Πουθενά
δὲν ἀναφέρει ὁ Ἰσοκράτης (οὒτε ἂλλος Ἓλλην συγγραφεὺς) ὃτι “Ἓλληνὲς
εἰσι οἱ μετέχοντες τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας”. Ἡ ρῆσις αὐτὴ, τὴν ὁποίαν
κατά κόρον ἐξεμεταλεύθησαν τὰ Μ.Μ.Ε., εἶναι χαλκευμένη, παράφρασις,
παρερμηνεία, διαστρεύλωσις τοῦ 50-οῦ ἐδαφίου απὸ τὸν “Πανηγυρικὸν” τοῦ
Ἰσοκράτους, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν πραγματικότητα διατυπώνει, σαφῶς, τελείως
αντίθετη ἒννοια. (Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ διδάσκωνται τὰ
ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ εις τὰ σχολεῖα: γιὰ νὰ μποροῦν διάφοροι ἐπιτήδειοι, νὰ
ἐρμηνεύουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα ὃπως τοὺς βολεύει).
“…. ΤΟΣΟΥΤΟΝ Δ’ ΑΠΟΛΕΛΟΙΠΕΝ Η ΠΟΛΙΣ ΗΜΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟ ΦΡΟΝΕΙΝ
ΚΑΙ ΛΕΓΕΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΩΣΘ΄ ΟΙ ΤΑΥΤΗΣ ΜΑΘΗΤΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΓΕΓΟΝΑΣΙΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΝΟΜΑ ΠΕΠΟΙΗΚΕ ΜΗΚΕΤΙ ΤΟΥ
ΓΕΝΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΛΕΙΣΘΑΙ
ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ Η ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΑΣ.
”Τὸ ρῆμα “πεποίηκε” καὶ τὸ τὸ ἀπαρὲμφατον “δοκεῖν”, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰσοκράτης, δὲν ἒχουν τεθῆ τυχαίως. Ὃπως παρατηρεῖ καὶ ὁ σχολιογράφος τῶν Κωδίκων, ὁ Ἰσοκράτης πάντοτε “σαφεῖ τῇ λέξει κέχρηται” (vita 1.10). Σημειωτέον δὲ, ὃτι συνεπλήρωνε καὶ ἐτελειοποιοῦσε τὸν “Πανηγυρικὸ” περισσότερο ἀπὸ δέκα ἒτη, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαγγείλη κατὰ τὴν ἑκατοστὴν Ὀλυμπιάδα – τὸ 380 π.ν.χ.-, ὃπου, ὡς γνωστὸν, συμμετεῖχον ΜΟΝΟΝ Ἓλληνες.
Τὸ ρῆμα “ποιῶ” σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργῶ. Τό μέσον (μέση φωνὴ) “ποιούμαι” σημαίνει ὑπολαμβάνω, νομίζω: “συμφορὰν ποιοῦμαι” = θεωρῶ ὡς συμφορὰν (ἀνάλογες σημερινὲς ἐκφράσεις: “περιποιημένη συμπεριφορὰ”, “κατασκευασμεύνη ὑπόθεσις”, “φτιαχτὸ ζήτημα”.
Τὸ δὲ ρῆμα “δοκῶ” σημαίνει ὑποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι: δοκεῖ = φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πραγματικότητα. “Τά δοκούντα –μόνον – τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ” τονίζει ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον “Θεαίτητος” (158 Ε). Ὁ Ἰσοκράτης λοιπὸν ἁπλῶς διαπιστώνει:
“Ἡ πόλις μας (δηλαδή αἱ Ἀθῆναι, ἡ Ἑλλὰς Ἑλλάδος κατὰ τὸν Θυκυδίδη), τόσον ἒχει ἀφήσει πίσω της (“ἀπολέλοιπε”, “ἐξεπέρασε”) ὡς πρὸς τὴν φρόνησιν τοὺς ἂλλους ἂνθρώπους, ὣστε οἱ μαθηταὶ αύτῆς ἒγιναν διδάσκαλοι ἂλλων καὶ τὸ ὂνομα τῶν Ἑλλήνων πεποίηκε ( = ἐδημιούργησε τὴν πεποιημένην, πλαστὴν ὲντύπωσιν) δοκεῖν εἶναι ( =νὰ φαίνεται ὃτι εἶναι –δίχως ὃμως νὰ εἶναι) χαρακτηριστικὸν ὂχι πιὰ τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται Ἓλληνες (δὲν τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς) μᾶλλον οἱ μετέχοντες τής ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως παρὰ (οἱ μετέχοντες) τῆς κοινῆς φύσεως ( =γεννήσεως, καταγωγῆς).
Δηλαδὴ, κάτι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα μὲ τοὺς καθηγητὲς ξένων γλωσσῶν. Οἱ μαθηταὶ λένε: “ἡ γαλλίδα”, “ἡ γερμανίδα”, “ὁ ἂγγλος”, κ.ο.κ., ἐννοώντας τοὺς -Ἓλληνες- καθηγητὰς, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν αὐτὲς τὶς γλῶσσες.
Γι’αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐτακτοποίησε τὸ ἀνεφυὲν πρόβλημα, καθορίζοντας ὡς “ἑλληνίζοντας” (καὶ ὂχι “Ἓλληνας”) τοὺς ξένους τοὺς διδάσκοντας ἑλληνικὰ. Ἒτσι ἒχομε τοὺς “ἑλληνίζοντας” Ἰουδαίους, δηλαδὴ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν Ἑλληνικὴν, καὶ γενικῶς τοὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ κράτη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Δύσεως, ὡμιλοῦσαν, ἒγγραφον καὶ ἐδίδασκον τὰ Ἑλληνικὰ.
“Ἑλληνιστὴς” μέχρι σήμερα, εἶναι ὁ ἑλληνόγλωσσος ἀλλοδαπὸς, ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν. Λόγου χάριν, ἡ Γαλλίδα ἑλληνίστρια Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Φεδερίκο Σαγρέδο, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Χουὰν Κοντὲρχ, καθηγητὴς εἰς τὸ πανεπισήμιο st. Andrews τῆς Σκωτίας, ὁ ὁποῖος ἀναγράφει εἰδήσεις στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα, στὸν ἱστοχῶρο του http://www.akwn.net/ (AKROPOLIS WORLD NEWS - Τὰ νέα ἑλληνιστὶ γεγραμμένα) κ.ἂ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη τυχὸν παρεξήγησις γύρω ἀπὸ τὴν λέξι “μαθηταὶ” (οἱ ταύτης μαθηταὶ γεγόνασι διδάσκαλοι τῶν ἂλλων) διευκρινίζομε ὃτι οἱ μαθηταὶ οἱ ὁποίοι συνέρρεον εἰς τὶς Σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν δὲν ἦσαν μόνον Ἓλληνες, ἀλλὰ καὶ ξένοι ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Αὐτοὶ, γυρίζοντας στὶς πατρίδες των, ἐδίδασκον ἑλληνικὰ ὡς “Ἓλληνες διδάσκαλοι” καὶ μετέπειτα “ἑλληνοδιδάσκαλοι”.
(Απόσπασμα επιστολής τής εξαιρέτου φιλολόγου Άννας Τζιροπούλου – Ευσταθίου, πρός τόν πρόεδρον τής Δημοκρατίας κ. Κων. Στεφανόπουλο, τήν 6η Νοεμβρίου τού 2000, η οποία εδημοσιεύθη σέ τεύχος τού περιοδικού “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ”)
ΠΗΓΗ: http://ypatiahaleksandrinh.blogspot.gr/
”Τὸ ρῆμα “πεποίηκε” καὶ τὸ τὸ ἀπαρὲμφατον “δοκεῖν”, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰσοκράτης, δὲν ἒχουν τεθῆ τυχαίως. Ὃπως παρατηρεῖ καὶ ὁ σχολιογράφος τῶν Κωδίκων, ὁ Ἰσοκράτης πάντοτε “σαφεῖ τῇ λέξει κέχρηται” (vita 1.10). Σημειωτέον δὲ, ὃτι συνεπλήρωνε καὶ ἐτελειοποιοῦσε τὸν “Πανηγυρικὸ” περισσότερο ἀπὸ δέκα ἒτη, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαγγείλη κατὰ τὴν ἑκατοστὴν Ὀλυμπιάδα – τὸ 380 π.ν.χ.-, ὃπου, ὡς γνωστὸν, συμμετεῖχον ΜΟΝΟΝ Ἓλληνες.
Τὸ ρῆμα “ποιῶ” σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργῶ. Τό μέσον (μέση φωνὴ) “ποιούμαι” σημαίνει ὑπολαμβάνω, νομίζω: “συμφορὰν ποιοῦμαι” = θεωρῶ ὡς συμφορὰν (ἀνάλογες σημερινὲς ἐκφράσεις: “περιποιημένη συμπεριφορὰ”, “κατασκευασμεύνη ὑπόθεσις”, “φτιαχτὸ ζήτημα”.
Τὸ δὲ ρῆμα “δοκῶ” σημαίνει ὑποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι: δοκεῖ = φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πραγματικότητα. “Τά δοκούντα –μόνον – τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ” τονίζει ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον “Θεαίτητος” (158 Ε). Ὁ Ἰσοκράτης λοιπὸν ἁπλῶς διαπιστώνει:
“Ἡ πόλις μας (δηλαδή αἱ Ἀθῆναι, ἡ Ἑλλὰς Ἑλλάδος κατὰ τὸν Θυκυδίδη), τόσον ἒχει ἀφήσει πίσω της (“ἀπολέλοιπε”, “ἐξεπέρασε”) ὡς πρὸς τὴν φρόνησιν τοὺς ἂλλους ἂνθρώπους, ὣστε οἱ μαθηταὶ αύτῆς ἒγιναν διδάσκαλοι ἂλλων καὶ τὸ ὂνομα τῶν Ἑλλήνων πεποίηκε ( = ἐδημιούργησε τὴν πεποιημένην, πλαστὴν ὲντύπωσιν) δοκεῖν εἶναι ( =νὰ φαίνεται ὃτι εἶναι –δίχως ὃμως νὰ εἶναι) χαρακτηριστικὸν ὂχι πιὰ τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται Ἓλληνες (δὲν τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς) μᾶλλον οἱ μετέχοντες τής ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως παρὰ (οἱ μετέχοντες) τῆς κοινῆς φύσεως ( =γεννήσεως, καταγωγῆς).
Δηλαδὴ, κάτι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα μὲ τοὺς καθηγητὲς ξένων γλωσσῶν. Οἱ μαθηταὶ λένε: “ἡ γαλλίδα”, “ἡ γερμανίδα”, “ὁ ἂγγλος”, κ.ο.κ., ἐννοώντας τοὺς -Ἓλληνες- καθηγητὰς, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν αὐτὲς τὶς γλῶσσες.
Γι’αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐτακτοποίησε τὸ ἀνεφυὲν πρόβλημα, καθορίζοντας ὡς “ἑλληνίζοντας” (καὶ ὂχι “Ἓλληνας”) τοὺς ξένους τοὺς διδάσκοντας ἑλληνικὰ. Ἒτσι ἒχομε τοὺς “ἑλληνίζοντας” Ἰουδαίους, δηλαδὴ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν Ἑλληνικὴν, καὶ γενικῶς τοὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ κράτη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Δύσεως, ὡμιλοῦσαν, ἒγγραφον καὶ ἐδίδασκον τὰ Ἑλληνικὰ.
“Ἑλληνιστὴς” μέχρι σήμερα, εἶναι ὁ ἑλληνόγλωσσος ἀλλοδαπὸς, ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν. Λόγου χάριν, ἡ Γαλλίδα ἑλληνίστρια Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Φεδερίκο Σαγρέδο, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Χουὰν Κοντὲρχ, καθηγητὴς εἰς τὸ πανεπισήμιο st. Andrews τῆς Σκωτίας, ὁ ὁποῖος ἀναγράφει εἰδήσεις στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα, στὸν ἱστοχῶρο του http://www.akwn.net/ (AKROPOLIS WORLD NEWS - Τὰ νέα ἑλληνιστὶ γεγραμμένα) κ.ἂ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη τυχὸν παρεξήγησις γύρω ἀπὸ τὴν λέξι “μαθηταὶ” (οἱ ταύτης μαθηταὶ γεγόνασι διδάσκαλοι τῶν ἂλλων) διευκρινίζομε ὃτι οἱ μαθηταὶ οἱ ὁποίοι συνέρρεον εἰς τὶς Σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν δὲν ἦσαν μόνον Ἓλληνες, ἀλλὰ καὶ ξένοι ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Αὐτοὶ, γυρίζοντας στὶς πατρίδες των, ἐδίδασκον ἑλληνικὰ ὡς “Ἓλληνες διδάσκαλοι” καὶ μετέπειτα “ἑλληνοδιδάσκαλοι”.
(Απόσπασμα επιστολής τής εξαιρέτου φιλολόγου Άννας Τζιροπούλου – Ευσταθίου, πρός τόν πρόεδρον τής Δημοκρατίας κ. Κων. Στεφανόπουλο, τήν 6η Νοεμβρίου τού 2000, η οποία εδημοσιεύθη σέ τεύχος τού περιοδικού “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ”)
ΠΗΓΗ: http://ypatiahaleksandrinh.blogspot.gr/
Σχόλιο Α:
Χωρίο 4.50
“…καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.” Δανείζομαι και πάλι από τον δαιμόνιο κ. Μαρίνη και από τη ευφυέστατη τοποθέτησή του:
Ο Ισοκράτης αναφέρεται εις τους Αθηναίους, όχι γενικώς εις τους Έλληνας, όταν ομιλεί περί της “ημετέρας” παιδεύσεως και λέγει σαφώς ότι η παιδευτική ακμή των Αθηνών έκαμε το όνομα “Έλλην” να μοιάζη δηλωτικόν της “διανοίας” (νοοτροπίας), παρά του γένους και να αποκαλούνται μάλλον Έλληνες οι μετέχοντες της Αττικής παιδείας παρά οι μετέχοντες εις την κοινήν φύσιν.
Αι λέξεις “δοκείν”, “μάλλον” και “καλείσθαι” δηλώνουν σαφώς το σχετικόν του πράγματος, το πως δηλαδή η ακτινοβολία της Αττικής παιδείας την κατέστησε συνώνυμον του Ελληνισμού. Ο Ισοκράτης λέγει κάτι το αυτονόητον.
Το ερώτημα είναι: συνεπώς αρνείται την κοινήν καταγωγήν ως προσδιοριστικόν του έθνους; Η απάντησις είναι όχι. Αρκεί να κοιτάξουμε ένα χωρίον του Πανηγυρικού που προηγείται:
“ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστε ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες, καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν”.
Δηλαδή: “κατοικούμε αυτήν την γην [την Αττικήν] χωρίς να έχομε εκδιώξει άλλους ούτε όντας μιγάδες συναθροισθέντες εκ πολλών εθνών, αλλά τόσον καλώς και γνησίως έχομε και την αυτήν πόλιν διαρκώς κατέχομε, όντες αυτόχθονες”.
Ο Ισοκράτης λοιπόν αναγνωρίζων την οικουμενικότητα του Ελληνικού πολιτισμού και υπερηφανευόμενος δι’ αυτήν, υπερηφανεύεται εξ ίσου και δια την γνησίαν καταγωγήν των Αθηναίων. Δεν βλέπει αντίφασιν, ούτε και εμείς. Δεν υπάρχει στείρος εθνοκεντρισμός εις τον Ισοκράτη αλλά ούτε και κάποια σύλληψις του έθνους ως παντελούς αμοίρου βάσεως κοινής καταγωγής.
“…καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.” Δανείζομαι και πάλι από τον δαιμόνιο κ. Μαρίνη και από τη ευφυέστατη τοποθέτησή του:
Ο Ισοκράτης αναφέρεται εις τους Αθηναίους, όχι γενικώς εις τους Έλληνας, όταν ομιλεί περί της “ημετέρας” παιδεύσεως και λέγει σαφώς ότι η παιδευτική ακμή των Αθηνών έκαμε το όνομα “Έλλην” να μοιάζη δηλωτικόν της “διανοίας” (νοοτροπίας), παρά του γένους και να αποκαλούνται μάλλον Έλληνες οι μετέχοντες της Αττικής παιδείας παρά οι μετέχοντες εις την κοινήν φύσιν.
Αι λέξεις “δοκείν”, “μάλλον” και “καλείσθαι” δηλώνουν σαφώς το σχετικόν του πράγματος, το πως δηλαδή η ακτινοβολία της Αττικής παιδείας την κατέστησε συνώνυμον του Ελληνισμού. Ο Ισοκράτης λέγει κάτι το αυτονόητον.
Το ερώτημα είναι: συνεπώς αρνείται την κοινήν καταγωγήν ως προσδιοριστικόν του έθνους; Η απάντησις είναι όχι. Αρκεί να κοιτάξουμε ένα χωρίον του Πανηγυρικού που προηγείται:
“ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστε ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες, καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν”.
Δηλαδή: “κατοικούμε αυτήν την γην [την Αττικήν] χωρίς να έχομε εκδιώξει άλλους ούτε όντας μιγάδες συναθροισθέντες εκ πολλών εθνών, αλλά τόσον καλώς και γνησίως έχομε και την αυτήν πόλιν διαρκώς κατέχομε, όντες αυτόχθονες”.
Ο Ισοκράτης λοιπόν αναγνωρίζων την οικουμενικότητα του Ελληνικού πολιτισμού και υπερηφανευόμενος δι’ αυτήν, υπερηφανεύεται εξ ίσου και δια την γνησίαν καταγωγήν των Αθηναίων. Δεν βλέπει αντίφασιν, ούτε και εμείς. Δεν υπάρχει στείρος εθνοκεντρισμός εις τον Ισοκράτη αλλά ούτε και κάποια σύλληψις του έθνους ως παντελούς αμοίρου βάσεως κοινής καταγωγής.
.
Σχόλιο Β:
Αυτό το μεταφραστικό πόνημα είναι από μόνου του αρκετό
για την κα. Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου να περάσει στην πανανθρώπινη
Ιστορία ως μια μεγάλη Ελληνίς και Πανανθρωπιστής. Βάζει τον “κάθε
κατεργάρη στον πάγκο του”. Και όταν όλοι έχουν τις θέσεις που τους
αρμόζουν, τότε λύνονται τα περισσότερα προβλήματα συνολικά.
Αυτή η εργασία δεν επιτρέπεται άλλο να παραμένει καταχωνιασμένη σε κάποιο αρχείο ενός στείρου πολιτικού, αλλά αντιθέτως να δημοσιεύεται από όλα τα ΜΜΕ φαρδιά-πλατιά κι επανειλημμένως, προκειμένου ο Έλλην να παύσει να ζει με χίμαιρες και να τραβολογιέται ευτελιζόμενος από ανθέλληνες και απατεώνες.
Αυτή η εργασία δεν επιτρέπεται άλλο να παραμένει καταχωνιασμένη σε κάποιο αρχείο ενός στείρου πολιτικού, αλλά αντιθέτως να δημοσιεύεται από όλα τα ΜΜΕ φαρδιά-πλατιά κι επανειλημμένως, προκειμένου ο Έλλην να παύσει να ζει με χίμαιρες και να τραβολογιέται ευτελιζόμενος από ανθέλληνες και απατεώνες.
.
Η ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΙΩΠΗΣΟΥΝ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΟΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΟΛΟΤΑΧΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου