Google+ To Φανάρι : Ποσιμπιλισμός

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ποσιμπιλισμός

«Ο πόλεμος των παιδιών του Σικάγου εναντίον του «κράτους πρόνοιας» και των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, υποσχόταν στην παγκόσμια ελίτ μία νέα πηγή πλουτισμού – μόνο που αυτή τη φορά, αντί για νέες περιοχές, το καινούργιο έδαφος που θα έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος: με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται, με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους. Για τους «κυρίαρχους του παιχνιδιού» οι οικονομικές καταστροφές, τεχνητές ή φυσικές, δεν αποτελούν προβλήματα προς επίλυση - αλλά πολύτιμες ευκαιρίες επέκτασης των συνόρων της δικής τους θρησκείας: του νεοφιλελευθερισμού” (Klein).


Ανάλυση

Σε γενικές γραμμές ο «ποσιμπιλισμός» (possibilism) είναι μία θεωρεία, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι μάχονται για να επιτύχουν το καλύτερο δυνατόν - μέσα στα όρια όμως του εφικτού. Στην Οικονομία αυτός που εισήγαγε την έννοια, η οποία ήταν εναντίον των μέχρι τότε παραδοσιακών απόψεων, τοποθετώντας τις βάσεις για τη δική του θεωρεία της ανάπτυξης, ήταν ο Hirschman (1915-2012, Εβραίος γερμανικής καταγωγής, εγκατεστημένος στις Η.Π.Α.).

Στο έργο του ασχολήθηκε με τα διάφορα φαινόμενα της οικονομικής συμπεριφοράς – όπως, για παράδειγμα, με τη «Δέσμευση και απογοήτευση», όπου επεξηγείται το «κυκλικό ενδιαφέρον» των ανθρώπων για την πολιτική. Με την έννοια «κυκλικό» εννοείται εδώ το αρχικό ενδιαφέρον (δέσμευση) και η ενασχόληση με τα κοινά το οποίο, μετά από μία ενδεχόμενη «απογοήτευση», οδηγεί τους ανθρώπους να αποσυρθούν ξανά στην ιδιωτική τους σφαίρα.

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρεία, η απογοήτευση των καταναλωτών οδηγεί σε μία αλλαγή των μετά-προτιμήσεων (Meta-preferences), από τις οποίες αναπτύσσεται ενδιαφέρον για πολιτικές δραστηριότητες. Ασχολούμενοι λοιπόν με τα κοινά μπορεί είτε να εθιστούν, είτε να απογοητευθούν ξανά – επιλέγοντας τότε την απόσυρσή τους (είτε εθίζονται όπως οι μανιώδεις καπνιστές, μετατρεπόμενοι σε αρρωστημένες «φιγούρες», είτε «κλείνονται στο καβούκι τους»).

Ο οικονομολόγος είχε την πεποίθηση πως αφενός μεν τα προβλήματα, αφετέρου οι «ελαττωματικές προσδοκίες», αυτές που κατά κάποιον τρόπο στηρίζονται σε εσφαλμένα δεδομένα ή/και δεν εκπληρώνονται, αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες της ανθρώπινης εξέλιξης (ανάπτυξης), καθώς επίσης της δημιουργικότητας (creativity).

Ειδικότερα, συνέκρινε μεταξύ τους τις «προκλήσεις» των Ευρωπαίων αποίκων στη Β. Αμερική, οι οποίοι έπρεπε να πολεμήσουν τους Ινδιάνους, με τις αντίστοιχες αυτών που εγκαταστάθηκαν στην έρημη (χωρίς ανθρώπους) Βραζιλία.

Κάτω από τη μεγάλη πίεση των αυτοχθόνων Ινδιάνων, οι Η.Π.Α. υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν σταθερούς Θεσμούς και να κατασκευάσουν σοβαρότατες εθνικές υποδομές – ενώ οι αποικιοκράτες στη Βραζιλία κατέλαβαν τεράστιες εκτάσεις γης, χωρίς να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, επειδή δεν υπήρχαν εντόπιοι «εχθροί».

Όπως είναι δε γνωστό, οι Η.Π.Α. «αναρριχήθηκαν» στην κορυφή ενώ, αντίθετα, η Βραζιλία ευρίσκεται συνεχώς στα όρια της χρεοκοπίας – παρά τον τεράστιο φυσικό πλούτο της.

Τη σύγκριση αυτή ο οικονομολόγος τη μετέφερε αυτούσια στην «αναπτυξιακή πολιτική», απορρίπτοντας την παροχή εξωτερικής βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες (κατασκευή υποδομών, κεφάλαια, δάνεια κλπ.), για να ξεπεράσουν τα οικονομικά τους προβλήματα. Έναντι αυτής πρότεινε την απ’ ευθείας βοήθεια των ανθρώπων, τους οποίους ήθελε να διδάξει πώς θα μπορούσαν να επιλύσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα τους επί τόπου.

Εδώ μας θυμίζει σε κάποιο βαθμό την Ελλάδα, μετά την είσοδο της στην ΕΕ – όπου όλες οι ενισχύσεις που έλαβε προκάλεσαν ή εξέθρεψαν, μεταξύ άλλων, την τεράστια πολιτική διαφθορά, τη διαπλοκή, καθώς επίσης την αναξιοκρατία που «μεσουράνησε».

Επίσης τα αποτελέσματα της υπαγωγής της στην Ευρωζώνη (αποβιομηχανοποίηση, αύξηση του βιοτικού επιπέδου επί πιστώσει, χρεοκοπία), όπως και της «διάσωσης» της με τη διάθεση μεγάλων ποσών (άρθρο) – τα οποία όμως δεν άλλαξαν καθόλου τα δεδομένα της οικονομίας της και δεν την οδήγησαν στην έξοδο από την κρίση ή σε βιώσιμα οικονομικά μεγέθη (ανάπτυξη, διατηρήσιμα πλεονάσματα κλπ.).

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, ο Hirschman θεωρείται μαζί με τον Σουηδό Myrdal «συνιδρυτής» της οικονομικής θεωρίας της «χωρικής πόλωσης» – η οποία επικρίνει τα μοντέλα της ισορροπίας της νεοκλασικής θεωρίας, προτείνοντας κάποιο άλλα (θα επανέλθουμε σε μελλοντικό κείμενο).

Το παράδοξοι της σήραγγας (Tunnel effect)

Τα παραπάνω έχουν «εμπνεύσει» έναν άλλο οικονομολόγο (Pikerty), ο οποίος αναφέρεται μεταφορικά στο παράδοξο της σήραγγας (Tunnel effect). Αναλυτικότερα, όταν οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο τους σε ένα μεγάλο τούνελ, λόγω ενός μποτιλιαρίσματος, διαπιστώνοντας πως η διπλανή τους λωρίδα κυκλοφορίας αρχίζει σιγά-σιγά να κινείται, νιώθουν αρχικά ένα συναίσθημα ευφορίας να τους κυριεύει – προσδοκώντας πως και η δική τους λωρίδα θα κινηθεί με τη σειρά της, οδηγώντας τους στην έξοδο από τη σκοτεινή σήραγγα.

Όταν όμως μετά από κάποιο χρονικό διάστημα διαπιστώνουν ότι, μόνο η διπλανή τους λωρίδα κινείται, ενώ η δική τους παραμένει μποτιλιαρισμένη, η ευχάριστη προσδοκία μεταβάλλεται σε απογοήτευση – η οποία με τη σειρά της τους δημιουργεί το συναίσθημα πως εξαπατήθηκαν, με αποτέλεσμα η απογοήτευση να μετατρέπεται σε έναν συνεχώς κλιμακούμενο θυμό (σε κοινωνικές εξεγέρσεις όταν συνεχίζει να υποφέρει μία χώρα, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, χωρίς όμως να αποδώσουν ή όταν αυξάνεται η ανισότητα κοκ.).

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την αρχική αποδοχή των εισοδηματικών ανισοτήτων η οποία, κατ’ αναλογία με την ελπίδα στο μποτιλιάρισμα, δημιουργεί στους ανθρώπους την προσδοκία πως και αυτοί με τη σειρά τους θα κερδίσουν, όπως οι υπόλοιποι – αυτοί της διπλανής λωρίδας.

Η ελπίδα αυτή υπάρχει και έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη – επειδή η απόρριψη κάθε είδους ισότητας εκ μέρους των αμερικανών βασίζεται κυρίως στο ότι, η ανισότητα αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία ανέλιξης (επαγγελματική καριέρα, απόκτηση πλούτου κλπ.), η οποία υπάρχει νομοτελειακά για όλους.

Απλούστερα πιστεύουν ότι, όποιος εργάζεται περισσότερο, παράγει πιο πολύ, έχει τύχη ή είναι ικανός και δημιουργικός, μπορεί να φτάσει στην κορυφή της εισοδηματικής ιεραρχίας – επομένως, πως όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για να πετύχουν αυτά που φιλοδοξούν στη ζωή. Η αισιόδοξη αυτή εκτίμηση φαίνεται πια, με κριτήριο τις ακόλουθες διαπιστώσεις και σκέψεις, να αλλάζει – ξεκινώντας από τις Η.Π.Α. Ειδικότερα τα εξής:

(α) Το μερίδιο των εισοδηματικά ισχυρότερων στο συνολικό εισόδημα έχει αυξηθεί δραματικά στις Η.Π.Α., μετά το 1980 και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται το ποσοστιαίο μερίδιο του 10% των πλουσιοτέρων αμερικανών – το οποίο, μετά το 2000, αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% ή πενταπλάσια, σε σχέση με το μέσο εισόδημα (κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ευρώπη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό).

(β) Η αύξηση των εισοδημάτων του πλουσιοτέρου 10% του πληθυσμού, οφείλεται κυρίως στην πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εισοδημάτων του 1% του πληθυσμού – η οποία φαίνεται στο επόμενο γράφημα.

Η ιδιαιτερότητα αυτή απεικονίζεται από τα μαύρα τρίγωνα, από τα οποία διαπιστώνεται πως το 1% του πληθυσμού εισπράττει το 20% των συνολικών εισοδημάτων – κάτι που σημαίνει πως κερδίζει τα εικοσαπλάσια, σε σχέση με το μέσο αμερικανό. Το μερίδιο αυτό, στο οποίο συνυπολογίζονται τα κεφαλαιακά κέρδη και οι ζημίες, ανερχόταν στο 10% το 1970 – έχοντας έκτοτε διπλασιαστεί.

(γ) Σύμφωνα με την οικονομική θεωρεία, η εργασία στις λειτουργικές αγορές θα έπρεπε να αμείβεται ανάλογα με την οριακή παραγωγικότητα της – δηλαδή, ανάλογα με την επί πλέον αξία που δημιουργεί.

Το μεγαλύτερο όμως μέρος της επί πλέον αξίας που δημιουργεί η εργασία τα τελευταία χρόνια, αφενός μεν δεν μοιράζεται εξ ολοκλήρου, αφετέρου δεν είναι δίκαιη η κατανομή του – αφού το μεγαλύτερο μέρος του οδηγείται στο ανώτατο στελεχιακό δυναμικό των επιχειρήσεων. Τίποτα όμως δεν τεκμηριώνει πως η απόδοση αυτών των στελεχών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, συγκριτικά τουλάχιστον με τους υπολοίπους, το οποίο να αιτιολογεί την τεράστια αύξηση των αμοιβών τους.

Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα διαπιστωνόταν μία ανάλογη αύξηση του ΑΕΠ των Η.Π.Α. ή των άλλων χωρών τα τελευταία τριάντα έτη – κάτι που όμως δεν ισχύει. Η αιτία λοιπόν της δυσανάλογης αύξησης των αμοιβών του ανώτατου στελεχιακού δυναμικού δεν είναι η αντίστοιχη «κλιμάκωση» της παραγωγικότητας τους, αλλά το ότι έχουν αποκτήσει τη δύναμη να την επιβάλλουν – ενώ οι εργαζόμενοι έχουν χάσει την αντίστοιχη ισχύ τους, την οποία διέθεταν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Το βασικότερο θέμα όμως που απασχολεί δεν είναι τα εισοδήματα, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία – το κεφάλαιο, το οποίο έχει συσσωρευτεί στα χέρια ελάχιστων σχετικά ατόμων. Της ονομαζόμενης ελίτ δηλαδή η οποία, με τη βοήθεια του, επιδιώκει την επιβολή μίας παγκόσμιας δικτατορίας.

Μίας νέας τάξης πραγμάτων λοιπόν, με την έντεχνη χρήση των τεραστίων μέσων που διαθέτει - έχοντας, μεταξύ άλλων, μεταβάλλει την Πολιτική σε έμμισθο, πειθήνιο όργανο της.

«Ας υποθέσουμε πως κάποιος σου δίνει 100 €, υποχρεώνοντας σε να προσφέρεις ένα μέρος τους σε εμένα – όπου, εάν δεν αποδεχθώ την προσφορά σου, τότε πρέπει να επιστρέψεις τα 100 €. Εάν λοιπόν δεχτώ την προσφορά σου, κερδίζουμε και οι δύο, ενώ εάν δεν τη δεχτώ, χάνουμε και οι δύο.

«Πόσα θα μου πρόσφερες από αυτά τα 100 € για να είσαι σίγουρος πως δεν θα αρνηθώ;» (οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ πως το παιχνίδι δεν έχει «δεύτερο γύρο» – πως δεν μπορεί δηλαδή κανένας από τους δύο παίκτες να αλλάξει την προσφορά του).

Εάν μου πρόσφερες 1 €, θα έμεναν 99 € για εσένα – το ρίσκο όμως να αρνηθώ, οπότε να χάσουμε και οι δύο θα ήταν μεγάλο. Η αιτία βέβαια που θα μπορούσα να αρνηθώ δεν είναι ο ορθολογισμός μου, αφού 1 € είναι σίγουρα καλύτερο από κανένα, αλλά η πεποίθηση μου πως το μοίρασμα είναι άδικο – γεγονός που σημαίνει πως, εκτός από τη λογική, συμμετέχουν πολλά άλλα σε μία τέτοια οικονομική ουσιαστικά απόφαση.

Στα πλαίσια αυτά η προσφορά σου θα ήταν μάλλον μεγαλύτερη – έτσι ώστε να μην αρνηθώ για λόγους δικαιοσύνης, ηθικής ή όποιους άλλους. «Πόσα όμως χρήματα θα μου πρόσφερες; Είκοσι, τριάντα, σαράντα ή πενήντα ίσως ευρώ, όπου θα ήταν απολύτως δίκαιο;».

Η απάντηση είναι ουσιαστικά απλή, αφού εξαρτάται τόσο από τις δικές μου, όσο και από τις δικές σου οικονομικές δυνατότητες. Εάν εσύ είχες αρκετά χρήματα και δεν σε ενδιέφεραν πολύ τα 100 €, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως εγώ είναι πολύ φτωχός και έχω μεγάλη ανάγκη, τότε θα μου πρόσφερες 1 € – με το ποσόν να αυξάνεται, όσο μεγαλύτερη ανάγκη χρημάτων έχεις εσύ και όσο λιγότερη εγώ.

Το παιχνίδι που περιγράψαμε είναι το γνωστό «Παιχνίδι του τελεσίγραφου» – ένα από τα πιο φημισμένα πειράματα της θεωρίας των παιγνίων. Μεταξύ άλλων, αποδεικνύει πως η ελίτ, οι κυρίαρχοι του σύμπαντος, αυτοί που παίρνουν τα 100 € και πρέπει να τα μοιράσουν με τους εργαζόμενους, έχουν δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, οι οποίες τους επιτρέπουν να προσφέρουν όλο και λιγότερα.

Στα πλαίσια αυτά, οι εργαζόμενοι σήμερα έχουν χάσει πανηγυρικά το παιχνίδι – αφού τα εισοδήματα τους μειώνονται συνεχώς, με άμεσους ή έμμεσους τρόπους, ενώ τα αντίστοιχα της ελίτ, του 1% και ειδικά του 0,1%, αυξάνονται γεωμετρικά.

Παρά το ότι λοιπόν οι εργαζόμενοι παράγουν το εθνικό προϊόν, τα 100 € δηλαδή, οπότε τυχόν άρνηση τους να αμειφθούν με 1 € θα ζημίωνε κατά 99 € τους εργοδότες, ενώ μόλις κατά 1 € τους ίδιους, οι ανάγκες τους, έτσι όπως τις έχουν διαμορφώσει σήμερα, δεν τους επιτρέπουν να απορρίψουν την προσφορά – αρκεί να μην είναι κάτω από εκείνο το οριακό σημείο, το οποίο φτάνει για να τις καλύψουν.

Ουσιαστικά πρόκειται εδώ για μία παραλλαγή του «παιχνιδιού του τελεσίγραφου», γνωστή ως το «Παιχνίδι των δικτατόρων» – όπου εγώ, στο παράδειγμα, απαγορεύεται να απορρίψω την όποια προσφορά μου κάνεις, ακόμη και αν είναι η ελάχιστη δυνατή.

Στην παγίδα αυτή έχουν οδηγηθεί οι εργαζόμενοι, αφενός μεν μέσω των οικονομικών κρίσεων, αφετέρου επειδή πείσθηκαν ότι, υπάρχουν ίσες ευκαιρίες για όλους – πως εφόσον η διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας στο «παράδοξο της σήραγγας» κινείται όλο και πιο γρήγορα τότε η δική τους, η οποία είναι μποτιλιαρισμένη, θα ξεκινήσει και αυτή με τη σειρά της. Φυσικά περιμένουν μάταια να συμβεί κάτι τέτοιο – επιμένοντας όμως να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους«.

Ανάλυση

Η εργασία στις λειτουργικές αγορές θα έπρεπε να αμείβεται ανάλογα με την οριακή παραγωγικότητα της – δηλαδή, ανάλογα με την επί πλέον αξία που δημιουργεί.

Το μεγαλύτερο όμως μέρος της επί πλέον αξίας που δημιουργεί η εργασία τα τελευταία χρόνια, αφενός μεν δεν μοιράζεται εξ ολοκλήρου, αφετέρου δεν είναι δίκαιη η κατανομή του – αφού το μεγαλύτερο μέρος του οδηγείται στο ανώτατο στελεχιακό δυναμικό των επιχειρήσεων. Τίποτα όμως δεν τεκμηριώνει πως η απόδοση αυτών των στελεχών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, συγκριτικά τουλάχιστον με τους υπολοίπους, το οποίο να αιτιολογεί την τεράστια αύξηση των αμοιβών τους.

Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα διαπιστωνόταν μία ανάλογη αύξηση του ΑΕΠ των Η.Π.Α. ή των άλλων χωρών τα τελευταία τριάντα έτη – κάτι που όμως δεν ισχύει. Η αιτία λοιπόν της δυσανάλογης αύξησης των αμοιβών του ανώτατου στελεχιακού δυναμικού δεν είναι η αντίστοιχη «κλιμάκωση» της παραγωγικότητας τους, αλλά το ότι έχουν αποκτήσει τη δύναμη να την επιβάλλουν – ενώ οι εργαζόμενοι έχουν χάσει την αντίστοιχη ισχύ τους, την οποία διέθεταν τις προηγούμενες δεκαετίες (1950-1980).

Το βασικότερο θέμα όμως που απασχολεί δεν είναι τα εισοδήματα, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία – το κεφάλαιο, το οποίο έχει συσσωρευτεί στα χέρια ελάχιστων σχετικά ατόμων. Της ονομαζόμενης ελίτ δηλαδή η οποία, με τη βοήθεια του, επιδιώκει την επιβολή μίας παγκόσμιας δικτατορίας – μίας νέας τάξης πραγμάτων, με την έντεχνη χρήση των τεραστίων μέσων που διαθέτει έχοντας, μεταξύ άλλων, μεταβάλλει την Πολιτική σε έμμισθο, πειθήνιο όργανο της (άρθρο).

Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, το Κεφάλαιο ευρύτερα, το οποίο ευρίσκεται στα χέρια των πλουσιοτέρων ανθρώπων, είναι μεγαλύτερο στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη. Το 10% των αμερικανών έχουν στην ιδιοκτησία τους το 70% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων – ενώ το 35% των πλουσιοτέρων κατέχουν το 100% όλων των περιουσιακών στοιχείων.

Στην Ευρώπη, το 10% κατέχει το 60% των περιουσιακών στοιχείων και το 1% το 25% – ενώ το Κεφάλαιο επηρεάζει, καθορίζει καλύτερα σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τις οικονομικές αλλά, έμμεσα, και τις πολιτικές συνθήκες ισχύος. Οι τελευταίες εξαρτώνται λιγότερο από τα εισοδήματα, την αποδοτικότητα ή τις ικανότητες των ανθρώπων και περισσότερο από τα περιουσιακά τους στοιχεία – τα οποία κληρονομούνται, παραβιάζοντας τους κανόνες της Φύσης. Περαιτέρω τα εξής:

(α) Η σημασία των περιουσιακών στοιχείων διαπιστώνεται κυρίως από τις Η.Π.Α., όπου τα μεγαλύτερα εισοδήματα προέρχονται από τα κεφαλαιακά κέρδη και όχι από την εργασία. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται το μερίδιο των εισοδημάτων από το κεφάλαιο και την εργασία του πλουσιότεροι 10%, όπου το πλουσιότερα αμειβόμενο 1% κατηγοριοποιείται έως το πλουσιότερα αμειβόμενο 0,01% του πληθυσμού – το οποίο κερδίζει το 70% περίπου των εισοδημάτων του από τα περιουσιακά του στοιχεία.

Η πτώση των εισοδημάτων από την εργασία και η αύξηση των αντίστοιχων από το κεφάλαιο φαίνεται καθαρά στο προηγούμενο γράφημα – ενώ κυρίαρχο σήμερα (2007) είναι το 0,1% του πληθυσμού, όταν το 1929 ήταν το 1% (πηγή).

(β) Το σημαντικά υψηλότερο μερίδιο των εισοδημάτων των πολύ πλουσίων έχει την τάση να αυξάνεται συνεχώς, οδηγώντας σε μία πολύ μεγαλύτερη συσσώρευση των περιουσιακών στοιχείων - όπου όλο και λιγότεροι άνθρωποι κατέχουν όλο και περισσότερα, όπως συμβαίνει επίσης με τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, μέσω της απορρόφησης ή εξαγοράς της μίας από την άλλη.

Η αιτία είναι φυσικά το ότι, τα πολύ υψηλά εισοδήματα δεν μπορούν να δαπανηθούν – οπότε μετατρέπονται, μέσω των αποταμιεύσεων, σε περιουσιακά στοιχεία.

(γ) Όπως τεκμηριώνουν οι οικονομικές μελέτες, η κοινωνική κινητικότητα στις Η.Π.Α. είναι πλέον πολύ χαμηλή – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν αλλάζουν συνεχώς αυτοί που καταφέρνουν να αποκτήσουν υψηλά εισοδήματα και μεγάλη περιουσία. Απλούστερα, οι ίδιοι πλούσιοι γίνονται όλο και πλουσιότεροι, ενώ όλο και λιγότεροι καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια.

(δ) Η κοινωνική κινητικότητα, η δυνατότητα δηλαδή απόκτησης τουλάχιστον μεγάλων εισοδημάτων, θα μπορούσε να εξασφαλισθεί από την πρόσβαση σε μία εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Η θέση αυτή στηρίζεται σε μία μελέτη (πηγή), η οποία αποδεικνύει πως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική για την δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν υψηλότερο εισόδημα.

Την ίδια στιγμή όμως τεκμηριώνεται πως οι «απόγονοι» των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων δεν έχουν πρόσβαση στα κορυφαία πανεπιστήμια – επειδή αδυνατούν οι γονείς τους να τη χρηματοδοτήσουν. Βέβαια, η ποιοτική εκπαίδευση είναι σημαντική για να φτάσει κανείς να ανήκει στο 10% των πλουσιοτέρων – αλλά όχι για την άνοδο του στις πολύ υψηλές εισοδηματικές και κεφαλαιακές τάξεις.

(ε) Εξαιρετικά σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση ότι, η αποδοτικότητα των περιουσιακών στοιχείων μελλοντικά θα είναι πολύ υψηλότερη, από το ρυθμό ανάπτυξης – κάτι που συνέβαινε το 19ο αιώνα και προηγουμένως (φεουδαρχία), αλλά όχι τον 20ο.

Το γεγονός αυτό θα εντείνει μελλοντικά τη συγκέντρωση των περιουσιακών στοιχείων σε λίγους - πόσο μάλλον όταν τεκμηριώνεται πως, όσο μεγαλύτερα είναι τα περιουσιακά στοιχεία, τόσο πιο υψηλή είναι η αποδοτικότητα τους.

Το αμερικανικό όνειρο

Οι αμερικανοί πιστεύουν πως παρά τις τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες που υπάρχουν στη χώρα τους, ενδεχομένως ακριβώς επειδή υπάρχουν, μπορεί ο καθένας να αναρριχηθεί στην υψηλότερη εισοδηματική τάξη – πως έχει την ευκαιρία δηλαδή ο φτωχός να γίνει πλούσιος, αρκεί να το θέλει και να εργαστεί σκληρά για να το επιτύχει. Επομένως δεν αποδέχονται την ύπαρξη «διαφορετικών τάξεων», οι οποίες οικονομικά και πολιτικά θα μπορούσαν να απομονωθούν από τις υπόλοιπες (να θαφτούν ζωντανές), μη έχοντας καμία αντικειμενική δυνατότητα να αμυνθούν ή να το αποφύγουν.

Μία τρομακτική κοινωνία, στην οποία δεν θα υπήρχαν ίσες ευκαιρίες, αντιπροσωπεύεται από την ηπειρωτική Ευρώπη για τις Η.Π.Α. – όπως ήταν πριν από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος που η υπερδύναμη είχε επιβάλλει εξωπραγματικά υψηλούς φόρους στα μεγάλα εισοδήματα, οι οποίοι ξεπερνούσαν ακόμη και το 90% – κάτι που όμως αποτελεί πλέον παρελθόν.

Ο λόγος της επιβολής αυτών των φορολογικών συντελεστών στις Η.Π.Α., λιγότερο στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία και τη Γαλλία, δεν ήταν η ανάγκη μεγαλύτερων φορολογικών εσόδων εκ μέρους του δημοσίου. Στόχος ήταν να εμποδιστούν οι υπερβολικά μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων – έτσι ώστε να διατηρείται το «αμερικανικό όνειρο» και να υπάρχει εκείνη η κοινωνική κινητικότητα, η οποία εξασφαλίζει την πρόοδο.

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι Η.Π.Α. μοιάζουν περισσότερο με την παλαιά Ευρώπη, με αυτήν δηλαδή πριν το 1900, η οποία οδηγήθηκε σε δύο παγκοσμίους πολέμους, καθώς επίσης σε αιματηρές «ταξικές εξεγέρσεις», από ότι η ίδια η σημερινή Ευρώπη. Εάν λοιπόν δεν συμβεί κάτι άμεσα, οι Η.Π.Α. θα οδηγηθούν σε δυσάρεστα μονοπάτια – το αργότερο όταν οι αμερικανοί πολίτες κατανοήσουν ότι, το «αμερικανικό όνειρο» είναι πλέον μακρινό παρελθόν.

Η εξέλιξη άλλωστε εκείνων των δαπανών, οι οποίες αφορούν τα κουπόνια διατροφής τεκμηριώνει πως όλο και περισσότεροι αμερικανοί επιβιώνουν μόνο από την «ελεημοσύνη» του κράτους τους – κάτι που σίγουρα δεν τους φέρνει πιο κοντά στην εκπλήρωση των ονείρων τους.

Οι δαπάνες αυτές ήταν υπερδιπλάσιες το 2012, σε σχέση με το 2008 (σε τέσσερα χρόνια), ενώ του 2008 ήταν διπλάσιες του 2001 (σε επτά χρόνια) – γεγονός που σημαίνει πως το καζάνι συνεχίζει να βράζει, αλλά με όλο και μεγαλύτερη φωτιά.

Επομένως κάποια στιγμή το καπάκι θα εκτοξευθεί στα ύψη - με την καταστροφικότητα της έκρηξης να είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο αργεί. Εκτός εάν βέβαια επιλυθεί το οικονομικό πρόβλημα των Η.Π.Α., με τη βοήθεια της επιδιωκόμενης σύγκρουσης της Ευρώπης με τη Ρωσία (ανάλυση).

Επίλογος

Ο «ποσιμπιλισμός» είναι ουσιαστικά η θεωρία του εφικτού, αυτού που του επιτρέπουν οι συνθήκες να πραγματοποιηθεί – ενώ διδάσκει πως οι άνθρωποι πρέπει να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις για να επιτύχουν. Εμείς επεκτείναμε το θέμα, περιγράφοντας τις τεράστιες εισοδηματικές και περιουσιακές ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί σήμερα, με στόχο να τονίσουμε πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά προς το χειρότερο – καθώς επίσης για να αναδείξουμε τις ουτοπίες που επικρατούν.

Εάν δεν υπάρξουν λοιπόν μεγάλες διορθωτικές κινήσεις, το σημερινό μας σύστημα θα εκραγεί – από πολλές διαφορετικές πλευρές. Εάν η έκρηξη αυτή θα προκληθεί από τις εξεγέρσεις των Πολιτών που αδυνατούν να αναπνεύσουν πλέον, βυθισμένοι στα χρέη, ή από εκείνους τους νέους ανθρώπους που δεν θα θελήσουν να ανεχτούν την καταδίκη τους στην ανεργία, στην περιθωριοποίηση, στη φτώχεια και στην αφάνεια, κανένας δεν το γνωρίζει.

Αυτό που όλοι γνωρίζουμε ή διαισθανόμαστε είναι πως έχουν μαζευτεί πολλά σκοτεινά σύννεφα στον ουρανό – γεγονός που σημαίνει πως πλησιάζει η «καταιγίδα των καταιγίδων», η οποία δεν πρέπει να μας βρει εντελώς απροετοίμαστους. Το πιθανότερο δε είναι να ξεκινήσει από τις Η.Π.Α. – όταν οι πολίτες εκεί κατανοήσουν πως έχει πεθάνει πια το «αμερικανικό όνειρο», οπότε θα πρέπει να πολεμήσουν για να μην θαφτούν μαζί του.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ελίτ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει ότι, επιμένοντας να δίνει μόνο το 1 € από τα 100 €, σκάβει μόνη της τον τάφο της – ο οποίος θα είναι τόσο βαθύς, όσο περισσότερο συνεχίζει να το κάνει. Αυτό δεν ισχύει φυσικά μόνο για τις Η.Π.Α., αλλά επίσης για την Ευρώπη και την Ελλάδα – στην οποία ανάλογα οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, σήμερα με τη βοήθεια της κρίσης.

Προφανώς δε η μετατροπή της Πολιτικής σε έμμισθο υποχείριο και υπηρέτη της οικονομικής εξουσίας, ειδικά του χρηματοπιστωτικού τέρατος, έχει ημερομηνία λήξης – αφού κάποια στιγμή θα πάψουν να πιστεύουν ανόητα οι πολίτες ότι, δημοκρατία είναι οι εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια ή πως μπορούν να αλλάξουν τις συνθήκες προς όφελος τους, απλά και μόνο με την (χειραγωγημένη συνήθως) ψήφο τους.



Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις. Έχει γράψει το βιβλίο “Υπέρβαση Εξουσίας”, το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τίτλο “Η κρίση των κρίσεων”. Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.

πηγη 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου