Για κάποιον που έχει ασχοληθεί ,έστω και λίγο, με την Αθήνα των προγόνων μας, όλο το ιστορικό μας κέντρο είναι γεμάτο όμορφες εικόνες και ιστορίες από τα παλιά. Όλα αυτά σου δημιουργούν σήμερα μια άλλη οπτική και κάνουν κάθε σου βόλτα μια όμορφη εμπειρία.
Βγαίνεις π.χ. από το σταθμό στο Μοναστηράκι και μπροστά σου ορθώνεται το τζαμί του Τζισταράκη, οδός Άρεως.
Ποιος θα το πίστευε ότι σ’ αυτές τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί και που φιλοξενούν σήμερα κάποια μαγαζάκια με τουριστικά είδη, παλιά υπήρχε ένα τσαρουχάδικο, ένα λιλιπούτειο μπακάλικο και το οινομαγειρείον «Η Οικονομία» του Χαράλαμπου Τασούλα. Το πιο μικρό και συνάμα το πιο περίεργο «τζιερτζίδικο» της Παλιάς Αθήνας.
Κλείστε τα μάτια αγαπητοί αναγνώστες και αφεθείτε σε μια μικρή ξενάγηση στα παλιά:
Βρίσκεστε στην οδό Άρεως αριθμός 1 κάπου το 1910. Για να διαβάσετε την επιγραφή του μαγαζιού πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι. Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του «καταστήματος», ένα πυκνό σύννεφο από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με τζιεράκια και καμιά φορά -ως είδος πολυτελείας- με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι.
Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγες ώρες το πρωί και νωρίς το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές και κρεμμύδι.
Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί, γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού.
Η «τραπεζαρία» είναι απέξω, κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι. Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες. Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα», κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του μαγαζιού.
Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και... φασκελώνουν τις πολυτέλειες των ακριβών εστιατορίων του Συντάγματος. Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του, γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα πλαϊνά πιάτα!
Αν είναι κάποιος τυχερός, μπορεί να ακούσει και μουσική από καμιά περαστική λατέρνα που σταμάτησε για να ξεκουραστεί ο ιδιοκτήτης της. Ενώ ο «μαέστρος» τρώει τη φασολάδα του, κάποιο αργόσχολο χαμίνι γυρίζει το «καβουρντιστήρι» των μουσικών κομματιών, διασκεδάζοντας έτσι τον καταστηματάρχη και την πελατεία του.
(Τζιερτζίδικα: Η έκφραση προέρχεται από το «τζιέρι» που σημαίνει συκώτι, σπλάχνα. Από τα εντόσθια δηλαδή που τηγάνιζαν τα μικρά αυτά «ξαδερφάκια» της ταβέρνας για τους πελάτες τους)
Βασισμένο σε ρεπορτάζ του περιοδικού Μπουκέτο - paliaathina.com
Ποιος θα το πίστευε ότι σ’ αυτές τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί και που φιλοξενούν σήμερα κάποια μαγαζάκια με τουριστικά είδη, παλιά υπήρχε ένα τσαρουχάδικο, ένα λιλιπούτειο μπακάλικο και το οινομαγειρείον «Η Οικονομία» του Χαράλαμπου Τασούλα. Το πιο μικρό και συνάμα το πιο περίεργο «τζιερτζίδικο» της Παλιάς Αθήνας.
Κλείστε τα μάτια αγαπητοί αναγνώστες και αφεθείτε σε μια μικρή ξενάγηση στα παλιά:
Βρίσκεστε στην οδό Άρεως αριθμός 1 κάπου το 1910. Για να διαβάσετε την επιγραφή του μαγαζιού πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι. Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του «καταστήματος», ένα πυκνό σύννεφο από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με τζιεράκια και καμιά φορά -ως είδος πολυτελείας- με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι.
Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγες ώρες το πρωί και νωρίς το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές και κρεμμύδι.
Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί, γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού.
Η «τραπεζαρία» είναι απέξω, κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι. Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες. Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα», κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του μαγαζιού.
Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και... φασκελώνουν τις πολυτέλειες των ακριβών εστιατορίων του Συντάγματος. Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του, γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα πλαϊνά πιάτα!
Αν είναι κάποιος τυχερός, μπορεί να ακούσει και μουσική από καμιά περαστική λατέρνα που σταμάτησε για να ξεκουραστεί ο ιδιοκτήτης της. Ενώ ο «μαέστρος» τρώει τη φασολάδα του, κάποιο αργόσχολο χαμίνι γυρίζει το «καβουρντιστήρι» των μουσικών κομματιών, διασκεδάζοντας έτσι τον καταστηματάρχη και την πελατεία του.
(Τζιερτζίδικα: Η έκφραση προέρχεται από το «τζιέρι» που σημαίνει συκώτι, σπλάχνα. Από τα εντόσθια δηλαδή που τηγάνιζαν τα μικρά αυτά «ξαδερφάκια» της ταβέρνας για τους πελάτες τους)
Βασισμένο σε ρεπορτάζ του περιοδικού Μπουκέτο - paliaathina.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου