Γίνεται γενικά δεκτό ότι το όνομα του φύλου των Δωριέων[1] προέρχεται από τη ρίζα της λέξης δόρυ. Είναι βέβαιο ότι η σύνδεση με το κατεξοχήν ελληνικό όπλο του οπλιτικού πολέμου θα είχε νόημα για τους Έλληνες των ιστορικών χρόνων, όταν η φήμη των Σπαρτιατών στη μάχη ήταν ασυναγώνιστη....
Ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε το ίδιο βέβαιοι για τη σημασία του ονόματος στα βάθη της προϊστορίας. Κι αυτό, επειδή η σημασία της λέξης δόρυ ως πολεμικού όπλου είναι μόνο δευτερογενής. Η αρχική της σημασία ήταν «ξύλο, δέντρο, κορμός»: πβ. λ.χ. Μυκηναϊκή δόρwειος = ξύλινος (μεταγενέστερο δούρειος ή παραλλαγές δούριος, δορήιος -πβ. τον δούρειο ίππο = το ξύλινο άλογο), Όμηρος, Οδ. ζ 167 κ.α. Η έννοια του δόρατος αναπτύχθηκε από το γεγονός ότι τα δόρατα κατασκευάζονταν από ξύλο. Η αρχική κλίση του ουσιαστικού παρουσίαζε την πλήρη βαθμίδα στην ονομαστική δόρυ (ακατάληκτη), αλλά στις πλάγιες πτώσεις εμφανιζόταν η συγκεκομμένη μορφή δρυ- (πβ. τό κάρα, αλλά τοῦ κρατός). Σταδιακά η Ελληνική γενίκευσε για λόγους εξομάλυνσης τον φωνηεντισμό -ο- της ονομαστικής: τό δόρυ, τοῦ δορός κ.τ.λ. ή ακόμη «ομαλότερα» με την επέκταση -ατ-, τό δόρυ, τοῦ δόρατος (αναλογικά προς άλλα ουδέτερα όπως κέρας, κέρατος / φρέαρ, φρέατος κ.ά.). Μπορούμε ακόμη να σημειώσουμε μια τρίτη μορφή της ρίζας δουρ-, η οποία προκύπτει από μορφή δορw: εδώ το -υ- τρέπεται αρχικά στο αντίστοιχό του ημίφωνο -w-. Ύστερα σε άλλες διαλέκτους το -w- εκπίπτει χωρίς περαιτέρω επίδραση δορwός > δορός (βλ. και παραπάνω), σε άλλες προκαλεί αναπληρωματική έκταση του ριζικού φωνήεντος σε -ου- (> δουρός) ή -ω- (στη δωρική > δωρός σε σύνθετα όπως Δωρίμαχος, Δωρικλῆς κ.ά.).
Η συγκεκομμένη μορφή δρυ- με την προσθήκη του -ς, δηλαδή της κατάληξης ονομαστικής των τριτόκλιτων, δίνει το θηλυκό δρῦς. Και πάλι η αρχική σημασία ήταν «δέντρο, κορμός, ξύλο» και μόνο με στένεμα της έννοιας έφτασε να σημαίνει ειδικά τη βελανιδιά. Η αρχική σημασία «δέντρο» φαίνεται ξεκάθαρα στο μυκηναϊκό δρυτόμος = υλοτόμος, δενδροτόμος. Η σημασία αυτή εξηγεί επίσης λέξεις όπως δρυμός (δάσος), δρυμών (δάσος), Δρυάς (νύμφη των δέντρων) κ.τ.λ.
Στην ίδια οικογένεια λέξεων εντάσσεται και η λέξη δέν-δρεw-ον > δένδρεον με δευτερογενείς σχηματισμούς δένδρον ή (το) δένδρος (πβ. ἀδελφεός και ἀδελφός). Εδώ άλλη μια παραλλαγή της ίδιας ρίζας, αυτή τη φορά δρεw-, υφίσταται μια σπάνια μορφή αναδιπλασιασμού (*δέρδρεwον δίνει πιθανώς με ανομοίωση των δύο -ρ- > δένδρεwον).[2]
Επιστρέφοντας στο θέμα των Δωριέων μπορούμε να υποθέσουμε ότι το αρχικό όνομα του φύλου είχε τη σημασία «ο λαός (της χώρας) των δέντρων» και όχι «ο λαός του δόρατος». Οι αρχαίοι συνέδεαν το όνομα των Δωριέων με την περιοχή της Δωρίδας και το όνομα της περιοχής πρέπει να σήμαινε «χώρα που έχει δάση, σύδενδρος τόπος».
[1] Η λέξη Δωριείς εμφανίζεται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα ως Δωριῆwες (βλ. Beekes και van Beck, Etymological Dictionary of Greek, Brill, Leiden 2010, vol. 1, 363).
[2] Ο αναδιπλασιασμός στην αρχαιότατη Ελληνική ήταν μια πιθανή μορφή της ρίζας και πέρα από τον παρακείμενο, στον οποίο πρακτικά περιορίστηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ρήματα λ.χ. όπως το τίθημι (<*θίθημι με ανομοιωτική αποδάσυνση) ή το δίδωμι είναι αναδιπλασιασμένοι ενεστώτες, λείψανα μιας εποχής που ο αναδιπλασιασμός ήταν ευρύτερο φαινόμενο. Στα ρήματα αυτά ο αναδιπλασιασμός είναι η επανάληψη του αρχικού συμφώνου + ι, σε αντίθεση με τον παρακείμενο (σύμφωνο + ε), και δημιουργεί μη τετελεσμένα θέματα που παίρνουν την έννοια του ενεστώτα. Αλλά και στα ουσιαστικά υπήρχε αναδιπλασιασμός που έδινε συνήθως περισσότερη έμφαση, εκφραστικότητα ή μεταφορικότητα στο λόγο. Έτσι λ.χ. προήλθε η λέξη κύκλος (<*kwe-kwl-os), αρχική σημασία «τροχός» > «περιφέρεια τροχού» > «κύκλος», που συγγενεύει με τη λέξη πόλος (<kwol-os, εξέλιξη του αρκτικού χειλοϋπερωικού Kw- σε χειλικό π- μπροστά από στρογγυλό φωνήεν -ο-) = άξονας περιστροφής.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου