του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά
Μία από τις φυσιογνωμίες που μας ενθουσίαζαν κάποτε, τέτοιες εορταστικές ημέρες, ήταν και ο φούρναρης. Η παρουσία του στα παιδικά μάτια «θύμιζε τον Άτλαντα», όπως επιτυχημένα έγραψε κάποτε ο Σπύρος Μελάς...
Είχε ένα πρωτότυπο και αρχέγονο μεγαλείο, ανασκουμπωμένος -όπως έστεκε- στο πλάι της ημικυκλικής και μυστηριώδους τρύπας της φλεγόμενης σπηλιάς του.
Από βαθέως όρθρου μέχρι τις πρώτες ώρες της νύχτας φούρνιζε με άγρυπνο βλέμμα, γύριζε την τρίαινα, κουνούσε και ξερόψηνε τις γαλοπούλες, από τις οποίες δεν έτρωγε ο ίδιος. Αλτρουιστική καρτερία.
Δεν έψηνε ο φούρνος, αλλά ο φούρναρης. Ήταν καλλιτέχνης. Οι φουρναραίοι στις μεγαλουπόλεις ήταν ιδιαίτερα γνωστοί και δημοφιλείς.
Ασύγκριτοι μάστορες που δεν έχαναν ποτέ την ψυχραιμία τους, ακόμη και όταν δέχονταν τις βλοσυρές και εξαγριωμένες επιθέσεις για κάποιο καμένο γιουβέτσι ή όταν το αρνάκι γάλακτος μετατρεπόταν σε… μεντζεσόλα! Ο φούρναρης Ολύμπιος έστεκε δίπλα στο μαύρο στόμα του καμινιού του, υπεράνω ψόγου και επαίνου.
Νοικοκυρές, δουλίτσες, λαδικά, μορφές πρωινές, αναμαλλιασμένες έφθαναν με ταψιά μικρά, μεγάλα, χάλκινα, σιδερένια, αλουμινένια, βουίζοντας και προειδοποιώντας:
― Κοίταξε, κακομοίρη μου, μην το κάψεις. Θα σε σκοτώσει ο κύριος…
Ο φούρναρης έπρεπε να θυμάται όλα τα ταψιά της γειτονιάς. Πόσες και πόσες μπόρες δεν πέρασαν οι φουρνάρηδες με τα μπερδέματα των ταψιών. Η κιμωλία βοηθούσε ωστόσο για να μη χαθεί κανένα.
Όσο για τις ημέρες των Χριστουγέννων, σε φτωχές και πλούσιες περιοχές, ο φούρνος ήταν ο παράδεισος των παιδιών. Όλο και κάποιο γλύκισμα θα υπήρχε στον πάγκο ή στη μικρή και πρόχειρη βιτρίνα.
Απαραιτήτως το μελομακάρονο, ο κουραμπιές και το χριστόψωμο.
Πάντως, το αποτέλεσμα της τέχνης του φούρναρη δοκιμαζόταν και κρινόταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το οποίο εξ αποστάσεως παρακολουθούσε και κατέγραφε ο αείμνηστος χρονογράφος Σπύρος Μελάς.
ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ
Μία από τις φυσιογνωμίες που μας ενθουσίαζαν κάποτε, τέτοιες εορταστικές ημέρες, ήταν και ο φούρναρης. Η παρουσία του στα παιδικά μάτια «θύμιζε τον Άτλαντα», όπως επιτυχημένα έγραψε κάποτε ο Σπύρος Μελάς...
Είχε ένα πρωτότυπο και αρχέγονο μεγαλείο, ανασκουμπωμένος -όπως έστεκε- στο πλάι της ημικυκλικής και μυστηριώδους τρύπας της φλεγόμενης σπηλιάς του.
Από βαθέως όρθρου μέχρι τις πρώτες ώρες της νύχτας φούρνιζε με άγρυπνο βλέμμα, γύριζε την τρίαινα, κουνούσε και ξερόψηνε τις γαλοπούλες, από τις οποίες δεν έτρωγε ο ίδιος. Αλτρουιστική καρτερία.
Δεν έψηνε ο φούρνος, αλλά ο φούρναρης. Ήταν καλλιτέχνης. Οι φουρναραίοι στις μεγαλουπόλεις ήταν ιδιαίτερα γνωστοί και δημοφιλείς.
Ασύγκριτοι μάστορες που δεν έχαναν ποτέ την ψυχραιμία τους, ακόμη και όταν δέχονταν τις βλοσυρές και εξαγριωμένες επιθέσεις για κάποιο καμένο γιουβέτσι ή όταν το αρνάκι γάλακτος μετατρεπόταν σε… μεντζεσόλα! Ο φούρναρης Ολύμπιος έστεκε δίπλα στο μαύρο στόμα του καμινιού του, υπεράνω ψόγου και επαίνου.
Νοικοκυρές, δουλίτσες, λαδικά, μορφές πρωινές, αναμαλλιασμένες έφθαναν με ταψιά μικρά, μεγάλα, χάλκινα, σιδερένια, αλουμινένια, βουίζοντας και προειδοποιώντας:
― Κοίταξε, κακομοίρη μου, μην το κάψεις. Θα σε σκοτώσει ο κύριος…
Ο φούρναρης έπρεπε να θυμάται όλα τα ταψιά της γειτονιάς. Πόσες και πόσες μπόρες δεν πέρασαν οι φουρνάρηδες με τα μπερδέματα των ταψιών. Η κιμωλία βοηθούσε ωστόσο για να μη χαθεί κανένα.
Όσο για τις ημέρες των Χριστουγέννων, σε φτωχές και πλούσιες περιοχές, ο φούρνος ήταν ο παράδεισος των παιδιών. Όλο και κάποιο γλύκισμα θα υπήρχε στον πάγκο ή στη μικρή και πρόχειρη βιτρίνα.
Απαραιτήτως το μελομακάρονο, ο κουραμπιές και το χριστόψωμο.
Πάντως, το αποτέλεσμα της τέχνης του φούρναρη δοκιμαζόταν και κρινόταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το οποίο εξ αποστάσεως παρακολουθούσε και κατέγραφε ο αείμνηστος χρονογράφος Σπύρος Μελάς.
ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου