Το
τελευταίο διάστημα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αρχίζουν να
"θερμαίνονται" ιδιαίτερα. Οι λόγοι αυτής της "όξυνσης", η οποία
εκφράζεται ποικιλοτρόπως από την πλευρά της Τουρκίας, οφείλεται στην
διάγνωση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας (κυρίως επί της Ελληνικής ΑΟΖ),
αλλά και με την ταυτόχρονη πολιτική και οικονομική κρίση που μαστίζει
την Ελλάδα, ο "σουλτάνος" Ερντογάν (νιώθοντας πως πρέπει να κινηθεί προς
την κατεύθυνση της έγκαιρης και δυναμικής τοποθέτησης της Τουρκίας στον
αναδιατασσόμενο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό χάρτη της Ανατολικής
Μεσογείου), έχει θέσει την Τουρκία σε πορεία σύγκρουσης με την Ελλάδα,...
ευελπιστώντας πως θα κατορθώσει (μέσω της φοβικότητας των Αθηνών) να
εισπράξει ο ίδιος πολιτικά και η Τουρκία οικονομικά (και όχι μόνο) τα
μέγιστα δυνατά θετικά αποτελέσματα, εις βάρος -φυσικά- της Ελλάδας.
Οι
ελληνοτουρκικές διαφορές, αν και εμπλουτίζονται συνεχώς από τον
παραλογισμό της επιθετικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, εστιάζονται
αυτή τη στογμή σε κάποια κύρια σημεία, ενώ λίαν συντόμως αναμένεται να
προστεθούν ακόμη περισσότερα, τα οποία θα δυναμιτίσουν με μεγαλύτερη
σφοδρότητα τις όποιες ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν... απομείνει.
Ελληνοτουρκική διαφορά ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
Η
έναρξη της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
τοποθετείται χρονικά στον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική
εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της
ελληνικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Έκτοτε,
οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών
δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει
σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες
ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (1974, 1976, 1987).
Το
1976, η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λόγω της
σοβαρότητάς του, και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δεν ακολούθησε επικαλούμενη τη μη
αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν
υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης
αρμοδιότητας.
Οι
δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον
Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το
οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίστηκε
άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης
στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της
Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και
επομένως η ισχύς και η διάρκειά του βρίσκονταν σε άμεση συνάρτηση με
εκείνες.
Τον
Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής
προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια
διαδικασία εμπιστευτικών διερευνητικών επαφών, οι οποίες συνεχίζονται
μέχρι σήμερα, με σκοπό να διερευνηθεί εάν και κατά πόσον υπάρχει κοινό
έδαφος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων
που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε συμφωνία.
Σε
περίπτωση που διαφανεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση κοινού
εδάφους εντός εύλογου χρόνου, η πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία συνάδει
απολύτως με το διεθνές δίκαιο και έχει τεθεί και ως κριτήριο στην
ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι η παραπομπή του ζητήματος στο
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά.
Δεδομένου, όμως, ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική
υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απαιτείται ειδική συμφωνία
(συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του
ΔΔΧ.
Οι
θέσεις της Ελλάδας επί της ουσίας του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και
των ορίων αυτής, βασίζονται στις προβλέψεις του ισχύοντος δικαίου της
θαλάσσης, συμβατικού και εθιμικού και είναι οι εξής:
•
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει κυριαρχικά δικαιώματα
του παρακτίου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας, το εύρος της οποίας είναι
τουλάχιστον 200 ν.μ., εφόσον το επιτρέπει η απόσταση μεταξύ των
αντικειμένων ακτών. Τα δικαιώματα αυτά του παρακτίου κράτους υφίστανται
ipso facto και ab initio. Η Ελλάδα κύρωσε την ως άνω Σύμβαση (Ν.
2321/1995), που βάσει του Συντάγματος υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης
νόμου, αλλά και ως νεώτερος νόμος κατισχύει του παλαιότερου.
•
Σύμφωνα με το άρθρο 121 (2) της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα
νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής
οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Οι ζώνες αυτές καθορίζονται
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης, όπως αυτές εφαρμόζονται
στις ηπειρωτικές περιοχές. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό
δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη
Σύμβαση. Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά, σύμφωνα
με το δίκαιο της θάλασσας, έχουν υφαλοκρηπίδα.
•
Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον
μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται
απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.
•
Ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, η Ελλάδα παγίως υποστηρίζει ότι η
οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της
υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχής της ίσης
απόστασης/μέσης γραμμής.
Αιγιαλίτιδα ζώνη – Casus belli
Το
εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας ορίστηκε το 1936 στα 6 ναυτικά
μίλια από την ακτή (Ν. 230/1936 και μεταγενέστερο Ν.Δ. 187/1973).
Διατηρήθηκε, εντούτοις, ρητώς το όριο των 10 ναυτικών μιλίων στον
εναέριο χώρο, βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας (Διάταγμα της 6ης
Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με τον νόμο 5017/1931).
Βάσει
εθιμικού κανόνα του Δικαίου της Θάλασσας, που ενσωματώνεται και στη
Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα δικαιούται να
επεκτείνει μέχρι τα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της.
Το
δικαίωμα επέκτασης του ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ.
είναι κυριαρχικό και μονομερές και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε
κανενός είδους περιορισμό ή εξαίρεση και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως
από τρίτα κράτη (το άρθρο 3 της Σύμβασης, που ενσωματώνει κανόνα
εθιμικού δικαίου, ουδένα περιορισμό ή εξαίρεση ως προς το δικαίωμα αυτό
θέτει). Η συντριπτική πλειοψηφία των παράκτιων κρατών, πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων, έχει προσδιορίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12
ν.μ. Η ίδια η Τουρκία έχει επεκτείνει, ήδη από το 1964, την αιγιαλίτιδα
ζώνη της στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο.
Η
Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν.
2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο
το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.
Ως
αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή
εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ
και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα
(εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδος), σε
περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνης της πέραν των
6 ν.μ.
Η
συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του
Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας
(άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί
καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο).
Παράλληλα,
δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν
στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές αρχές στις οποίες
στηρίζεται το ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
Η
άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων
για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για
πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας που αποτελεί
θεμέλια αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι
αυτονόητο ότι ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν είναι δυνατόν να
απειλεί με πόλεμο άλλο κράτος και πολύ περισσότερο ένα μέλος της ΕΕ και
μελλοντικό εταίρο.
Αποτελεί,
επίσης, αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση των
ελληνο-τουρκικών σχέσεων και τη μείωση της έντασης. Είναι προφανές ότι
οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σημείων τριβής και ειρηνικής επίλυσης των
διαφορών δεν μπορούν να ευοδωθούν υπό το κράτος απειλής πολέμου.
Εθνικός εναέριος χώρος
Η
κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα ασκείται εντός 10 ν.μ. από τις ακτές
της (δυνάμει του Διατάγματος της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με
τους νόμους 5017/1931, 230/1936 και 1815/1988). Η Ελλάδα, ως κυρίαρχο
κράτος, επέλεξε, εντός του εύρους των 10 ν.μ. των χωρικών της υδάτων που
όρισε το 1931, να ασκεί κυριαρχία στον αέρα μέχρι το όριο αυτό, ενώ στη
θάλασσα να ασκεί κυριαρχία μέχρι τα 6 ν.μ. (Ν. 230/1936 και Ν.Δ.
187/1973).
Η
Τουρκία αμφισβητεί και παραβιάζει τον εθνικό εναέριο χώρο της Ελλάδας
από τα 6 έως τα 10 ν.μ. με το επιχείρημα ότι δεν ταυτίζονται τα όρια της
κυριαρχίας της στον αέρα και στη θάλασσα. Η Τουρκία όμως, παραβιάζει
συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και κάτω από 6 ν.μ. με
στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνότατα οπλισμένα, τα οποία πραγματοποιούν
προκλητικές πτήσεις εντός του ελληνικού εναερίου χώρου,
συμπεριλαμβανομένων και πτήσεων σε χαμηλό ύψος ακόμα και υπεράνω
κατοικημένων νησιών.
Η
συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας, πέραν της κατάφωρης παραβίασης της
ελληνικής κυριαρχίας και του ως εκ τούτου ενδεχομένου πρόκλησης θερμού
επεισοδίου, δημιουργεί κινδύνους και για την πολιτική αεροπορία.
Ο
ισχυρισμός της Τουρκίας περί αντιθέσεως του εύρους του ελληνικού
εθνικού εναερίου χώρου προς το διεθνές δίκαιο είναι αβάσιμος για τους
εξής λόγους:
α)
δεδομένου ότι ο «δικαιούμενος το μείζον, δικαιούται και το έλασσον», η
άσκηση κυριαρχίας στον εναέριο χώρο μέχρι τα 10 ν.μ. είναι απολύτως
νόμιμη, αφού δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ. που ορίζει το δίκαιο της θάλασσας
ως ανώτατο όριο του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού
εναέριου χώρου,
β) η Ελλάδα έχει προβεί στη γνωστοποίηση της ανωτέρω νομοθεσίας,
γ)
η Τουρκία, επί 44 χρόνια, ήτοι από το 1931 που προσδιορίσθηκε το εύρος
των χωρικών υδάτων στα 10 ν.μ. μέχρι το 1975 αποδεχόταν το εύρος των 10
ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου χωρίς ουδεμία διαμαρτυρία ή
αμφισβήτηση, γεγονός που θεμελιώνει κατά το διεθνές δίκαιο σιωπηρή
αποδοχή,
δ)
η επίκληση από την Τουρκία της μη ταύτισης των ορίων της κυριαρχίας
στον αέρα και τη θάλασσα είναι προσχηματική. Και τούτο, διότι η Τουρκία
απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την
κυριαρχία της στη θάλασσα.
ε)
Τέλος, το καθεστώς των 10 ν.μ. είναι σε ισχυ από το 1931, όταν εκδόθηκε
το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα και εφαρμόσθηκε ομοιόμορφα, χωρίς
οποιαδήποτε διαμαρτυρία όσον αφορά στη νομική του βάση.
Τα ανωτέρω καθιστούν το εύρος του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου των 10 ν.μ. ανιτάξιμο έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Γνωστοποίηση εύρους ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου
Η
Ελλάδα, σε τήρηση των διεθνών διαδικασιών, προέβη χωρίς καθυστέρηση,
στη γνωστοποίηση της νομοθεσίας περί του εθνικού εναερίου χώρου της.
Στο
πλαίσιο αυτό, βάσει της σχετικής υποχρέωσης της Ελλάδας από το
Παράρτημα "F" περί αεροναυτικών χαρτών της Σύμβασης των Παρισίων 1919
για την Εναέρια Κυκλοφορία, η Ελλάδα προέβη στη γνωστοποίηση προς την
CINA (Commission Internationale de la Navigation Aérienne) χαρτών του
εναερίου χώρου της, του καθορισμού αεροδιαδρόμων, καθώς και των σημείων
transit στα βόρεια και ανατολικά σύνορά της. Οι χάρτες αυτοί αποτυπώνουν
το εξωτερικό όριο του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.μ.
Με
τη θέση σε ισχύ του Παραρτήματος 4 της Σύμβασης του Σικάγο 1944 που
αφορά στους Αεροναυτικούς Χάρτες, οι πρώτοι αεροναυτικοί χάρτες του
ICAO, που δημοσιεύθηκαν το 1949, είχαν ως βάση τους χάρτες της CINA. Στη
δεύτερη δημοσίευσή τους το 1955, νέοι αεροναυτικοί χάρτες
συμπεριελήφθησαν, τους οποίους η Ελλάδα δημοσίευσε με σαφή περιγραφή των
εξωτερικών ορίων του εθνικού εναερίου χώρου στα 10 ν.μ. Υπογραμμίζεται
σχετικά, ότι οι αντίστοιχοι τουρκικοί αεροναυτικοί χάρτες
συμπεριλαμβάνουν επίσης τα εξωτερικά όρια του ελληνικού εθνικού εναερίου
χώρου στα 10 ν.μ.
Σημειώνεται
ότι κατά τις Περιοχικές Συνδιασκέψεις των Παρισίων (1952) και της
Γενεύης (1958) για την Πολιτική Αεροπορία, καθορίσθηκαν τα όρια του FIR
Αθηνών, με βάση τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του
εναερίου χώρου. Ακόμη, στα πρακτικά της Περιοχικής Συνδιάσκεψης του 1958
γίνεται σαφής αναφορά στους ελληνικούς αεροναυτικούς χάρτες, που
κοινοποιήθηκαν στον ICAO το 1955 και απεικονίζουν τα όρια του ελληνικού
εναέριου χώρου στα 10 ν.μ. Η Τουρκία συμμετείχε σε αυτές τις Περιοχικές
Συνδιασκέψεις χωρίς να υποβάλει ενστάσεις όσον αφορά το εύρος των 10
ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου. Στις Συνδιασκέψεις αυτές
εγκρίθηκε και ο σχετικός χάρτης του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Αεροναυτιλίας.
Εκ
νέου επίσημη γνωστοποίηση του ορίου των 10 ν.μ., όπως ορίζεται με το
Προεδρικό Διάταγμα του 1931, περιελήφθη στο εθνικό Εγχειρίδιο
Αεροναυτικών Πληροφοριών, το οποίο εκδόθηκε, σύμφωνα με το Παράρτημα 15
της Σύμβασης του Σικάγο, από τις αρμόδιες Αρχές για την Πολιτική
Αεροπορία (AIP Greece, vol. I, RAC 0-1.2.1).
Θαλάσσια σύνορα
Θαλάσσια
σύνορα υφίστανται εκεί όπου οι αιγιαλίτιδες ζώνες δύο κρατών
επικαλύπτονται. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Σύμβασης του Δικαίου της
Θάλασσας, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης, κανένα
κράτος δεν δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδά του ζώνη πέραν της
μέσης γραμμής. Η διάταξη αυτή, η οποία επαναλαμβάνει, με μικρές μόνον
φραστικές αλλαγές, τη ρύθμιση του άρθρου 12(1) της Σύμβασης της Γενεύης
για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τη Συνορεύουσα Ζώνη, ενσωματώνει εθιμικό
κανόνα δικαίου.
Όσον
αφορά στα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, στη θαλάσσια
περιοχή στις εκβολές του Έβρου αυτά είναι οριοθετημένα βάσει του
Πρωτοκόλλου των Αθηνών της 26ης Νοεμβρίου 1926. Στη θάλασσια περιοχή
που εκτείνεται νοτίως του Έβρου μέχρι τη Σάμο και την Ικαρία, ελλείψει
σχετικών συμβατικών ρυθμίσεων με την Τουρκία εφαρμόζεται η αρχή της ίσης
απόστασης/μέσης γραμμής, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο. Νοτίως της
Σάμου, μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών, τα θαλάσσια
σύνορα είναι οριοθετημένα βάσει της Συμφωνίας της 4ης Ιανουαρίου 1932
και του Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και
Τουρκίας. Η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις σχετικές ρυθμίσεις
των συμφωνιών αυτών, βάσει του άρθρου 14(1) της Συνθήκης Ειρήνης των
Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947 που εκχωρεί την κυριαρχία των
Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Η
Τουρκία διατείνεται ότι δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα με
το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει διμερής συμφωνία οριοθετήσεως, ενώ επίσης
αμφισβητεί την ισχύ του Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου 1932.
Οι
όποιες αμφισβητήσεις της Τουρκίας αναφορικά με το ως άνω περιγραφόμενο
υφιστάμενο καθεστώς, είναι αβάσιμες και αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο.
Οι συμφωνίες οριοθετήσεως είναι απολύτως ισχυρές και δεσμεύουν την
Τουρκία, ενώ η εφαρμογή της μέσης γραμμής ως θαλασσίου συνόρου στις
περιοχές ως προς τις οποίες δεν υπάρχει συμφωνία για το θαλάσσιο σύνορο
εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής βάσει του εθιμικού
δικαίου που ισχύει έναντι όλων.
FIR Αθηνών
Την
7η Δεκεμβρίου 1944 υπογράφηκε στο Σικάγο η Σύμβαση περί Διεθνούς
Πολιτικής Αεροπορίας, που προέβλεπε την ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού
Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). Ο ICAO οριοθέτησε τα όρια των περιοχών
ευθύνης για τον έλεγχο του εναερίου χώρου στις χώρες μέλη του (Flight
Information Region-FIR). Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των
περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952,
1958, 1966 και 1973.
Στο
πλαίσιο αυτό, το FIR Αθηνών συμφωνήθηκε να καλύπτει ολόκληρο τον
ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και επιπλέον διάσπαρτα τμήματα του διεθνούς
εναερίου χώρου.
Η Τουρκία ήταν εξαρχής παρούσα και αποδέχθηκε τον καθορισμό του εναέριου χώρου για τον οποίο υπεύθυνη ορίστηκε η Ελλάδα.
Σύμφωνα
με τους κανόνες του ICAO και τη διεθνή πρακτική η Ελλάδα απαιτεί, για
λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όπως όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά
και στρατιωτικά, υποβάλουν σχέδια πτήσεως πριν από την είσοδό τους στο
FIR Αθηνών.
Παρά
ταύτα τον Αύγουστο του 1974, η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε τη ΝΟΤΑΜ 714
("ειδοποίηση προς αεροναυτιλομένους") με την οποία προσπαθούσε να
επεκτείνει τον χώρο της δικαιοδοσίας της μέχρι το μέσο του Αιγαίου εντός
του FIR Αθηνών. Η Ελλάδα τότε κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή
(NOTAM 1157). Ο ICAO, απηύθυνε έκκληση και στις δύο πλευρές χωρίς
επιτυχία. Τέλος, η Άγκυρα, το 1980, και πάλι μονομερώς, ανακάλεσε τη
ΝΟΤΑΜ 714 όταν διαπίστωσε ότι το μέτρο έβλαπτε τα συμφέροντά της και
ιδίως τον τουρισμό της. Ωστόσο, η Τουρκία έκτοτε, με το επιχείρημα ότι η
Σύμβαση του Σικάγο δεν αφορά στα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να
υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών
της εντός του FIR Αθηνών, διαπράττοντας, έτσι, πολυάριθμες παραβάσεις
των κανόνων Εναέριας Κυκλοφορίας και δημιουργώντας κινδύνους για την
ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας.
Στο
πλαίσιο αυτό η ελληνική Πολεμική Αεροπορία εξαναγκάζεται να προβαίνει
σε διαδικασίες αναγνώρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ICAO, των
αγνώστων στις αρμόδιες αρχές εναέριας κυκλοφορίας ιχνών αεροσκαφών που
έχουν εισέλθει στο FIR Αθηνών χωρίς να έχουν υποβάλει σχέδιο πτήσεως,
καθώς και σε αναχαιτίσεις όταν αυτά παραβιάζουν τον ελληνικό εθνικό
εναέριο χώρο.
Έρευνα και Διάσωση
Η
έρευνα και διάσωση για αεροπορικά ατυχήματα διέπεται από το Παράρτημα
12 της Σύμβασης του Σικάγο του 1944 και τους Κανόνες και Συστάσεις του
ICAO. Η ελληνική περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση σε περιπτώσεις
αεροπορικών ατυχημάτων έχει καθορισθεί με περιοχική συμφωνία
αεροναυτιλίας στο πλαίσιο Συνδιάσκεψης του ICAO το 1952 και συμπίπτει με
το FIR Αθηνών.
Όσον
αφορά την έρευνα και διάσωση σε περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων, η
Ελλάδα ασκεί τον συντονισμό των εν λόγω επιχειρήσεων εντός του FIR
Αθηνών, από τότε που αυτό δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ΄50. Η ανάληψη
από την Ελλάδα αρμοδιοτήτων για ναυτική έρευνα και διάσωση εντός του FIR
Αθηνών αντικατοπτρίζει τη γεωγραφική πραγματικότητα στην περιοχή,
δεδομένων των διάσπαρτων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, που επιτρέπουν την
πλέον άμεση, ταχεία και αποτελεσματική, από επιχειρησιακής άποψης,
παροχή υπηρεσιών για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.
Την
περιοχή ευθύνης της για ναυτική έρευνα και διάσωση η Ελλάδα δήλωσε το
1975 και στον Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό (IMCO),
προγενέστερο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ). Επίσης, τόσο
κατά την υπογραφή όσο και κατά την επικύρωση της Σύμβασης του Αμβούργου
του 1979, που ρυθμίζει θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης και
υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του ΙΜΟ, η Ελλάδα δήλωσε ότι η περιοχή ευθύνης
της συμπίπτει με το FIR Αθηνών, δήλωση που συμπεριλήφθηκε και στον νόμο
με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η εν λόγω Διεθνής
Σύμβαση το 1989 (Ν. 1844/1989).
Σημειώνεται
ότι η Σύμβαση του Αμβούργου προβλέπει ότι οι περιοχές ευθύνης των
συμβαλλομένων μερών για την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, σε
περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων, καθορίζονται με συμφωνία των
ενδιαφερομένων παράκτιων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει
υπογράψει Συμφωνίες για συνεργασία σε θέματα ναυτικής έρευνας και
διάσωσης τόσο με την Ιταλία (2000), όσο και με την Μάλτα (2008), στις
οποίες ρητά ορίζεται ότι η εν λόγω ελληνική περιοχή ευθύνης συμπίπτει με
το FIR Αθηνών, ενώ εκκρεμεί η υπογραφή αντιστοίχων Συμφωνιών και με τα
άλλα γειτονικά κράτη.
Ήδη,
όμως, το 1988, η Τουρκία είχε εκδώσει τον Κανονισμό 1988/13559 (όπως
αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 2001/3275), με τον οποίο όρισε ως
περιοχή ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, χωρίς να
διευκρινίζει εάν πρόκειται για ναυτικά ή και για αεροπορικά ατυχήματα,
περιοχή που, πέραν των FIRs Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας, περιλαμβάνει
τμήμα του FIR Αθηνών μέχρι το μέσο περίπου του Αιγαίου, εγκλωβίζοντας
μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας εντός τουρκικής περιοχής έρευνας
και διάσωσης.
Η
τουρκική αυτή ενέργεια εγκλωβισμού ελληνικών νησιών, ελληνικών χωρικών
υδάτων και ελληνικού εναερίου χώρου στην τουρκική περιοχή έρευνας και
διάσωσης σαφώς παραβιάζει την κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα της
Ελλάδας.
Η
δε συμπερίληψη τμήματος του FIR Αθηνών στην τουρκική περιοχή ευθύνης,
πέραν του ότι στερείται επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, παραβιάζει
ελληνικές αρμοδιότητες εκχωρημένες από τον ICAO.
Επίσης,
έρχεται σε αντίθεση με την γενική διεθνή πρακτική, αλλά και τις
συστάσεις του ΙΜΟ και ICAO, που περιλαμβάνονται στο Διεθνές Εγχειρίδιο
Αεροναυτικής και Ναυτικής Έρευνας και Διάσωσης (International
Aeronautical and Maritime Search and Rescue Manual - IAMSAR Manual), που
προκρίνουν την υιοθέτηση ταυτόσημων περιοχών για την παροχή υπηρεσιών
έρευνας και διάσωσης σε ναυτικά και αεροπορικά ατυχήματα. Ομοίως, το
παράρτημα 12 της Σύμβασης του Σικάγο συνιστά να συμπίπτουν οι περιοχές
έρευνας και διάσωσης με τα όρια των FIRs.
Καθίσταται
σαφές από τα ανωτέρω ότι οι όποιες εν προκειμένω τουρκικές αιτιάσεις
εξυπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες που δεν έχουν καμία
σχέση με τις ανθρωπιστικής φύσεως επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης.
Σε
κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι στην πράξη, η Ελλάδα, μέσω του αρμοδίου
ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (Joint
Rescue Coordination Center – JRCC) στον Πειραιά, συντονίζει
αποτελεσματικά όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, παρέχοντας εν
προκειμένω υπηρεσίες σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία και αεροπλάνα εντός
της ελληνικής περιοχής ευθύνης.
Τουρκικοί ισχυρισμοί περί αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου
Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που επικαλείται και απαιτεί την αποστρατικοποίηση των “νήσων του Ανατολικού Αιγαίου”.
Όσον αφορά τη στρατικοποίηση, το καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου διέπεται από διεθνείς συνθήκες. Ειδικότερα:
•
το καθεστώς των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης διέπεται από τη Σύμβαση της
Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση
του Montreux του 1936,
• το καθεστώς των νήσων Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 και
• το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Λήμνος και Σαμοθράκη
Η
αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης- η οποία
μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά
και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου
(Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς
προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923-
καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936- η οποία, όπως ρητώς
μνημονεύεται στο προοίμιό της, αντικατέστησε στο σύνολό της την
προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.
Το
δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη
αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε
στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην
Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική
Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της
Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με
την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε
ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα
στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: "Οι διατάξεις που
αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική
μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ' εφαρμογήν
της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα
Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα" (Εφημερίδα των
πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ.
309). Παρόμοιες διαβεβαιώσεις εδόθησαν σχετικώς, κατά την ίδια περίοδο,
εκ μέρους της Τουρκίας προς τις Κυβερνήσεις τρίτων ενδιαφερομένων
χωρών.
Το καθεστώς των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας
Όσον
αφορά στα προαναφερόμενα νησιά, πουθενά στη Συνθήκη Ειρήνης της
Λωζάννης δεν προβλέπεται ότι αυτά θα τελούν υπό καθεστώς
αποστρατικοποιήσεως.
Η
Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13
της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές
βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο προβλέπει τα
εξής:
"Προς
εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν
ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
• Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινος έργου.
•
Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται
του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική
Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να
υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
•
Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα
περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν
καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις
δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ΄ ολοκλήρου του
ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην".
Ενώ
η Ελλάδα έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσει με συνέπεια τις παραπάνω
διατάξεις, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι υποχρεούται σύμφωνα με το ίδιο
άρθρο να μην επιτρέπει στα στρατιωτικά της α/φη να υπερίπτανται του
εναερίου χώρου των εν λόγω ελληνικών νησιών, έχει επανειλημμένως
παραβιάσει και συνεχίζει να παραβιάζει τις σχετικές νομικές της
υποχρεώσεις.
Από
την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί συνήθη
αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία στρατιωτών, οι οποίοι
δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων
Χωροφυλακής και Αστυνομίας.
Το καθεστώς των Νήσων του Ν.Α. Αιγαίου (Δωδεκάνησα)
Τα
Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα "κατά πλήρη κυριαρχία" από τη
Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο
του 1947. Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν την
αποστρατικοποίηση των νήσων αυτών: "Αι ανωτέρω νήσοι θα
αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι". Στα
Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν
δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της συμφωνίας CFE.
Όσον αφορά τους τουρκικούς ισχυρισμούς για αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων, σημειώνεται ότι:
•
Η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947,
η οποία, επομένως, αποτελεί "res inter alios acta" γι' αυτήν, δηλαδή
ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της
Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, "μια συνθήκη δεν δημιουργεί
υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες" εκτός των συμβαλλομένων.
•
Η πρόβλεψη περί αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων έγινε μετά από
αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές
σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη τη χρονική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να
επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής
τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της
Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς
συνασπισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε
να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και
Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη
Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη
πλευρά.
Πέραν
των ανωτέρω, η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλο κυρίαρχο κράτος στον κόσμο,
δεν μπορεί να παραιτηθεί από το φυσικό και νόμιμο δικαίωμά της για άμυνα
σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε
άλλου μέρους της επικράτειάς της. Πόσο μάλλον, τη στιγμή που η Τουρκία,
παραβιάζοντας κατάφωρα τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απειλεί με
πόλεμο σε περίπτωση που ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα που
της παρέχει το διεθνές δίκαιο.
Πέραν δε της απειλής πολέμου, η Τουρκία:
•
Εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης
Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο
μέρος, και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου
Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να
διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη.
•
Παραβιάζει συστηματικώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και
υπερίπταται με στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνά οπλισμένα, ελληνικών νησιών
του Αιγαίου και μάλιστα κατοικημένων.
•
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές μονάδες
με εναέρια μέσα και αποβατικά σκάφη σε περιοχές της ακτής της Μικράς
Ασίας, που ευρίσκονται έναντι των ελληνικών νησιών, γεγονός που συνιστά
σοβαρή απειλή κατά της Ελλάδας.
Η
προαναφερόμενη κατάσταση πραγμάτων, συνδυαζόμενη με την απειλή πολέμου
(casus belli) και τη γενικότερη αναθεωρητική τάση της Τουρκίας ως προς
το εδαφικό και νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών που ορίζεται από
διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο γενικότερα, υποχρεώνει και
νομιμοποιεί την Ελλάδα να προβεί στην αναγκαία αμυντική προπαρασκευή που
θα της επιτρέψει να ασκήσει, εάν παραστεί ανάγκη, το δικαίωμα της
νόμιμης άμυνας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των
Ηνωμένων Εθνών, και να προστατεύσει τα ελληνικά νησιά.
Γκρίζες ζώνες
Την
καινοφανή θεωρία περί "γκρίζων ζωνών" ανέπτυξαν Τούρκοι αξιωματούχοι
από τα μέσα της δεκαετίας του '90. Η θεωρία αυτή "επανερμηνείας" των
διεθνών Συνθηκών συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε
μία σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η
Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία υφίσταται μόνο σε εκείνα τα
νησιά του Αιγαίου, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των
Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Το
διεθνές νομικό πλαίσιο, ωστόσο, με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα
κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάνης
1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο.
Ειδικότερα
το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προβλέπει τα εξής: «Η
ληφθείσα απόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του
Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30
Μαϊου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η
κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και
αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής
Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών),
ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας
επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των
συναφών προς τις υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί
ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης
Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών
μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».
Σύμφωνα
με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης “Η Τουρκία παραιτείται υπέρ
της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων
νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου,
Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των
κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών
εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου”. Περαιτέρω, το άρθρο 14 της
Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) προβλέπει : «Η Ιταλία
εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου
τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον,
Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και
Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας».
Δυνάμει
των νομικών αυτών τίτλων, η Ελλάδα ασκεί νομίμως, αδιαλείπτως,
εμπράκτως και με ειρηνικό τρόπο την κυριαρχία της επί όλων των νήσων,
νησίδων και βραχονησίδων που εμπίπτουν, κατά τα προαναφερόμενα, στο
έδαφός της χωρίς να έχει υπάρξει ουδεμία αμφισβήτηση από άλλο κράτος,
πλην των αβάσιμων όψιμων αμφισβητήσεων της Τουρκίας.
Περίπτωση Ιμίων
Στις
26 Δεκεμβρίου 1995, όταν τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε σε μία εκ των
νησίδων Ίμια, ο πλοίαρχος αρνήθηκε αρχικά την προσφερθείσα εκ μέρους
των ελληνικών Αρχών βοήθεια, υποστηρίζοντας ότι ευρίσκεται εντός
τουρκικών χωρικών υδάτων, για να δεχθεί στο τέλος να ρυμουλκηθεί από
ελληνικό ρυμουλκό στην Τουρκία.
Στις
27 Ιανουαρίου 1996, δημοσιογράφοι της τουρκικής εφημερίδας Hurriyet
υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική στη νησίδα Ιμια.
Την επομένη το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό υπέστειλε την τουρκική και
ύψωσε την ελληνική σημαία. Ακολούθως τουρκικά πολεμικά πλοία κατέπλευσαν
στην περιοχή παρακολουθούμενα από ελληνικά. Σημειώθηκαν παραβιάσεις
ελληνικών χωρικών υδάτων από τουρκικά πολεμικά πλοία, αλλά και ελληνικού
εναερίου χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη.
Αποκορύφωμα
της τουρκικής πρόκλησης ήταν η αποβίβαση ανδρών του τουρκικού στρατού
στη δεύτερη εκ των νησίδων, δηλαδή η στρατιωτική κατάληψη τμήματος της
ελληνικής επικράτειας. Η κρίση αποκλιμακώθηκε με την απομάκρυνση των
εκατέρωθεν δυνάμεων από την περιοχή και την επιστροφή στην προτέρα
κατάσταση.
Το
Τουρκικό ΥΠΕΞ με ρηματικές διακοινώσεις του επικαλείται τουρκική
κυριαρχία επί των Ιμίων και -στο πλαίσιο έμπρακτης εφαρμογής της
"θεωρίας των γκρίζων ζωνών"- έχει θέσει θέμα διμερούς διαπραγμάτευσης
για νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, το καθεστώς των οποίων
είναι δήθεν αδιευκρίνιστο από νομικής απόψεως.
Ωστόσο,
το νομικό καθεστώς των νήσων και νησίδων του Αιγαίου είναι ξεκάθαρο. Η
ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων προκύπτει σαφώς από διεθνή συμβατικά
κείμενα, δηλαδή τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, τις Ιταλο-τουρκικές
Συμφωνίες του 1932 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947.
Συγκεκριμένα:
•
Βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρο 15) τα Ίμια μαζί με όλο το
Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα περιήλθαν στην Ιταλία. Επιπλέον, από τα άρθρα 12
και 16 προκύπτει ότι η Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος
επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική
ακτή, πλήν της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Συνεπώς παραιτήθηκε
κάθε κυριαρχικού της δικαιώματος και επί των Ιμίων που βρίσκονται σε
απόσταση 3,7 μίλια από τις τουρκικές ακτές.
•
Με την Ιταλο-Τουρκική Συμφωνία του Ιανουαρίου 1932 και του
συμπληρωματικού αυτής Πρωτοκόλλου της 28.12.1932, βάσει των οποίων
οριοθετήθηκαν τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών μεταξύ Μικρασιατικής
Ακτής και Δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Τονίζεται ότι τα Ίμια περιήλθαν
στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, κάτι που απλώς επιβεβαιώνεται
από το γεγονός ότι στο σημείο 30 του συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου που
υπεγράφη στις 28.12.1932 αναφέρονται ως ένα από τα σημεία ιταλικής
κυριαρχίας από τα οποία θα υπολογίζεται η μέση γραμμή για το διαχωρισμό
των χωρικών υδάτων μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.
•
Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 (άρθρο 14), η
κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένων των Ιμίων, περιήλθε
από την Ιταλία στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Ελλάδα διαδέχθηκε την Ιταλία,
ασκούσα αυτή πλέον κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων.
Την
προαναφερθείσα νομική επιχειρηματολογία συμπληρώνει η έμπρακτη,
ειρηνική και συνεχής άσκηση κυριαρχίας επί των Ιμίων από την Ελλάδα,
αδιαλείπτως από το 1947, χωρίς η Τουρκία να την αμφισβητήσει ποτέ μέχρι
την κρίση 1995-96.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου