Google+ To Φανάρι : Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Διομήδης κλέβουν τὰ ἄλογα τοῦ Ρήσου…

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Διομήδης κλέβουν τὰ ἄλογα τοῦ Ρήσου…

Ὁ Ρῆσος ἦταν γιὸς τοῦ ποτάμιου θεοῦ Στρυμόνος καὶ μίας νύμφης, πιθανότατα τῆς Εὐτέρπης. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε ἔγινε βασιλιᾶς τῆς Θράκης καὶ τὴν τελευταία χρονιὰ τοῦ τρωικοῦ πολέμου πῆγε νὰ βοηθήσῃ τοῦς Τρῶες, ἔχοντας μαζί του τὰ θαυμαστά του ἄλογα. ...
Βρῆκε ὅμως τὸν θάνατο ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη, οἱ ὁποῖοι ἄρπαξαν καὶ τὰ ἄλογά του.
     Ἡ ἀρπαγὴ τῶν ἀλόγων αὐτῶν τὰ ὁποῖα εἶχε στὴν κατοχή του πλέον ὁ Διομήδης, ἦταν ὁ ὄγδοος ἄθλος τοῦ Ἡρακλέους.

     Στὴν εἰκόνα βλέπουμε ἐρυθρόμορφο ἀγγεῖο τοῦ «ζωγράφου τοῦ Λυκούργου» ἀπὸ τὸ Ruvo τῆς Ἀπουλίας, περ. 360 π.Χ.. Βρίσκεται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Νάπολης.
   Odysseus (wearing the pilos hat) and Diomedes stealing the horses of Thracian king Rhesus. Apulian red-figure situla, from Ruvo. Circa 360 BC, Naples National Archaeological Museum.
************************
Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ –> File:Rhesos_MNA_Naples.jpg
Σύντομος σύνδεσμος -shortlink- ἄρθρου: http://wp.me/p4otm4-5F

Ομήρου Ηλιάς Ραφωδία Κ στοιχ. 430 εως στοιχ 575 

430πρὸς Θύμβρης δ᾽ ἔλαχον Λύκιοι Μυσοί τ᾽ ἀγέρωχοι
καὶ Φρύγες ἱππόμαχοι καὶ Μῄονες ἱπποκορυσταί.
ἀλλὰ τί ἢ ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα;
εἰ γὰρ δὴ μέματον Τρώων καταδῦναι ὅμιλον
Θρήϊκες οἷδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες ἔσχατοι ἄλλων·
κατά τη Θύβρη πάλε οι πέρφανοι Μυσοί με τους Λυκιώτες,
κι οι Μαίονες, οι τρανοί στον πόλεμο, κι οι αλογατάδες Φρύγες.
Μ᾿ από όλα τούτα ποιο είναι τ᾿ όφελος που με ψιλορωτατε;
Αν τώρα να χυθείτε θέλετε μέσα στων Τρωών τ᾿ ασκέρι,
να τους οι Θράκες, μόλις που 'φτασαν, στην άκρα, χώρια απ᾿ όλους.
Γιος του Ηονέα λογιέται ο ρήγας τους και Ρήσο τον φωνάζουν.
Σαν τα φαριά του έτσι πεντάμορφα και πιο τρανά δεν είδα'
κι από το χιόνι ακόμα ασπρότερα, γοργά σαν τους ανέμους.
Κι είναι το αμάξι του με μάλαμα κι ασήμι δουλεμένο.
Αρματωσιά χρυσή, θεόρατη, να ιδείς και να θαμάξεις,
435 ἐν δέ σφιν Ῥῆσος βασιλεὺς πάϊς Ἠϊονῆος.
τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους·
λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι·
ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται·
τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια θαῦμα ἰδέσθαι
440 ἤλυθ᾽ ἔχων· τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν
ἄνδρεσσιν φορέειν, ἀλλ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν νῦν νηυσὶ πελάσσετον ὠκυπόροισιν,
ἠέ με δήσαντες λίπετ᾽ αὐτόθι νηλέϊ δεσμῷ,
ὄφρά κεν ἔλθητον καὶ πειρηθῆτον ἐμεῖο
ήρθε φορώντας. Ν᾿ αρματώνουνται με τέτοια άρματα άνθρωποι
δε στέκει᾿ μοναχά σε αθάνατους θεούς αυτά ταιριάζουν.
Όμως εμένα τώρα φέρτε με στα γρήγορα καράβια,
για με σκοινιά ανελέητα δέστε με κι αφήστε με εδώ πέρα,
ως να γυρίστε πίσω κι έχετε σιγουρευτεί για μένα,
αν ό,τι τώρα σας μολόγησα σωστό 'τανε για κι όχι.»
Ταυροκοιτώντας τον του μίλησε τότε ο τρανός Διομήδης:
«Πια γλιτωμό δεν έχεις, Δόλωνα, στα χέρια τα δικά μας
μια κι έχεις πέσει, κι ας μας έδωσες καλά μαντάτα τώρα.
Γιατί αν με λύτρα σ᾿ απολύσουμε για κι αν σ᾿ αφήσουμε έτσι,
445 ἠὲ κατ᾽ αἶσαν ἔειπον ἐν ὑμῖν, ἦε καὶ οὐκί.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
μὴ δή μοι φύξίν γε Δόλων ἐμβάλλεο θυμῷ·
ἐσθλά περ ἀγγείλας, ἐπεὶ ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς.
εἰ μὲν γάρ κέ σε νῦν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν,
450 ἦ τε καὶ ὕστερον εἶσθα θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων·
εἰ δέ κ᾽ ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃς,
οὐκέτ᾽ ἔπειτα σὺ πῆμά ποτ᾽ ἔσσεαι Ἀργείοισιν.
ἦ, καὶ ὃ μέν μιν ἔμελλε γενείου χειρὶ παχείῃ
κι άλλη φορά θα 'ρθεις στα γρήγορα των Αχαιών καράβια
να σπιουνέψεις, για και πόλεμο και συ να μας ανοίξεις.
Μ᾿ αν δαμαστείς από το χέρι μου και τη ζωή σου χάσεις,
ποτέ σου πια κακό δε δύνεσαι να κάνεις στους Αργίτες.»
Είπε, κι ως ο άλλος το σαγόνι του με το χοντρό του χέρι
να πιάσει ελόγιαζε προσπέφτοντας, χιμάει, και το σπαθί του
κατάσβερκά του κατεβάζοντας, τα δυο του νεύρα κόβει,
κι όπως μιλούσε ακόμα, εκύλησε στο χώμα η κεφαλή του.
Παίρνουν εκείνοι απ᾿ το κεφάλι του το κουναβίσιο κράνος,
και το κοντάρι, το δοξάρι του και την προβιά του λύκου.
455 ἁψάμενος λίσσεσθαι, ὃ δ᾽ αὐχένα μέσσον ἔλασσε
φασγάνῳ ἀΐξας, ἀπὸ δ᾽ ἄμφω κέρσε τένοντε·
φθεγγομένου δ᾽ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην κεφαλῆφιν ἕλοντο
καὶ λυκέην καὶ τόξα παλίντονα καὶ δόρυ μακρόν·
460 καὶ τά γ᾽ Ἀθηναίῃ ληΐτιδι δῖος Ὀδυσσεὺς
ὑψόσ᾽ ἀνέσχεθε χειρὶ καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
χαῖρε θεὰ τοῖσδεσσι· σὲ γὰρ πρώτην ἐν Ὀλύμπῳ
πάντων ἀθανάτων ἐπιδωσόμεθ᾽· ἀλλὰ καὶ αὖτις
πέμψον ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν ἵππους τε καὶ εὐνάς.
Στην κουρσολόγα τότε τ᾿ άσκωσε την Αθηνά ο Οδυσσέας,
ψηλά στα χέρια του, κι ευχήθηκε τέτοια μιλώντας λόγια:
«Χάρου με αυτά, θεά! Θα κράξουμε και πάλε εσένα πρώτη
απ᾿ όλους τους θεούς στον Όλυμπο. και συ με τη σειρά σου
συντρόφεψε μας στα θρακιώτικα φαριά και τα λημέρια.»
Είπε, και πάνω απ᾿ το κεφάλι του ψηλά τα κούρσα ασκώνει
και σε αρμυρίχι τα 'κρυψε, άσφαλτο σημάδι βάζοντας τους
καλάμια, που 'δεσε στα σύχλωρα του αρμυριχιού κλωνάρια,
μην τα λαθέψουν μες στην άφωτη γοργή νυχτιά, γυρνώντας.
Μετά τραβούσαν μέσα απ᾿ άρματα, μέσα από μαύρον αίμα,
465 ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, καὶ ἀπὸ ἕθεν ὑψόσ᾽ ἀείρας
θῆκεν ἀνὰ μυρίκην· δέελον δ᾽ ἐπὶ σῆμά τ᾽ ἔθηκε
συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ᾽ ἐριθηλέας ὄζους,
μὴ λάθοι αὖτις ἰόντε θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν.
τὼ δὲ βάτην προτέρω διά τ᾽ ἔντεα καὶ μέλαν αἷμα,
470 αἶψα δ᾽ ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τέλος ἷξον ἰόντες.
οἳ δ᾽ εὗδον καμάτῳ ἀδηκότες, ἔντεα δέ σφιν
καλὰ παρ᾽ αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο εὖ κατὰ κόσμον
τριστοιχί· παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι.
Ῥῆσος δ᾽ ἐν μέσῳ εὗδε, παρ᾽ αὐτῷ δ᾽ ὠκέες ἵπποι
κι ευτύς σε λίγο στους βαρδιάτορες των Θρακιωτών έφτασαν.
Κι αυτοί εκοιμόνταν απ᾿ τον κάματο βαλαντωμένοι, κι είχαν
πλάι τους στη γη τα ώρια τους άρματα με τάξη απιθωμένα
σε τρεις σειρές, και δίπλα του άλογα ζευγάρι είχε ο καθένας.
Στη μέση τους ο Ρήσος ύπνωνε, και τα γοργά φαριά του
πλάι του είχε δέσει, από το αμάξι του, στον κάτω κάτω γύρο.
Κι ως πρώτος ο Οδυσσέας τον ξέκρινε, τον δείχνει του Διομήδη:
«Διομήδη, τούτος είναι, κοίταξε, και τούτα τ᾿ άλογά του'
γι᾿ αυτά μας μίλησεν ο Δόλωνας, που έχουμε εμείς σκοτώσει.
Ομπρός, καιρός την αντρειοσύνη σου να δείξεις᾿ δε σου πρέπει
475 ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο.
τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς προπάροιθεν ἰδὼν Διομήδεϊ δεῖξεν·
οὗτός τοι Διόμηδες ἀνήρ, οὗτοι δέ τοι ἵπποι,
οὓς νῶϊν πίφαυσκε Δόλων ὃν ἐπέφνομεν ἡμεῖς.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν μένος· οὐδέ τί σε χρὴ
480 ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν, ἀλλὰ λύ᾽ ἵππους·
ἠὲ σύ γ᾽ ἄνδρας ἔναιρε, μελήσουσιν δ᾽ ἐμοὶ ἵπποι.
ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἔμπνευσε μένος γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κτεῖνε δ᾽ ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
ἄορι θεινομένων, ἐρυθαίνετο δ᾽ αἵματι γαῖα.
έτσι με τ᾿ άρματα ανωφέλευτος να στέκεις᾿ τ᾿ άτια λύσε,
για αρχίνα τη σφαγή, και τ᾿ άλογά θα τα φροντίσω ατός μου.»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη τον γέμισε κουράγιο
κι έσφαζε ολόγυρα᾿ και γόζουνταν ολούθε οι χτυπημένοι
απ᾿ το σπαθί του᾿ και κοκκίνιζε το χώμα από το γαίμα.
Πώς σε κοπάδια ξάφνου αφύλαχτα χιμίζει απάνω λιόντας,
γίδια για πρόβατα, και ρίχνεται κακιά γιομάτος λύσσα'
παρόμοια κι ο Διομήδης χύθηκε πα στους Θρακιώτες τότε,
κι έσφαξε δώδεκα᾿ και πίσω του στεκόταν ο Οδυσσέας
ο μυαλωμένος, κι όποιον έσφαζε με το σπαθί του εκείνος,
485 ὡς δὲ λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθὼν
αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι κακὰ φρονέων ἐνορούσῃ,
ὣς μὲν Θρήϊκας ἄνδρας ἐπῴχετο Τυδέος υἱὸς
ὄφρα δυώδεκ᾽ ἔπεφνεν· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεὺς
ὅν τινα Τυδεΐδης ἄορι πλήξειε παραστὰς
490 τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς μετόπισθε λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε,
τὰ φρονέων κατὰ θυμὸν ὅπως καλλίτριχες ἵπποι
ῥεῖα διέλθοιεν μηδὲ τρομεοίατο θυμῷ
νεκροῖς ἀμβαίνοντες· ἀήθεσσον γὰρ ἔτ᾽ αὐτῶν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ βασιλῆα κιχήσατο Τυδέος υἱός,
απ᾿ το ποδάρι αυτός τον άρπαζε και τον τραβούσε πέρα᾿
τι λόγιαζε στο νου τα ωριότριχα πως θα περνούσαν άτια
με δίχως κόπο, κι ουδέ θα 'νιωθον τρομάρα δρασκελώντας
τόσα κουφάρια, τι ήταν άμαθα μαθές στα τέτοια ακόμα.
Μα σύντας ζύγωσε το ρήγα τους—και δώδεκα είχε ως τώρα
σκοτώσει Θράκες—τη μελόγλυκια ζωή μεμιάς του επήρε,
καθώς βογγούσε, τι τον παίδευε βαρύς βραχνάς τη νύχτα,
του Οινέα το αγγόνι, μες στον ύπνο του, που του 'στείλε η Παλλάδα.
Τότε ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος λύνει απ᾿ τ᾿ αμάξι τ᾿ άτια,
μετά τα δένει με τα νιόλουρα κι έξω μακριά τα σέρνει.
495 τὸν τρισκαιδέκατον μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα
ἀσθμαίνοντα· κακὸν γὰρ ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη
τὴν νύκτ᾽ Οἰνεΐδαο πάϊς διὰ μῆτιν Ἀθήνης.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ ὃ τλήμων Ὀδυσεὺς λύε μώνυχας ἵππους,
σὺν δ᾽ ἤειρεν ἱμᾶσι καὶ ἐξήλαυνεν ὁμίλου
500 τόξῳ ἐπιπλήσσων, ἐπεὶ οὐ μάστιγα φαεινὴν
ποικίλου ἐκ δίφροιο νοήσατο χερσὶν ἑλέσθαι·
ῥοίζησεν δ᾽ ἄρα πιφαύσκων Διομήδεϊ δίῳ.
αὐτὰρ ὃ μερμήριζε μένων ὅ τι κύντατον ἕρδοι,
ἢ ὅ γε δίφρον ἑλών, ὅθι ποικίλα τεύχε᾽ ἔκειτο,
κεντρίζοντας τα με το τόξο του, τι αστόχησε να πάρει,
από το αμάξι τ᾿ ωριοπλούμιστο το λαμπερό μαστίγι.
και του Διομήδη εσφύριξε έπειτα, σημάδι δίνοντας του.
Αυτός, ασάλευτος, λογάριαζε την πιο τρανή να κάνει
αποκοτιά: συρτό, συνάρματο το αμάξι απ᾿ το τιμόνι
να το τραβήξει, για στα χέρια του ψηλά να το σηκώσει,
για να σκοτώσει ακόμα πιότερους εκεί μπροστά Θρακιώτες;
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του, να 'τη η Αθηνά που φτάνει,
και στο θεϊκό Διομήδη στέκοντας σιμά, τον αρμηνεύει:
«Γιε του Τυδέα του λιονταρόκαρδου, το γυρισμό στοχάσου,
505 ῥυμοῦ ἐξερύοι ἢ ἐκφέροι ὑψόσ᾽ ἀείρας,
ἦ ἔτι τῶν πλεόνων Θρῃκῶν ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
εἷος ὃ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα, τόφρα δ᾽ Ἀθήνη
ἐγγύθεν ἱσταμένη προσέφη Διομήδεα δῖον·
νόστου δὴ μνῆσαι μεγαθύμου Τυδέος υἱὲ
510 νῆας ἔπι γλαφυράς, μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς,
μή πού τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος.
ὣς φάθ᾽, ὃ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης,
καρπαλίμως δ᾽ ἵππων ἐπεβήσετο· κόψε δ᾽ Ὀδυσσεὺς
τόξῳ· τοὶ δ᾽ ἐπέτοντο θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.
στα βαθουλά μη γύρεις άρμενα κυνηγημένος πίσω,
άλλος αν τύχει άπ᾿ τους αθάνατους τους Τρώες να ξεσηκώσει.»
Είπε, κι αυτός το λάλο εγνώρισε της Αθηνάς που εμίλα,
κι ευτύς καβαλικεύει τ᾿ άλογα᾿ τους δίνει κι ο Οδυσσέας
με το δοξάρι μια, και πέταξαν στ᾿ Αργίτικα καράβια.
Ωστόσο ο Φοίβος ο αργυρότοξος δε βίγλιζε του κάκου,
με του Τυδέα το γιο σαν ξέκρινε την Αθηνά να τρέχει'
όλος θυμό μαζί της, χώθηκε στων Τρωών το πλήθιο ασκέρι,
και το Θρακιώτη πρωτογέροντα, τον Ιπποκόωντα, ασκώνει,
τον αντρειανό του Ρήσου αξάδερφο᾿ κι αυτός πηδάει ξυπνώντας,
515 οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ὡς ἴδ᾽ Ἀθηναίην μετὰ Τυδέος υἱὸν ἕπουσαν·
τῇ κοτέων Τρώων κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον,
ὦρσεν δὲ Θρῃκῶν βουληφόρον Ἱπποκόωντα
Ῥήσου ἀνεψιὸν ἐσθλόν· ὃ δ᾽ ἐξ ὕπνου ἀνορούσας
520 ὡς ἴδε χῶρον ἐρῆμον, ὅθ᾽ ἕστασαν ὠκέες ἵπποι,
ἄνδράς τ᾽ ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν,
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα φίλον τ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον.
Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς
θυνόντων ἄμυδις· θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα
κι άδειο τον τόπο ως είδε όπου 'στεκαν τα γρήγορα άτια πρώτα
και τους δικούς του που σπαρτάριζαν αλύπητα σφαγμένοι,
σέρνει φωνή κι ανακαλέστηκε τον γκαρδιακό του ακράνη.
και μες στους Τρώες ασκώθη σάλαγος και ταραχή περίσσια,
και τρέχαν όλοι τους θαμάζοντας, τι φοβερά είχαν κάνει
εκείνοι οι δυο, πριχού στα βαθουλά καράβια τους διαγύρουν.
Και τούτοι ως φτάσαν όπου του Έχτορα σκότωσαν το σπιούνο,
τα γρήγορα άλογα ανακράτησε γοργά ο Οδυσσέας ο θείος'
πηδώντας ο Διομήδης πίθωσε τα αιματωμένα κούρσα
στα χέρια του Οδυσσέα, και στ᾿ άλογα ξανά καβαλικεύει.
525 ὅσσ᾽ ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας.
οἳ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι σκοπὸν Ἕκτορος ἔκταν,
ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς μὲν ἔρυξε Διῒ φίλος ὠκέας ἵππους,
Τυδεΐδης δὲ χαμᾶζε θορὼν ἔναρα βροτόεντα
ἐν χείρεσσ᾽ Ὀδυσῆϊ τίθει, ἐπεβήσετο δ᾽ ἵππων·
530 μάστιξεν δ᾽ ἵππους, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
νῆας ἔπι γλαφυράς· τῇ γὰρ φίλον ἔπλετο θυμῷ.
Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε φώνησέν τε·
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω; κέλεται δέ με θυμός.
Δίνει βιτσιά μεμιάς στ᾿ αλόγατα, που πρόθυμα πέταξαν
στα βαθουλά τραβώντας άρμενα, καθώς κι αυτά το θέλαν.
Πρώτος ο Νέστορας αγρίκησε το ποδοβόλι κι είπε:
«Φίλοι μου εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
σωστά τα που θα πω για ψέματα; Μα να μιλήσω θέλω:
Ποδοβολή από γρήγορα άλογα στ᾿ αφτιά μου γύρα φτάνει.
Ε, να 'ταν λέει, μακάρι, ο αντρόκαρδος Διομήδης κι ο Οδυσσέας,
γοργά απ᾿ τους Τρώες κλεμμένα αλόγατα μονόνυχα να φέρναν!
Τρέμει η καρδιά μου ωστόσο ολόβαθα, κάνα κακό μην πάθουν,
στων Τρωών τον τάραχο όπως βρέθηκαν οι πιο αντρειωμένοι Αργίτες.»
535 ἵππων μ᾽ ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει.
αἲ γὰρ δὴ Ὀδυσεύς τε καὶ ὃ κρατερὸς Διομήδης
ὧδ᾽ ἄφαρ ἐκ Τρώων ἐλασαίατο μώνυχας ἵππους·
ἀλλ᾽ αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα μή τι πάθωσιν
Ἀργείων οἳ ἄριστοι ὑπὸ Τρώων ὀρυμαγδοῦ.
540 οὔ πω πᾶν εἴρητο ἔπος ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἤλυθον αὐτοί.
καί ῥ᾽ οἳ μὲν κατέβησαν ἐπὶ χθόνα, τοὶ δὲ χαρέντες
δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι·
πρῶτος δ᾽ ἐξερέεινε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
εἴπ᾽ ἄγε μ᾽ ὦ πολύαιν᾽ Ὀδυσεῦ μέγα κῦδος Ἀχαιῶν
Ακόμα εστέκουνταν ο λόγος του, και πρόβαλαν οι δυο τους,
και πήδηξαν στη γη πεζεύοντας, κι οι άλλοι χαρά γιομάτοι
σφίγγαν τα χέρια τους, ολόκαρδα καλωσορίζοντας τους'
και πρώτος ο γερήνιος Νέστορας ρωτούσε ο αλογολάτης:
«Για πες μας, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα,
πώς πιάστε τα φαριά; χωθήκατε μέσα στων Τρωών τ᾿ ασκέρια;
Για ήρθε θεός κανείς αγνάντια σας, να σας τα κάμει δώρο;
Αλήθεια, μοιάζουν απαράλλαχτα με τις αχτίδες του ήλιου.
Κι εγώ συναπαντιέμαι αδιάκοπα με τους οχτρούς, ποτέ μου
στα πλοία δε μένω πίσω, γέροντας κι ας είμαι πολέμαρχος'
545 ὅππως τοῦσδ᾽ ἵππους λάβετον καταδύντες ὅμιλον
Τρώων, ἦ τίς σφωε πόρεν θεὸς ἀντιβολήσας.
αἰνῶς ἀκτίνεσσιν ἐοικότες ἠελίοιο.
αἰεὶ μὲν Τρώεσσ᾽ ἐπιμίσγομαι, οὐδέ τί φημι
μιμνάζειν παρὰ νηυσὶ γέρων περ ἐὼν πολεμιστής·
550 ἀλλ᾽ οὔ πω τοίους ἵππους ἴδον οὐδὲ νόησα.
ἀλλά τιν᾽ ὔμμ᾽ ὀΐω δόμεναι θεὸν ἀντιάσαντα·
ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῖ νεφεληγερέτα Ζεὺς
κούρη τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπις Ἀθήνη.
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
όμως δεν είδα, δεν αντίκρισα τέτοια φαριά ποτέ μου.
Κάποιος θεός λέω σας αντάμωσε να σας τα κάμει δώρο'
τι κι απ᾿ τους δυο του Δία δεν έλειψε του νεφελοστοιβάχτη
μήτε της κόρης της γλαυκόματης, της Αθηνάς, η αγάπη.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
σ᾿ έναν θεό δεν είναι δύσκολο και πιο πανώρια, αν θέλει,
φαριά να δώσει᾿ τι ειν᾿ οι αθάνατοι πολύ τρανότεροι μας.
Μα τ᾿ άτια αυτά που θέλεις, γέροντα, να μάθεις, μόλις φτάσαν
από τη Θράκη. Τον αφέντη τους ο αντρόκαρδος Διομήδης
555 ὦ Νέστορ Νηληϊάδη μέγα κῦδος Ἀχαιῶν
ῥεῖα θεός γ᾽ ἐθέλων καὶ ἀμείνονας ἠέ περ οἵδε
ἵππους δωρήσαιτ᾽, ἐπεὶ ἢ πολὺ φέρτεροί εἰσιν.
ἵπποι δ᾽ οἵδε γεραιὲ νεήλυδες οὓς ἐρεείνεις
Θρηΐκιοι· τὸν δέ σφιν ἄνακτ᾽ ἀγαθὸς Διομήδης
560 ἔκτανε, πὰρ δ᾽ ἑτάρους δυοκαίδεκα πάντας ἀρίστους.
τὸν τρισκαιδέκατον σκοπὸν εἵλομεν ἐγγύθι νηῶν,
τόν ῥα διοπτῆρα στρατοῦ ἔμμεναι ἡμετέροιο
Ἕκτωρ τε προέηκε καὶ ἄλλοι Τρῶες ἀγαυοί.
ὣς εἰπὼν τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους
τον σκότωσε, κι αντάμα δώδεκα συντρόφους του αντρειωμένους.
Κι έναν κατάσκοπο σκοτώσαμε, που δίπλα στα καράβια
τον είχε στείλει ο μέγας Έχτορας κι οι Τρώες οι ψυχωμένοι,
εδώ να 'ρθει κοντά, στο ασκέρι μας, να μας παραμονέψει.»
Είπε, και τ᾿ άτια τα μονόνυχα περνά από το χαντάκι
γελώντας· πίσω του χαρούμενοι πήγαιναν κι οι άλλοι Αργίτες.
Κι ως φτάσαν πια στο καλοκάμωτο καλύβι του Διομήδη,
καλοκομμένα επήραν νιόλουρα και τ᾿ άλογα τους δένουν
μπρος στο παχνί, κει πέρα που 'στεκαν και τ᾿ άλλα του Διομήδη
γοργόποδα φαριά, τ᾿ ολόγλυκο μασώντας μπρος τους στάρι.
565 καγχαλόων· ἅμα δ᾽ ἄλλοι ἴσαν χαίροντες Ἀχαιοί.
οἳ δ᾽ ὅτε Τυδεΐδεω κλισίην εὔτυκτον ἵκοντο,
ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι
φάτνῃ ἐφ᾽ ἱππείῃ, ὅθι περ Διομήδεος ἵπποι
ἕστασαν ὠκύποδες μελιηδέα πυρὸν ἔδοντες·
570 νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρυμνῇ ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος
θῆκ᾽ Ὀδυσεύς, ὄφρ᾽ ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ᾽ Ἀθήνῃ.
αὐτοὶ δ᾽ ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ
ἐσβάντες κνήμας τε ἰδὲ λόφον ἀμφί τε μηρούς.
αὐτὰρ ἐπεί σφιν κῦμα θαλάσσης ἱδρῶ πολλὸν
Βάζει μετά ο Οδυσσέας του Δόλωνα τα αιματωμένα κούρσα
στην πρύμνα του άρμενου, να τα 'διναν στης Αθηνάς τη χάρη·
κι εκείνοι εβούτηξαν στη θάλασσα, τον πλήθιο τους ιδρώτα
απ᾿ τ᾿ αντικνήμια κι απ᾿ το σβέρκο τους κι απ᾿ τα μεριά να πλύνουν.
Κι αφού τα κύματα της θάλασσας τον πλήθιο ιδρώτα έπλυναν
απ᾿ τα κορμιά τους, και δροσίστηκαν βαθιά στα σπλάχνα μέσα,
σε καλοσκαλισμένους μπήκανε λουτρούς ν᾿ απολουστούνε.
Κι αφού λούστηκαν πια κι αλείφτηκαν καλά με λάδι, επήγαν
και κάθισαν να φαν, κι ολόγλυκο κρασί από το κροντήρι
το ξέχειλο ανασέρναν, κι έχυναν σπονδές στη Γλαυκομάτα.
575 νίψεν ἀπὸ χρωτὸς καὶ ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ,
ἔς ῥ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.
τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ᾽ ἐλαίῳ
δείπνῳ ἐφιζανέτην, ἀπὸ δὲ κρητῆρος Ἀθήνῃ
πλείου ἀφυσσόμενοι λεῖβον μελιηδέα οἶνον.
 Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου