Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΕΘΙΜΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ


ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας η νοικοκυρά του σπιτιού ετοίμαζε τη ζύμη με την οποία θα έφτιαχνε τους λουκουμάδες, φουσκίτσες τις λέγανε τότε. Ανακατεύανε δηλαδή αλεύρι, μαγιά και νερό και φτιάχνοντας μία νερουλή ζύμη την κουκούλωναν και την άφηναν να φουσκώσει, να << γίνει >> όπως έλεγαν. Μέχρι τότε η νοικοκυρά είχε το χρόνο να πάει στην εκκλησία. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας...

επέστρεφε στο σπίτι και καταγινότανε με το φτιάξιμο των λουκουμάδων. Για το ψήσιμό τους χρησιμοποιούσαν μόνο σουσαμέλαιο. Το ίδιο κάνανε και για το φαγητό της καλής βραδιάς. Ζεματιστές οι φουσκίτσες και μόλις βγαίνανε από το τηγάνι, περιχυνόντουσαν με μέλι ή ζάχαρη, σκεπαζόντουσαν κυριολεκτικά με μπόλικο καρύδι και μοιραζόντουσαν στα συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το πιάτο με τους λουκουμάδες ή φουσκίτσες, δεν επέστρεφε στο σπίτι άδειο διότι η νοικοκυρά που τους έπαιρνε, φρόντιζε να το ξαναγεμίσει με τους δικούς της λουκουμάδες. Στο μεταξύ δε χάνανε τον καιρό τους και τά άλλα μέλη της οικογένειας διότι παίρνανε τη μερίδα τους κι αυτά. Στη συνέχεια, τα μεγαλύτερα παιδιά τρέχανε να πούνε τα κάλαντα με το καραβάκι στο χέρι και η μαμά με τις μεγάλες κόρες μισοετοιμάζανε τα φαγητά της επόμενης μέρας.
Τα κάλαντα που περιγράφονται είναι από την περιοχή του Καρατζά – κιόι της Ανατολικής Θράκης, άγνωστα στους περισσότερους.
Και η κυρά η Παναγιά
Η καθαρό – Μαρία
Που καθόνταν και λουζόνταν
Μες στο καθαρονέρι
Την Παναγιά εφίλευα
Και τον Χριστό κερνούσα
Για να μ ου δώσει τα κλειδιά
Κλειδιά του Παραδείσου
Ν ανοίξω τον Παράδεισο
Να μπώ να σεργιανίσω,
Να διώ τσ’ αρχόντοι που ‘ρχονται
Σακκούλες βουλωμένες,
Να διώ και τη φτωχολογιά
Λαμπάδες αναμμένες
Να διώ και τα μωρά παιδιά
Πως παίζουνε το μήλο,
Το μήλο το χρυσόμηλο
Κι αλησμονούν τις μάνες.
Στο βραδινό τραπέζι τα πράγματα ήσαν πολύ απλά και εύκολα μια και υπήρχε η νηστεία. Η νοικοκυρά ετοίμαζε το βραδινό τραπέζι παραδοσιακά. Έβαζε πάνω σ αυτό την εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας και δίπλα της ένα αναμμένο κερί και ένα θυμιατήρι. Λίγο πιο πέρα τα εννέα πιάτα με τα νηστίσιμα φαγητά ( το πρώτο πιάτο είχε το χριστόψωμο, το δεύτερο πιάτο τους κλασικούς νηστίσιμους λαχανοντολμάδες, το τρίτο πιάτο τον χαλβά, το τέταρτο πιάτο οι ελιές, το πέμπτο πιάτο είχε το τουρσί, το έκτο τις πιπεριές, το έβδομο τις μελιτζάνες, το όγδοο το αλάτι και το ένατο το πιπέρι.) φρούτα και κρασί. Τα εννέα πιάτα σύμφωνα με την επικρατέστερη δοξασία συμβολίζουν τους εννέα μήνες εγκυμοσύνης της Παναγίας.
Όταν η νοικοκυρά τελείωνε το στρώσιμο του τραπεζιού καθόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας γύρω από το σοφρά στα αγροτικά σπίτια, ή σε τραπέζι στις αστικές κατοικίες. Τότε ένα παιδί ή και η ίδια η οικοδέσποινα έλεγε για προσευχή το τροπάριο της Γέννησης του Χριστού, θύμιαζε το τραπέζι, τα μέλη της οικογένειας, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο σε ηλικία και τελειώνοντας στο μικρότερο. Στη συνέχεια θυμιάτιζε τις εικόνες, και όλα τα δωμάτια του σπιτιού κρατώντας πάντα στο ΄’ένα χέρι το θυμιατό και στο άλλο το αναμμένο κερί. Όταν επέστρεφε στο τραπέζι άρχιζε το φαγητό και όταν τελείωναν γινόταν και πάλι η προσευχή κι όλοι πήγαιναν για ύπνο μια και την άλλη μέρα θα σηκωνόντουσαν χαράματα για να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία.


ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Με το χάραμα της ημέρας όλοι στο πόδι. Βάζουν τα γιορτινά και τα καινούργια και πάνε στην εκκλησία. Παρακολουθούν τη θεία λειτουργία, μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων, παίρνουν το αντίδωρο από του παπά το χέρι και επιστρέφουν στο σπίτι. Ανταλλάσσουν ευχές και τα παιδιά μικρά ή μεγάλα φιλούν το χέρι των γονιών τους και αυτοί των δικών τους γονιών, αν υπάρχουν. Στη συνέχεια κάθονται στο σοφρά ή στο τραπέζι και παίρνουν το πρωινό τους τσάι, γάλα και ότι άλλο θέλουν αφού η νηστεία τελείωσε.
Το μεσημεριανό τραπέζι είναι γιορταστικό. Στολισμένο με το καλύτερο τραπεζομάντιλο και τα καλά σερβίτσια. Το κεράκι στο μέσον του τραπεζιού απαραίτητο. Το φαγοπότι αρχίζει και πάλι με την προσευχή που και σήμερα είναι το τροπάριο της Γεννήσεως. Το ουζάκι με τα ορεκτικά απαραίτητο. Ως ορεκτικά είχαν τα σπιτικά τουρσιά, τον ταραμά, τα αλλαντικά και τα τυριά, το λαρδί ( χοιρινό παστωμένο λίπος) και ο καβουρμάς. Τα ορεκτικά διαδεχόταν η κοτόσουπα και την κοτόσουπα το κυρίως φαγητό που ήταν , χοιρινές μπριζόλες σβησμένες με κρασί, ή κότα γεμιστή, ή μπάμπω, ή λαχανοντολμάδες με κιμά, ή χοιρινό κρέας με λάχανο τουρσί ή με ξερά φασόλια, ή με σέλινο ή με κυδώνια. Το γεύμα τελείωνε με φρούτα και γλυκό. Τα συνηθέστερα γλυκά ήταν το κανταΐφι, το σαραγλί τυλιγμένο στη φυλλόβεργα και τοποθετημένο στο ταψί κυκλικά. Από το τραπέζι δεν έλειπε το άφθονο και καλό κρασί φτιαγμένο από τους ίδιους και παρμένο από τα εύφορα αμπέλια τους.
Τη μεγαλοπρέπεια του Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού συμπλήρωναν και τα ωραία τραγούδια τους. Με το τέλος του φαγητού γινόταν και πάλι η ευχαριστήρια προσευχή.
Το βράδυ είχανε τις βεγγέρες. Επισκέψεις δηλαδή στα συγγενικά σπίτια για τα χρόνια πολλά και τελευταία επισκέψεις στους εορτάζοντες.
Κατά τον ίδιο τρόπο περνούσαν και τις επόμενες δύο μέρες των Χριστουγέννων και την επόμενη όλοι στις δουλειές τους.


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Ο Αη – Βασίλης ήταν πάντα ο αγαπημένος Άγιος των παιδιών, διότι δεν υπήρχε νηστεία και διότι έφερνε πλούσια και πολλά δώρα.
Πρωί – πρωί, όπως τώρα, έτσι και τότε τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους με το φαναράκι στο ένα χέρι και το πατροπαράδοτο καραβάκι στο άλλο.
Χτυπώντας ρυθμικά το τριγωνάκι, λέγοντας και τραγουδώντας τα κάλαντα τριγυρνούσαν τις γειτονιές και χτυπούσαν επίμονα τις πόρτες για να πάρουν από τις νοικοκυρές τον κόπο τους, που ήταν φρούτα, ξηροί καρποί, γλυκά αλλά και χρήματα. Τα γνωστότερα κάλαντα της πρωτοχρονιάς ήταν το 
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
Αι – Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
Το καλαμάρι έγγραφε και το χαρτί μιλούσε
…………………………………………..
………………………………………….
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πεί την άλφα βήτα
Και το ραβδί που ήταν ξερό, χλωρά μπλαστάρια βγάζει
Και πάνου στα μπλαστάρια του, πέρδικες κελαηδούσαν
………………………………………………………..
…………………………………………………………
Σ αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει
Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
Κι αν έχεις γρόσια δώσε μας, φλουριά μην τα λυπάσαι
Κι αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια.
Αν έβρισκαν καμιά φορά δύστροπο νοικοκύρη του έψελναν τα σκολιανά του
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, τορβάς και δεκανίκι,
Να σε τραβάνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι.
Την κόρη σου την όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι
Και κρέμασέ τηνε ψηλά, να μην την τγρώνε οι ψύλλοι.
Τα κάλαντα αυτά είναι από την Σωζόπολη σε συνδυασμό με μερικές παραλλαγές από κάλαντα της περιοχής των Σαράντα Εκκλησιών.
Ενώ τα παιδιά έψελναν τα κάλαντα στις γειτονιές, οι νοικοκυρές στο σπίτι ετοίμαζαν τις πίττες, που συνήθως ήταν τριφτές και σπάνια με μαγιά, τα ψωμάκια και τα φαγητά που ήταν όμοια με τα Χριστουγεννιάτικα, ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά κάνανε και τα μαντιά με κιμά ή μόνο με τυρί κι αυγά.
Τα ψωμάκια που αναφέρω ήταν μικρά κομμάτια ζύμης που είχε γίνει με αλεύρι και βούτυρο. Τα τρώγανε το πρωί με το γάλα ή τον καφέ. Πολλοί τα λένε και κετέδες.
Το βράδυ, η οικογένεια, μαζευόταν στο πλούσιο και καταστόλιστο τραπέζι. Το στόλισμα του τραπεζιού ήταν όμοιο με το στόλισμα των Χριστουγέννων. Δηλαδή, η εικόνα, το θυμιατήρι, το κερί, τα φρούτα, το ολόκληρο το ψωμί, το κρασί, η κανάτα με το νερό, το πιάτο με το φαγητό, οι ξηροί καρποί και ένα άσπρο αυγό για να είναι το τραπέζι πάντα γεμάτο και οι νυκοκυραίοι να ασπρομαλλιάσουν ζώντας χρόνια πολλά.. Τη βραδιά αυτή ο νοικοκύρης αλλά και οι άλλοι βάζανε πάνω στο τραπέζι και καθένας μπροστά του το πορτοφόλι του για να θυμιαστεί μαζί με τα άλλα και να είναι γεμάτο όλη τη χρονιά. Το φαγητό άρχιζε όμοια με τη βραδιά των Χριστουγέννων. Μετά το θύμιασμα και την προσευχή, ο νοικοκύρης του σπιτιού έκοβε την βασιλόπιτα. Το κόψιμο γινόταν ως εξής.
Σηκωνόταν όρθιος, έκαμνε το σταυρό του ευχόμενος ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, χάραζε το σταυρό πάνω στην πίττα με το μαχαίρι και γύριζε το ταψί τρείς φορές από αριστερά προς τα δεξιά. Στη συνέχεια έκοβε την πίττα σταυρικά λέγοντας<< εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.>> Και άρχιζε το κόψιμο. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού και της Παναγίας, δεύτερο του Αγίου Βασιλείου, τρίτο το δικό του, της νοικοκυράς, του παππού και της γιαγιάς, εφ όσον υπήρχαν και στη συνέχεια των παιδιών κατά σειρά ηλικίας, Αν υπήρχαν μουσαφιραίοι έκοβε και γι αυτούς από ένα κομμάτι. Το μοίρασμα τελείωνε με το κομμάτι του σπιτιού, της δουλειάς, και του φτωχού. Επίσης αν υπήρχαν παντρεμένα παιδιά που δεν ήταν στο τραπέζι κοβόταν ένα κομμάτι και γι αυτά καθώς επίσης και για τα τυχόν ξενιτεμένα μέλη της οικογένειας. Μετά το φαγητό το τραπέζι δεν μαζευτόταν αλλά έμενε έτσι για να έρθει ο Αη – Βασίλης, να το ευλογήσει και να πάρει κάτι και αυτός. Ακόμη έμενε γεμάτο για να το βρεί έτσι η καινούργια χρονιά και να είναι έτσι γεμάτο όλο το χρόνο.
Σε κάποιο άλλο τώρα χώρο του σπιτιού, η οικογένεια μαζεύονταν για τα τυχερά παιχνίδια. Οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά και όχι πάντα και οι μικροί μονά ζυγά με κουκούτσια από χαρούπια, ή καρύδια στη σκούπα ή και στην κεραμίδα
Στήνανε δηλαδή τη σκούπα στον τοίχο και με τη σειρά ένας – ένας ρίχνανε το καρύδι από το χερούλι της σκούπας για να κυλήσει, να πέσει και πέφτοντας να χτυπήσει ένα ή και περισσότερα από αυτά που ήταν ήδη κάτω. Νικητής ήταν αυτός που στο τέλος θα κτυπούσε τα περισσότερα τα οποία βέβαια θα ήταν και δικά του.
Με τον ερχομό του νέου χρόνου αλλάζανε φιλιά και ευχές και στρη συνέχεια πηγαίνανε για ύπνο. Συνήθεια ήταν ακόμα να ξενοιάζουν με χρήματα αυτόν που θα φταρνιζόταν την ώρα του βραδινού φαγητού ή και στο τραπέζι της επομένης. Πολλοί πονηροί θέλοντας να πάρουν τα χρήματα και να είναι οι τυχεροί της χρονιάς, βάζανε κρυφά λίγο μαυροπίπερο στη μύτη και παίρνανε τα χρήματα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς ξεκινούσαν όλοι μαζί για την εκκλησία έχοντας στην τσέπη τους λίγο ρύζι και ένα κομματάκι βασιλόπιτας. Ο πατέρας έβαζε στην τσέπη του και ένα ρόδι.
Το ξύπνημα γινόταν από τη μαμά σουρβιάζοντας τους με ένα κλαρί κρανιάς στην πλάτη και έλεγε την ευχή,
Σούρβα ! Σούρβα !
Γερό κορμί, γερό σταυρί.
Σαν ασήμι, σαν κρανιά.
Και του χρόνου όλοι γεροί
Και καλόκαρδοι
Επιστρέφοντας από την εκκλησία, πρώτος έμπαινε αυτός που θα έκαμνε ποδαρικό και που πίστευαν πως είναι γουρλής. Αυτός έσπαζε και το ρόδι, για να είναι το σπίτι γεμάτο με όλα τα αγαθά και σκορπούσε ρύζι σε όλο το σπίτι για να υπάρχει υγεία και ευτυχία. Πολλές ΄’όμως δορές η νοικοκυρά φρόντιζε από την προηγούμενη μέρα να βρεί αυτόν που θα κάνει το ποδαρικό ερχόμενος από έξω και εκτός οικογενείας. Αυτός που ερχόταν να ποδαρίσει δεν ερχόταν με άδεια χέρια Εφερνε φρούτα, γλυκά, πίττα και έφευγε πάντα φορτωμένος με παρόμοια είδη και επί πλέον με χρήματα.
Μετά την εκκλησία και το ποδάρισμα, ψευτοτρώγανε και κρατούσανε την όρεξη τους για το μεσημέρι, όπου ξεύρανε πως η μαμά τους είχε τα χίλια καλά.
Το τραπέζι αυτόν ήταν και πάλι στολισμένο και πλούσιο σε ωραία και νόστιμα φαγητά. Πολλές νοικοκυρές συνήθιζαν να κόβουν την ώρα αυτή και δεύτερη πίττα. Τα φαγητά της Πρωτοχρονιάς ήταν τα ίδια με των Χριστουγέννων.
Το υπόλοιπο της ημέρας περνούσε με επισκέψεις και χαρούμενες συγκεντρώσεις. Ξενύχτια και χορούς δεν είχανε διότι υπήρχε το πρόβλημα των Τούρκων. Ετσι τελειώνουν οι πανηγυρισμοί για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου και η επόμενη ημέρα ήταν μέρα δουλειάς.
Θα πρέπει ακόμα να πούμε πως τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά στολιζόταν με ξεχωριστή φροντίδα και ο δίσκος της Νονάς. Ενας μεγάλος δίσκος ,στολισμένος με κεντητό δισκόπανο γεμάτος με δώρα ( μαντήλια μεταξωτά – πλεχτές μάλλινες κάλτσες – τσουράπια λεγόντουσαν – τσεμπέρια χρυσοποίκιλτα – πίττες και φρούτα ) έφευγε από το σπίτι του βαφτιστικού και πήγαινε στη νονά. Αποτελούσε δείγμα τιμής και σεβασμού. Ο δίσκος αυτός γύριζε και πάλι με γλυκά και δώρα για το βαφτιστικό της. Οι νοικοκυρές συναγωνίζονταν στο ποια θα κάνει τα καλύτερα δώρα και ποια θα παρουσιάσει τα καλύτερα δισκόπανα που ήταν δύο. Ένα για τη βάση του δίσκου και ένα το μεγαλύτερο που ήταν και το σκέπασμα.
Ανάμεσα στα γλυκά ήταν και τα αμυγδαλωτά, τα πλέον εκλεκτά, φτιαγμένα με ασπράδι αυγού και ζάχαρη. Παρουσίαζαν με πολύ λεπτό τρόπο μικρά τσαμπιά σταφυλιών και ωραιότατα φρούτα. Ετσι με τις εκδηλώσεις αυτές όμορφα και οικογενειακά περνούσε και η γιορτή της Πρωτοχρονιάς και όλοι περιμένανε και τη γιορτή των Θεοφανείων για να κλείσει με αυτή το δωδεκάμερο.


ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Η παραμονή των Θεοφανείων ήταν ημέρα της μεγαλύτερης νηστείας. Πολύ πρωί η νοικοκυρά πήγαινε στην εκκλησία για να φέρει το μικρό αγιασμό. Πρώτη της δουλειά επιστρέφοντας ήταν να δώσει στα παιδιά, που την περίμεναν νηστικά, να πιούν τρείς γουλιές και στη συνέχεια να ραντίσει με αυτόν όλες τις γωνιές του σπιτιού και της αυλής. Σκοπός της να διώξει τα κακά πνεύματα ( τους καλλικαντζάρους και τα ζούζουλα).To ίδιο κάνανε και στα χωράφια για να φύγουν τα ζιζάνια της γής και να έχουν καλή σοδειά. Η Υπόλοιπη μέρα ‘ηταν φτωχή σε φαγητά και λιχουδιές. Ολοι νηστεύανε για να πάρουν την άλλη μέρα το μεγάλο αγιασμό.
Τα παιδιά τραγουδούσαν και πάλι τα κάλαντα των φώτων, τα οποία από περιοχή σε περιοχή ποικίλουν.Τα συνηθέστερα ήταν τα,
Σήμερα τα φώτα κ΄οι φωτισμοί,
Τι χαρές μεγάλες και αγιασμοί,
Κάτου στον Ιορδάνη τον ποταμό,
Κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά
………………………………..
…………………………………
Το βράδυ όμως το τραπέζι θα στρωνόταν και πάλι και θα θυμιατιζόντουσαν τα αγαθά. Η ιεροτελεστεια ήταν η ίδια με τις προηγούμενες παραμονές ,έλειπαν όμως τα ωραία φαγητά και γλυκά. Το κύριο φαγητό της ημέρας ήταν η ταχυνόσουπα, η κομπόστα ( χουσάφι ), το μέλι, τα καρύδια και οι ελιές.
Την ημέρα των Φώτων όλοι και πάλι θα πήγαιναν στην εκκλησία και θα επέστρεφαν στο σπίτι με το μεγάλο αγιασμό στο χέρι. Αυτό τον αγιασμό δεν τον σκορπούσαν στο σπίτι ή στο χωράφι. Πίνανε όλοι από τρεις γουλιές και τον υπόλοιπο τον άφηνε η νοικοκυρά στο εικονοστάσι κλέισμένο καλά μέσα σε ένα μπουκαλάκι. Ηταν το καλύτερο φάρμακο τους στις δύσκολες στιγμές. Ηταν η θεία Κοινωνία στις β αριές αρρώστιες και η προστασία τους σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ο Αγιασμός των υδάτων με το ρίξιμο του Σταυρού γινόταν σε κάποιο ρυάκι της περιοχής χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες για το φόβο των Τούρκων.
Με τον αγιασμό των υδάτων οι καλλικάντζαροι τρέχανε να εξαφανιστούν στα τάρταρα απ όπου ήρθαν. Φοβόντουσαν την αγιαστούρα του παπά και τότε θα τους άκουγες να λένε αναμετάξυ τους.
Φεύγετε να φεύγουμε
Γαιτ ήρθε ο διαβολόπαπας
Με την αγιαστούρα του
Και με την βρεχτούρα του.
Το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό ήταν και πάλι πλούσιο. Πολλοί συνήθιζαν να κόβουν και δεύτερη πίτα, αν περίσσευε καμιά, και αν όχι τότε βάζανε στο τραπέζι για το θύμιασμα ένα κομμάτι από της Πρωτοχρονιάς που πάντα κρατούσε η νοικοκυρά. Το φαγητό τέλειωνε και άρχιζε με προσευχή το τροπάριο της ημέρας και αν δεν υπήρχε γλυκό των προηγουμένων ημερών, τότε η μαμά έκαμνε στα γρήγορα έναν σιμιγδαλένιο ή έναν ωραιότατο σπυρωτό με νεσεστέ χαλβά.. Ετσι με την γιορτή των Θεοφανείων κλείνανε και οι γιορτές του δωδεκαημέρου και την επομένη του Αγίου Ιωάννου μπαίνανε όλοι στο γνωστό ρυθμό της ζωής.
Ολες αυτές οι γιορτές με την αγιοσύνη και τα έθιμά τους, δίναν κάποιο χαρούμενο τόνο στη ζωή τους, σφιχτοδένανε τα μέλη των οικογενειών και φέρνανε κοντά τους συγγενείς και φίλους και το κυριότερο δεν άφηναν να χαθούν ή να ξεχαστούν οι ρίζες τους η εθνικότητά τους η δίψα για λευτεριά.
Με την ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους 2005 εύχομαι ολόψυχα σε όλους τους συμπατριώτες μας που βρίσκονται στην ξενιτιά υγεία, χαρά, ευτυχία, προκοπή, και μια και μιλήσαμε για Θράκη ας πούμε και τις ευχές μας Θρακιώτικα
ΓΕΡΟΣΥΝΗ – ΚΑΛΟΣΥΝΗ – ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ
Σέρρες 15/12/2004
Από το αρχείο του κ.
Ελευθέριου Θ. Χατζόπουλου
Μέλος του Δ.Σ. της Θ.Ε.Ν.Σ.
Και Β! Αντιπρόεδρος της Π.Ο.Θ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου