Η ιστορία της οικογένειας του Γρηγόρη Λιακατά είναι στενά συνδεδεμένη με την Αιτωλοακαρνανία, αφού εδώ ξεχείμαζε για χρόνια τα κοπάδια της. Με την περιοχή συνδέθηκε και η μοίρα του Γρηγόρη Λιακατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, αφού Γρηγόρης έδρασε στην Αιτωλοακαρνανία και έπεσε στο Αιτωλικό το 1826. Ο Γρηγόρης Λιακατάς ήταν από το Κλείνοβο της Καλαμπάκας και είχε τρεις αδερφούς, το Μήτρο, τον Κώστα και το Σωτήρη και μια αδερφή τη Δέσπω, που ήταν πολύ όμορφη. Ο Γρηγόρης ήταν ψηλός και πολύ όμορφος άντρας και είχε παντρευτεί τη Βαγγελή, κόρη του αρματολού του Ασπροποτάμου Νικολάου Στουρνάρη.
Από την αρχή της Επανάστασης έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του πασά της Σκόνδρας μαζί με τον πεθερό του και τον Καραϊσκάκη. Τις οικογένειές τους οι Ασπροποταμίτες τις πήγαν για ασφάλεια στην Κεχρινιά Βάλτου και ύστερα της μετέφεραν στο νησί Κάλαμος.
Ο Λιακατάς με το Στουρνάρη έμειναν στην Αιτωλοακαρνανία και πολεμούσαν όπου τους χρειάζονταν ο Αγώνας. Το 1824 πήρε εντολή από το Μαυροκορδάτο να βοηθήσει τους Γοτζιστινούς, που ήθελαν να επαναστατήσουν και χρειάζονταν αρχηγό ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν τις οικογένειές τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Λιακατάς μάζεψε 500 άντρες και πήγε στον Ζυγό του Μετσόβου και μετέφερε τις οικογένειες των Γοτζιστινών στην ελεύθερη Ελλάδα.
Όταν άρχισε η δεύτερη πολιορκία του Μεσολόγγι ο Στουρνάρης διορίστηκε φρούραρχος της πόλης και ο Γρηγόρης Λιακατάς διοικητής του φρουρίου της νησίδος του Ντολμά. Τον Ιούλιο του 1825 ο Ντολμάς δέχτηκε επίθεση και ο Λιακατάς τραυματίζεται και χάνει το δεξί του μάτι από κομμάτι οβίδας. Τα παλικάρια του αντέκρουσαν την επίθεση και μετά τη μάχη ο Λιακατάς έφυγε για τον Κάλαμο να θεραπευτεί κοντά στην οικογένειά του. Όμως οι Άγγλοι δεν τον άφησαν να περάσει στον Κάλαμο και πήγε για θεραπεία στο νησί των Εχινάδων Πεταλάς. Εκεί τον επισκέφτηκε η γυναίκα του Βαγγελή και τον περιποιήθηκε. Όμως ο Γρηγόρης ήταν απαρηγόρητος επειδή έχασε το μάτι του. Όσες φορές έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη στεναχωριόταν και αναστενάζοντας έλεγε: «αφού έχασα το μάτι μου είναι περιττό πια να ζήσω».
Μετά την αποθεραπεία του γύρισε στο Μεσολόγγι, όπου η πολιορκία των Τουρκαλβανών είχε φέρει σε πολύ άσχημη θέση της υπερασπιστές της πόλης. Οι πρόκριτοι Μεγαπάνος, Τ. Μαγγίνας, Π. Μπαμπινώτης κ.ά. τον επέλεξαν ως επικεφαλής της φρουράς του νησιού Ντολμά, για να ενισχύσει τη φρουρά και να αναλάβει τη διοίκηση. Φεύγοντας από το Μεσολόγγι ο πεθερός του Στουρνάρης τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του: «Πήγαινε, παιδί μου, εις Ντολμάν και εκεί να τελειώσεις το έργον, όπερ σου αναθέτει η Πατρίς, και η ευχή μου θα σε συνοδεύση…».
Στο Ντολμά ο Λιακατάς πήγε με το δικό σώμα, που αποτελούνταν από 80 άνδρες, όλοι συγγενείς του και πιστοί φίλοι του, Ακαρνάνες και Ασπροποταμίτες. Έφτασε εκεί στις 27 Φεβρουαρίου ξημερώματα, παραμονή των Αποκρεών, ανέλαβε τη διοίκηση των 350 Ελλήνων υπερασπιστών του Ντολμά και άρχισε αμέσως τις ετοιμασίες για την άμυνα. Η μάχη άρχισε το πρωί, αφού πρώτα οι υπερασπιστές έδωσαν λόγο τιμής να σκοτωθούν εκεί και ποτέ να μην ντροπιαστούν. Η πρώτη επίθεση έγινε με βάρκες από Αράπηδες και Άραβες του Ιμπραήμ Πασά, που οδηγούνταν από Γάλλους αξιωματικούς και αποκρούστηκε. Οι Τούρκοι είχαν 60 λαντζόνια (κανονιοφόρους λέμβους), που το καθένα είχε πάνω από 60-70 άντρες. Απέναντι στη Φοινικιά είχαν τρία κανονοστάσια με έξι κανόνια το καθένα. Την άλλη μέρα, ανήμερα των Αποκρεών (28 Φεβρ.), στις 4 το απόγευμα, έγινε πάλι επίθεση συνοδευμένη από κανονιοβολισμούς.
Η επίθεση άρχισε από την ακτή της Φοινικιάς, οι εχθρικές φάλαγγες επιτίθονταν με μανία, όμως οι υπερασπιστές άντεχαν και γέμισαν με πτώματα την αβαθή θάλασσα. Σε λίγο κείτονταν νεκροί 700-800 Τούρκοι. Ο Ιμπραήμ διατάζει τους ιππείς να ωθήσουν από πίσω το πεζικό για έφοδο και να σκοτώνουν τους οπισθοδρομούντες και τους δειλιάζοντες. Τότε ήρθε σε ενίσχυση ένα νέο τάγμα, μέχρι στιγμής, ακομα η νίκη ήταν για τους υπερασπιστές. Όμως πολλοί από αυτούς είχαν τραυματιστεί και πολλών τα καριοφίλια είχαν σπάσει ή έπαθαν αφλογιστία από τα υπολείμματα ίλυος και πυρίτιδος. Τα εχθρικά σώματα κάνουν επίθεση πατώντας επί των σωμάτων των νεκρών ομοθρήσκων τους.
Γρήγορα πλησίασαν το νησί και άρχισε ένας αγώνας σώμα με σώμα. Η πυριτιδαποθήκη ανεφλέγη από τις βολές των πυροβόλων. Οι υπερασπιστές της νησίδος αναγκάστηκαν να βγάλουν τα σπαθιά τους και μαζεύτηκαν στην μέση του νησιού. Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι και όλοι οι αγωνιστές έπεσαν. Ο Λιακατάς, μετά από σωρεία τραυμάτων, πέφτει πάνω σε σωρό εχθρικών σωμάτων. Η μάχη σταμάτησε γύρω στις 6:30 το απόγευμα με μεγάλες απώλειες και για τους Οθωμανούς. Από τη σφαγή αυτή σώθηκαν πολλοί λίγοι Έλληνες τραυματισμένοι και κατάφεραν να φτάσουν στο Αιτωλικό. Πολλοί σκοτώθηκαν κατά την προσπάθεια να περάσουν στο κοντινό νησί Πόρος. Το άψυχο σώμα του Λιακατά θάφτηκε από τη λάσπη και έτσι οι Τουρκοαιγύπτιοι δεν είχαν τη χαρά να του πάρουν το κεφάλι. Σε λίγο έφτασαν ενισχύσεις από το Μεσολόγγι, αλλά ήταν πια αργά για τους 350 ήρωες.
Όσοι γλίτωσαν μπήκαν στο Αιτωλικό, όμως εκεί βρίσκονταν μόνο 400 άνδρες, οι περισσότεροι άρρωστοι και τραυματίες και 4.000 γυναικόπαιδα. Έτσι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Την επομένη (1η Μαρτίου) οι Έλληνες ανακατέλαβαν την νησίδα, όμως η ήττα αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την παράδοση του Αιτωλικού και την αποχώρηση των κατοίκων του για την Άρτα και τις γύρω περιοχές.
aitoloakarnaniko
ΔΕΣΠΩ ΛΙΑΚΑΤΑ
Η Δέσπω Λιακατά ήτο θυγατέρα του Σαρακατσάνου τσέλιγγα Θύμιου Λιακάτα ή Λιακατά και αδερφή του Γρηγόρη Λιακατά. Ήταν πανέμορφη κοπέλλα, σωστή καλλονή. Λέγεται ότι ο Αλή πασάς, όταν επισκέφθηκε κάποτε τις στάνες του Λιακάτα, είδε τη Δέσπω και ηράσθη σφόδρα αυτής, συνεπεία δε τούτου, διόρισε το Γρηγόρη Λιακάτα αρματολάρχη στο αρματολίκι του Κλεινοβού (σημερινό Κλεινό) της επαρχίας Ασπροποτάμου, αφού προηγουμένως το αφήρεσε από τον πενθερό του Ν. Στουρνάρη, με την προϋπόθεση να πάρει τη Δέσπω στο χαρέμι του, όπερ και εγένετο.
Ούτω η Δέσπω ενεκλείσθη στο γυναικωνίτη του τυράννου με σκοπό να κατάστεί ερωμένη του, πλην όμως τούτο δεν επετεύχθη ποτέ, επειδή τη δεκάτη ημέρα της αιχμαλωσίας της, απεβίωσε, ενδεχομένως από την επικείμενη ντροπή ή από τον υπερβολικό φόβο που ένοιωθε. Η λαϊκή μούσα ύμνησε αυτή τη Σαρακατσάνα καλλονή με το παρακάτω άσμα.
Αποστολίδης Απόστολος,
pathfinder
Από την αρχή της Επανάστασης έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του πασά της Σκόνδρας μαζί με τον πεθερό του και τον Καραϊσκάκη. Τις οικογένειές τους οι Ασπροποταμίτες τις πήγαν για ασφάλεια στην Κεχρινιά Βάλτου και ύστερα της μετέφεραν στο νησί Κάλαμος.
Ο Λιακατάς με το Στουρνάρη έμειναν στην Αιτωλοακαρνανία και πολεμούσαν όπου τους χρειάζονταν ο Αγώνας. Το 1824 πήρε εντολή από το Μαυροκορδάτο να βοηθήσει τους Γοτζιστινούς, που ήθελαν να επαναστατήσουν και χρειάζονταν αρχηγό ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν τις οικογένειές τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Λιακατάς μάζεψε 500 άντρες και πήγε στον Ζυγό του Μετσόβου και μετέφερε τις οικογένειες των Γοτζιστινών στην ελεύθερη Ελλάδα.
Όταν άρχισε η δεύτερη πολιορκία του Μεσολόγγι ο Στουρνάρης διορίστηκε φρούραρχος της πόλης και ο Γρηγόρης Λιακατάς διοικητής του φρουρίου της νησίδος του Ντολμά. Τον Ιούλιο του 1825 ο Ντολμάς δέχτηκε επίθεση και ο Λιακατάς τραυματίζεται και χάνει το δεξί του μάτι από κομμάτι οβίδας. Τα παλικάρια του αντέκρουσαν την επίθεση και μετά τη μάχη ο Λιακατάς έφυγε για τον Κάλαμο να θεραπευτεί κοντά στην οικογένειά του. Όμως οι Άγγλοι δεν τον άφησαν να περάσει στον Κάλαμο και πήγε για θεραπεία στο νησί των Εχινάδων Πεταλάς. Εκεί τον επισκέφτηκε η γυναίκα του Βαγγελή και τον περιποιήθηκε. Όμως ο Γρηγόρης ήταν απαρηγόρητος επειδή έχασε το μάτι του. Όσες φορές έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη στεναχωριόταν και αναστενάζοντας έλεγε: «αφού έχασα το μάτι μου είναι περιττό πια να ζήσω».
Μετά την αποθεραπεία του γύρισε στο Μεσολόγγι, όπου η πολιορκία των Τουρκαλβανών είχε φέρει σε πολύ άσχημη θέση της υπερασπιστές της πόλης. Οι πρόκριτοι Μεγαπάνος, Τ. Μαγγίνας, Π. Μπαμπινώτης κ.ά. τον επέλεξαν ως επικεφαλής της φρουράς του νησιού Ντολμά, για να ενισχύσει τη φρουρά και να αναλάβει τη διοίκηση. Φεύγοντας από το Μεσολόγγι ο πεθερός του Στουρνάρης τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του: «Πήγαινε, παιδί μου, εις Ντολμάν και εκεί να τελειώσεις το έργον, όπερ σου αναθέτει η Πατρίς, και η ευχή μου θα σε συνοδεύση…».
Στο Ντολμά ο Λιακατάς πήγε με το δικό σώμα, που αποτελούνταν από 80 άνδρες, όλοι συγγενείς του και πιστοί φίλοι του, Ακαρνάνες και Ασπροποταμίτες. Έφτασε εκεί στις 27 Φεβρουαρίου ξημερώματα, παραμονή των Αποκρεών, ανέλαβε τη διοίκηση των 350 Ελλήνων υπερασπιστών του Ντολμά και άρχισε αμέσως τις ετοιμασίες για την άμυνα. Η μάχη άρχισε το πρωί, αφού πρώτα οι υπερασπιστές έδωσαν λόγο τιμής να σκοτωθούν εκεί και ποτέ να μην ντροπιαστούν. Η πρώτη επίθεση έγινε με βάρκες από Αράπηδες και Άραβες του Ιμπραήμ Πασά, που οδηγούνταν από Γάλλους αξιωματικούς και αποκρούστηκε. Οι Τούρκοι είχαν 60 λαντζόνια (κανονιοφόρους λέμβους), που το καθένα είχε πάνω από 60-70 άντρες. Απέναντι στη Φοινικιά είχαν τρία κανονοστάσια με έξι κανόνια το καθένα. Την άλλη μέρα, ανήμερα των Αποκρεών (28 Φεβρ.), στις 4 το απόγευμα, έγινε πάλι επίθεση συνοδευμένη από κανονιοβολισμούς.
Η επίθεση άρχισε από την ακτή της Φοινικιάς, οι εχθρικές φάλαγγες επιτίθονταν με μανία, όμως οι υπερασπιστές άντεχαν και γέμισαν με πτώματα την αβαθή θάλασσα. Σε λίγο κείτονταν νεκροί 700-800 Τούρκοι. Ο Ιμπραήμ διατάζει τους ιππείς να ωθήσουν από πίσω το πεζικό για έφοδο και να σκοτώνουν τους οπισθοδρομούντες και τους δειλιάζοντες. Τότε ήρθε σε ενίσχυση ένα νέο τάγμα, μέχρι στιγμής, ακομα η νίκη ήταν για τους υπερασπιστές. Όμως πολλοί από αυτούς είχαν τραυματιστεί και πολλών τα καριοφίλια είχαν σπάσει ή έπαθαν αφλογιστία από τα υπολείμματα ίλυος και πυρίτιδος. Τα εχθρικά σώματα κάνουν επίθεση πατώντας επί των σωμάτων των νεκρών ομοθρήσκων τους.
Γρήγορα πλησίασαν το νησί και άρχισε ένας αγώνας σώμα με σώμα. Η πυριτιδαποθήκη ανεφλέγη από τις βολές των πυροβόλων. Οι υπερασπιστές της νησίδος αναγκάστηκαν να βγάλουν τα σπαθιά τους και μαζεύτηκαν στην μέση του νησιού. Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι και όλοι οι αγωνιστές έπεσαν. Ο Λιακατάς, μετά από σωρεία τραυμάτων, πέφτει πάνω σε σωρό εχθρικών σωμάτων. Η μάχη σταμάτησε γύρω στις 6:30 το απόγευμα με μεγάλες απώλειες και για τους Οθωμανούς. Από τη σφαγή αυτή σώθηκαν πολλοί λίγοι Έλληνες τραυματισμένοι και κατάφεραν να φτάσουν στο Αιτωλικό. Πολλοί σκοτώθηκαν κατά την προσπάθεια να περάσουν στο κοντινό νησί Πόρος. Το άψυχο σώμα του Λιακατά θάφτηκε από τη λάσπη και έτσι οι Τουρκοαιγύπτιοι δεν είχαν τη χαρά να του πάρουν το κεφάλι. Σε λίγο έφτασαν ενισχύσεις από το Μεσολόγγι, αλλά ήταν πια αργά για τους 350 ήρωες.
Όσοι γλίτωσαν μπήκαν στο Αιτωλικό, όμως εκεί βρίσκονταν μόνο 400 άνδρες, οι περισσότεροι άρρωστοι και τραυματίες και 4.000 γυναικόπαιδα. Έτσι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Την επομένη (1η Μαρτίου) οι Έλληνες ανακατέλαβαν την νησίδα, όμως η ήττα αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την παράδοση του Αιτωλικού και την αποχώρηση των κατοίκων του για την Άρτα και τις γύρω περιοχές.
Δημοτικό τραγούδι
"Ψηλά απ’ τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι.
γεράκι με δυο γράμματα από τους Λιακαταίους.
Γυρίζ' εδώ, γυρίζ’ εκεί, γυρίζ' όλη τη χώρα.
Μην είδαταν τον Λιακατά, τον καπετάν Γληγόρη;
Πουλί μ' αυτός δεν είν' εδώ, εδώ μην τον γυρεύεις.
Πέτα στο Ανατολικό και πέρασε στον Πόρο,
κ' εκεί θα θα βρής πολλά κορμιά, σφαγμένα σκοτωμένα,
κι όποιο θα βρεις λεβέντικο και ξανθομουστακάτο,
εκείνο είναι το κορμί, του καπετάν Γληγόρη".
aitoloakarnaniko
ΔΕΣΠΩ ΛΙΑΚΑΤΑ
Η Δέσπω Λιακατά ήτο θυγατέρα του Σαρακατσάνου τσέλιγγα Θύμιου Λιακάτα ή Λιακατά και αδερφή του Γρηγόρη Λιακατά. Ήταν πανέμορφη κοπέλλα, σωστή καλλονή. Λέγεται ότι ο Αλή πασάς, όταν επισκέφθηκε κάποτε τις στάνες του Λιακάτα, είδε τη Δέσπω και ηράσθη σφόδρα αυτής, συνεπεία δε τούτου, διόρισε το Γρηγόρη Λιακάτα αρματολάρχη στο αρματολίκι του Κλεινοβού (σημερινό Κλεινό) της επαρχίας Ασπροποτάμου, αφού προηγουμένως το αφήρεσε από τον πενθερό του Ν. Στουρνάρη, με την προϋπόθεση να πάρει τη Δέσπω στο χαρέμι του, όπερ και εγένετο.
Ούτω η Δέσπω ενεκλείσθη στο γυναικωνίτη του τυράννου με σκοπό να κατάστεί ερωμένη του, πλην όμως τούτο δεν επετεύχθη ποτέ, επειδή τη δεκάτη ημέρα της αιχμαλωσίας της, απεβίωσε, ενδεχομένως από την επικείμενη ντροπή ή από τον υπερβολικό φόβο που ένοιωθε. Η λαϊκή μούσα ύμνησε αυτή τη Σαρακατσάνα καλλονή με το παρακάτω άσμα.
ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ ΤΟΥ ΛΙΑΚΑΤΑ (1816)
Μέσα στο Κάστρο, στα ψηλά σεράγια του Βεζύρη,
οπού 'χε χίλιες πέρδικες, κλεισμένες κι ελαλούσαν,
έφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμισμένη,
οπού την εκυνήγησαν, στις στάνες του Λιακάτα,
κι όλες οι πέρδικες λαλούν κι εκείνη δεν λαλούσε.
« Δέσπω, γιατί δεν μας μιλάς, γιατί 'σαι κακιωμένη;
Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια,
να 'ρθω και 'γω για να σε δω και να σε κουβεντιάσω ».
« Εγώ πασά μ' δεν κάκιωσα, εγώ πασά μ' δεν ξέρω
πως στρώνονται τα στρώματα, πως βάνουν τα στρωσίδια,
γιατί 'μαι τσιούπρα από μαντριά και μον' και μον' γνωρίζω
να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους ν' αρμέγω,
να πλέκω χοντροτσούρεπα, να φτιάχνω και γιαγούρτι ».
Αποστολίδης Απόστολος,
pathfinder
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου