Πίνακας του Picasso |
Άρθρο του Francesco Lamendola
Μετάφραση & σημειώσεις: Θεόδωρος Λάσκαρης
Ό, τι και να λένε κάποιοι σύγχρονοι διανοούμενοι με τους ομιχλώδεις στοχασμούς τους σχετικά με το τέλος της ωραίας τέχνης, η άσχημη τέχνη είναι μία αντίφαση, διότι η τέχνη είναι η έκφραση του συναισθήματος του ωραίου, το οποίο είναι έμφυτο και αποτελεί ένα από τα λίγα σίγουρα και βέβαια σημεία αναφοράς καθ’ όλη την επικίνδυνη πορεία της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό η άσχημη τέχνη είναι μία λογική αντίφαση: εάν είναι άσχημη, δεν είναι τέχνη. Ωστόσο, εάν υποθέσουμε ότι είναι δυνατόν να δεχτούμε μία ασχήμια ως τέχνη, αυτό ισοδυναμεί με μία ενέργεια που δεν είναι μόνον αντιαισθητική αλλά ακόμη και ανήθικη. Πράγματι, ο εορτασμός του άσχημου, του παραμορφωμένου, του παθολογικού, του αποτρόπαιου, του αηδιαστικού, όπως κάνουν πολλοί αυτοαποκαλούμενοι καλλιτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί, σημαίνει ότι πηγαίνουν σκόπιμα εναντίον ενός από τους λίγους φάρους που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας της ύπαρξης, δηλαδή την αισθητική αίσθηση του ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα την ανάγκη του για το ωραίο....
Η εσκεμμένη δημιουργία άσχημων και αποκρουστικών έργων, που όμως παρουσιάζονται -ιδιαίτερα από τους κριτικούς- ως καλλιτεχνικά, ωστόσο, πηγαίνει ενάντια στην ηθική και εμφανίζεται σαν κάτι το διαβολικό, με την κυριολεκτική έννοια του όρου: κάτι που σκοπεύει να αναδεύσει το λασπώδη και αποτρόπαιο πυθμένα που ευτυχώς βρίσκεται απομονωμένος και κοιμισμένος στα πιο σκοτεινά και αβυσσαλέα σπήλαια της ανθρώπινης ψυχής.
Εάν σκεφτούμε τη δύναμη που έχουν οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές στο να προσανατολίζουν και να καθορίζουν το συλλογικό φαντασιακό, στο να κατασκευάζουν την αντίληψη του κόσμου που έχουν οι άνθρωποι στην κοινωνία μας, γίνεται εύκολα κατανοητό ποια τεράστια ευθύνη βαραίνει τις πλάτες τους. Αυτοί συχνά καταχρώνται τη δύναμη την οποία έχουν για να ικανοποιήσουν τα γούστα της αγοράς, τα οποία δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη φυσική ευαισθησία των ανθρώπων. Και προσθέτουμε, για λόγους σαφήνειας, αν και δεν θα έπρεπε να ήταν αναγκαίο: των κανονικών ανθρώπων. Το γεγονός είναι ότι η σύγχρονη κοινωνία, ακριβώς λόγω των ιδιοσυστατικών χαρακτηριστικών της μοντερνικότητας, δεν τροφοδοτεί τα υγιή ένστικτα του κόσμου, αλλά πολύ συχνά, εκείνα τα άρρωστα και τα παρανοϊκά. Είναι αυτά που ερεθίζει, ενθαρρύνει και εγκρίνει. Σε αυτό υποστηρίζεται από μία διάχυτη κουλτούρα του σχετικισμού και από εκείνη τη δόλια μορφή μαύρης μαγείας που σφετερίζεται το όνομα της επιστήμης και με στόμφο παρουσιάζεται με την ετικέτα της ψυχανάλυσης: μία από εκείνες τις τυπικές νοητικές κατασκευές της μοντερνικότητας, οι οποίες απέκτησαν το status των αποκεκαλυμμένων αληθειών, ενώ δεν είναι άλλο από αρρωστημένες φαντασίες.
Η εσκεμμένη δημιουργία άσχημων και αποκρουστικών έργων, που όμως παρουσιάζονται -ιδιαίτερα από τους κριτικούς- ως καλλιτεχνικά, ωστόσο, πηγαίνει ενάντια στην ηθική και εμφανίζεται σαν κάτι το διαβολικό, με την κυριολεκτική έννοια του όρου: κάτι που σκοπεύει να αναδεύσει το λασπώδη και αποτρόπαιο πυθμένα που ευτυχώς βρίσκεται απομονωμένος και κοιμισμένος στα πιο σκοτεινά και αβυσσαλέα σπήλαια της ανθρώπινης ψυχής.
Εάν σκεφτούμε τη δύναμη που έχουν οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές στο να προσανατολίζουν και να καθορίζουν το συλλογικό φαντασιακό, στο να κατασκευάζουν την αντίληψη του κόσμου που έχουν οι άνθρωποι στην κοινωνία μας, γίνεται εύκολα κατανοητό ποια τεράστια ευθύνη βαραίνει τις πλάτες τους. Αυτοί συχνά καταχρώνται τη δύναμη την οποία έχουν για να ικανοποιήσουν τα γούστα της αγοράς, τα οποία δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη φυσική ευαισθησία των ανθρώπων. Και προσθέτουμε, για λόγους σαφήνειας, αν και δεν θα έπρεπε να ήταν αναγκαίο: των κανονικών ανθρώπων. Το γεγονός είναι ότι η σύγχρονη κοινωνία, ακριβώς λόγω των ιδιοσυστατικών χαρακτηριστικών της μοντερνικότητας, δεν τροφοδοτεί τα υγιή ένστικτα του κόσμου, αλλά πολύ συχνά, εκείνα τα άρρωστα και τα παρανοϊκά. Είναι αυτά που ερεθίζει, ενθαρρύνει και εγκρίνει. Σε αυτό υποστηρίζεται από μία διάχυτη κουλτούρα του σχετικισμού και από εκείνη τη δόλια μορφή μαύρης μαγείας που σφετερίζεται το όνομα της επιστήμης και με στόμφο παρουσιάζεται με την ετικέτα της ψυχανάλυσης: μία από εκείνες τις τυπικές νοητικές κατασκευές της μοντερνικότητας, οι οποίες απέκτησαν το status των αποκεκαλυμμένων αληθειών, ενώ δεν είναι άλλο από αρρωστημένες φαντασίες.
Πίνακας του Rossetti |
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι παρατηρήσεις που κάνει πάνω στην τέχνη ένας σημαντικός ιστορικός της τέχνης και συνθέτης, ο Matteo Marangoni (1876- 1958), στο βιβλίο του Come si guarda un’opera d’arte (ελ. Πως κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης): “Γιατί δεν υπάρχει λογοκρισία για το άσχημο γούστο; Γιατί πρέπει να είναι νόμιμη η δημοσίευση των πιο γλυκανάλατων ελαιογραφιών, των πιο ασήμαντων μυθιστορημάτων ή η μετάδοση της πιο χυδαίας μουσικής; Θα δοθεί η συνηθισμένη απάντηση: Εάν αυτά τα πράγματα πουλάνε σημαίνει ότι αρέσουν, ότι υπάρχει ένα κοινό που τα ψάχνει, κάθε κοινό έχει την τέχνη που του αξίζει. Δυστυχώς έτσι είναι, το μέσο επίπεδο του μουσικού γούστου του κοινού μας είναι ακόμη πολύ χαμηλό. Όμως είναι ακόμη πιο άσχημο το γεγονός ότι δεν γίνεται τίποτα για να εκπαιδευτεί η κοινωνία και να αποκτήσει ένα ανώτερο αισθητικό επίπεδο.”
Μου φαίνεται σαν να ακούω να λένε: “Ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει το γούστο που θέλει, χωρίς γι’ αυτό να προσβάλει ή να βλάπτει τους άλλους: όλα αυτά πέραν από τις κοινωνικές και ηθικές θεωρήσεις.” Ιδού το λάθος, η παλιά νοοτροπία δύσκολα πεθαίνει. Είναι λάθος να θεωρούμε ανήθικο μόνο εκείνο που προσβάλει άμεσα την λεγόμενη ηθική αίσθησή μας. Ακόμη και ένα άσχημο ποίημα, μία χυδαία μουσική, ένας αποκρουστικός ζωγραφικός πίνακας είναι ανήθικα, διότι έμμεσα, υποστηρίζουν, κολακεύουν, ευνοούν την νοητική τεμπελιά, το κακό γούστο, τον πιο ευτελή συναισθηματισμό των μαζών, που έχουν ήδη πληγεί από ελαττώματα τέτοιου είδους. Και κανείς δεν θα μπορεί ποτέ να πει πόσο αυτά τα 'αισθητικά δηλητήρια' εξασθενίζουν την ψυχολογία και επομένως την ίδια την ψυχή ενός λαού.
Σημειώσεις του Μεταφραστή:
Α) Εάν συγκρίνουμε τα παλαιότερα έργα τέχνης με αυτά που δημιούργησε το ρεύμα της μοντέρνας τέχνης, δεν θα ανακαλύψουμε μόνον μία λανθασμένη φιλοσοφία τέχνης ή μία πνευματική αστοχία, αλλά ένα βαθύ και τρομακτικό μίσος, μίσος προς μία συγκεκριμένη Κοσμοθεώρηση. Και φυσικά, το μίσος πάντα καλύπτεται από φανταχτερά ενδύματα πολυσύνθετων νοητικών κατασκευών και ψευδό-φιλοσοφιών.
Η έγχρωμη λέξη (Πολιτισμός) πάνω από το άρθρο (εδώ) σε συνδυασμό με τους πίνακες που ακολουθούν, αποτελούν μία επιτομή της παρακμής της εποχής μας (εκτός βέβαια του γέλωτος που προκαλεί το οξύμωρο του σχήματος).
Β) Κάποιος μπορεί να διερωτηθεί: πως γίνεται να μην υπάρχουν άνθρωποι με δημόσιο λόγο που να ξεσηκωθούν και να καυτηριάσουν αυτά τα μοντέρνα έργα τέχνης; Πως εξηγείται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν βρέθηκε κάποιος από τους ιθύνοντες του κόμματος της ΝΔ να αρνηθεί το αισθητικά απαίσιο νέο σύμβολο αυτού του κόμματος; Η εξήγηση μπορεί να δοθεί μέσα από την ακόλουθη αφήγηση: κάποτε βρέθηκα σε μία εκδήλωση στην οποία μεταξύ των άλλων, παρουσιάστηκαν και έργα παρόμοια με αυτά που είδατε στην πρώτη σημείωση. Εκεί συνάντησα έναν γνωστό μου δικηγόρο και πάνω στην συζήτηση τον ρώτησα: “Mα σου αρέσουν αυτοί οι πίνακες ζωγραφικής”; Δεν μου απάντησε λέγοντάς μου τη γνώμη του, αλλά μου είπε: “Θα αμφισβητήσουμε εμείς τον τάδε που είναι παγκόσμια αναγνωρισμένος;”
Εν ολίγοις, υπάρχει το είδος του ‘μορφωμένου βλάκα’, ο οποίος από τη μία πλευρά δεν έχει εσωτερική καλλιέργεια και από την άλλη δεν έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του ώστε να λάβει το θάρρος να εναντιωθεί στο κάθε ‘ισχύον ρεύμα’.
Γ) Επειδή ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η μοντέρνα τέχνη έχει δυνατότητες συμβολισμού και υπερρεαλιστικών ταξιδιών (πχ. ο σουρρεαλισμός), που δεν τις είχε η προμοντέρνα τέχνη, δείτε μία σειρά ζωγραφικών έργων του 16ου αιώνα, στα οποία ομορφιά, συμβολισμός και ταξίδι στο υπερρεαλιστικό πηγαίνουν μαζί. Δείτε λοιπόν το παρακάτω:The Augsburg Book of Miracles (1552) και επίσης εδώ και εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου