Κάτι σαν παραμύθι...
Είμαι
η γιαγιά Αναστασία, η ιστορία που θα σας πω είναι ένα κομμάτι από τη
ζωή του πατέρα μου του Ανδρέα, από τον πόλεμο του 40.
Τον Οκτώβριο του
1940 οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, δηλαδή ήθελαν να μπούνε στην
Ελλάδα από την Αλβανία και να την κάνουν Ιταλική. Ο Ιωάννης Μεταξάς ο
πρωθυπουργός, απάντησε ΟΧΙ, δεν θα μπείτε στην Ελλάδα. Κήρυξε τότε
γενική επιστράτευση. Κάλεσε όλους τους Έλληνες από 20 μέχρι 40 χρονών να
παρουσιαστούν στο στρατό, για να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Ο πόλεμος μας
έγινε στα βουνά της Ηπείρου, στα σύνορα με την Αλβανία. Εκείνο λοιπόν
το φθινόπωρο του 1940 ....
όλες οι οικογένειες που είχαν άντρες σε αυτές τις
ηλικίες, αναστατώθηκαν. Το πατριωτικό αίσθημα τις έκανε που θα έδιναν
για χάρη της πατρίδας τους, τα πιο αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα παιδιά
τους, τα αδέρφια τους, τους άνδρες τους, τους πατέρες τους. Από την άλλη
μεριά η αγωνία για την τύχη της ζωής των αγαπημένων τους ήταν μεγάλη.
Από τη δική μας οικογένεια έφευγε ο άνδρας και πατέρας της οικογένειας,ο
πατέρας μου ο Ανδρέας. Το φθινόπωρο λοιπόν εκείνο στο σταθμό της
Κομοτηνής όπου θα γινόταν ο αποχαιρετισμός, ψιλόβρεχε. Τα φθινοπωρινά
φύλλα πεσμένα κάτω, χρυσοκίτρινα, καφεκόκκινα, στροβιλίζονται από το
βροντερό αέρα, αποχαιρετώντας τα παλικάρια που έφευγαν. Φθινόπωρο
επικρατούσε και στη ψυχή της μητέρας μου Μαρίας. Την καρδιά της σαν
πύρινα καρφιά την τρυπούσαν η θλίψη, και η αγωνία για το μέλλον. Έφευγε ο
προστάτης της οικογένειας, τώρα ποίος θα φροντίζει για αυτούς ; Ευτυχώς
υπήρχε ο παππούς ο Κυριάκος. Φάνηκε ότι ήταν το πολυτιμότερο στήριγμα,
στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν για την κόρη του και τον εγγονό του.
Στο σταθμό η μαμά μου προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της . Ντρέπεται
κιόλας γιατί γύρω τους γίνεται πανζουρλισμός. Ο ενθουσιασμός όλων που
έχουν μαζευτεί στο σταθμό εκδηλώνεται με φωνές, με τραγούδια πατριωτικά,
με προφητείες για λαμπρές νίκες των Ελλήνων. Μαντίλια ανεμίζουν,
ακούγονται υποσχέσεις επιστροφής από τους στρατιώτες που φεύγουν,
παρηγορητικά λόγια από τους γονείς και τα αδέρφια των επιστρατευμένων. Η
μητέρα μου κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της τον τετράχρονο Γιώργο και
αποχαιρετούν τον πατέρα βουβοί τώρα πια. Το τραίνο έχει ξεκινήσει.
Παίρνει μαζί του τη χαρά της ζωής όλων. Σε πολύ λίγα χρόνια από το γάμο
των γονιών μου, τα όνειρα τους για μια πιο όμορφη ζωή, τα πλάκωσε η
φοβέρα του πολέμου. Η αβεβαιότητα του γυρισμού του πατέρα μου, η θλίψη
και η μοναξιά από την απουσία του. Η αγωνία για το οικονομικό τους
μέλλον. Διότι οι γυναίκες της εποχής εκείνης στηρίζονταν ηθικά και
οικονομικά στους άνδρες τους. Η επιστροφή από το σταθμό στο σπίτι ήταν
μοναξιά, ήταν παγωνιά ψυχής, ήταν θλίψη, ήταν κλάμα κρυφό και φανερό.
Γιατί μια μάνα πρέπει να εμψυχώνει το μικρό της παιδί. Και ο παππούς,
πόσο μπορεί ένας πατέρας να εμψυχώσει τη κόρη του σε τέτοιες δύσκολες
εποχές. Η συμβολή του όμως ήταν πολύ ουσιαστική. Ήταν το ηθικό και
οικονομικό τους στήριγμα. Στην Κομοτηνή οι γυναίκες από την άλλη μεριά,
οργανώθηκαν κιόλας σε ομάδες. Άλλες φρόντιζαν να μαζεύουν χρήματα ή
τρόφιμα, για να τα μοιράζουν στις πολύ άπορες οικογένειες. Άλλες
μαζευόταν σε σπίτια και ξενυχτούσαν, κάνοντας νυχτέρι όπως έλεγαν,
έπλεκαν γάντια, κάλτσες, κασκόλ, φανέλες, για τους στρατιώτες μας, γιατί
ο χειμώνας ήταν μπροστά, και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων πολύ
βαρύς. Είναι χαρακτηριστικό μου έλεγε η μητέρα μου ότι τα κορίτσια και
οι νεαρές γυναίκες, όπως εκείνη, ξήλωναν ότι μάλλινο είχαν στη προίκα
τους, κουβέρτες ή σεντόνια, ή άλλα πλεκτά, για να πάρουν το μαλλί και να
το ξαναπλέξουν για τους φαντάρους μας. Πίστευαν ότι έτσι θα ζέσταναν τα
σώματα αλλά και τις ψυχές των στρατευμένων μας, γιατί εκείνοι όταν θα
τα έπαιρναν θα χαιρόταν πολύ, ότι κάποιοι τους σκέφτονται στην ερημιά
των βουνών της Αλβανίας. Μετά από πολύ καιρό έφτασε στο σπίτι μας το
πρώτο γράμμα από το πατέρα μου. Ήταν υπερήφανος έλεγε για αυτό το
ελάχιστο που πρόσφερε στη πατρίδα του. Την παρουσία του στο μέτωπο. Αν
τύχαινε και δεν γύριζε, ήθελε να είναι και εκείνοι περήφανοι για αυτόν.
Όμως ήταν σίγουρος ότι θα γύριζε, και θα γύριζε νικητής μαζί με όλους
τους Έλληνες, και τότε θα έφερνε στο γιο του σαν λάφυρο από το πόλεμο
ένα φτερό, από κάποιο καπέλο Ιταλού φαντάρου. Ένα λάφυρο νίκης. Το
εκλεκτό σώμα των Ιταλών αλπινιστών, με τους οποίους ο Μουσολίνι έλεγε
ότι θα πήγαινε περίπατο στην Ελλάδα, είχαν στα καπέλα τους ένα φτερό.
Για άγνωστους λόγους δεν ήρθε ποτέ στο Γιώργο όταν γύρισε ο πατέρας μου.
Όχι γιατί δεν μπορούσε αλλά ίσως γιατί δεν ήθελε να έχει τίποτε το
εχθρικό σπίτι του. Ίσως γιατί τα βλήματα που έφυγαν από το όπλο του, δεν
είχαν σκοπό να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, αλλά απλώς ήταν χρέος προς τη
πατρίδα. Τις λεπτομέρειες αυτού του πολέμου δεν τις έμαθα από τον πατέρα
μου, αλλά από την ιστορία όταν γράφτηκε αργότερα. Ο πατέρας μου απλά
μας επιβεβαίωνε τις σκηνές που βλέπαμε στα έργα, ή διαβάζαμε στα βιβλία.
Ότι δηλαδή ο χειμώνας ήταν σφοδρός , πολύ χιόνι έπεφτε στα βουνά. Χιόνι
που σε καλές συνθήκες ειρήνης εμείς στις πόλεις το χαιρόμαστε,
παίζοντας χιονοπόλεμο ή κάνοντας χιονάνθρωπο. Το χιόνι εκείνο το χειμώνα
ήταν θέμα ζωής ή θανάτου, νίκης ή ήττας. Ο ανεφοδιασμός των στρατιωτών
μας ήταν πολύ δύσκολος. Πολλοί ήταν οι στρατιώτες που πέθαιναν από την
ταλαιπωρία, γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν το ανέβασμα στα βουνά μέσα
στο πυκνό χιόνι. Άλλοι πάθαιναν κρυοπαγήματα και εγκατέλειπαν τον αγώνα.
Ο μπαμπάς Ανδρέας άντεξε. Στα γράμματά του τους έγραφε ότι του έλειπαν,
αλλά ότι ήταν γερός, ήταν καλά. Αυτό παρηγορούσε την οικογένεια και
τόνωνε το ηθικό της. Ότι θα γύριζε γρήγορα τους έγραφε και πραγματικά
γύρισε. Ο γυρισμός όμως δεν είχε καμία σχέση με τον ενθουσιασμό του
αποχωρισμού. Όταν οι Γερμανοί, οι σύμμαχοι των Ιταλών μπήκαν και
κατέλαβαν την Ελλάδα, ο ηρωικός Ελληνικός στρατός για τον οποίο ο
πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ σε ένα πύρινο λόγο του στη βουλή είπε
ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες και οι Έλληνες σαν ήρωες, επέστρεψε
στα σπίτια του. Ο μπαμπάς Ανδρέας με όλους όσους προερχόταν από τη
Θράκη, πήραν το τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Όμως τρένα δεν υπήρχαν όπως
σήμερα, έπρεπε να περιμένουν μέρες πολλές τη σειρά τους, και πολλές
φορές δεν τους χωρούσε όλους το τρένο. Τότε πολλοί αποφάσιζαν να κάνουν
τη διαδρομή μέχρι το σπίτι τους με τα πόδια. Μεταξύ αυτών και ο πατέρας
μου. Χρήματα δεν είχαν, επέζησαν χάρη στη φιλοξενία των ανθρώπων των
χωριών που συναντούσαν στο δρόμο τους. Τους έπαιρναν στα σπίτια, τους
κοίμιζαν ένα, δύο βράδια, τους έδιναν λίγο ψωμί και τους αποχαιρετούσαν.
Η διαδρομή αυτή ήταν σαν τον πόλεμο. Βροχές, λάσπες, χιόνια, πείνα,
κούραση. Υπήρχε και ο κίνδυνος να πάρουν λάθος δρόμο, γιατί οι δρόμοι
τότε ήταν μονοπάτια, χωρίς σήμανση όπως σήμερα, να ταλαιπωρηθούν, να
αρρωστήσουν, να πεθάνουν. Ο πατέρας μου γύρισε. Κουβάλησε όμως μαζί του
πολλά κακά. Ψυχικά τραύματα. Ποιος ξέρει τι δυσκολίες συνάντησε στο
πόλεμο που δεν ήθελε για πολλά χρόνια να διηγηθεί εικόνες να είδαν τα
μάτια του, που φαίνεται τις κουβαλούσε μαζί του σαν εφιαλτικά όνειρα.
Κουβάλησε τους ρευματισμούς του, πόνους δηλαδή στα γόνατα και στις άλλες
αρθρώσεις, που τον ταλαιπώρησαν όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του,
που επηρέασαν τη δουλειά του, γιατί ήταν ράφτης και δυσκολευόταν να
χρησιμοποιήσει τις ποδοκίνητες μηχανές του. Επακόλουθο ήταν οι
οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Σαν ράφτης που ήταν, θυμήθηκε και
μας διηγήθηκε, ότι σε κάποια διαλείμματα του πολέμου, ασκούσε το
επάγγελμα του ράβοντας κουμπιά στα χιτώνια ή στα παλιά σχισμένα
παντελόνια και ότι άλλο χρειαζόταν. Μάλιστα όταν διόρθωσε το παλτό
κάποιου ανώτερου του πήρε πολλούς επαίνους για τη καλή του δουλειά,
πράγμα που λειτούργησε πολύ θετικά στην ψυχολογία του. Μια φορά αφότου
είχε επιστρέψει και η ζωή είχε βρει τους διαφορετικούς της ρυθμούς, σε
σχέση με πριν από το πόλεμο, του ήρθε η όρεξη να μας διηγηθεί κάτι από
αυτόν. Όταν επέστρεψε στο σπίτι το βράδυ εκείνο από τη δουλειά του, είχε
παραδώσει και το τελευταίο παντελόνι στους πελάτες, διότι ήταν παραμονή
Χριστουγέννων, κουβαλούσε ένα καλάθι με κάστανα και φιρίκια μήλα.
Φαίνεται ότι θα είχε πιει και κανένα ουζάκι με τους φίλους του, γιατί
ήταν ασυνήθιστα πρόσχαρος. Γύρω στην ξηλόσομπα μας ψήναμε τα κάστανα.
Και ρώτησε τότε αν θέλαμε να ακούσουμε μια ιστορία από το πόλεμο. Είναι
μεγάλη τύχη, άρχισε να μας λέει που γύρισα ζωντανός. Εγώ βέβαια το λέω
θεία χάρη, θεία βοήθεια, θεία προστασία. Ακούστε τι συνέβη. Όλες οι ώρες
της ημέρας και της νύχτας δεν ήταν πολέμου. Σε μια τέτοια ώρα
ανάπαυλας, καθόμαστε εγώ και η ομάδα μου σε μια πλαγιά, περιμένοντας
διαταγές με τα όπλα στο χέρι. Τέτοιες ώρες κανείς δεν έχει όρεξη για
λόγια. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι κάτι έλεγαν για την οικογένεια, για τα
παιδιά τους, έτσι για να περάσει η ώρα. Στην άλλη πλαγιά, μια άλλη ομάδα
έλεγαν και γελούσαν. Είπα να πάω να κάνω ένα τσιγάρο μαζί τους.
Κατηφόρισα από το δικό μας λόφο, και ξανά ανηφόρισα στην άλλη παρέα. Δεν
πρόλαβα να ανάψω το τσιγάρο μου και ένας εκκωφαντικός θόρυβος έριξε το
τσιγάρο από το χέρι μου. Πέσαμε όλοι κάτω. Σε λίγο όταν σηκωθήκαμε είδα
με έκπληξη, ότι ένας όλμος είχε πέσει την ομάδα μου, που είχα
εγκαταλείψει για λίγο, για ένα τσιγάρο. Θεώρησα ότι είχε συμβεί ένα
θαύμα. Προσευχήθηκα τότε και υποσχέθηκα στο Θεό, ότι αν γύριζα ζωντανός
στο σπίτι μου, θα πήγαινα με τα παιδιά να προσκυνήσουν τον Άγιο Νικόλαο.
Πρέπει να κάνω μια παρένθεση εδώ και να πω, ότι ο πατέρας μου
πραγματοποίησε την υπόσχεση του.Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, Πόρτο Λάγος |
Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου
βρίσκεται μέσα στη λίμνη Βιστονίδας, είναι μεγάλο προσκύνημα για το τόπο
μας, όπως και η παναγία η φανερωμένη και απέχει από τη Κομοτηνή 20 με
25 χιλιόμετρα περίπου. Από τα παιδιά της ομάδας μου, ένας μόνος ζούσε,
βαριά όμως τραυματισμένος. Είναι ο συμπατριώτης μας ο κυρ- Αναγνώστης
που έχει το περίπτερο έξω από τη Παναγία την εκκλησία.
Η Εκκλησία της Παναγίας Κομοτηνή |
Όλη η οικογένεια
είχαμε μείνει άφωνοι, χαρούμενοι όμως για αυτό που είχε συμβεί στον δικό
μας πατέρα. Και επειδή αυτή τη βραδιά είχε κέφια, μας διηγήθηκε και ένα
ευτράπελο. Ένα βράδυ φύλαγε σκοπός. Κρύο, αέρας, βροχή, κούραση και
φόβος για το τι θα συμβεί την άλλη στιγμή, τον είχαν καταβάλλει. Κάποια
στιγμή αισθάνεται ένα χέρι να ακουμπάει τον ώμο του. Γυρίζει απότομα με
εφ’ όπλου λόγχη έτοιμος να πυροβολήσει νομίζοντας ότι ήταν κάποιος
εχθρός. Ε ! Συνάδελφε! Ο Γιάννης είμαι. Ήρθα να σε κεράσω ένα τσιγάρο,
και να κάνουμε παρέα γιατί δεν έχω ύπνο. Έτσι κάπως πιο ευχάριστα, από
τη μοναξιά και την αγωνία πέρασε εκείνη η σκοπιά. Αυτά είναι όσα μας
είπε ο πατέρας μου για τον πόλεμο που έζησε. Τα άλλα, τα πολλά, τα
κράτησε στη ψυχή του, και τα πήρε μαζί του στο μακρινό του ταξίδι.
Φιλιώ Σαββίδου
77° Δημ. Σχολείο Θεσ/νικης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου