως μου έριξε μια ματιά που έσταζε δηλητήριο. Φώναζε πως τόλμησε κάποιος από ταπεινή γενιά να στέλνει προξενήτρα στο αρχοντικό του και να τον απασχολεί χωρίς λόγο. Έπειτα διέταξε να με πετάξουν έξω…».
Ο Κυριάκος ένιωσε ξαφνικά έναν αβάσταχτο πόνο. Το σχέδιο του είχε αποτύχει. Αμέσως μετά αισθάνθηκε μεγάλες ενοχές για την καημένη την προξενήτρα, που για αυτόν είχε κουραστεί και είχε υποστεί την οργή του άρχοντα. Η προξενήτρα έσκυψε το κεφάλι της και είπε αυτά τα τελευταία λόγια προτού πάει στο σπίτι της για να ξεκουραστεί: «Ο άρχοντας είπε και κάτι ακόμα. Είπε πως, αν πράγματι αγαπάς τη θυγατέρα του, και είσαι άξιος να την παντρευτείς, θα σου δώσει μια ευκαιρία».
Ο Κυριάκος ένιωσε την ελπίδα να γεννιέται πάλι μέσα του και με μεγάλη χαρά ρώτησε τι όριζε ο άρχοντας να κάνει. Η προξενήτρα είδε την ευθυμία στο πρόσωπό του και απάντησε συλλογισμένη: «Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι…να γίνεις διάσημος και όλος ο κόσμος να σε αγαπά και να σε θαυμάζει. Το ξέρω παιδί μου ότι είναι ένα δύσκολο κατόρθωμα για έναν γεωργό σαν και εσένα. Ο άρχοντας το είπε για να σε παιδέψει και να παίξει μαζί σου. Μη ξεχνάς όμως ότι όλοι σε θαυμάζουν για την υπομονή, την επιμονή και το θάρρος σου! Μπορεί κάτι να σκεφτείς ώστε να τα καταφέρεις!»
Η προξενήτρα μιλούσε με το χέρι στη καρδιά εκείνη τη στιγμή, και εκείνος το κατάλαβε. Αφού την ευχαρίστησε, την αποχαιρέτησε και άρχισε να σκέφτεται πως μπορεί να γίνει διάσημος, σε τι θα μπορούσε να διαπρέψει. Περνούσαν οι μέρες και ο ήρωας της ιστορίας μας δεν είχε ανακαλύψει ακόμη τι θα τον έκανε ξακουστό αλλά δεν απογοητευόταν. Στο μεταξύ πλησίαζε το μεγάλο πανηγύρι και η μικρή τους πόλη θα γέμιζε κόσμο.
Ο Κυριάκος σκέφτηκε ότι πηγαίνοντας εκεί μπορεί να του ερχόταν καμιά ιδέα για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Στο πανηγύρι, την Κυριακή του Θωμά, μαζεύονταν όλοι. Οι μεγάλοι μουσικοί που έπαιζαν εύηχα τραγούδια, οι έμποροι με τη πραμάτεια τους, και το πιο σπουδαίο, οι αθλητές. Γίνονταν όπως σε κάθε πανηγύρι αθλητικές επιδείξεις, και κυρίως αγώνες πάλης. Τον Κυριάκο ποτέ δεν τον έλκυε η πάλη αλλά από περιέργεια αποφάσισε να πάει και να παρακολουθήσει έναν αγώνα.
Το απόγευμα λοιπόν, έβαλε τα καλά του, και πήγε στο πανηγύρι. Παρατήρησε ότι υπήρχε πολύς κόσμος συγκεντρωμένος. Χώθηκε μες στην πολυκοσμία και την οχλοβοή και σύντομα κατάφερε να βρεθεί μπροστά στον αγωνιστικό χώρο της πάλης. Ξαφνικά, δίπλα του βρέθηκε ο πρόσχαρος ηλικιωμένος που του είχε δώσει πληροφορίες σχετικά με την Ολυμπιάδα και τον πατέρα της. Ο Κυριάκος τον χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Εν τω μεταξύ στον αγωνιστικό χώρο έκανε την εμφάνισή του ένας αρκετά μεγάλος στην ηλικία παλαιστής. Απέναντι του έστησαν ένα μεγάλο πιθάρι. Ο Κυριάκος παραξενεύτηκε. Βλέποντας τον να απορεί ο γέρος άρχισε να μιλάει: «Είναι ένα παραδοσιακό έθιμο. Προτού αρχίσουν οι αγώνες, ένας παλαίμαχος έμπειρος παλαιστής παλεύει με ένα πιθάρι. Στόχος του είναι να το διαλύσει». Ο Κυριάκος παρακολουθούσε εκστασιασμένος τον παλαιστή να εφαρμόζει διάφορες λαβές και να χτυπάει το πιθάρι με δύναμη και μανία. Ώσπου, κάποια στιγμή, το έσπασε βγάζοντας μια κραυγή.
Το κοινό ξέσπασε σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα, και ο παλαιστής φανερά ευχαριστημένος με τον εαυτό του αποσύρθηκε από τον αγωνιστικό χώρο. Αμέσως μετά ο ντελάλης άρχισε να λέει τα εξής λόγια: «παλαιστή, παλαιστή, μη θλίβεσαι επειδή νικήθηκες, μη χαίρεσαι ότι νίκησες. Οι μάνες κοπιάζουν αλλά οι πατεράδες δεν το εκτιμούν».
Ο Κυριάκος αναλογίστηκε για λίγο την σημασία αυτών που είπε ο ντελάλης. Είχε μπερδευτεί πολύ με τα λεγόμενα του. Ενώ όμως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα τα λόγια του γέρου: «Ο ντελάλης λέει αυτά τα λόγια κάθε φορά προτού αρχίσουν οι αγώνες. Είναι δυσνόητα για κάποιον νέο όπως εσύ». Στο μεταξύ, δύο παλαιστές είχαν ήδη πάρει θέση και ο πρώτος αγώνας ήταν έτοιμος να αρχίσει. Ο Κυριάκος παρατήρησε ότι οι παλαιστές, όπως αργότερα και όλοι οι υπόλοιποι, έκανα μια εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο, χτυπώντας τα χέρια τους στα γόνατα. «Οι παλαιστές αλείφονται με λάδι πριν αγωνιστούν…» άρχισε ο γέρος, «…και φορούν ένα κοντό παντελόνι ως τα γόνατα, το κισπέτι. Νικητής ανακηρύσσεται αυτός που θα καταφέρει να ρίξει τον αντίπαλο του με την πλάτη στο χώμα». Λίγο αργότερα, δόθηκε σήμα για να ξεκινήσει η πάλη.
Το παλικάρι παρακολουθούσε έκθαμβο. Εκείνο που τον εντυπωσίαζε ήταν ότι δεν αρκούσε μόνο η δύναμη των αθλητών, αλλά έπρεπε με επιδεξιότητα και πονηριά να χρησιμοποιήσουν τη σωστή λαβή και να ρίξουν κάτω το γλιστερό σώμα του αντιπάλου. Όταν ανακηρύχθηκε ο νικητής και το πλήθος τον επευφημούσε, ο Κυριάκος είχε πάρει την απόφαση του. Αν έμελλε να γίνει γνωστός και σπουδαίος, άξιζε πραγματικά να χρησιμοποιήσει τη δύναμη αλλά και την εξυπνάδα του στους αγώνες πάλης! Έτσι, με το καιρό, έμαθε τα πάντα για τη πάλη. Όλες τις λαβές, κάθε μια κίνηση, όλα τα έθιμα και τους κανόνες. Όταν τελείωνε από τις δουλειές στο χωράφι, το παλικάρι μας εξασκούνταν ατέλειωτες ώρες αλλά παράλληλα συμμετείχε και σε αγώνες.
Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, ο Κυριάκος γινόταν όλο και καλύτερος, η φήμη του έφτανε πέρα από τη Τσατάλτζα, μέχρι τη πόλη και ακόμα πιο μακριά. Πέρασε ο καιρός και ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης φημιζόταν όλο και περισσότερο, όλο και πιο πολύ του έδειχναν σεβασμό οι υπόλοιποι παλαιστές.
Εξαιτίας του μεγάλου ταλέντου και της εμπειρίας του δεν τον φώναζαν πια Αλεξανδρίδη, αλλά Κυριάκος ο Πεχλιβάνης, γιατί τότε πεχλιβάνηδες λέγανε τους παλαιστές. Μια ηλιόλουστη μέρα ξεκίνησε για ένα πανηγύρι στη πόλη. Πήρε ένα κάρο και αναχώρησε. Ανυπομονούσε να φτάσει στο πανηγύρι αυτό, διότι ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής, και λογιών λογιών παλαιστές από παντού μαζευόταν εκεί και προκαλούσαν τους υπόλοιπους. Οι ώρες που πέρασε ταξιδεύοντας του φάνηκαν ατέλειωτες. Όταν επιτέλους έφτασε , η νύχτα άρχισε να αγκαλιάζει τη πόλη. Το πανηγύρι ήταν την επόμενη ημέρα και έτσι άρχισε να ψάχνει για κάποιο πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα του και να ξεκουραστεί.
Προς μεγάλη του απογοήτευση, όλα τα πανδοχεία μέσα στη πόλη φιλοξενούσαν μουσικούς, αθλητές κι εμπόρους και δεν είχε μείνει ούτε ένα μικρό δωμάτιο. Σε κάποια πανδοχεία, κάποιοι ένοικοι του πρόσφεραν τα δωμάτια τους, μόλις αναγνώριζαν ποιος είναι. Αλλά αυτός ήταν αρκετά αξιοπρεπής για να τους στερήσει τη ξεκούραση τους.
Ψάχνοντας, έφτασε έξω από το κέντρο της πόλης και πέρασε μπροστά από μια μικρή ταβέρνα. Από το εσωτερικό της ακούγονταν θεσπέσιες μελωδίες. Μπήκε μέσα για να ικανοποιήσει τουλάχιστον τη πείνα του και την περιεργάστηκε. Στα λιγοστά τραπεζάκια καθόταν μερικοί κάτοικοι τρώγοντας και πίνοντας. Σε μια γωνία, τρεις μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα, παραδοσιακά τραγούδια, ενώ ένας τραγουδιστής τραγουδούσε χορεύοντας. Στον πάγκο καθόταν ο ιδιοκτήτης και τους άκουγε με άπλετη ευχαρίστηση.
Ο Κυριάκος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν μπορούσε εκτός από φαγητό να του προσφέρει και φιλοξενία. Εκείνος τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε ποιος ήταν. Και όταν ο Κυριάκος του είπε, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και αμέσως μετά καλωσόρισε και καλοδέχτηκε το φημισμένο παλαιστή. Του πρόσφερε φαγητό και στη συνέχεια του ένευσε να τον ακολουθήσει.
Τον οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα στενό κρεβάτι στη μέση. Ο Κυριάκος τον ευχαρίστησε θερμά και ξάπλωσε. Αμέσως ένιωσε χαλαρός και σε ελάχιστη ώρα είχε αποκοιμηθεί.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε αναζωογονημένος. Ήταν έτοιμος για το πανηγύρι. Καλημέρισε το ταβερνιάρη και βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν υπέροχος και ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι φυσούσε. Καθώς προχωρούσε, παρατηρούσε τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις αγορές και τα άλλα κτίσματα. Όλα συνέθεταν ένα έργο τέχνης, το κάθε τι ήταν μια πινελιά καθοριστική για το σύνολο. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι οι κάτοικοι ευγενικοί και κοινωνικοί, το κάθε κτήριο ήταν ένα στολίδι. Ο Κυριάκος δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο πανηγύρι.
Τρόμαξε όταν είδε πόσοι πολύ παλαιστές είχαν ταξιδέψει μέχρι τη πόλη για να αγωνιστούν. Νέοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία, ψηλοί και κοντοί, γνωστοί και άγνωστοι, έμπειροι και αρχάριοι. Όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και παινεύονταν ή σχολίαζαν τους υπολοίπους. Κάποιοι είχαν σχηματίσει μεγάλες παρέες και μιλούσαν για τους τόπους τους.
Ο Κυριάκος μπήκε σε μια παρέα παλαιστών από τη Τσατάλτζα και άρχισε να φλυαρεί μαζί τους μέχρι να αρχίσουν οι αγώνες. Επιτέλους ένας ηλικιωμένος παλαιστής μπήκε στο χώρο και άρχισε να προσπαθεί να διαλύσει ένα πιθάρι. Μόλις τα κατάφερε, ο ντελάλης είπε τα συνθηματικά λόγια και κάλεσε στον αγωνιστικό χώρο δύο παλαιστές. Ο ένας ήταν ο Κυριάκος.
Προτού αρχίσει να παλεύει, έριξε μια εξονυχιστική ματιά στο κοινό του. Και τότε, η καρδιά του σκίρτησε, γιατί διέκρινε ανάμεσα στους θεατές την Ολυμπιάδα και τον πατέρα της. Πήρε δύναμη γιατί σκέφτηκε ότι θα μπορούσε όχι μόνο να κερδίσει τους αγώνες αλλά και τη καρδιά της αγαπημένης του. Αλλά και η Ολυμπιάδα εντυπωσιάστηκε από το πόσο καλά πάλευε ο Κυριάκος, πόση δύναμη είχε, με πόση επιδεξιότητα μπέρδευε τον αντίπαλο του. Και όταν ανακηρύχθηκε νικητής, ήταν η πρώτη που ξέσπασε σε θυελλώδη χειροκροτήματα. Το κοινό ακολούθησε το παράδειγμα της και τον αποθέωσε.
Την ίδια νύχτα, ο Κυριάκος συλλογιζόταν ξαπλωμένος στο κρεβατάκι στην ταβέρνα. Θυμήθηκε τι του είχε ζητήσει ο άρχοντας. Να γίνει διάσημος και να τον αναγνωρίζει η κοινωνία. Όλα αυτά τα είχε καταφέρει πια. Κάθε μια του προσπάθεια ήταν σαν ένα κομμάτι κάποιου παζλ. Και το παζλ αυτό ήταν η φήμη! Το αποφάσισε. Θα πήγαινε στο πατέρα της Ολυμπιάδας και θα του ζητούσε το χέρι της κόρης του. Όμως ήθελε εκείνος να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης που τον έστειλε κάποτε την προξενήτρα. Ιδέες κλωθογύριζαν στο μυαλό του, μέχρι που κατέστρωσε το τέλειο σχέδιο. Ανυπομονούσε να έρθει η επόμενη μέρα τόσο, που δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα.
Την επόμενη μέρα κίνησε για το αρχοντικό. Όταν το είδε να ορθώνεται μπροστά του, ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. Χτύπησε τη πόρτα δυνατά. Άκουσε βήματα από μέσα και σε λίγη ώρα του είχε ανοίξει μια υπηρέτρια. «Θα επιθυμούσα να συναντήσω τον αφέντη σας. Πείτε του ότι τον ζητάει ο Κυριάκος Πεχλιβάνης, ο παλαιστής», είπε τραυλίζοντας.
Η υπηρέτρια έφυγε και σε λίγο γύρισε και επιβεβαίωσε ότι ο αφέντης της ήθελε πολύ να τον συναντήσει. Έπειτα από αυτό ο Κυριάκος την ακολούθησε στα ενδότερα. Θαύμασε τη χλιδή που επικρατούσε παντού. Κρεμασμένοι στους τοίχους ήταν πανέμορφοι πίνακες, ενώ υπήρχαν τόσοι πολλοί διάδρομοι, που αυτός ένιωθε ότι ήταν παγιδευμένος σε ένα λαβύρινθο, ακόμα και αν ακολουθούσε την υπηρέτρια. Που και που έβλεπε άλλους υπηρέτες, οι οποίοι υποκλίνονταν στο πέρασμα του, όπως τους είχε διατάξει ο αφέντης τους. Επίσης υπήρχαν τοποθετημένα εδώ και εκεί ακριβά έπιπλα, ενώ το πάτωμα ήταν στρωμένο με περίτεχνα χαλιά. Κάποια στιγμή, η υπηρέτρια ανακοίνωσε ότι είχαν φτάσει. Άνοιξε μια μεγάλη, βαριά πόρτα και του έτεινε να περάσει μέσα.
Ο Κυριάκος οπλίστηκε με όλο του το θάρρος και μπήκε μέσα με αποφασιστικότητα. Ο πατέρας της Ολυμπιάδας τον περίμενε καθισμένος με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος μπόρεσε να τον παρατηρήσει προσεκτικά. Ήταν αρκετά μεγάλος στην ηλικία, με ζαρωμένο πρόσωπο, μέσος στο ανάστημα. Είχε ένα πονηρό βλέμμα και φαινόταν συνεχώς έτοιμος να γελάσει τους πάντες. «Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου, παιδί μου;» τον ρώτησε. Ο Κυριάκος πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος και απάντησε: «θα ήθελα να σου πω μια ιστορία, άρχοντα που είναι πολύ γνωστή στα μέρη μας. Άκου προσεκτικά.
Κάποτε ήτανε ένα αγόρι, ο Πασχάλης, που έκανε κάτι ξεχωριστό. Τον Πασχάλη, λοιπόν, τον πλάκωσε μια βαριά αρρώστια. Η μάνα του η καημένη παρακάλεσε την Παναγία να τον γιατρέψει, και σε αντάλλαγμα αυτός θα δούλευε για τρία ολόκληρα χρόνια στην εκκλησία. Κι έτσι, το παιδί έγινε καλά και στρώθηκε στη δουλειά. Όμως κάποια μέρα παρατήρησε ότι ο παπάς άρπαζε τα χρήματα απ’ την εκκλησία. Κι έτσι, αποφάσισε να τον σταματήσει. Αλλά ο παπάς το κατάλαβε και πήγε να τον πιάσει. Αυτός ξέφυγε και φώναξε το Δεσπότη. Ο Δεσπότης έδωσε στο αγόρι μια μεγάλη ψαλίδα και του είπε να κόψει τα γένια του παπά, για να τον τιμωρήσει. Το παιδί όμως αρνήθηκε, κι έτσι του τα έκοψε ο Δεσπότης. Μετά αφόρισε τον παπά και είπε τα καλύτερα λόγια για το παιδί στο κόσμο. Οι κάτοικοι του χωριού το εκτίμησαν αυτό, και έτσι άρχισαν να τον φωνάζουν Μπαρμπέρη. Και με το καιρό, αυτό το παρατσούκλι έγινε το επώνυμο του.»
Μόλις ο Κυριάκος τελείωσε τη σύντομη αφήγησή του, ο άρχοντας τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «μα γιατί μου την είπες αυτή την ιστορία, παιδί μου; έχω δει ανθρώπους και ανθρώπους, μα ούτε ένας δεν με συνάντησε για να μου αφηγηθεί μια ιστορία.»
Ο Κυριάκος γέλασε αμυδρά. «Το παραμύθι αυτό μιλά για ένα παιδί που το επίθετο του άλλαξε, αφού έκανε ένα κατόρθωμα.»του είπε. «κι εγώ, ο Κυριάκος Πεχλιβάνης, είμαι η ενσάρκωση αυτού του μύθου! Θυμάσαι, άρχοντα, που πριν από καιρό ήρθε μια προξενήτρα απεσταλμένη από κάποιον Κυριάκο Αλεξανδρίδη;»
Ο άρχοντας ένευσε καταφατικά.
Ο Κυριάκος συνέχισε: «την προξενήτρα την έδιωξες, αλλά έδωσες στον Κυριάκο μια ευκαιρία. Θα παντρευόταν την κόρη σου μόνο εάν γινόταν διάσημος και τον αναγνώριζε η κοινωνία. Μόνο εάν έμπαινε στον κόσμο της φήμης». Ο Κυριάκος μιλούσε πιο δυνατά, ήθελε να μάθει ο άρχοντας, πως ένας αγρότης έγινε διάσημος παλαιστής. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Ο Κυριάκος που λες, έγινε σπουδαίος παλαιστής, κι έτσι τον μετονόμασαν σε Κυριάκο Πεχλιβάνη. Εγώ είμαι αυτός».
Ο άρχοντας τον κοίταξε με έκπληκτο ύφος, και μετά τον ρώτησε με όση ψυχραιμία του είχε απομείνει :« και τι ζητάς από μένα;» Αυτή τη φορά ο Κυριάκος γέλασε φανερά και δυνατά :«Το χέρι της κόρης σου». Και ο άρχοντας Ζησάκης που είχε νικηθεί από τα ίδια του τα λόγια, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Στον γάμο κάλεσαν πολλούς, αλλά ανάμεσά τους ο Κυριάκος ξεχώρισε δύο : την προξενήτρα που τον είχε βοηθήσει και τον γέρο, που τόσα του είχε μάθει. Όλοι οι καλεσμένοι ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές θρακιώτικες στολές, χόρευαν, τραγουδούσαν και έπιναν στην υγειά του γαμπρού και της νύφης.
Ο Κυριάκος Μπεχλιβάνης συνέχισε να παλεύει και να τιμά το όνομά του. Όπως άλλωστε και τα παιδιά του, πρόσφυγες πια στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης, διατήρησαν την παράδοση παλεύοντας ανήμερα την Κυριακή του Θωμά. Ο εγγονός του δεν έγινε παλαιστής. Όμως αφηγήθηκε στον δικό του εγγονό την ιστορία αυτή, και αυτός με τη σειρά του πάλεψε με χαρτιά και μολύβια για να σας τη μεταφέρει!
Καθώς περπατούσε ξέγνοιαστος, είδε από μακριά μια κοπέλα, όμορφη και στολισμένη τόσο ωραία, που φεγγοβολούσε κάτω από το φως του καυτού μεσημεριανού ήλιου. Φαινόταν να είναι από αρχοντική γενιά και περπατούσε στητή και καμαρωτή στο δρόμο, με το πατέρα της για συνοδό. Ο Κυριάκος θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Γύρισε όλη τη περιοχή και ρώτησε πολλούς, ακόμη και μικρά παιδιά αν γνώριζαν ποια ήταν η κοπέλα. Μα κανένας δεν ήξερε να του πει ποια ήταν αυτή η ξένη αρχόντισσα και από που καταγόταν.
Στο τέλος ένας σοφός ηλικιωμένος του είπε πως το όνομα της ήταν Ολυμπιάδα, και πως μαζί με το πατέρα της, τον αφέντη Ζησάκη, κατοικούσαν στο μεγάλο αρχοντικό που δέσποζε στα προάστια της πόλης. Ο σοφός που γνώριζε πολλά, του είπε επίσης ότι την κοπέλα δεν την έβλεπαν συχνά στα μέρη τους. Και αυτό γιατί ο αυστηρός πατέρας δεν ήθελε να την αντικρίσουν οι ταπεινοί χωρικοί και να τους τυφλώσει η ομορφιά της. Ήθελε ένα γαμπρό με περιουσία, σπουδαγμένο και διάσημο.
Ο καημένος ο Κυριάκος αναστέναξε, αφού ούτε μορφωμένος ήταν ούτε διάσημος. Καλλιεργούσε ένα μικρό χωράφι που ίσα ίσα έφτανε για να τον θρέψει. Όμως δεν έχασε την ελπίδα του και απέδειξε για ακόμη μια φορά την υπομονή και την επιμονή του. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι του και άρχισε να καταστρώνει τολμηρά και παράξενα σχέδια, μέχρι που ήρθε το απόβραδο και ένιωσε μια νύστα να τον τυλίγει, μια πολύ μεγάλη επιθυμία να πέσει στο κρεβάτι του και να τον ταξιδέψει ο ύπνος μαγικά. Αλλά συνέχισε να σκέφτεται. Ξαφνικά ! Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του, μια νότα μέσα στη συμφωνία της νύστας, της αποφασιστικότητας και της σκέψης. Σίγουρα ο πατέρας της Ολυμπιάδας θα τον έδιωχνε αμέσως μόλις έβλεπε ότι ήταν ένας ταπεινός γεωργός. Φοβόταν μάλιστα ότι θα αδιαφορούσε τελείως για το χαρακτήρα του, για την εργατικότητα και την τιμιότητα του. Ίσως οι υπηρέτες να μην του επέτρεπαν καν τη είσοδο, ξέροντας τον αφέντη τους και τις επιθυμίες του, αφού η εμφάνιση του θα μαρτυρούσε τη φτωχική καταγωγή του.
Αν όμως ο Κυριάκος έστελνε την προξενήτρα; Τη γνώριζε καλά από το πατέρα και την μητέρα του, γιατί αυτή τους είχε ζευγαρώσει. Ο άρχοντας θα νόμιζε ότι τη στέλνει κανένας φημισμένος, μορφωμένος και πλούσιος, και θα την άφηνε τουλάχιστον να τον συναντήσει.
Έτσι, το επόμενο πρωινό, προτού αρχίσει την κουραστική του δουλειά, πέρασε από το σπίτι της προξενήτρας για να ζητήσει τη μεγάλη αυτή χάρη. Όταν η προξενήτρα του άνοιξε τη πόρτα, αναφώνησε: «καλώς τον Κυριάκο! Τι θέλεις, παιδί μου;». Ο Κυριάκος ότι είχε συμβεί και μετά γονάτισε μπροστά της και της ζήτησε παρακαλεστά τη μεγάλη χάρη. Η προξενήτρα η καρα-Μάρω, το σκέφτηκε για πολύ ώρα, ζυγιάζοντας τη κατάσταση, και τελικά του απάντησε με ένα μεγάλο χαμόγελο: «το σχέδιο σου να μην πας ο ίδιος στον άρχοντα είναι έξυπνο και φρόνιμο. Και επειδή γνωρίζω εσένα και την οικογένεια σου από χρόνια, θα σου κάνω το χατίρι. Όμως εντάξει ο άρχοντας να με δεχτεί, αλλά έπειτα….η κατάσταση σου και η καταγωγή σου θα τον εξοργίσουν, αφού ξέρεις κάθε άρχοντας θέλει γαμπρό πλούσιο και σπουδαίο. Όσο και να παινέψω τα μεγάλα χαρίσματα σου, ψέματα για σένα δεν μου κάνει η καρδιά να πω».
Η προξενήτρα τον κοίταξε με περίλυπο ύφος. Αυτός αναστέναξε, αλλά μετά σοβάρεψε και της είπε με στόμφο: «τα πάντα είναι στο χέρι σου τώρα, ακόμα και είναι πολύ πιθανό να αρνηθεί, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσπαθήσεις σκληρά. Η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία!». Ακούγοντας τα λόγια του, εκείνη συγκινήθηκε και του υποσχέθηκε να βάλει τα δυνατά της για να πείσει τον πατέρα της Ολυμπιάδας. Έτσι, λίγη ώρα αργότερα, η προξενήτρα κίνησε για την πόλη και ο Κυριάκος για το χωράφι του. Με την ελπίδα βαθιά μέσα του, ο Κυριάκος δούλευε ακόμα πιο πολύ, ακούραστος πάντα. Όμως ένιωθε ανήσυχος και συνέχεια αναλογιζόταν την προσπάθεια της κυρα-Μάρως.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά για αυτόν, ενώ η ελπίδα του λες και είχε βουλιάξει σε μια απύθμενη τάφρο και είχε χαθεί για πάντα. Το βράδυ είχε άσχημους εφιάλτες. Έβλεπε τον άρχοντα που γινόταν έξαλλος και ξεσπούσε πάνω στη προξενήτρα. Διέταζε ύστερα, λέει, να τον φυλακίσουν μαζί της στα ανήλιαγα μπουντρούμια του αρχοντικού. Τέτοια και άλλα απαίσια, τρομαχτικά όνειρα τον γέμιζαν αγωνία και τον έκαναν να ξυπνάει αρκετές φορές καταμεσής της νύχτας.
Ώσπου την επόμενη μέρα, καθώς δούλευε στο χωράφι του, είδε την σκυφτή και ταλαιπωρημένη σιλουέτα της προξενήτρας. Αμέσως παράτησε τα εργαλεία του και έτρεξε σαν σίφουνας προς το μέρος της. Παρατήρησε το απογοητευτικό βλέμμα της και η ανησυχία του κορυφώθηκε.
Εκείνη άνοιξε το στόμα της και αργά αργά είπε: «Λυπάμαι, Κυριάκο μου, αλλά ο πατέρας της Ολυμπιάδας είναι αμετάπειστος». Ύστερα του είπε τι είχε συμβεί στη πόλη. Όπως είχαν προβλέψει, ο άρχοντας την είχε δεχτεί με χαρά στην αρχή. Όταν όμως τη ρώτησε ποιος ήταν αυτός που την είχε στείλει, εκείνη διστακτικά του είπε τα πάντα για τον Κυριάκο, για την εργατικότητα, την τιμιότητα και τη λεβεντιά του, χωρίς να κρύψει όμως την καταγωγή του και για το πως έβγαζε το ψωμί του από ένα μόνο χωραφάκι. «Στην αρχή με κοίταζε αμίλητος, με ένα αλλόκοτο βλέμμα, μετά όμως μου έριξε μια ματιά που έσταζε δηλητήριο. Φώναζε πως τόλμησε κάποιος από ταπεινή γενιά να στέλνει προξενήτρα στο αρχοντικό του και να τον απασχολεί χωρίς λόγο. Έπειτα διέταξε να με πετάξουν έξω…».
Ο Κυριάκος ένιωσε ξαφνικά έναν αβάσταχτο πόνο. Το σχέδιο του είχε αποτύχει. Αμέσως μετά αισθάνθηκε μεγάλες ενοχές για την καημένη την προξενήτρα, που για αυτόν είχε κουραστεί και είχε υποστεί την οργή του άρχοντα. Η προξενήτρα έσκυψε το κεφάλι της και είπε αυτά τα τελευταία λόγια προτού πάει στο σπίτι της για να ξεκουραστεί: «Ο άρχοντας είπε και κάτι ακόμα. Είπε πως, αν πράγματι αγαπάς τη θυγατέρα του, και είσαι άξιος να την παντρευτείς, θα σου δώσει μια ευκαιρία».
Ο Κυριάκος ένιωσε την ελπίδα να γεννιέται πάλι μέσα του και με μεγάλη χαρά ρώτησε τι όριζε ο άρχοντας να κάνει. Η προξενήτρα είδε την ευθυμία στο πρόσωπό του και απάντησε συλλογισμένη: «Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι…να γίνεις διάσημος και όλος ο κόσμος να σε αγαπά και να σε θαυμάζει. Το ξέρω παιδί μου ότι είναι ένα δύσκολο κατόρθωμα για έναν γεωργό σαν και εσένα. Ο άρχοντας το είπε για να σε παιδέψει και να παίξει μαζί σου. Μη ξεχνάς όμως ότι όλοι σε θαυμάζουν για την υπομονή, την επιμονή και το θάρρος σου! Μπορεί κάτι να σκεφτείς ώστε να τα καταφέρεις!»
Η προξενήτρα μιλούσε με το χέρι στη καρδιά εκείνη τη στιγμή, και εκείνος το κατάλαβε. Αφού την ευχαρίστησε, την αποχαιρέτησε και άρχισε να σκέφτεται πως μπορεί να γίνει διάσημος, σε τι θα μπορούσε να διαπρέψει. Περνούσαν οι μέρες και ο ήρωας της ιστορίας μας δεν είχε ανακαλύψει ακόμη τι θα τον έκανε ξακουστό αλλά δεν απογοητευόταν. Στο μεταξύ πλησίαζε το μεγάλο πανηγύρι και η μικρή τους πόλη θα γέμιζε κόσμο.
Ο Κυριάκος σκέφτηκε ότι πηγαίνοντας εκεί μπορεί να του ερχόταν καμιά ιδέα για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Στο πανηγύρι, την Κυριακή του Θωμά, μαζεύονταν όλοι. Οι μεγάλοι μουσικοί που έπαιζαν εύηχα τραγούδια, οι έμποροι με τη πραμάτεια τους, και το πιο σπουδαίο, οι αθλητές. Γίνονταν όπως σε κάθε πανηγύρι αθλητικές επιδείξεις, και κυρίως αγώνες πάλης. Τον Κυριάκο ποτέ δεν τον έλκυε η πάλη αλλά από περιέργεια αποφάσισε να πάει και να παρακολουθήσει έναν αγώνα.
Το απόγευμα λοιπόν, έβαλε τα καλά του, και πήγε στο πανηγύρι. Παρατήρησε ότι υπήρχε πολύς κόσμος συγκεντρωμένος. Χώθηκε μες στην πολυκοσμία και την οχλοβοή και σύντομα κατάφερε να βρεθεί μπροστά στον αγωνιστικό χώρο της πάλης. Ξαφνικά, δίπλα του βρέθηκε ο πρόσχαρος ηλικιωμένος που του είχε δώσει πληροφορίες σχετικά με την Ολυμπιάδα και τον πατέρα της. Ο Κυριάκος τον χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Εν τω μεταξύ στον αγωνιστικό χώρο έκανε την εμφάνισή του ένας αρκετά μεγάλος στην ηλικία παλαιστής. Απέναντι του έστησαν ένα μεγάλο πιθάρι. Ο Κυριάκος παραξενεύτηκε. Βλέποντας τον να απορεί ο γέρος άρχισε να μιλάει: «Είναι ένα παραδοσιακό έθιμο. Προτού αρχίσουν οι αγώνες, ένας παλαίμαχος έμπειρος παλαιστής παλεύει με ένα πιθάρι. Στόχος του είναι να το διαλύσει». Ο Κυριάκος παρακολουθούσε εκστασιασμένος τον παλαιστή να εφαρμόζει διάφορες λαβές και να χτυπάει το πιθάρι με δύναμη και μανία. Ώσπου, κάποια στιγμή, το έσπασε βγάζοντας μια κραυγή.
Το κοινό ξέσπασε σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα, και ο παλαιστής φανερά ευχαριστημένος με τον εαυτό του αποσύρθηκε από τον αγωνιστικό χώρο. Αμέσως μετά ο ντελάλης άρχισε να λέει τα εξής λόγια: «παλαιστή, παλαιστή, μη θλίβεσαι επειδή νικήθηκες, μη χαίρεσαι ότι νίκησες. Οι μάνες κοπιάζουν αλλά οι πατεράδες δεν το εκτιμούν».
Ο Κυριάκος αναλογίστηκε για λίγο την σημασία αυτών που είπε ο ντελάλης. Είχε μπερδευτεί πολύ με τα λεγόμενα του. Ενώ όμως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα τα λόγια του γέρου: «Ο ντελάλης λέει αυτά τα λόγια κάθε φορά προτού αρχίσουν οι αγώνες. Είναι δυσνόητα για κάποιον νέο όπως εσύ». Στο μεταξύ, δύο παλαιστές είχαν ήδη πάρει θέση και ο πρώτος αγώνας ήταν έτοιμος να αρχίσει. Ο Κυριάκος παρατήρησε ότι οι παλαιστές, όπως αργότερα και όλοι οι υπόλοιποι, έκανα μια εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο, χτυπώντας τα χέρια τους στα γόνατα. «Οι παλαιστές αλείφονται με λάδι πριν αγωνιστούν…» άρχισε ο γέρος, «…και φορούν ένα κοντό παντελόνι ως τα γόνατα, το κισπέτι. Νικητής ανακηρύσσεται αυτός που θα καταφέρει να ρίξει τον αντίπαλο του με την πλάτη στο χώμα». Λίγο αργότερα, δόθηκε σήμα για να ξεκινήσει η πάλη.
Το παλικάρι παρακολουθούσε έκθαμβο. Εκείνο που τον εντυπωσίαζε ήταν ότι δεν αρκούσε μόνο η δύναμη των αθλητών, αλλά έπρεπε με επιδεξιότητα και πονηριά να χρησιμοποιήσουν τη σωστή λαβή και να ρίξουν κάτω το γλιστερό σώμα του αντιπάλου. Όταν ανακηρύχθηκε ο νικητής και το πλήθος τον επευφημούσε, ο Κυριάκος είχε πάρει την απόφαση του. Αν έμελλε να γίνει γνωστός και σπουδαίος, άξιζε πραγματικά να χρησιμοποιήσει τη δύναμη αλλά και την εξυπνάδα του στους αγώνες πάλης! Έτσι, με το καιρό, έμαθε τα πάντα για τη πάλη. Όλες τις λαβές, κάθε μια κίνηση, όλα τα έθιμα και τους κανόνες. Όταν τελείωνε από τις δουλειές στο χωράφι, το παλικάρι μας εξασκούνταν ατέλειωτες ώρες αλλά παράλληλα συμμετείχε και σε αγώνες.
Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, ο Κυριάκος γινόταν όλο και καλύτερος, η φήμη του έφτανε πέρα από τη Τσατάλτζα, μέχρι τη πόλη και ακόμα πιο μακριά. Πέρασε ο καιρός και ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης φημιζόταν όλο και περισσότερο, όλο και πιο πολύ του έδειχναν σεβασμό οι υπόλοιποι παλαιστές.
Εξαιτίας του μεγάλου ταλέντου και της εμπειρίας του δεν τον φώναζαν πια Αλεξανδρίδη, αλλά Κυριάκος ο Πεχλιβάνης, γιατί τότε πεχλιβάνηδες λέγανε τους παλαιστές. Μια ηλιόλουστη μέρα ξεκίνησε για ένα πανηγύρι στη πόλη. Πήρε ένα κάρο και αναχώρησε. Ανυπομονούσε να φτάσει στο πανηγύρι αυτό, διότι ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής, και λογιών λογιών παλαιστές από παντού μαζευόταν εκεί και προκαλούσαν τους υπόλοιπους. Οι ώρες που πέρασε ταξιδεύοντας του φάνηκαν ατέλειωτες. Όταν επιτέλους έφτασε , η νύχτα άρχισε να αγκαλιάζει τη πόλη. Το πανηγύρι ήταν την επόμενη ημέρα και έτσι άρχισε να ψάχνει για κάποιο πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα του και να ξεκουραστεί.
Προς μεγάλη του απογοήτευση, όλα τα πανδοχεία μέσα στη πόλη φιλοξενούσαν μουσικούς, αθλητές κι εμπόρους και δεν είχε μείνει ούτε ένα μικρό δωμάτιο. Σε κάποια πανδοχεία, κάποιοι ένοικοι του πρόσφεραν τα δωμάτια τους, μόλις αναγνώριζαν ποιος είναι. Αλλά αυτός ήταν αρκετά αξιοπρεπής για να τους στερήσει τη ξεκούραση τους.
Ψάχνοντας, έφτασε έξω από το κέντρο της πόλης και πέρασε μπροστά από μια μικρή ταβέρνα. Από το εσωτερικό της ακούγονταν θεσπέσιες μελωδίες. Μπήκε μέσα για να ικανοποιήσει τουλάχιστον τη πείνα του και την περιεργάστηκε. Στα λιγοστά τραπεζάκια καθόταν μερικοί κάτοικοι τρώγοντας και πίνοντας. Σε μια γωνία, τρεις μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα, παραδοσιακά τραγούδια, ενώ ένας τραγουδιστής τραγουδούσε χορεύοντας. Στον πάγκο καθόταν ο ιδιοκτήτης και τους άκουγε με άπλετη ευχαρίστηση.
Ο Κυριάκος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν μπορούσε εκτός από φαγητό να του προσφέρει και φιλοξενία. Εκείνος τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε ποιος ήταν. Και όταν ο Κυριάκος του είπε, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και αμέσως μετά καλωσόρισε και καλοδέχτηκε το φημισμένο παλαιστή. Του πρόσφερε φαγητό και στη συνέχεια του ένευσε να τον ακολουθήσει.
Τον οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα στενό κρεβάτι στη μέση. Ο Κυριάκος τον ευχαρίστησε θερμά και ξάπλωσε. Αμέσως ένιωσε χαλαρός και σε ελάχιστη ώρα είχε αποκοιμηθεί.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε αναζωογονημένος. Ήταν έτοιμος για το πανηγύρι. Καλημέρισε το ταβερνιάρη και βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν υπέροχος και ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι φυσούσε. Καθώς προχωρούσε, παρατηρούσε τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις αγορές και τα άλλα κτίσματα. Όλα συνέθεταν ένα έργο τέχνης, το κάθε τι ήταν μια πινελιά καθοριστική για το σύνολο. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι οι κάτοικοι ευγενικοί και κοινωνικοί, το κάθε κτήριο ήταν ένα στολίδι. Ο Κυριάκος δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο πανηγύρι.
Τρόμαξε όταν είδε πόσοι πολύ παλαιστές είχαν ταξιδέψει μέχρι τη πόλη για να αγωνιστούν. Νέοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία, ψηλοί και κοντοί, γνωστοί και άγνωστοι, έμπειροι και αρχάριοι. Όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και παινεύονταν ή σχολίαζαν τους υπολοίπους. Κάποιοι είχαν σχηματίσει μεγάλες παρέες και μιλούσαν για τους τόπους τους.
Ο Κυριάκος μπήκε σε μια παρέα παλαιστών από τη Τσατάλτζα και άρχισε να φλυαρεί μαζί τους μέχρι να αρχίσουν οι αγώνες. Επιτέλους ένας ηλικιωμένος παλαιστής μπήκε στο χώρο και άρχισε να προσπαθεί να διαλύσει ένα πιθάρι. Μόλις τα κατάφερε, ο ντελάλης είπε τα συνθηματικά λόγια και κάλεσε στον αγωνιστικό χώρο δύο παλαιστές. Ο ένας ήταν ο Κυριάκος.
Προτού αρχίσει να παλεύει, έριξε μια εξονυχιστική ματιά στο κοινό του. Και τότε, η καρδιά του σκίρτησε, γιατί διέκρινε ανάμεσα στους θεατές την Ολυμπιάδα και τον πατέρα της. Πήρε δύναμη γιατί σκέφτηκε ότι θα μπορούσε όχι μόνο να κερδίσει τους αγώνες αλλά και τη καρδιά της αγαπημένης του. Αλλά και η Ολυμπιάδα εντυπωσιάστηκε από το πόσο καλά πάλευε ο Κυριάκος, πόση δύναμη είχε, με πόση επιδεξιότητα μπέρδευε τον αντίπαλο του. Και όταν ανακηρύχθηκε νικητής, ήταν η πρώτη που ξέσπασε σε θυελλώδη χειροκροτήματα. Το κοινό ακολούθησε το παράδειγμα της και τον αποθέωσε.
Την ίδια νύχτα, ο Κυριάκος συλλογιζόταν ξαπλωμένος στο κρεβατάκι στην ταβέρνα. Θυμήθηκε τι του είχε ζητήσει ο άρχοντας. Να γίνει διάσημος και να τον αναγνωρίζει η κοινωνία. Όλα αυτά τα είχε καταφέρει πια. Κάθε μια του προσπάθεια ήταν σαν ένα κομμάτι κάποιου παζλ. Και το παζλ αυτό ήταν η φήμη! Το αποφάσισε. Θα πήγαινε στο πατέρα της Ολυμπιάδας και θα του ζητούσε το χέρι της κόρης του. Όμως ήθελε εκείνος να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης που τον έστειλε κάποτε την προξενήτρα. Ιδέες κλωθογύριζαν στο μυαλό του, μέχρι που κατέστρωσε το τέλειο σχέδιο. Ανυπομονούσε να έρθει η επόμενη μέρα τόσο, που δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα.
Την επόμενη μέρα κίνησε για το αρχοντικό. Όταν το είδε να ορθώνεται μπροστά του, ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. Χτύπησε τη πόρτα δυνατά. Άκουσε βήματα από μέσα και σε λίγη ώρα του είχε ανοίξει μια υπηρέτρια. «Θα επιθυμούσα να συναντήσω τον αφέντη σας. Πείτε του ότι τον ζητάει ο Κυριάκος Πεχλιβάνης, ο παλαιστής», είπε τραυλίζοντας.
Η υπηρέτρια έφυγε και σε λίγο γύρισε και επιβεβαίωσε ότι ο αφέντης της ήθελε πολύ να τον συναντήσει. Έπειτα από αυτό ο Κυριάκος την ακολούθησε στα ενδότερα. Θαύμασε τη χλιδή που επικρατούσε παντού. Κρεμασμένοι στους τοίχους ήταν πανέμορφοι πίνακες, ενώ υπήρχαν τόσοι πολλοί διάδρομοι, που αυτός ένιωθε ότι ήταν παγιδευμένος σε ένα λαβύρινθο, ακόμα και αν ακολουθούσε την υπηρέτρια. Που και που έβλεπε άλλους υπηρέτες, οι οποίοι υποκλίνονταν στο πέρασμα του, όπως τους είχε διατάξει ο αφέντης τους. Επίσης υπήρχαν τοποθετημένα εδώ και εκεί ακριβά έπιπλα, ενώ το πάτωμα ήταν στρωμένο με περίτεχνα χαλιά. Κάποια στιγμή, η υπηρέτρια ανακοίνωσε ότι είχαν φτάσει. Άνοιξε μια μεγάλη, βαριά πόρτα και του έτεινε να περάσει μέσα.
Ο Κυριάκος οπλίστηκε με όλο του το θάρρος και μπήκε μέσα με αποφασιστικότητα. Ο πατέρας της Ολυμπιάδας τον περίμενε καθισμένος με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος μπόρεσε να τον παρατηρήσει προσεκτικά. Ήταν αρκετά μεγάλος στην ηλικία, με ζαρωμένο πρόσωπο, μέσος στο ανάστημα. Είχε ένα πονηρό βλέμμα και φαινόταν συνεχώς έτοιμος να γελάσει τους πάντες. «Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου, παιδί μου;» τον ρώτησε. Ο Κυριάκος πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος και απάντησε: «θα ήθελα να σου πω μια ιστορία, άρχοντα που είναι πολύ γνωστή στα μέρη μας. Άκου προσεκτικά.
Κάποτε ήτανε ένα αγόρι, ο Πασχάλης, που έκανε κάτι ξεχωριστό. Τον Πασχάλη, λοιπόν, τον πλάκωσε μια βαριά αρρώστια. Η μάνα του η καημένη παρακάλεσε την Παναγία να τον γιατρέψει, και σε αντάλλαγμα αυτός θα δούλευε για τρία ολόκληρα χρόνια στην εκκλησία. Κι έτσι, το παιδί έγινε καλά και στρώθηκε στη δουλειά. Όμως κάποια μέρα παρατήρησε ότι ο παπάς άρπαζε τα χρήματα απ’ την εκκλησία. Κι έτσι, αποφάσισε να τον σταματήσει. Αλλά ο παπάς το κατάλαβε και πήγε να τον πιάσει. Αυτός ξέφυγε και φώναξε το Δεσπότη. Ο Δεσπότης έδωσε στο αγόρι μια μεγάλη ψαλίδα και του είπε να κόψει τα γένια του παπά, για να τον τιμωρήσει. Το παιδί όμως αρνήθηκε, κι έτσι του τα έκοψε ο Δεσπότης. Μετά αφόρισε τον παπά και είπε τα καλύτερα λόγια για το παιδί στο κόσμο. Οι κάτοικοι του χωριού το εκτίμησαν αυτό, και έτσι άρχισαν να τον φωνάζουν Μπαρμπέρη. Και με το καιρό, αυτό το παρατσούκλι έγινε το επώνυμο του.»
Μόλις ο Κυριάκος τελείωσε τη σύντομη αφήγησή του, ο άρχοντας τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «μα γιατί μου την είπες αυτή την ιστορία, παιδί μου; έχω δει ανθρώπους και ανθρώπους, μα ούτε ένας δεν με συνάντησε για να μου αφηγηθεί μια ιστορία.»
Ο Κυριάκος γέλασε αμυδρά. «Το παραμύθι αυτό μιλά για ένα παιδί που το επίθετο του άλλαξε, αφού έκανε ένα κατόρθωμα.»του είπε. «κι εγώ, ο Κυριάκος Πεχλιβάνης, είμαι η ενσάρκωση αυτού του μύθου! Θυμάσαι, άρχοντα, που πριν από καιρό ήρθε μια προξενήτρα απεσταλμένη από κάποιον Κυριάκο Αλεξανδρίδη;»
Ο άρχοντας ένευσε καταφατικά.
Ο Κυριάκος συνέχισε: «την προξενήτρα την έδιωξες, αλλά έδωσες στον Κυριάκο μια ευκαιρία. Θα παντρευόταν την κόρη σου μόνο εάν γινόταν διάσημος και τον αναγνώριζε η κοινωνία. Μόνο εάν έμπαινε στον κόσμο της φήμης». Ο Κυριάκος μιλούσε πιο δυνατά, ήθελε να μάθει ο άρχοντας, πως ένας αγρότης έγινε διάσημος παλαιστής. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Ο Κυριάκος που λες, έγινε σπουδαίος παλαιστής, κι έτσι τον μετονόμασαν σε Κυριάκο Πεχλιβάνη. Εγώ είμαι αυτός».
Ο άρχοντας τον κοίταξε με έκπληκτο ύφος, και μετά τον ρώτησε με όση ψυχραιμία του είχε απομείνει :« και τι ζητάς από μένα;» Αυτή τη φορά ο Κυριάκος γέλασε φανερά και δυνατά :«Το χέρι της κόρης σου». Και ο άρχοντας Ζησάκης που είχε νικηθεί από τα ίδια του τα λόγια, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Στον γάμο κάλεσαν πολλούς, αλλά ανάμεσά τους ο Κυριάκος ξεχώρισε δύο : την προξενήτρα που τον είχε βοηθήσει και τον γέρο, που τόσα του είχε μάθει. Όλοι οι καλεσμένοι ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές θρακιώτικες στολές, χόρευαν, τραγουδούσαν και έπιναν στην υγειά του γαμπρού και της νύφης.
Ο Κυριάκος Μπεχλιβάνης συνέχισε να παλεύει και να τιμά το όνομά του. Όπως άλλωστε και τα παιδιά του, πρόσφυγες πια στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης, διατήρησαν την παράδοση παλεύοντας ανήμερα την Κυριακή του Θωμά. Ο εγγονός του δεν έγινε παλαιστής. Όμως αφηγήθηκε στον δικό του εγγονό την ιστορία αυτή, και αυτός με τη σειρά του πάλεψε με χαρτιά και μολύβια για να σας τη μεταφέρει!
Θοδωρής Μπεχλιβάνης
Αρσάκειο Δημ. Σχολείο Θεσ/νικης
ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Θρακική εστία Θεσσαλονίκης
Σήμερα το αρχαίο αυτό ελληνικό έθιμο αναβιώνει στο Σοχό της Θεσσαλονίκης...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου