Οι δαιμονικοί καλικάντζαροι
Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών γιορτών, οι αρχαίες γιορτές εξαλείφθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Έμειναν, όμως, οι δοξασίες, οι θρύλοι και ο μεταφυσικός φόβος για τα δαιμονικά του Δωδεκαημέρου, τους δικούς μας καλικάντζαρους.
Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μαύρα, άσχημα και ψηλά πλάσματα, με κόκκινα μάτια, τριχωτό σώμα και τραγίσια πόδια. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που ....
την κρατούσε με όλες τις πολιτείες και τα χωριά της. Ήθελαν να τη δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές, όμως, Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους.
Έμεναν στη Γη μέχρι τα Φώτα, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι καλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι, η γη κατάφερνε να μείνει στη θέση της και οι παππούδες συνέχιζαν να διηγούνται ιστορίες στα άτακτα εγγόνια τους και να τα συμβουλεύουν ότι αν δεν ήθελαν να βγάλουν… καλόγηρους, τότε από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια δεν έπρεπε να τρώτε ελιές, φασόλια και σύκα.
“Το αναμμένο πουρνάρι” και το έθιμο της φωτιάς
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή. Σύμφωνα, όμως, με την παράδοση βρήκαν ένα ξερό πουρνάρι και έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Αυτή η συνήθεια υπήρχε παλιά σε πολλά χωριά της Ηπείρου και όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παντρεμένα παιδιά που πήγαιναν στο πατρικό τους για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι ή κάποιο άλλο φυτό που καιγόταν τρίζοντας. Στο δρόμο το άναβαν και το πήγαιναν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι γεμίζοντας χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.Ακόμη και σήμερα σε κάποια χωριά διασώζεται κάτι απ’ αυτή την παλιά συνήθεια. Πολλοί κρατούν στη χούφτα τους λίγα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπουν και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: “Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!”
Σε πολλές πόλεις και χωριά ανάβονταν και ομαδικές φωτιές, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Στην Καστοριά άναβαν κέδρους στις άκρες των χωριών και στη Σιάτιστα άναβαν φωτιές στις πλατείες χτυπώντας γύρω απ’ αυτές κουδούνια. Το διώξιμο του κακού γινόταν έτσι πιο αποτελεσματικό, αφού τα κουδούνια έχουν, όπως και η φωτιά, αποτρεπτική δύναμη, σύμφωνα πάντα με τις λαϊκές δοξασίες.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου