Παράδοση είναι… τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του
παππού,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες, τα έθιμα, οι χοροί
και οι σκοποί που μας συντρόφευαν και μας συντροφεύουν και σήμερα ακόμη,
σε κάθε χαρά, οι ενδυμασίες, τα κεντήματα, τα δίστιχα, τα παιχνίδια και
όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας.
Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας, αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! ...
Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης και της αδυσώπητης καθημερινότητας που μας επιβάλλει η Τρόικα και τα παπαγαλάκια της.
Πέρασαν τα Νικολοβάρβαρα και του Αι Λευτέρη και η Σαρακοστή των Χριστουγέννων φθάνει στο τέλος της. Οι μέρες των Χριστουγέννων πλησιάζουν, και ανοίγει η «κουβέντα» για το γιορτινό τραπέζι. Ένα τραπέζι, που έχει ταυτιστεί παραδοσιακά με τη συνεύρεση συγγενών και φίλων και γενικότερα με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Οι νοικοκυρές προσπαθούν να τελειώσουν όλες τις δουλειές, όπως καθαριότητα, να στρώσουν το σπίτι με στρωσίδια πεντακάθαρα, να έχουν ετοιμάσει καινούργιες φορεσιές ειδικά για τα μικρά παιδιά και στη συνέχεια να ετοιμαστούν με τα μαγειρέματα για το τραπέζι της Αγίας ημέρας των Χριστουγέννων.
Το χοιρινό ήταν το φαγητό που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Το σφάξιμο του γουρουνιού, δηλαδή τα χοιροσφάγια ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία, οι μαχαλάδες σηκώνονταν στο πόδι από τα «γκουρλίσματα» των γουρουνιών. Ακόμα και τα πιο φτωχά σπίτια χωρίς κρέας δεν έμεναν. Οι συγγενείς και οι γείτονες φρόντιζαν να τους δώσουν, για να μη λείψει το πατροπαράδοτο πιάτο από το τραπέζι. Κι αν υπήρχε μεγάλη ένδεια έσφαζαν μια κότα και έφτιαχναν κοτόπουλο ανήμερα τα Χριστούγεννα και η σπεσιαλιτέ της ημέρας που δεν έπρεπε να λείπει από κανένα σπίτι ήταν η «μπάμπο».
Στη Θράκη μας τηρούνταν και τηρείται και σήμερα ένα ακόμη εθιμοτυπικό. Την παραμονή στο τραπέζι υπήρχαν εννιά διαφορετικά φαγητά, άβραστα και νηστίσιμα, ώστε η σημειολογία να παραπέμπει σε αφθονία φαγητών όλο τον χρόνο και που τα εννέα πιάτα συμβολίζουν τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας μας και ακόμη μερικά από τα πιάτα που ήταν στο τραπέζι είχαν το δικό τους συμβολισμό. Στην περιοχή του Διδυμοτείχου π.χ. το ΜΕΛΙ, συμβολίζει τη συνδρομή κάθε μέλους της οικογένειας στον οικογενειακό κορβανά.Το ΚΡΑΣΙ, για να μεγαλώνει και να «απλώνει» η οικογένεια σαν την κληματαριά. Η ΠΙΤΑ, για να έχει αφθονία το σιτάρι. τοΜΗΛΟ, για να έχει η οικογένεια το «ροδοκόκκινο» χρώμα της υγείας.
Τις μέρες των Χριστουγέννων έρχονται στο μυαλό και στη σκέψη οι εικόνες που κυριαρχούσαν στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου και κυρίως στα Χριστούγεννα. Ήθη, έθιμα και κυρίως τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που εδώ στη Θράκη μας ήταν και παραμένουν πάρα πολλά, αφού η παράδοση παραμένει αναλλοίωτη και ζωντανή.
Κάθε χωριό είχε τα δικά του τραγούδια, διαφορετικά και ξέχωρα από το διπλανό. Πολλά και τα έθιμα τόσο από τον θρησκευτικό κύκλο όσο και από τον κύκλο των μεταμφιέσεων.
Η Θράκη δικαιολογημένα κατέχει την πρωτιά στο μεγάλο αριθμό χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Αφού μόνο η Μάνη, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, έχει να μας παρουσιάσει 47 χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Στη Θράκη τα παιδιά μέχρι το 1930 και λίγο αργότερα, από βδομάδες μπροστά και σαν έμπαινε η Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα, άρχιζαν να ετοιμάζονται για τα «Κόλιαντα», κάνοντας πρόβες, φωνάζοντας στις γειτονιές κάθε βράδυ σχεδόν. Έτσι το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, πανέτοιμα πλέον, με τις ομάδες τους ξεχύνονταν στα θεοσκότεινα σοκάκια του χωριού, κρατώντας στα χέρια τους χοντρά και μακριά ξύλα, τις «τσουμάκες». Τα ξύλα αυτά δεν ήταν μόνο σύμβολο της γιορτής, που συμβολίζανε τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου. Ήταν τα προστατευτικά τους μέσα από τις επιθέσεις των σκυλιών. Μ’ αυτές επίσης θα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών, για να τους ανοίξουν. Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα παιδιά (πάντα τα αγόρια) έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του Δήμου Τυχερού, του νομού Έβρου.
«Σαράντα μέρες έχουμι Χριστόν που καρτερούμι, κι αυτές σαράντα τώρα θέλω να τον τραγουδήσω. Χριστούγεννα, να Χριστούγεννα, Χριστός τώρα γεννιέται. Γεννιέτι και βαφτίζετι, στο μέλι και στο γάλα. Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες. Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει, Και του χρόνου».
Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, έχουμε τα «τα τεμπελέκια» η «τιμπελέκια»
«Χριστός γεννιέτι, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια κι στα κουρίτσια, στις παντριμένις, τσ’ αρρβουνιασμένις.. Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε όλους τους Άγιους, τους Αποστόλους. Τρεις Αρχαγγέλοι για μύρο τρέχουν, τρεις Αποστόλοι μαμή γυρεύουν. Κι ώσπου να πάνι κι ώσπου να έρτουν η Παναγιά μας ξηλητηρώθει. Μέσα στις δάφνες, μέσ’ τα λουλούδια, κάνει το γήλιο με το φεγγάρι κάνει το σπίτι, το νοικοκύρη, τη φαμελιά του, με τα παιδιά του με τα εγγόνια, τα προσεγγόνια.»
Στο Πύθιο του Έβρου τα μικρά παιδιά βγαίνουν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα «κόλιαντα» μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Τα αγοράκια, από νωρίς το πρωί, ξεχύνονταν στα σοκάκια του χωριού και φώναζαν: » Kόλιντα,μπάμπου τσικ,τσικ,τσικ …;.» Ενώ ανήμερα τα Χριστούγεννα τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν όλα τα σπίτια. Την κάθε ομάδα την αποτελούσαν τέσσερα άτομα. Στο δρόμο λέγανε τραγούδια του δρόμου και μέσα στο σπίτι το: «Σαράντα μέρις έχουμι Χριστό που καρτερούμε …;»
Τα Ρουγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν, όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι, και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο το παραπάνω τραγούδι. Κι αυτό για να «ξεκουράζουν» τη φωνή τους. Γιατί το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο, χωρίς ενδιάμεσα «ξεκουράσματα», και θα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων.
Όταν θα ‘ρχονταν τα Ρουγκάτσια στο σπίτι έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν. Το’χανε σε κακό. Κάθονταν, τραγουδούσαν, έπαιρναν το κέρασμά τους, το φιλοδώρημά τους (χρήματα ) και φεύγανε για άλλο σπίτι.
Σήμερα στις περιοχές του Έβρου, που οι κάτοικοι κατάγονται από τη Βόρεια Θράκη, κυρίως από την περιοχή Ορτάκιοϊ, και από την Ανατολική Θράκη, περιοχή Σαράντα Εκκλησιών, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα μιλούν γι’ αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου. Εδώ παρουσιάζεται η Παναγία όπως κάθε γυναίκα που αισθάνεται τις ωδίνες του τοκετού κι έχει την ανάγκη της συμπαράστασης των συνανθρώπων της. Τα κάλαντα αυτά λέγονται από τους νέους, σε όλα τα σπίτια του χωριού.
Πηγή
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια αποτέλεσαν κομμάτι της συλλογικής μνήμης του Θρακικού ελληνισμού, διέφεραν πολλές φορές από χωριό σε χωριό, σχηματίζοντας έναν πυρήνα μιας χειμαρρώδους λαϊκής παράδοσης που εστιαζόταν κυρίως στα χωριά του βόρειου Έβρου και διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι την δεκαετία του 1970....
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος, Δημήτρης Βραχιόλογλου, οι προετοιμασίες των Χριστουγέννων στη Θράκη, κυρίως για τα μικρά αγόρια αλλά και για τα παλικάρια μέχρι την ηλικία που θα πήγαιναν στον στρατό, άρχιζαν 40 μέρες νωρίτερα από την γέννηση του Χριστού.
Ήταν οι ομάδες, που θα συγκεντρωνόντουσαν στα καφενεία, στα σπίτια ή ακόμα και έξω στους δρόμους, για να κάνουν πρόβες για τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τα «κόλιαντα», όπως ήταν γνωστά στη Θράκη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στο χωριό Μάνη της επαρχίας Διδυμοτείχου, έχουν καταγραφεί πάνω από 45 χριστουγεννιάτικα τραγούδια τα οποία τραγουδιόντουσαν αποκλειστικά σε αυτό το χωριό. Η κάθε ομάδα έπρεπε να μάθει τα ίδια λόγια με τα οποία θα έμπαινε στα σπίτια και τις αυλές των σπιτιών γιατί έπρεπε να πούνε πολλά χριστουγεννιάτικα τραγούδια για όλα τα μέλη της οικογένειας που επισκεπτόταν.
Έθιμα που έφεραν μαζί τους και οι ξεριζωμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί από την παρέβρια περιοχή της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 από την Νέα Βύσσα του βόρειου Έβρου μέχρι το Φυλαχτό στο νότο και από τις Φέρες μέχρι την Ξάνθη.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, κυρίως τα μικρά παιδιά με τους μπαμπάδες τους, ξεχύνονταν μέσα στα χωριά κρατώντας χοντρά και μακριά ξύλα τις γνωστές μας «τζουμάκες» ή «ζουπανίκες». Τα ξύλα αυτά δεν συμβόλιζαν μόνο τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου, ήταν και τα προστατευτικά τους από τις επιθέσεις των σκυλιών. Με αυτές τις «ζουπανίκες» χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν.
Στο Πύθιο, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού, για να πουν τα «κόλιντα». Λέγαν λοιπόν τα Πυθιωτάκια: «Κόλιντα μπάμπου,τσικ,τσικ,τσικ». Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, τα μικρά παιδιά, κρατώντας το καθένα από μακριά βέργα, που στην άκρη κατέληγε σε θύσανο, την παραμονή των Χριστουγέννων, λέγανε το: «Κο,κο,κο-Μπι,μπι,μπι-Τικ,τικ,τικ-Κόλιντρα-Να τη φαν τα σκυλιά-Κι την αλιπούς-Πού φαγε μια πουλιά-Κι έναν κουτσοπέτεινου». Τα πολύ μικρά αυτά «τραγούδια», κατάλληλα όμως για την ηλικία τους, τα λέγανε τα αγοράκια από τις πρώτες πρωινές ώρες της Παραμονής μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί και μετά είχαν το λόγο οι παρέες των μεγάλων παιδιών, των παλικαριών, που τραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια τους από το βράδυ της Παραμονής, όλη τη νύχτα μέχρι και ολόκληρη την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων.
Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα αγόρια έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του δήμου Σουφλίου στο νομού Έβρου: «Κόλιντα μπάμπου-Δος μας μια κλουρίτσα- Ας είνι σταρίσια- Ας είνι καλαμποκίσια-Κόλιντα μπάμπου».
Το Δωδεκαήμερο ξεκινά από την παραμονή των Χριστουγέννων και φτάνει μέχρι και τα Φώτα. Το Δωδεκαήμερο, όπως αναφέρει ο κ. Βραχιόλογλου, άρχιζε από την Παραμονή των Χριστουγέννων, με το σφάξιμο των γουρουνιών που κυριαρχούσε τη μέρα αυτή σ” όλα τα χωριά αλλά και σε πόλεις της Θράκης. Οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή ομάδες μικρές ανδρών έσφαζαν τα γουρούνια τα δικά τους, των συγγενών τους, αλλά και γενικά όλου του χωριού. Όλοι τρέφανε γουρούνια στα σπίτια τους, στα κουμάσια, «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν».
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, το τραπέζι σε κάθε σπίτι έπρεπε να είχε επάνω εννιά φαγητά. Όλα νηστίσιμα και αμαγείρευτα για να βρίσκονται στο σπίτι όλο τον χρόνο πολλά φαγητά. Το μόνο μαγειρεμένο φαγητό σε ορισμένα χωριά, ήταν τα φασούλια. Βέβαια το κάθε φαγητό ξεχωριστά συμβόλιζε και κάτι για την αγροτική οικογένεια. Τα εννιά φαγητά, θέλει να πιστεύει ο λαός ότι συμβολίζουν τα εννέα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κατά τον διωγμό του Ηρώδη. Κατ” άλλους βέβαια συμβολίζουν και την εννεάμηνη κύηση της Παναγίας.
Τα πιο συνηθισμένα φαγητά πάνω στο στρωμένο τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων ήταν η πίτα, το μέλι, το κρασί για να απλώσει η οικογένεια σαν την κληματαριά, το σαραγλί για να φερόμαστε πάντα γλυκά τους επισκέπτες μας, το καρπούζι για να είναι γλυκιά η οικογένεια αλλά και η παραγωγή σαν το καρπούζι. Το πεπόνι, το μήλο για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα, το σκόρδο για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων, το κρεμμύδι για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα. Αυτά πίστευαν και πιστεύουν στο Πραγγί της επαρχίας Διδυμοτείχου. Συμπλήρωμα των φαγητών ήταν η μπουγάτσα ή το χριστόψωμο το οποίο έκοβε ο νοικοκύρης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και πριν αρχίσει το φαγητό.
Η «Μπάμπω» ήταν το πρώτο φαγητό που θα έτρωγε η οικογένεια μετά από τη νηστεία των 40 ημερών, μάλιστα το έβραζαν όλη τη νύχτα σε σιγανή φωτιά για να είναι έτοιμο όταν θα γύριζε η οικογένεια από την εκκλησία.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό φαγητό ήταν η «Πουσουρτί», που αποτελείται από χοιρινό κρέας, το οποίο διατηρούνταν μέσα στο λίπος του μέχρι και το Πάσχα, η χοιρινή μπριζόλα και το κόκκινο κρασί.
Στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια, οι μεταμφιέσεις ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της γιορταστικής αυτής περιόδου. Οι μεταμφιεσμένοι θύμιζαν στους συγχωριανούς τους τη μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης. Τέτοιο έθιμο ήταν ο «Πουρπούρς», που αναπαριστούσαν οι κάτοικοι του Ισαακίου τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, πολλές φορές, όμως, και την τρίτη. Ένα προσφυγικό έθιμο που το έφεραν το 1922 οι «Σακπασιώτες» από τα εφτά απέναντι χωριά της Ανατολικής Θράκης, όταν μετεγκαταστάθηκαν στις καινούργιες τους πατρίδες στη Δυτική Θράκη.
Ο «Πουρπούρης», φορούσε προβιά ή κάπα τσομπάνη μια μάσκα από νεροκολοκύθα και κουδούνια στη μέση, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, με τη συνοδεία νέων του χωριού και έλεγε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
«Η λαογραφία, έστω και έμμεσα βρίσκει πρόσφορο πεδίο στην οικογένεια τόσο των χωριών όσο και των αστικών κέντρων. Ασυνείδητα ή και συνειδητά ορισμένες φορές, οι άνθρωποι συνεχίζουν αυτό που οι γονείς και οι παππούδες τους έκαναν πριν πάρα πολλά χρόνια. Χάρη στους πολυάριθμους πολιτιστικούς συλλόγους των χωριών και των πόλεων κρατούνται ζωντανές παραδόσεις με τις οποίες μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν ολόκληρες γενιές» καταλήγει ο κ. Βραχιόλογλου.
Πηγή: enikos.gr
Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας, αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! ...
Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης και της αδυσώπητης καθημερινότητας που μας επιβάλλει η Τρόικα και τα παπαγαλάκια της.
Πέρασαν τα Νικολοβάρβαρα και του Αι Λευτέρη και η Σαρακοστή των Χριστουγέννων φθάνει στο τέλος της. Οι μέρες των Χριστουγέννων πλησιάζουν, και ανοίγει η «κουβέντα» για το γιορτινό τραπέζι. Ένα τραπέζι, που έχει ταυτιστεί παραδοσιακά με τη συνεύρεση συγγενών και φίλων και γενικότερα με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Οι νοικοκυρές προσπαθούν να τελειώσουν όλες τις δουλειές, όπως καθαριότητα, να στρώσουν το σπίτι με στρωσίδια πεντακάθαρα, να έχουν ετοιμάσει καινούργιες φορεσιές ειδικά για τα μικρά παιδιά και στη συνέχεια να ετοιμαστούν με τα μαγειρέματα για το τραπέζι της Αγίας ημέρας των Χριστουγέννων.
Το χοιρινό ήταν το φαγητό που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Το σφάξιμο του γουρουνιού, δηλαδή τα χοιροσφάγια ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία, οι μαχαλάδες σηκώνονταν στο πόδι από τα «γκουρλίσματα» των γουρουνιών. Ακόμα και τα πιο φτωχά σπίτια χωρίς κρέας δεν έμεναν. Οι συγγενείς και οι γείτονες φρόντιζαν να τους δώσουν, για να μη λείψει το πατροπαράδοτο πιάτο από το τραπέζι. Κι αν υπήρχε μεγάλη ένδεια έσφαζαν μια κότα και έφτιαχναν κοτόπουλο ανήμερα τα Χριστούγεννα και η σπεσιαλιτέ της ημέρας που δεν έπρεπε να λείπει από κανένα σπίτι ήταν η «μπάμπο».
Στη Θράκη μας τηρούνταν και τηρείται και σήμερα ένα ακόμη εθιμοτυπικό. Την παραμονή στο τραπέζι υπήρχαν εννιά διαφορετικά φαγητά, άβραστα και νηστίσιμα, ώστε η σημειολογία να παραπέμπει σε αφθονία φαγητών όλο τον χρόνο και που τα εννέα πιάτα συμβολίζουν τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας μας και ακόμη μερικά από τα πιάτα που ήταν στο τραπέζι είχαν το δικό τους συμβολισμό. Στην περιοχή του Διδυμοτείχου π.χ. το ΜΕΛΙ, συμβολίζει τη συνδρομή κάθε μέλους της οικογένειας στον οικογενειακό κορβανά.Το ΚΡΑΣΙ, για να μεγαλώνει και να «απλώνει» η οικογένεια σαν την κληματαριά. Η ΠΙΤΑ, για να έχει αφθονία το σιτάρι. τοΜΗΛΟ, για να έχει η οικογένεια το «ροδοκόκκινο» χρώμα της υγείας.
Τις μέρες των Χριστουγέννων έρχονται στο μυαλό και στη σκέψη οι εικόνες που κυριαρχούσαν στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου και κυρίως στα Χριστούγεννα. Ήθη, έθιμα και κυρίως τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που εδώ στη Θράκη μας ήταν και παραμένουν πάρα πολλά, αφού η παράδοση παραμένει αναλλοίωτη και ζωντανή.
Κάθε χωριό είχε τα δικά του τραγούδια, διαφορετικά και ξέχωρα από το διπλανό. Πολλά και τα έθιμα τόσο από τον θρησκευτικό κύκλο όσο και από τον κύκλο των μεταμφιέσεων.
Η Θράκη δικαιολογημένα κατέχει την πρωτιά στο μεγάλο αριθμό χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Αφού μόνο η Μάνη, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, έχει να μας παρουσιάσει 47 χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Στη Θράκη τα παιδιά μέχρι το 1930 και λίγο αργότερα, από βδομάδες μπροστά και σαν έμπαινε η Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα, άρχιζαν να ετοιμάζονται για τα «Κόλιαντα», κάνοντας πρόβες, φωνάζοντας στις γειτονιές κάθε βράδυ σχεδόν. Έτσι το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, πανέτοιμα πλέον, με τις ομάδες τους ξεχύνονταν στα θεοσκότεινα σοκάκια του χωριού, κρατώντας στα χέρια τους χοντρά και μακριά ξύλα, τις «τσουμάκες». Τα ξύλα αυτά δεν ήταν μόνο σύμβολο της γιορτής, που συμβολίζανε τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου. Ήταν τα προστατευτικά τους μέσα από τις επιθέσεις των σκυλιών. Μ’ αυτές επίσης θα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών, για να τους ανοίξουν. Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα παιδιά (πάντα τα αγόρια) έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του Δήμου Τυχερού, του νομού Έβρου.
«Σαράντα μέρες έχουμι Χριστόν που καρτερούμι, κι αυτές σαράντα τώρα θέλω να τον τραγουδήσω. Χριστούγεννα, να Χριστούγεννα, Χριστός τώρα γεννιέται. Γεννιέτι και βαφτίζετι, στο μέλι και στο γάλα. Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες. Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει, Και του χρόνου».
Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, έχουμε τα «τα τεμπελέκια» η «τιμπελέκια»
«Χριστός γεννιέτι, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια κι στα κουρίτσια, στις παντριμένις, τσ’ αρρβουνιασμένις.. Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε όλους τους Άγιους, τους Αποστόλους. Τρεις Αρχαγγέλοι για μύρο τρέχουν, τρεις Αποστόλοι μαμή γυρεύουν. Κι ώσπου να πάνι κι ώσπου να έρτουν η Παναγιά μας ξηλητηρώθει. Μέσα στις δάφνες, μέσ’ τα λουλούδια, κάνει το γήλιο με το φεγγάρι κάνει το σπίτι, το νοικοκύρη, τη φαμελιά του, με τα παιδιά του με τα εγγόνια, τα προσεγγόνια.»
Στο Πύθιο του Έβρου τα μικρά παιδιά βγαίνουν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα «κόλιαντα» μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Τα αγοράκια, από νωρίς το πρωί, ξεχύνονταν στα σοκάκια του χωριού και φώναζαν: » Kόλιντα,μπάμπου τσικ,τσικ,τσικ …;.» Ενώ ανήμερα τα Χριστούγεννα τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν όλα τα σπίτια. Την κάθε ομάδα την αποτελούσαν τέσσερα άτομα. Στο δρόμο λέγανε τραγούδια του δρόμου και μέσα στο σπίτι το: «Σαράντα μέρις έχουμι Χριστό που καρτερούμε …;»
Τα Ρουγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν, όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι, και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο το παραπάνω τραγούδι. Κι αυτό για να «ξεκουράζουν» τη φωνή τους. Γιατί το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο, χωρίς ενδιάμεσα «ξεκουράσματα», και θα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων.
Όταν θα ‘ρχονταν τα Ρουγκάτσια στο σπίτι έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν. Το’χανε σε κακό. Κάθονταν, τραγουδούσαν, έπαιρναν το κέρασμά τους, το φιλοδώρημά τους (χρήματα ) και φεύγανε για άλλο σπίτι.
Σήμερα στις περιοχές του Έβρου, που οι κάτοικοι κατάγονται από τη Βόρεια Θράκη, κυρίως από την περιοχή Ορτάκιοϊ, και από την Ανατολική Θράκη, περιοχή Σαράντα Εκκλησιών, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα μιλούν γι’ αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου. Εδώ παρουσιάζεται η Παναγία όπως κάθε γυναίκα που αισθάνεται τις ωδίνες του τοκετού κι έχει την ανάγκη της συμπαράστασης των συνανθρώπων της. Τα κάλαντα αυτά λέγονται από τους νέους, σε όλα τα σπίτια του χωριού.
Πηγή
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια αποτέλεσαν κομμάτι της συλλογικής μνήμης του Θρακικού ελληνισμού, διέφεραν πολλές φορές από χωριό σε χωριό, σχηματίζοντας έναν πυρήνα μιας χειμαρρώδους λαϊκής παράδοσης που εστιαζόταν κυρίως στα χωριά του βόρειου Έβρου και διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι την δεκαετία του 1970....
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος, Δημήτρης Βραχιόλογλου, οι προετοιμασίες των Χριστουγέννων στη Θράκη, κυρίως για τα μικρά αγόρια αλλά και για τα παλικάρια μέχρι την ηλικία που θα πήγαιναν στον στρατό, άρχιζαν 40 μέρες νωρίτερα από την γέννηση του Χριστού.
Ήταν οι ομάδες, που θα συγκεντρωνόντουσαν στα καφενεία, στα σπίτια ή ακόμα και έξω στους δρόμους, για να κάνουν πρόβες για τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τα «κόλιαντα», όπως ήταν γνωστά στη Θράκη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στο χωριό Μάνη της επαρχίας Διδυμοτείχου, έχουν καταγραφεί πάνω από 45 χριστουγεννιάτικα τραγούδια τα οποία τραγουδιόντουσαν αποκλειστικά σε αυτό το χωριό. Η κάθε ομάδα έπρεπε να μάθει τα ίδια λόγια με τα οποία θα έμπαινε στα σπίτια και τις αυλές των σπιτιών γιατί έπρεπε να πούνε πολλά χριστουγεννιάτικα τραγούδια για όλα τα μέλη της οικογένειας που επισκεπτόταν.
Έθιμα που έφεραν μαζί τους και οι ξεριζωμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί από την παρέβρια περιοχή της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 από την Νέα Βύσσα του βόρειου Έβρου μέχρι το Φυλαχτό στο νότο και από τις Φέρες μέχρι την Ξάνθη.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, κυρίως τα μικρά παιδιά με τους μπαμπάδες τους, ξεχύνονταν μέσα στα χωριά κρατώντας χοντρά και μακριά ξύλα τις γνωστές μας «τζουμάκες» ή «ζουπανίκες». Τα ξύλα αυτά δεν συμβόλιζαν μόνο τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου, ήταν και τα προστατευτικά τους από τις επιθέσεις των σκυλιών. Με αυτές τις «ζουπανίκες» χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν.
Στο Πύθιο, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού, για να πουν τα «κόλιντα». Λέγαν λοιπόν τα Πυθιωτάκια: «Κόλιντα μπάμπου,τσικ,τσικ,τσικ». Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, τα μικρά παιδιά, κρατώντας το καθένα από μακριά βέργα, που στην άκρη κατέληγε σε θύσανο, την παραμονή των Χριστουγέννων, λέγανε το: «Κο,κο,κο-Μπι,μπι,μπι-Τικ,τικ,τικ-Κόλιντρα-Να τη φαν τα σκυλιά-Κι την αλιπούς-Πού φαγε μια πουλιά-Κι έναν κουτσοπέτεινου». Τα πολύ μικρά αυτά «τραγούδια», κατάλληλα όμως για την ηλικία τους, τα λέγανε τα αγοράκια από τις πρώτες πρωινές ώρες της Παραμονής μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί και μετά είχαν το λόγο οι παρέες των μεγάλων παιδιών, των παλικαριών, που τραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια τους από το βράδυ της Παραμονής, όλη τη νύχτα μέχρι και ολόκληρη την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων.
Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα αγόρια έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του δήμου Σουφλίου στο νομού Έβρου: «Κόλιντα μπάμπου-Δος μας μια κλουρίτσα- Ας είνι σταρίσια- Ας είνι καλαμποκίσια-Κόλιντα μπάμπου».
Το Δωδεκαήμερο ξεκινά από την παραμονή των Χριστουγέννων και φτάνει μέχρι και τα Φώτα. Το Δωδεκαήμερο, όπως αναφέρει ο κ. Βραχιόλογλου, άρχιζε από την Παραμονή των Χριστουγέννων, με το σφάξιμο των γουρουνιών που κυριαρχούσε τη μέρα αυτή σ” όλα τα χωριά αλλά και σε πόλεις της Θράκης. Οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή ομάδες μικρές ανδρών έσφαζαν τα γουρούνια τα δικά τους, των συγγενών τους, αλλά και γενικά όλου του χωριού. Όλοι τρέφανε γουρούνια στα σπίτια τους, στα κουμάσια, «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν».
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, το τραπέζι σε κάθε σπίτι έπρεπε να είχε επάνω εννιά φαγητά. Όλα νηστίσιμα και αμαγείρευτα για να βρίσκονται στο σπίτι όλο τον χρόνο πολλά φαγητά. Το μόνο μαγειρεμένο φαγητό σε ορισμένα χωριά, ήταν τα φασούλια. Βέβαια το κάθε φαγητό ξεχωριστά συμβόλιζε και κάτι για την αγροτική οικογένεια. Τα εννιά φαγητά, θέλει να πιστεύει ο λαός ότι συμβολίζουν τα εννέα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κατά τον διωγμό του Ηρώδη. Κατ” άλλους βέβαια συμβολίζουν και την εννεάμηνη κύηση της Παναγίας.
Τα πιο συνηθισμένα φαγητά πάνω στο στρωμένο τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων ήταν η πίτα, το μέλι, το κρασί για να απλώσει η οικογένεια σαν την κληματαριά, το σαραγλί για να φερόμαστε πάντα γλυκά τους επισκέπτες μας, το καρπούζι για να είναι γλυκιά η οικογένεια αλλά και η παραγωγή σαν το καρπούζι. Το πεπόνι, το μήλο για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα, το σκόρδο για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων, το κρεμμύδι για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα. Αυτά πίστευαν και πιστεύουν στο Πραγγί της επαρχίας Διδυμοτείχου. Συμπλήρωμα των φαγητών ήταν η μπουγάτσα ή το χριστόψωμο το οποίο έκοβε ο νοικοκύρης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και πριν αρχίσει το φαγητό.
Η «Μπάμπω» ήταν το πρώτο φαγητό που θα έτρωγε η οικογένεια μετά από τη νηστεία των 40 ημερών, μάλιστα το έβραζαν όλη τη νύχτα σε σιγανή φωτιά για να είναι έτοιμο όταν θα γύριζε η οικογένεια από την εκκλησία.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό φαγητό ήταν η «Πουσουρτί», που αποτελείται από χοιρινό κρέας, το οποίο διατηρούνταν μέσα στο λίπος του μέχρι και το Πάσχα, η χοιρινή μπριζόλα και το κόκκινο κρασί.
Στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια, οι μεταμφιέσεις ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της γιορταστικής αυτής περιόδου. Οι μεταμφιεσμένοι θύμιζαν στους συγχωριανούς τους τη μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης. Τέτοιο έθιμο ήταν ο «Πουρπούρς», που αναπαριστούσαν οι κάτοικοι του Ισαακίου τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, πολλές φορές, όμως, και την τρίτη. Ένα προσφυγικό έθιμο που το έφεραν το 1922 οι «Σακπασιώτες» από τα εφτά απέναντι χωριά της Ανατολικής Θράκης, όταν μετεγκαταστάθηκαν στις καινούργιες τους πατρίδες στη Δυτική Θράκη.
Ο «Πουρπούρης», φορούσε προβιά ή κάπα τσομπάνη μια μάσκα από νεροκολοκύθα και κουδούνια στη μέση, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, με τη συνοδεία νέων του χωριού και έλεγε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
«Η λαογραφία, έστω και έμμεσα βρίσκει πρόσφορο πεδίο στην οικογένεια τόσο των χωριών όσο και των αστικών κέντρων. Ασυνείδητα ή και συνειδητά ορισμένες φορές, οι άνθρωποι συνεχίζουν αυτό που οι γονείς και οι παππούδες τους έκαναν πριν πάρα πολλά χρόνια. Χάρη στους πολυάριθμους πολιτιστικούς συλλόγους των χωριών και των πόλεων κρατούνται ζωντανές παραδόσεις με τις οποίες μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν ολόκληρες γενιές» καταλήγει ο κ. Βραχιόλογλου.
Πηγή: enikos.gr
Οι «Μπαμουσιαραίοι» της Θράκης
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στην Θράκη δύο άντρες μεταμφιέζονται ο ένας σε Μπαμουσιαραίο και ο άλλος στην γυναίκα του.
Ο Μπαμπουσιαραίος φορά μία νεροκολοκύθα στο πρόσωπο που της έχει
ανοίξει τρύπες για μάτια και στόμα, προβιές προβάτων, και κρεμασμένα
κουδούνια στην μέση ενώ οργανοπαίκτες με νταούλια, ζουρνάδες και
γκάιντες τους συνοδεύουν με έντονη μουσική ξεσηκώνοντας το χωριό. Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου