Ήρθαν και τα κόμματα και κάνανε τη γλώσσα μας κομμάτια.
Κόμμα, ως παράγωγο τοu ρήματος κόπτω, σημαίνει απόκομμα, κομμάτι.
"Άρα και η κομματική γλώσσα είναι εξ' ορισμού μία κομματιασμένη γλώσσα". Η νόθευση της πολιτικής μας γλώσσας αρχίζει από τη στιγμή, που εισέρχονται στον πολιτικό στίβο τα λεγόμενα αριστερά κόμματα και πιο συγκεκριμένα το Κομμουνιστικό.
Οι πρώτοι Έλληνες Κομμουνιστές, είτε γιατί αδυνατούσαν να μεταγλωττίσουν διάφορους μαρξιστικούς όρους, είτε γιατί προτιμούσαν να τους κρατήσουν ατόφιους για λόγους εντυπωσιασμού, δημιούργησαν ένα λεξιλογικό οπλοστάσιο, που ήταν προσιτό μόνο στους μυημένους. Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν... υπό συνθήκες παρανομίας -κατι που τους προσέδιδε ιδιαίτερη γοητεία- λέξεις, όπως: «προτσές», «πλατφόρμα», «σέκτα», «ρεβιζιονιστής», «άκτιβ», «λικβινταριστής», «κούτβης», «όππορτουνιστής», «αγκιτάτσια», «γκρούπα» κ.λπ., όλα δηλαδή εκείνα τα περίεργα και συχνά κακόηχα λεξίδια, που αποτελούν την αργκό της Αριστεράς.
Το κακό με την Αριστερά είναι πως θέλησε -ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης- να οικειωθεί το κίνημα του δημοτικισμού, όπως αυτό το εξέφραζε ο αντεργατικός, ο πολιτικά αντιδραστικός και πέρα για πέρα βασιλικός Γιάννης Ψυχάρης. Άλλα η γλώσσα του Ψυχάρη δεν ήταν λαϊκή, ήταν λαϊκιστική, προϊόν μίας κατασκευής γραφείου, που πρόβαλλε σαν λαϊκό ότι μπορούσε να είναι χοντροκομμένο, φτηνό και κακόφωνο. Ο Ψυχάρης δεν είχε ζήσει στην Ελλάδα και η γλωσσική του εμπειρία περιοριζόταν στα «φραγκοχιώτικα».
Λαϊκιστικό όμως ήταν στα πρώτα του τουλάχιστον βήματα -και δυστυχώς «εν πολλοίς» παραμένει- και το κομμουνιστικό κίνημα. Οι εκπρόσωποί του, θέλοντας να μιλήσουν τη «γλώσσα του λαού», ασπάστηκαν τον ψυχαρισμό, τη γλωσσική έκφραση που ονομάστηκε υποτιμητικά «μαλλιαρισμός», και διαμόρφωσαν ένα γλωσσικό όργανο που αγνοούσε τις γλωσσικές κατακτήσεις του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και προωθούσε τους λεκτικούς παλαφαρισμούς. Η άφιξη μάλιστα του Ζαχαριάδη και των άλλων φωστήρων της «Κουτβ» και των παραφυάδων της -που δεν είχαν εδραία συνείδηση ελληνικής λαλιάς- επέτεινε περισσότερο το κακό.
Έτσι η Αριστερά απέκτησε ένα λεξιλόγιο δήθεν λαϊκό, δήθεν ελληνικό, που όμως ήταν μια νεκρή ξύλινη γλώσσα. Επρόκειτο για κακομεταφρασμένα ρωσικά.
Μόνο στη διάρκεια της Κατοχής, χάρη σε ορισμένα ταλέντα, Όπως του Γληνού, του Καρβούνη, της Παπαδάκη, του Βιδάλη και του Καραγιώργη, ο λόγος της Αριστεράς πήρε κάποιο χρώμα ελληνικό, απέκτησε μια κάποια λεκτική ευλυγισία. Αυτή την παράδοση θέλησε να συνεχίσει η «Επιθεώρηση Τέχνης», χάρη στη θαυμάσια πέννα του Τάσου Βουρνά, του Δημ. Ραυτόπουλου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Τίτου Πατρικίου, το φοιτητικό περιοδικό Πανσπουδαστική και το περιοδικό Κριτική της Νόρας και του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Σήμερα το επίσημο Κ.Κ.Ε. εξακολουθεί να συνεχίζει τη γλωσσική παράδοση της «στοχοπροσήλωσης» του Ζαχαριαδισμού, ενώ το λεγόμενο «Εσωτερικό», παγιδευμένο στα ιδεολογικά του αδιέξοδα, αιωρείται μεταξύ ζαχαριαδισμού και κουλτουριάρικου γριφολογισμού.
Παρ' όλο που διαθέτει αξιόλογους μελετητές του Μαρξ και Γκράμσι, εξακολουθεί να προσφέρει «πεσκέσι» στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης τη λογία γλώσσα και τ' Αρχαία!
Το ΠΑΣΟΚ, μην έχοντας πολιτική παράδοση και οντάς ενα πολυσυλλεκτικό κόμμα, διαμόρφωσε ένα ιδιότυπο γλωσσικό όργανο με βάση το λεξιλόγιο της παλιάς Αριστεράς, άλλα με δομή αμερικάνικου λόγου. Γιατί, μια και η ηγεσία του αναπτύχθηκε πνευματικά στην Αμερική, έχει περισσότερη ευχέρεια να σκέπτεται στην αγγλική και να μεταγλωττίζει -δίκην κομπιούτερ- στην ελληνική.
Είναι χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, η ομιλία του κυρίου Αρσένη, που μιλά συλλαβιστά, άτονα, μηχανικά και νανουριστικά, μιας και ο άνθρωπος πρώτα σχεδιάζει τη φράση στ' αγγλικά και μετά την αποδίδει, όπως μπορεί, στα ελληνικά (σημείωση: όπως κάνει και ο σημερινός πρωθυπουργός ΓΑΠ). Μπορεί να μην πέφτει σε γλωσσικά ολισθήματα, άλλ' ο λόγος του ούτε ως χρώμα, ούτε ως τόνος, ούτε ως δομή είναι ελληνικός.
Βέβαια η γλώσσα του ΠΑΣΟΚ είναι η γλώσσα του αρχηγού, του Μεγάλου Αδελφού Ανδρέα Παπανδρέου, που είναι ο κύριος εισαγωγέας του πασοκικού «Νιουσπήκ». Ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει πολλές γλώσσες, δεν εννοούμε μόνο ξένες. Εννοούμε «γλώσσες» ελληνικές.
Στις επίσημες ομιλίες του μιλάει σαν καθηγητής, στις συγκεντρώσεις στελεχών μιλάει ως παλιός αρχειομαρξιστής και στις επαφές του με το λαό χρησιμοποιεί μια γλώσσα «νάϊφ» (knife), για να φαίνεται περισσότερο λαϊκός. Από πολλές απόψεις θυμίζει τ αγάλματα του Μέμνωνα ή τον παλαιό αγωνιστή Θανάση Αλαντάλα. (Θανάσης Αλαντάλας: αγωνιστής του 1821 ~ Το όνομά του πρέκυψε από τη σκωπτική έκφραση "άλλ' αντ' άλλων").
Πηγή
"Άρα και η κομματική γλώσσα είναι εξ' ορισμού μία κομματιασμένη γλώσσα". Η νόθευση της πολιτικής μας γλώσσας αρχίζει από τη στιγμή, που εισέρχονται στον πολιτικό στίβο τα λεγόμενα αριστερά κόμματα και πιο συγκεκριμένα το Κομμουνιστικό.
Οι πρώτοι Έλληνες Κομμουνιστές, είτε γιατί αδυνατούσαν να μεταγλωττίσουν διάφορους μαρξιστικούς όρους, είτε γιατί προτιμούσαν να τους κρατήσουν ατόφιους για λόγους εντυπωσιασμού, δημιούργησαν ένα λεξιλογικό οπλοστάσιο, που ήταν προσιτό μόνο στους μυημένους. Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν... υπό συνθήκες παρανομίας -κατι που τους προσέδιδε ιδιαίτερη γοητεία- λέξεις, όπως: «προτσές», «πλατφόρμα», «σέκτα», «ρεβιζιονιστής», «άκτιβ», «λικβινταριστής», «κούτβης», «όππορτουνιστής», «αγκιτάτσια», «γκρούπα» κ.λπ., όλα δηλαδή εκείνα τα περίεργα και συχνά κακόηχα λεξίδια, που αποτελούν την αργκό της Αριστεράς.
Το κακό με την Αριστερά είναι πως θέλησε -ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης- να οικειωθεί το κίνημα του δημοτικισμού, όπως αυτό το εξέφραζε ο αντεργατικός, ο πολιτικά αντιδραστικός και πέρα για πέρα βασιλικός Γιάννης Ψυχάρης. Άλλα η γλώσσα του Ψυχάρη δεν ήταν λαϊκή, ήταν λαϊκιστική, προϊόν μίας κατασκευής γραφείου, που πρόβαλλε σαν λαϊκό ότι μπορούσε να είναι χοντροκομμένο, φτηνό και κακόφωνο. Ο Ψυχάρης δεν είχε ζήσει στην Ελλάδα και η γλωσσική του εμπειρία περιοριζόταν στα «φραγκοχιώτικα».
Λαϊκιστικό όμως ήταν στα πρώτα του τουλάχιστον βήματα -και δυστυχώς «εν πολλοίς» παραμένει- και το κομμουνιστικό κίνημα. Οι εκπρόσωποί του, θέλοντας να μιλήσουν τη «γλώσσα του λαού», ασπάστηκαν τον ψυχαρισμό, τη γλωσσική έκφραση που ονομάστηκε υποτιμητικά «μαλλιαρισμός», και διαμόρφωσαν ένα γλωσσικό όργανο που αγνοούσε τις γλωσσικές κατακτήσεις του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και προωθούσε τους λεκτικούς παλαφαρισμούς. Η άφιξη μάλιστα του Ζαχαριάδη και των άλλων φωστήρων της «Κουτβ» και των παραφυάδων της -που δεν είχαν εδραία συνείδηση ελληνικής λαλιάς- επέτεινε περισσότερο το κακό.
Έτσι η Αριστερά απέκτησε ένα λεξιλόγιο δήθεν λαϊκό, δήθεν ελληνικό, που όμως ήταν μια νεκρή ξύλινη γλώσσα. Επρόκειτο για κακομεταφρασμένα ρωσικά.
Μόνο στη διάρκεια της Κατοχής, χάρη σε ορισμένα ταλέντα, Όπως του Γληνού, του Καρβούνη, της Παπαδάκη, του Βιδάλη και του Καραγιώργη, ο λόγος της Αριστεράς πήρε κάποιο χρώμα ελληνικό, απέκτησε μια κάποια λεκτική ευλυγισία. Αυτή την παράδοση θέλησε να συνεχίσει η «Επιθεώρηση Τέχνης», χάρη στη θαυμάσια πέννα του Τάσου Βουρνά, του Δημ. Ραυτόπουλου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Τίτου Πατρικίου, το φοιτητικό περιοδικό Πανσπουδαστική και το περιοδικό Κριτική της Νόρας και του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Σήμερα το επίσημο Κ.Κ.Ε. εξακολουθεί να συνεχίζει τη γλωσσική παράδοση της «στοχοπροσήλωσης» του Ζαχαριαδισμού, ενώ το λεγόμενο «Εσωτερικό», παγιδευμένο στα ιδεολογικά του αδιέξοδα, αιωρείται μεταξύ ζαχαριαδισμού και κουλτουριάρικου γριφολογισμού.
Παρ' όλο που διαθέτει αξιόλογους μελετητές του Μαρξ και Γκράμσι, εξακολουθεί να προσφέρει «πεσκέσι» στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης τη λογία γλώσσα και τ' Αρχαία!
Το ΠΑΣΟΚ, μην έχοντας πολιτική παράδοση και οντάς ενα πολυσυλλεκτικό κόμμα, διαμόρφωσε ένα ιδιότυπο γλωσσικό όργανο με βάση το λεξιλόγιο της παλιάς Αριστεράς, άλλα με δομή αμερικάνικου λόγου. Γιατί, μια και η ηγεσία του αναπτύχθηκε πνευματικά στην Αμερική, έχει περισσότερη ευχέρεια να σκέπτεται στην αγγλική και να μεταγλωττίζει -δίκην κομπιούτερ- στην ελληνική.
Είναι χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, η ομιλία του κυρίου Αρσένη, που μιλά συλλαβιστά, άτονα, μηχανικά και νανουριστικά, μιας και ο άνθρωπος πρώτα σχεδιάζει τη φράση στ' αγγλικά και μετά την αποδίδει, όπως μπορεί, στα ελληνικά (σημείωση: όπως κάνει και ο σημερινός πρωθυπουργός ΓΑΠ). Μπορεί να μην πέφτει σε γλωσσικά ολισθήματα, άλλ' ο λόγος του ούτε ως χρώμα, ούτε ως τόνος, ούτε ως δομή είναι ελληνικός.
Βέβαια η γλώσσα του ΠΑΣΟΚ είναι η γλώσσα του αρχηγού, του Μεγάλου Αδελφού Ανδρέα Παπανδρέου, που είναι ο κύριος εισαγωγέας του πασοκικού «Νιουσπήκ». Ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει πολλές γλώσσες, δεν εννοούμε μόνο ξένες. Εννοούμε «γλώσσες» ελληνικές.
Στις επίσημες ομιλίες του μιλάει σαν καθηγητής, στις συγκεντρώσεις στελεχών μιλάει ως παλιός αρχειομαρξιστής και στις επαφές του με το λαό χρησιμοποιεί μια γλώσσα «νάϊφ» (knife), για να φαίνεται περισσότερο λαϊκός. Από πολλές απόψεις θυμίζει τ αγάλματα του Μέμνωνα ή τον παλαιό αγωνιστή Θανάση Αλαντάλα. (Θανάσης Αλαντάλας: αγωνιστής του 1821 ~ Το όνομά του πρέκυψε από τη σκωπτική έκφραση "άλλ' αντ' άλλων").
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου