Με έναυσμα την ανέντιμη στάση του ευρωπαϊκού ιερατείου και καύσιμο τους ευσεβείς πόθους ορισμένων, έχει ανάψει πάλι η φωτιά της συζήτησης για επιστροφή της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα. Οι λόγοι αυτής της επιμονής είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, ακατανόητοι, αφού μόλις πριν λίγες εβδομάδες είχαμε εκλογές και τα πολιτικά κόμματα τα οποία προγραμματικά δήλωναν ότι επιθυμούν την εξεύρεση λύσεως του ελληνικού προβλήματος εντός της ευρωζώνης, συγκέντρωσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος,
Για το εθνικό νόμισμα, τα έχομε ξαναπεί: Στα πλαίσια μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας που ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να περιχαρακωθεί, τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που δίνει η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μόνο βραχυπρόθεσμα μπορούν να είναι αποτελεσματικά. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τους εθνικούς λογαριασμούς του περασμένου έτους, παρατηρεί με απογοήτευση ότι η συνολική αξία των εισαγωγών ανήλθε στα 48 δισεκατομμύρια ευρώ, 2 δισεκατομμύρια περισσότερα από το 2013. Η συνολική αξία των ελαφρά φθινουσών εξαγωγών ανήλθε στο ποσό των 27 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με δεδομένο αυτό το βαθύ χάσμα στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο, τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής, όπως η αύξηση της προσφοράς χρήματος, σε μέσο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, από μόνα τους δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν ικανούς όρους ανάκαμψης, πόσο μάλλον εντός μιας οικονομίας εξαρτημένης από εισαγόμενες πρώτες ύλες και καύσιμα και στα πλαίσια ενός παγκόσμιου περιβάλλοντος παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.
Με δεδομένη την σημερινή εικόνα της χώρας, μετά από συστηματικές και διαχρονικές πολιτικές παραχώρησης εθνικών δικαιωμάτων εις βάρος της πρωτογενούς παραγωγής και υπέρ της απαξίωσης της μεταποιητικής βάσης της χώρας -παραχωρήσεων που έγιναν με το «αζημιώτο», είναι η πικρή αλήθεια που αρεσκόμαστε να ξεχνάμε- με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, το μόνο που θα πετυχαίναμε, θα ήταν να ανταλλάσσαμε τα λίγα σημερινά μας ευρώ με πολλές, κάθε μέρα και περισσότερες, δραχμές ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Ο αναμενόμενος υψηλός πληθωρισμός, θα έπληττε πρώτους απ’ όλους, τους ασθενέστερους, ακυρώνοντας τα όποια παράπλευρα θετικά αποτελέσματα, δημιουργώντας, ως μη ώφειλαν, πρόσθετο πλούτο σε όλους εκείνους που έχουν ασφαλίσει τα ρευστά τους διαθέσιμα εκτός της ελληνικής επικράτειας.
Τούτων δοθέντων, ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο η συζήτηση για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, προτού ανασυγκροτηθεί η παραγωγική βάση της χώρας και πριν υποκατασταθούν οι εισαγωγές από εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Απλώς, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, εδώ και τώρα.
Τίποτα ουσιώδες δεν θα επιτύγχανε η Ελλάδα, χωρίς προηγούμενο στρατηγικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, χωρίς επεξεργασμένα περιφερειακά προγράμματα και άνευ επενδυτικά ώριμων τοπικών δράσεων, που προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχουν ούτε στα χαρτιά ούτε στα μυαλά κανενός από αυτούς που προτείνουν επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Αλλά και προτάσεις αν υπήρχαν, δεν υπάρχουν τα διαθέσιμα κεφάλαια ή τα συναλλαγματικά αποθέματα που θα απαιτούνταν για να χρηματοδοτηθούν τα όποια σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα ξεδιπλωθούν κι ελπίζουμε όντως να ξεδιπλωθούν, το συντομότερο δυνατό. Εξάλλου τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά προγράμματα είναι μια σημαντική πηγή φτηνών ή δωρεάν κεφαλαίων, που εφόσον γίνει σωστή χρήση τους, θα μπορέσουν να μοχλεύσουν σε κρίσιμο βαθμό την ελληνική οικονομία. Τέτοιες και άλλες παρεμφερείς πηγές κεφαλαίων, με μια έξοδο από την ευρωζώνη με συγκρουσιακούς όρους, θα εξέλιπαν οριστικά.
Τα ελληνικά προϊόντα, επειδή η ενέργεια και οι πρώτες ύλες είναι, ως επί το πλείστον εισαγόμενες, μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικά μόνο σε όρους διαφοροποίησης και ποιότητας -αδύνατο να γίνουν ποτέ ανταγωνιστικά σε όρους κόστους και τιμών διάθεσης. Οπότε η υποτίμηση, που όπως ισχυρίζονται αφελώς κάποιοι, θα υποβοηθήσει τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων, είναι κι αυτή έωλη...
Τα ίδια πάνω-κάτω θα μπορούσε να πει κανείς και για τον τομέα των υπηρεσιών: Ούτε ο τουρισμός, που είναι η ναυαρχίδα των υπηρεσιών, θα μπορούσε να ενισχυθεί, σε όρους καθαρού εθνικού εισοδήματος, με μια πληθωριστική δραχμή. Απλώς θα γίνονταν μεγαλύτερα τα διαχειριστικά προβλήματα του κλάδου, από τη στιγμή που το βούτυρο του πρωινού των ξενοδοχείων είναι δανέζικο, η μαρμελάδα γερμανική και τα τυριά ολλανδικά. Αν ο στρατηγικός σχεδιασμός δεν στοχεύσει, επιτέλους, στην αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη διαφοροποίηση του μείγματος του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, τότε ανταγωνιστές μας στην τουριστική αγορά, θα είναι πάντα οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι. Αλλά τότε, μεταξύ άλλων, θα πρέπει και οι μισθοί των εργαζόμενων στον τουρισμό να τείνουν κι αυτοί στα επίπεδα των αντίστοιχων αιγυπτιακών ή των τούρκικων.
Δεν είναι λοιπόν το νόμισμα, το κυριότερο από τα προβλήματα μας. Πρόκειται για μια συζήτηση που είναι εντελώς άκαιρη και παραπλανητική και απατώνται όσοι πιστεύουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα μπορούσε να γίνει με όρους έπαρσης της σημαίας της επανάστασης και του μηδενισμού του κοντέρ των ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα, αλλά η αλήθεια και η πραγματικότητα των διαρθρωτικών προβλημάτων, είναι δυστυχώς πολύ διαφορετικές.
Κοντολογίς, δεν βρίσκει κανείς κάποιον σημαντικό λόγο που θα συνηγορούσε υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, εδώ και τώρα.
Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το ευρώ είναι ένας νομισματικός παράδεισος. Αντίθετα, πληθαίνουν οι φωνές που καταδεικνύουν τα λάθη και τις ανωμαλίες στο σχεδιασμό του κοινού νομίσματος, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με ζουρλομανδύα, παρά με χρήμα. Όμως στη συζήτηση που δειλά ξεκινάει, γύρω από αυτό το θέμα, η Ελλάδα και δικαιούται και υποχρεούται να είναι παρούσα. Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι είναι άλλο ζήτημα και άλλη συζήτηση, αν θα έπρεπε να έχει γίνει η Ελλάδα, μέλος της ευρωζώνης ή όχι. Αλλά σήμερα είμαστε εντός με ό,τι θετικό ή αρνητικό συνεπαγόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια αυτό. Αξίζει δε να αναλογιστούμε, αν με μια άλλη λογική και μια άλλη διαχείριση, οι επιπτώσεις του ευρώ θα ήταν τόσο αρνητικές όσο αποδεικνύονται σήμερα και να παραδεχτούμε ότι η εικόνα θα ήταν εντελώς διαφορετική, εφόσον ο φτηνός δανεισμός και οι μεταβιβαστικές πληρωμές από τα ευρωπαϊκά ταμεία των περασμένων χρόνων είχαν κατευθυνθεί σε παραγωγικές επενδύσεις αντί να ξοδευτούν σ’ εκείνο το απίστευτο φαγοπότι καταναλωτισμού και κατασπατάλησης πόρων. Αυτό, όμως, δεν θα το μάθουμε ποτέ ούτε έχει καμία χρηστική αξία να το συζητάμε τώρα.
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η εθνική μας ανεξαρτησία δεν περνάει μέσα από την υποκατάσταση του νομίσματος∙ περνάει μέσα από την αποκατάσταση της νομιμότητας, την πάταξη του κρατικοδίαιτου παρασιτισμού και την ανάταξη της παραγωγική βάσης της χώρας. Όταν αντιμετωπίσουμε αυτά τα καίρια ζητήματα και τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, τότε θα μπορούμε να συζητήσουμε και το θέμα του νομίσματος. Μόνο που αν καταφέρουμε να διορθώσουμε όλα τα υπόλοιπα, τότε ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι η επιστροφή στη δραχμή θα είναι ίσως και περιττή.
πηγη
Για το εθνικό νόμισμα, τα έχομε ξαναπεί: Στα πλαίσια μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας που ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να περιχαρακωθεί, τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που δίνει η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μόνο βραχυπρόθεσμα μπορούν να είναι αποτελεσματικά. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τους εθνικούς λογαριασμούς του περασμένου έτους, παρατηρεί με απογοήτευση ότι η συνολική αξία των εισαγωγών ανήλθε στα 48 δισεκατομμύρια ευρώ, 2 δισεκατομμύρια περισσότερα από το 2013. Η συνολική αξία των ελαφρά φθινουσών εξαγωγών ανήλθε στο ποσό των 27 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με δεδομένο αυτό το βαθύ χάσμα στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο, τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής, όπως η αύξηση της προσφοράς χρήματος, σε μέσο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, από μόνα τους δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν ικανούς όρους ανάκαμψης, πόσο μάλλον εντός μιας οικονομίας εξαρτημένης από εισαγόμενες πρώτες ύλες και καύσιμα και στα πλαίσια ενός παγκόσμιου περιβάλλοντος παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.
Με δεδομένη την σημερινή εικόνα της χώρας, μετά από συστηματικές και διαχρονικές πολιτικές παραχώρησης εθνικών δικαιωμάτων εις βάρος της πρωτογενούς παραγωγής και υπέρ της απαξίωσης της μεταποιητικής βάσης της χώρας -παραχωρήσεων που έγιναν με το «αζημιώτο», είναι η πικρή αλήθεια που αρεσκόμαστε να ξεχνάμε- με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, το μόνο που θα πετυχαίναμε, θα ήταν να ανταλλάσσαμε τα λίγα σημερινά μας ευρώ με πολλές, κάθε μέρα και περισσότερες, δραχμές ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Ο αναμενόμενος υψηλός πληθωρισμός, θα έπληττε πρώτους απ’ όλους, τους ασθενέστερους, ακυρώνοντας τα όποια παράπλευρα θετικά αποτελέσματα, δημιουργώντας, ως μη ώφειλαν, πρόσθετο πλούτο σε όλους εκείνους που έχουν ασφαλίσει τα ρευστά τους διαθέσιμα εκτός της ελληνικής επικράτειας.
Τούτων δοθέντων, ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο η συζήτηση για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, προτού ανασυγκροτηθεί η παραγωγική βάση της χώρας και πριν υποκατασταθούν οι εισαγωγές από εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Απλώς, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, εδώ και τώρα.
Τίποτα ουσιώδες δεν θα επιτύγχανε η Ελλάδα, χωρίς προηγούμενο στρατηγικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, χωρίς επεξεργασμένα περιφερειακά προγράμματα και άνευ επενδυτικά ώριμων τοπικών δράσεων, που προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχουν ούτε στα χαρτιά ούτε στα μυαλά κανενός από αυτούς που προτείνουν επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Αλλά και προτάσεις αν υπήρχαν, δεν υπάρχουν τα διαθέσιμα κεφάλαια ή τα συναλλαγματικά αποθέματα που θα απαιτούνταν για να χρηματοδοτηθούν τα όποια σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα ξεδιπλωθούν κι ελπίζουμε όντως να ξεδιπλωθούν, το συντομότερο δυνατό. Εξάλλου τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά προγράμματα είναι μια σημαντική πηγή φτηνών ή δωρεάν κεφαλαίων, που εφόσον γίνει σωστή χρήση τους, θα μπορέσουν να μοχλεύσουν σε κρίσιμο βαθμό την ελληνική οικονομία. Τέτοιες και άλλες παρεμφερείς πηγές κεφαλαίων, με μια έξοδο από την ευρωζώνη με συγκρουσιακούς όρους, θα εξέλιπαν οριστικά.
Τα ελληνικά προϊόντα, επειδή η ενέργεια και οι πρώτες ύλες είναι, ως επί το πλείστον εισαγόμενες, μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικά μόνο σε όρους διαφοροποίησης και ποιότητας -αδύνατο να γίνουν ποτέ ανταγωνιστικά σε όρους κόστους και τιμών διάθεσης. Οπότε η υποτίμηση, που όπως ισχυρίζονται αφελώς κάποιοι, θα υποβοηθήσει τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων, είναι κι αυτή έωλη...
Τα ίδια πάνω-κάτω θα μπορούσε να πει κανείς και για τον τομέα των υπηρεσιών: Ούτε ο τουρισμός, που είναι η ναυαρχίδα των υπηρεσιών, θα μπορούσε να ενισχυθεί, σε όρους καθαρού εθνικού εισοδήματος, με μια πληθωριστική δραχμή. Απλώς θα γίνονταν μεγαλύτερα τα διαχειριστικά προβλήματα του κλάδου, από τη στιγμή που το βούτυρο του πρωινού των ξενοδοχείων είναι δανέζικο, η μαρμελάδα γερμανική και τα τυριά ολλανδικά. Αν ο στρατηγικός σχεδιασμός δεν στοχεύσει, επιτέλους, στην αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη διαφοροποίηση του μείγματος του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, τότε ανταγωνιστές μας στην τουριστική αγορά, θα είναι πάντα οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι. Αλλά τότε, μεταξύ άλλων, θα πρέπει και οι μισθοί των εργαζόμενων στον τουρισμό να τείνουν κι αυτοί στα επίπεδα των αντίστοιχων αιγυπτιακών ή των τούρκικων.
Δεν είναι λοιπόν το νόμισμα, το κυριότερο από τα προβλήματα μας. Πρόκειται για μια συζήτηση που είναι εντελώς άκαιρη και παραπλανητική και απατώνται όσοι πιστεύουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα μπορούσε να γίνει με όρους έπαρσης της σημαίας της επανάστασης και του μηδενισμού του κοντέρ των ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα, αλλά η αλήθεια και η πραγματικότητα των διαρθρωτικών προβλημάτων, είναι δυστυχώς πολύ διαφορετικές.
Κοντολογίς, δεν βρίσκει κανείς κάποιον σημαντικό λόγο που θα συνηγορούσε υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, εδώ και τώρα.
Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το ευρώ είναι ένας νομισματικός παράδεισος. Αντίθετα, πληθαίνουν οι φωνές που καταδεικνύουν τα λάθη και τις ανωμαλίες στο σχεδιασμό του κοινού νομίσματος, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με ζουρλομανδύα, παρά με χρήμα. Όμως στη συζήτηση που δειλά ξεκινάει, γύρω από αυτό το θέμα, η Ελλάδα και δικαιούται και υποχρεούται να είναι παρούσα. Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι είναι άλλο ζήτημα και άλλη συζήτηση, αν θα έπρεπε να έχει γίνει η Ελλάδα, μέλος της ευρωζώνης ή όχι. Αλλά σήμερα είμαστε εντός με ό,τι θετικό ή αρνητικό συνεπαγόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια αυτό. Αξίζει δε να αναλογιστούμε, αν με μια άλλη λογική και μια άλλη διαχείριση, οι επιπτώσεις του ευρώ θα ήταν τόσο αρνητικές όσο αποδεικνύονται σήμερα και να παραδεχτούμε ότι η εικόνα θα ήταν εντελώς διαφορετική, εφόσον ο φτηνός δανεισμός και οι μεταβιβαστικές πληρωμές από τα ευρωπαϊκά ταμεία των περασμένων χρόνων είχαν κατευθυνθεί σε παραγωγικές επενδύσεις αντί να ξοδευτούν σ’ εκείνο το απίστευτο φαγοπότι καταναλωτισμού και κατασπατάλησης πόρων. Αυτό, όμως, δεν θα το μάθουμε ποτέ ούτε έχει καμία χρηστική αξία να το συζητάμε τώρα.
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η εθνική μας ανεξαρτησία δεν περνάει μέσα από την υποκατάσταση του νομίσματος∙ περνάει μέσα από την αποκατάσταση της νομιμότητας, την πάταξη του κρατικοδίαιτου παρασιτισμού και την ανάταξη της παραγωγική βάσης της χώρας. Όταν αντιμετωπίσουμε αυτά τα καίρια ζητήματα και τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, τότε θα μπορούμε να συζητήσουμε και το θέμα του νομίσματος. Μόνο που αν καταφέρουμε να διορθώσουμε όλα τα υπόλοιπα, τότε ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι η επιστροφή στη δραχμή θα είναι ίσως και περιττή.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου