Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ο φυλετικός τύπος των αρχαίων Ελλήνων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτό το κείμενο προβαίνει σε μια κριτική θεώρηση των διαθέσιμων ενδείξεων σχετικά με τον φυλετικό τύπο των Αρχαίων Ελλήνων. Από τη μία, αποτελεί από μόνη της μια ανθρωπολογική μελέτη και από την άλλη είναι μια απάντηση σε εκείνους, ειδικά της Νορδικιστικής σχολής, που ισχυρίζονται ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν σωματικά διαφορετικοί από τους σύγχρονους. Αν μερικές φορές φαίνεται ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στο να πείσουμε τον αναγνώστη για τα πιο απλά σημεία, αυτό γίνεται λόγω της επιθυμίας μου να μην αφήσω κανένα από τα επιχειρήματα της άλλης άποψης αναπάντητα.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι πρώτοι ανθρωπολόγοι πίστευαν ότι οι Έλληνες ανήκαν κυρίως στην Μεσογειακή(α)φυλή. Αυτή είναι η άποψη του Sergi [1] και του Ripley [2]. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη για το ζήτημα της Φυλής, ο John R. Baker στο [5] λέει ότι οι μεταγενέστερες έρευνες "δεν φαίνεται να έχουν διαψεύσει αυτές τις απόψεις". Ο Buxton στο [3] εκφράζει την ίδια γενική άποψη, ωστόσο παρατηρεί ότι βραχυκέφαλοι(β) αποτελούν μέρος του Ελληνικού πληθυσμού από την αρχή και ότι οι Έλληνες ήταν μια μίξη Αλπικών(γ) και Μεσογειακών από "σχετικά πρώιμη εποχή". Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Coon στο [4] συμφωνεί ότι οι Έλληνες είναι μια μίξη Αλπικών/Μεσογειακών, με ισχνή Νορδική(δ) συνιστώσα και είναι "αξιοσημείωτα όμοιοι" με τους αρχαίους προγόνους τους.

Η πληρέστερη μελέτη Ελληνικού σκελετικού υλικού από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τη σύγχρονη διεξήχθη από τον Αμερικανό ανθρωπολόγο J. Lawrence Angel [6] ο οποίος βρήκε ότι από πολύ πρώιμα η φυλετική ποικιλότητα ήταν 7% πάνω από τον μέσο όρο, δείχνοντας ότι οι Έλληνες είχαν πολλαπλή καταγωγή εντός της Ευρωπιδικής φυλετικής οικογένειας. Ο Angel υπογράμμισε ότι από την πλέον πρώιμη εποχή μέχρι τη σύγχρονη "η φυλετική συνέχεια στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακή". Ο Buxton [30] που είχε πρωτύτερα μελετήσει Ελληνικό σκελετικό υλικό και είχε μετρήσει σύγχρονους Έλληνες, ειδικά στην Κύπρο, βρίσκει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες "διαθέτουν σωματικά χαρακτηριστικά που δεν διαφέρουν σημαντικά από εκείνους [τους αρχαίους Έλληνες]".

Η πιο εξονυχιστική μελέτη των σύγχρονων Ελλήνων διεξήχθη από τον Έλληνα ανθρωπολόγο Άρη Ν. Πουλιανό [10,11]. Η έρευνα του Πουλιανού περιλάμβανε μια συλλογή και μελέτη πάνω από εβδομήντα ανθρωπολογικών μετρήσεων από ένα μεγάλο δείγμα χιλιάδων Ελλήνων από διάφορες περιοχές της χώρας. Τα κύρια συμπεράσματά του είναι ότι οι Έλληνες και οι γειτονικοί λαοί είναι μια μίξη Αιγαιακών (ένας Μεσογειακός τοπικός τύπος) και Ηπειρωτικών (Διναρικών(ε)) και κατάγονται από τους αρχαίους κατοίκους των περιοχών όπου ζουν. Η παρουσία ατόμων που πλησιάζουν στον Νορδικό τύπο είναι ελάχιστος και δεν υπερβαίνει το 4-6% ακόμα και στα πιο αποχρωματισμένα τμήματα της Ελλάδος. Πιο συχνά είναι τα άτομα που πλησιάζουν τον Αλπικό τύπο της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτοί φτάνουν το 20-30% σε κάποιες περιοχές και συχνά βρίσκονται σε μίξη με πιο νότιους φυλετικούς τύπους. Τα συμπεράσματα του Πουλιανού δεν είναι μόνο ευχολόγια ενός σύγχρονου Έλληνα. Σε μια κριτική του βιβλίου [53], ο J. Lawrence Angel δηλώνει ότι "ο Πουλιανός είναι σωστός εκεί που τονίζει… ότι υπάρχει πλήρης γενετική συνέχεια από τους αρχαίους στους σύγχρονους καιρούς".

Ο Νικόλαος Ξηροτύρης [37], πιο πρόσφατα, ερεύνησε Ελληνικό σκελετικό υλικό και έναν αριθμό από γενετικές και ανθρωπολογικές μελέτες για τους σύγχρονους Έλληνες. Ανακάλυψε πως όπως και στην αρχαιότητα, το έδαφος ευνοεί την απομόνωση και έχει οδηγήσει σε σχηματισμό τοπικών τύπων μέσω μικρο-εξέλιξης. Συμπεραίνει και αυτός ότι υπάρχει φυλετική συνέχεια στην Ελλάδα, χωρίς να βρίσκει ίχνη οποιασδήποτε σημαντικής μεταβολής του Ελληνικού φυλετικού συμπλέγματος, από την προϊστορία, διαμέσου της κλασικής και μεσαιωνικής εποχής, μέχρι τη σύγχρονη.

Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Roland Dixon μελέτησε τις νεκρικές μάσκες των Σπαρτιατών και τους βρήκε Αλπικούς [23]. Ο Ιταλός ανθρωπολόγος Rafaello Battaglia βρήκε ότι οι νεκρικές μάσκες στους Ταφικούς Περίβολους των Μυκηνών αναπαριστούν Διναρικές φυσιογνωμίες [35]. Ο J. Lawrence Angel εξέφρασε παρόμοιες απόψεις θεωρώντας ότι οι βόρειοι εισβολείς στην Ελλάδα είχαν "Διναρο-Αλπική κύρια τάση" [19] που προστέθηκε στο πρωτύτερο Μεσογειακό-Αλπικό μίγμα. Τα φυλετικά στοιχεία δεν ήταν ξέχωρα αλλά μαζί δημιούργησαν τον Ελληνικό πολιτισμό [19]. Τέλος, μια πιο πρόσφατη στατιστική σύγκριση [18] αρχαίων και σύγχρονων κρανίων συμπέρανε ότι υπάρχει "μια αξιοσημείωτη ομοιότητα στην κρανιοπροσωπική μορφολογία μεταξύ σύγχρονων και αρχαίων Ελλήνων".

Παραδείγματα Αρχαίων Ελληνικών τύπων: Μεσογειακός: Περικλής, 5ος αι. π.Χ. πολιτικός, λεπτοπρόσωπος με καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά. Αλπικός: Πλάτων, 4ος αι. π.Χ. φιλόσοφος, ευρυπρόσωπος και ευρυκέφαλος. Διναρικός: Αρίστιππος, 4ος αι. π.Χ. φιλόσοφος, κοντό και υψηλό κρανίο, κυρτή μύτη.

Ο Baker [5] συζητά την προέλευση της ξανθότητας και λέει "Υποστηρίζεται συχνά ότι η ξανθότητα είναι ένδειξη Νορδικής προέλευσης. Από μόνη του, αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση". Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί με ασφάλεια ότι η ύπαρξη ξανθών ατόμων στην Κλασική εποχή δεν σημαίνει ότι υπάρχει Βόρεια καταγωγή, όπως θεώρησε ο Hans Guenther [15] και η Νορδικιστική σχολή. Αυτήν την άποψη έχει και ο Buxton στο [3] όπου δηλώνει "Σε σχέση με τους Αχαιούς έχουμε δείξει ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη βάση για να υποψιαζόμαστε παρουσία Νορδικών". Ο F.G. Debets εκφράζει παρόμοια άποψη [32] όπου δηλώνει ότι "Στην Εποχή του Χαλκού, βρίσκουμε γενικά τους ίδιους τύπους όπως και στον σύγχρονο πληθυσμό, με διαφορετική κατανομή. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για επιμιξία με τον Νορδικό τύπο".

Σε σχέση με τους σύγχρονους Έλληνες, ο Buxton λέει [30] "τα στοιχεία για γαλάζια μάτια σίγουρα δεν αρκούν για να αποδείξουν την παρουσία τους [των Νορδικών] ως σημαντικό μέρος του πληθυσμού". Ο Carleton Coon [14] είναι και αυτός επιφυλακτικός στο να αποδίδει τα ξανθά στοιχεία σε Μεσογειακούς πληθυσμούς σε "κάποια εισβολή Γότθων ή Σκυθών, ή στην επιμιξία με τους Σταυροφόρους", επισημαίνοντας ότι "ένα από τα χαρακτηριστικά της Μεσογειακής φυλής είναι μια μειοψηφική τάση ξανθότητας". Ο Coon προειδοποιεί ότι "δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για όλα το προϊστορικό σκελετικό υλικό που μοιάζει Νορδικό από οστεολογικής άποψης να συνδέεται με ξανθά μαλακά μέρη" [4].

Την ίδια άποψη αντανακλά ο Angel [6] ο οποίος δηλώνει σχετικά με τον Νορδικό-Ιρανικό του μορφολογικό τύπο ότι "Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Νορδικός-Ιρανικός τύπος στην Ελλάδα ήταν ξανθός όπως οι Νορδικοί σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη". Επίσης, η Αλπική φυλή (κυρίαρχη σε μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης) έχει μια μεγαλύτερη εμφάνιση ξανθότητας και συχνά έχει γκρίζα μάτια [2]. Ο W. W. Howells του πανεπιστημίου του Harvard σημειώνει [48] ότι "Δεν είναι όλοι οι «Νορδικοί» ξανθοί και ούτε όλοι οι ξανθοί είναι «Νορδικοί», σε καμία περίιπτωση". Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Earnest Hooton [40] είναι προειδοποιεί ότι η σποραδική αναφορά ξανθών στην Ελληνική λογοτεχνία "δεν δικαιολογεί τις υπερβολές των ψευδο-ιστοριών περί «Νορδικών» κατακτητικών φυλών που εισέβαλλαν στην Ελληνική χερσόνησο". Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος W. M. Krogman το θέτει απλά [36]: "Οι Νορδικοί σήμερα δεν μονοπωλούν την ξανθότητα!".

Ο Coon [4], βασισμένος σε δείγμα 113 Ελλήνων που μέτρησε στην Βοστώνη συνέδεσε την παρουσία ισχνής ξανθής συνιστώσας (<5%) στους Έλληνες με Νορδική προέλευση, κυρίως λόγω της σχέσης της με την έλλειψη ενωμένων φρυδιών. Καμία τέτοια συσχέτιση δεν εμφανίζεται στο δείγμα του Πουλιανού [10] από διαφορετικές περιοχές, που υπερβαίνει τα 3000 άτομα. Να σημειώσουμε επίσης ότι η ξανθότερη περιοχή (Μακεδονία) έχει κεφαλικό δείκτη 83.08, υψηλότερο από τον Ελληνικό μέσο όρο. Όπως και στην Ιταλία [4], η ξανθότητα στην Ελλάδα σχετίζεται με ευρεία κρανία. Το αντίθετο θα έπρεπε να ισχύει αν ήταν Νορδικοί.

Συμπερασματικά, είναι πιο πιθανό το μειοψηφικό ξανθό στοιχείο στην Ελλάδα να μην συνδέεται με ιστορικές μεταναστεύσεις. Είναι επίσης γεγονός ότι η εισαγωγή βόρειων στοιχείων στον Ελληνικό πληθυσμό σε διάφορες περιόδους από την προϊστορία μέχρι σήμερα μπορεί να έχει αυξήσει τα ξανθά στοιχεία.


Παραδείγματα Σύγχρονων Ελλήνων: Αυτοί οι σύγχρονοι Έλληνες ταξινομήθηκαν από τον J. Lawrence Angel [38] ως ανήκοντες ο καθένας στους εξής έξι μορφολογικούς τύπους των Αρχαίων Ελλήνων, αντίστοιχα. Πρώτη γραμμή: Βασικός Λευκός, Κλασικός Μεσογειακός. Δεύτερη γραμμή: Νορδικός-Ιρανικός, Διναρικός-Μεσογειακός. Τρίτη γραμμή: Μικτός Αλπικός, Αλπικός.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Αναφέρεται μερικές φορές ότι στην αρχαία λογοτεχνία προσφέρει στοιχεία για σημαντική παρουσία Νορδικών στην αρχαία Ελλάδα. Αυτό δεν ισχύει καθόλου. Υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές σε καστανούς στην αρχαία μυθολογία και λογοτεχνία, όπως π.χ. οι Μούσες, ο Ποσειδών, η Αλκμήνη, ο Θησέας, ο Δίας, ο Διόνυσος και ο Οδυσσέας που περιγράφονται να έχουν είτε σκούρα μαλλιά, είτε σκούρα μάτια. Ο Ηρακλής, ο αγαπημένος ήρωας των Ελλήνων, περιγράφεται ως σκουρόχρωμος (μέλαναν), με κυρτή μύτη (γρυπόν) από τον Δικαίαρχο (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προπτρεπτικός Προς Έλληνας, 2.30.7). Ο Ηρακλής ήταν παροιμιωδώς μελάμπυγος (σκούρος από πίσω) ως ένδειξη ανδρείας, σε αντίθεση με τον πύγαργο (λευκός από πίσω), που θεωρούνταν δειλός [29]. Η Ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ (αριστοκρατικής καταγωγής από τη Λέσβο τον 7ο αι. π.Χ.) αποκαλύπτει ότι η ίδια και η μητέρα της ήταν σκουρόχρωμες (Fr. 98a, γραμμή 11). Ο Φιλοκτήτης και ο Αίας είχαν καστανό δέρμα και μαύρα μαλλιά (Μαλάλας, Χρονογραφία, 104, 3-8). Οι Σπαρτιάτες βασιλιάδες ήταν Ηρακλειδείς, υποστηρίζοντας ότι κατάγονται από τον Ηρακλή. Παρόμοια, οι Αγαμέμνων και Μενέλαος, οι Ατρείδες ηγέτες των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο, ήταν απόγονοι του Πέλοπα, του οποίου το όνομα σημαίνει «σκουροπρόσωπος» [55]. Μερικοί υποστήριξαν ότι ο Μενέλαος περιγράφεται από τον Όμηρο ως ξανθός αντανακλώντας τον φυλετικό τύπο της Ελληνικής αριστοκρατίας∙ αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε θα ήταν παράξενο ο ιδρυτής της δυναστείας (του οποίου το όνομα σώθηκε στο όνομα της Πελοποννήσου, δηλ. το νησί του Πέλοπα) να περιγράφεται ως «σκούρος».

Δεν πρέπει να αμελήσουμε να αναφέρουμε την λεπτομερή ανάλυση του κλασικιστή Denys Page [26] o οποίος, σε συμφωνία με την αρχαία μαρτυρία του Καλλίμαχου (Fr. 299.1), δείχνει ότι το επίθετο ελίκωπες που χρησιμοποιείται συλλογικά για τους Ομηρικούς Αχαιούς, πιθανόν σημαίνει «σκουρομάτηδες», παρά «με εύστροφο βλέμμα» όπως λανθασμένα θεωρείται. Η Eleanor Irwin, η οποία έγραψε ένα σημαντικό έργο πάνω στους χρωματικούς όρους της Ελληνικής ποίησης [29] συμφωνεί με αυτήν την άποψη και το ίδιο κάνει ο Noel Robertson που συνοψίζει [45] την σύγχρονη άποψη ως εξής: "είναι ξεκάθαρο ότι η έννοια του «μαύρου» είναι καλά τεκμηριωμένη, ενώ το «εύστροφα» ή «συστρεφόμενα» μάτια βασίζεται σε κακή κατανόηση των συνθετικών της λέξης". Τέλος, μερικές φυσιογνωμίες (π.χ. ο Θησέας και ο Διόνυσος) παρουσιάζονται στην Ελληνική λογοτεχνία μερικές φορές ως ξανθοί (Ευριπίδης) και άλλοτε ως καστανοί (Ησίοδος), δείχνοντας έτσι ότι δεν υπάρχει μια κοινή άποψη για την εμφάνισή τους. Ο δεύτερος πιο δημοφιλής Έλληνας ήρωας, ο Θησέας, ιδρυτής της Αθήνας, είχε σκούρα μάτια (Βακχυλίδης 17.16-19).

Έλληνες άνδρες: Έλληνας από την Τήνο, περίπου το 1911 – Ελληνικό γλυπτό Διαδούμενος, περίπου 430 π.Χ., Ηλικιωμένος από την Κρήτη – Ποσειδώνας του Αρτεμισίου

Ένας βαθμός αφέλειας μπορεί να δικαιολογήσει την υποτιθέμενη ξανθότητα των αρχαίων Ελλήνων. Μερικές φορές, η εξήγηση των λογοτεχνικών περιγραφών με βάση την κοινή λογική παραμερίζεται βολικά και επιδιώκεται μια γενίκευση από σποραδικές αναφορές σε ξανθούς χωρίς πολλή σκέψη. Ένα συχνό παράδειγμα είναι τα μαλλιά του Ορέστη που περιγράφονται ως ανοιχτά στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη (γραμμή 515) σαν ένα δραματικό μέσο για ναν βοηθήσει την Ηλέκτρα στην αναγνώριση του αδερφού της από μια τούφα πάνω στον τάφο του πατέρα της, Αγαμέμνονα. Είναι καθαρό πως αν ο Ορέστης περιγράφονταν ως καστανός, το τυπικό Ελληνικό χρώμα, θα ήταν αδύνατο για την Ηλέκτρα να τον αναγνωρίσει. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ποιητή, το άτομο που άφησε την τούφα στον τάφο "σίγουρα δεν ήταν Αργείος" (γραμμή 517), θεωρώντας έτσι ότι οι κάτοικοι του Άργους είχαν κυρίως σκούρα μαλλιά. Παρόμοια, η Δήμητρα, η θεά του σιταριού περιγράφεται με ανοιχτά μαλλιά (ξανθή) και το ίδιο ο Απόλλων, θεός του φωτός και του ήλιου. Ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας έχει σκούρα μαλλιά (κυανοχαίτης), όπως και ο Άδης, θεός του κάτω κόσμου, ενώ η Ηώς, θεά της αυγής, έχει ροδαλά δάκτυλα (ροδοδάκτυλος).

Υπάρχουν μόνο τέσσερις θνητοί στην Ιλιάδα που περιγράφονται ως ξανθοί. Από τα ελάχιστες αναφορές, οι Νορδικιστές φτάνουν στην γενίκευση ότι «οι Αχαιοί ήταν ξανθοί». Η απουσία περιγραφών για καστανούς σημαίνει ότι δεν υπήρχαν καστανοί στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους; Ξεκάθαρα, μια τέτοια άποψη παραβλέπει την συνήθη χρήση των χρωματικών όρων για λόγους διάκρισης αυτών που τα έχουν. Είναι πιο λογικό να σκεφτούμε ότι ο Μενέλαος και ο Αχιλλέας περιγράφονται ως ξανθοί, ενώ παράλληλα εκατοντάδες άλλοι ήρωες όχι με σκοπό να τους διακρίνουν λόγω του ασυνήθιστου χαρακτηριστικού τους, δηλαδή τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για τα ανοιχτά μάτια και π.χ. τα ανοιχτόχρωμα μάτια της Αθηνάς να προκάλεσαν την περιφρόνηση της Ήρας και της Αφροδίτης σε ένα κείμενο του Υγίνου, οι οποίες λογικά δεν είχαν τέτοια μάτια (Υγίνος, Μύθοι, Μαρσύας).

Πρέπει να απορρίψουμε την άποψη ότι η λέξη ξανθός στα αρχαια κείμενα αναφέρεται σε κίτρινο χρώμα μαλλιών, ή ότι η λέξη πύρρος αναφέρεται σε καθαρά κόκκινα μαλλιά. Όσον αφορά στο πρώτο, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη λέξη ξανθίζειν για να περιγράψει το κρέας που ψήνεται, που προφανώς δεν γίνεται κίτρινο. Επιπλέον, ο Στράβων χρησιμοποιεί τα ξανθοτριχείν και λευκοτριχείν, δείχνοντας ότι το ξανθό είναι μια σκουρότερη απόχρωση σε σχέση με τα τελείως ανοιχτά μαλλιά. Ο Γεώργιος Κεδρηνός το χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα μάτια της Παναγίας (ξανθόμματον)∙ τα μάτια σπάνια είναι κίτρινα, εκτός κι αν υπάρχει ίκτερος, κάτι που δεν ταιριάζει στην περίπτωση. Στα νέα Ελληνικά μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι χρώμα δεν είναι μαύρο [22]. Στα αρχαία Ελληνικά, σύμφωνα με την Barbara Fowler [28] σήμαινε κάθε χρώμα που δεν ήταν μαύρο ή σκούρο καστανό, ενώ ο Wace [22] πιστεύει ότι πρέπει να σήμαινε το πολύ καστανοκόκκινο. Οι χρωματικοί όροι είναι τελείως σχετικοί∙ ξανθό μπορεί να σημαίνει μόνο το ανοιχτότερο χρώμα που εμφανίζεται στους Έλληνες και όχι το κίτρινο. Αυτή η αίσθηση επαυξάνεται από τις περιγραφές το χρώμα των μαλλιών των βόρειων Ευρωπαίων ως πόλιος (γκρίζα, συνήθως στους γέρους) ή λευκόν όπως αναφέρεται στην Ελληνική λογοτεχνία (Διόδωρος Σικελός, Αδαμάντιος Ιουδαίος).

Όσο για το πύρρος, είναι αξιοσημείωτο ότι η συνήθης λέξη για το έντονο κόκκινο, ερυθρός, δεν χρησιμοποιείται για τα μαλλιά, ενώ το πύρρος χρησιμοποιείται από τον Αίλιο Ηρωδιανό (Partitiones 115, 10) για το χρώμα των ματιών. Τα ανθρώπινα μάτια δεν είναι ποτέ κόκκινα, ή κοκκινο-κίτρινα, αλλά είναι συχνότερα καστανά μειγμένα με κόκκινο. Είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις εννοείται το καστανο-κόκκινο, ενώ σε άλλες, όπως π.χ. στην περιγραφή των μαλλιών των Γερμανών, ταιριάζει το κιτρινο-κόκκινο, βάσει της γνωστού χρωματισμού των Γερμανών. Πρέπει να θυμόμαστε ότι κανένα έθνος δεν περιγράφεται με κυρίως κόκκινα μαλλιά. Έτσι το πύρρος σημαίνει κοκκινωπή απόχρωση και όχι κόκκινο χρώμα μαλλιών.

Θα άξιζε τον κόπο να αναφέρουμε την άποψη του Βρετανού ανθρωπολόγου John Beddoe [34]. Ο Beddoe μελέτησε χιλιάδες Βρετανούς και ηπειρωτικούς Ευρωπαίους και συγκρίνοντας τις περιγραφές του με αυτές άλλων μελετητών, διαπίστωσε την σχετικότητα των χρωματικών όρων:

Έτσι όλοι οι Γάλλοι ανθρωπολόγοι λένε ότι η πλειοψηφία των ατόμων στην βόρεια Γαλλία είναι ξανθοί∙ ωστόσο σχεδόν όλοι οι Βρετανοί θα τους θεωρούσαν σκουρόχρωμους, με την κάθε ομάδα παρατηρητών να θέτει ως στάνταρ αυτό που έχει συνηθίσει να βλέπει γύρω του. Το σκούρο καστανό για τους περισσότερους Άγγλους θα θεωρούνταν καστανόξανθο για τους περισσότερους Παριζιάνους ή ακόμα και ξανθό στην Ωβέρνη και στην Προβηγκία (νότια Γαλλία)∙ ένας αρχαίος Ρωμαίος πιθανότατα θα το έλεγε sufflavus ή ακόμα και flavus.

Έλληνες θεοί: Απόλλων (Αθηναϊκός κύλιξ, 480-470 π.Χ.) – Ζευς (Ολυμπία, 470 π.Χ.) – Δήμητρα (3ος αι. π.Χ.)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Η Ελληνική τέχνη μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον φυλετικό τύπο των αρχαίων Ελλήνων. Ο Coon στο [4] παρατήρησε ότι το πρότυπο ομορφιάς της ίσιας μύτης και του ευλύγιστου σώματος το δανείστηκαν από την Μινωική Κρήτη που ήταν κατοικούνταν αδιαμφισβήτητα από Μεσογειακούς [5,11]. Η χαρακτηριστική συνέχεια μύτης-μετώπου των ιδεαλιστικών απεικονίσεων θεών και ηρώων είναι πιο τυπική στους Μεσογειακούς παρά στους Νορδικούς [5], παρότι ήταν σπάνια στους αρχαίους Έλληνες [6] όπως ισχύει και στους σύγχρονους [10]. Ο Angel [6] παρατηρεί ωστόσο, ότι ο Διναρο-Μεσογειακός μορφολογικός του τύπος (τύπος F) πλησιάζει αυτό το ιδανικό, σε αντίθεση με τον Νορδικο-Ιρανικό του (Τύπος D) στον οποίο το ρινικό οστό προεξέχει με έντονη γωνία από το μετωπιαίο οστό. Μάλιστα, ο Bertil Lundmann, που ισχυρίστηκε ότι μελέτησε ανθρωπολογικά πάνω από 20.000 άτομα [49], σημείωσε ότι "η μορφολογία του Βορειοευρωπαίου δεν πρέπει να θεωρείται ικανοποιητικά μελετημένη∙ αρκεί να παρατηρήσουμε ότι η λεγόμενη Ελληνική μύτη, που ξεκινά από ψηλά στο μέτωπο, δείχνει πάντα ξένη πρόσμιξη". Το Ελληνικό προφίλ θεωρείται ως ένδειξη του «Βόρειου» χαρακτήρα των Αρχαίων Ελλήνων, ωστόσο ένα πραγματικός ειδικός στην φυσική ανθρωπολογία της Βορείου Ευρώπης υπογραμμίζει ότι είναι ξένο γνώρισμα για τον Βόρειο μορφολογικό τύπο.

Τα αγάλματα εμφανίζουν μερικές φορές ίχνη χρώματος∙ εμφανίζονται διάφοροι χρωματισμοί και δεν είναι ομοιόμορφοι, αντιπροσωπεύοντας τα διαφορετικά χρώματα μαλλιών μεταξύ των Ελλήνων. Ο Manzelli στην μελέτη της έγχρωμης Αρχαϊκής Ελληνικής γλυπτικής [43] καταγράφει 2% κίτρινα μαλλιά(στ). O Manzelli επίσης βρίσκει ότι το χρώμα των ματιών είναι μαύρο, «κόκκινο» και καστανό στην πλειοψηφία των διασωθέντων δειγμάτων, με μόνο ένα δείγμα που έχει πράσινα μάτια. Η Mary Stieber [47] που μελέτησε την εμφάνιση αρχαϊκών αγαλμάτων νεαρών γυναικών που ονομάζονται κόραι επίσης συμπεραίνει ότι παρά την παρουσία ανοιχτού χρώματος μαλλιών σε μερικά δείγματα, "παραμένει γεγονός ότι το κίτρινο χρώμα ήταν σπάνιο∙ για αυτόν μόνο τον λόγο μπαίνουμε σε πειρασμό να συμπεράνουμε ότι το ποσοστό της εμφάνισής του στα γυναικεία αγάλματα της Ακρόπολης αντικατοπτρίζει σημαντικά το ποσοστό της και στην πραγματική ζωή". Ο Buxton στο [3] καταγράφει ένα ενδιαφέρον γεγονός που παρατήρησε ο Sergi [1], ο Ripley [2], ο Deniker [27] και ο Έλληνας ανθρωπολόγος Κλων Στέφανος. Γράφει ο Ripley (σελ.410) "αυτές οι ιδανικές φυσιογνωμίες [των γλυπτών] είναι εμφανώς βραχυκεφαλικές". Είναι σημαντικό ότι διάφοροι πληθυσμοί της σύγχρονης Ελλάδας θεωρούνται από κάποιους (για ιστορικούς και γλωσσικούς λόγους) ότι αντιπροσωπεύουν τον σχετικά καθαρό Ελληνικό τύπο, οι Σφακιανοί και οι Μανιάτες είναι επίσης βραχυκέφαλοι. Οι Αρχαίοι Έλληνες ωστόσο ήταν κατά μέσο όρο μεσοκέφαλοι [6].

Ο Γερμανός ιστορικός τέχνης Winckelmann [16] συζητά εκτενώς το Ελληνικό πρότυπο ομορφιάς. Το χαμηλό μέτωπο, τα πλούσια σγουρά μαλλιά, η ίσια μύτη σε συνέχεια με το μέτωπο, τα μεγάλα μάτια και το οβάλ πρόσωπο, που περιγράφονται από τον συγγραφέα είναι τυπικά για την Νότια Ευρώπη, σε αντίθεση με τα μικρά μάτια, υψηλό μέτωπο, γωνιώδη χαρακτηριστικά και ίσια μαλλιά των Βόρειων. Ο Winckelmann παρατηρεί την ομοιότητα των σύγχρονων Ελλήνων, ειδικά αυτούς των νησιών, με τις κλασικές φυσιογνωμίες, αναφέροντας ειδικά ότι οι Ελληνίδες της Χίου είναι "οι πιο όμορφες της ανθρωπότητας".

Οι απόψεις του Winckelmann υποστηρίζονται από μια σύγχρονη μελέτη του Farkas et al. [51], σύμφωνα με την οποία το 20% των Ελλήνων ανδρών έχουν μέτωπο (απόσταση tragion-nasion) χαμηλότερο από το τυπικό των λευκών Αμερικανών, που είναι κυρίως Βορειοευρωπαϊκής καταγωγής. Το χαμηλό μέτωπο είναι τυπικό για τους Αρχαίους Έλληνες [6]. Η ίδια μελέτη βρήκε ότι το 50% των Ελλήνων ανδρών και το 16.7% των Ελληνίδων έχουν μήκος σχισμής ματιού μεγαλύτερο από το τυπικό των λευκών Αμερικανών.

Η Ελληνική αγγειογραφία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας για να διαπιστωθεί ο χρωματισμός, επειδή οι περισσότερες είναι δίχρωμες. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ωστόσο, ότι στα πιο ρεαλιστικά ερυθρόμορφα αγγεία, τα μαλλιά ζωγραφίζονται σχεδόν πάντα μαύρα, κάνοντας αντίθεση με το σώμα που είναι λευκό (πολλά παραδείγματα στο [24]). Στους λευκούς λήκυθους χρησιμοποιούνται ρεαλιστικά χρώματα. Έντονη ξανθότητα, τυπική των Νορδικών είναι σχεδόν τελείως απούσα, ενώ πολλά δείγματα έχουν μαλλιά που είναι μαύρα ή σκούρα καστανά. Το καστανο-κόκκινο είναι επίσης παρών. Ο Martin F. Kilmer, στο [7: σελ.131, ν.4] συζητώντας ένα Ετρουσκικό αγγείο που δείχνει μια ξανθή γυναίκα λέει ότι αυτό "δεν είναι σύνηθες Ελληνικό γνώρισμα". Συνεπώς, ενώ παραδείγματα ξανθών μαλλιών στην Ελληνική τέχνη δεν είναι άγνωστα (π.χ. ο Ξανθός Έφηβος της Ακρόπολης που τα μαλλιά του είναι έντονα κίτρινα [21]), εντούτοις δεν είναι συνηθισμένα.

Θεατρικά προσωπεία παρέχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τον χρωματισμό των ανθρώπων. Αυτό μάλιστα μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς οι θεατρικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ένα προσωπείο μιας εταίρας, του 4ου αιώνα π.Χ., είχε χρώμα που "μοιάζει μαύρο για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες και κόκκινο για τα μαλλιά", ενώ "Οι κοπέλες της καλής Αθηναϊκής κοινωνίας είχαν μαύρα μαλλιά" [46]. Όπως θα φανεί παρακάτω, αυτό συμφωνεί με τις αρχαίες πηγές που κακολογούν το ξάνθισμα των μαλλιών ως αταίριαστο για μια έξυπνη γυναίκα.

Παραδείγματα από την Αρχαία Ελληνική τέχνη: Μία Αθηναία – Ένας Έλληνας από τον Τάραντα – Μια Ελληνίδα από την Ποσειδωνία (Μεγάλη Ελλάδα) – Ένας Έλληνας από την Ποσειδωνία

Αντίθετα με την γλυπτική και την αγγειογραφία, ελάχιστα πράγματα σώθηκαν από την Αρχαία Ελληνική ζωγραφική. Ευτυχώς, τα ελληνικά πρωτότυπα αντιγράφηκαν από τους Ρωμαίους και αρκετές τοιχογραφίες με θέματα από την καθημερινή ζωή και τη μυθολογία έχουν σωθεί στην Πομπηία και το Herculaneum. Βρέθηκαν θαμμένα κάτω από τόνους ηφαιστιακής στάχτης σχεδόν άθικτα από σύγχρονους αρχαιολόγους. Σε όλες τις σκηνές, άνδρες και γυναίκες εμφανίζονται με οικεία γνωρίσματα, γνωστά από τις πλαστικές τέχνες και είναι ζωγραφισμένοι με ζωηρά χρώματα. Τα μάτια είναι ομοιόμορφα καστανά και τα μαλλιά κυμαίνονται από ανοιχτά καστανά έως μαύρα. Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας είναι ιδιαίτερα πολύτιμες επειδή δείχνουν μία σειρά από Έλληνες ήρωες, αποτυπώνοντας πώς τους φαντάζονταν το Ελληνικό μυαλό.

Έλληνες Ήρωες από την Πομπηία: Περσεύς, Ιάσων, Θησέας, Ηρακλής, Αχιλλέας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΜΗ-ΕΛΛΗΝΩΝ

Οι Έλληνες συγγραφείς δεν μίλησαν ποτέ οι ίδιοι για τον φυλετικό τους τύπο. Ωστόσο αναγνωρίζεται ότι οι Έλληνες ήταν πιο σκουρόχρωμοι από τους βόρειους λαούς, των οποίων την ωχρότητα και την ξανθότητα πολλοί συγγραφείς αντιπαραβάλλουν με την μελαψότητα των Αιγυπτίων και των Αιθιόπων. Οι Έλληνες πίστευαν ότι αντιπροσώπευαν το ενδιάμεσο όσον αφορά στην εμφάνιση. Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι ήταν γενικά πιο σκουρόχρωμοι από τους Βορειοευρωπαίους και πιο ανοιχτόχρωμοι από τους Αιγυπτίους. Ακόμα και οι Θράκες του βορρά απεικονίζονται στην Ελληνική αγγειογραφία συνήθως με "τα ίδια σκούρα χαρακτηριστικά και τα ίδια γνωρίσματα προσώπου με τους Έλληνες" [9], παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις απεικονίζονται ανοιχτόχρωμοι. Αυτό συμφωνεί με την θεώρηση του Πουλιανού [10] ότι οι Θράκες, όπως και οι σύγχρονοι Βούλγαροι, ανήκουν κυρίως στον Αιγαιακό ανθρωπολογικό τύπο. Το [9] μας δίνει το παράδειγμα του λαιμού ενός αμφορέα που εκτίθεται στο Μουσείο Getty στο οποίο απεικονίζεται η Ομηρική σκηνή της επίθεσης των Αχαιών στο στρατόπεδο των Τρώων από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Οι Έλληνες ήρωες έχουν σκούρα μαλλιά, ενώ οι Θράκες σύμμαχοι των Τρώων έχουν ανοιχτά μαλλιά.

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον τμήμα των Ιστοριών του (4.108-109) ο Ηρόδοτος περιγράφει μια φυλή Σκυθών, τους Βουδίνους, ως κοκκινόμαλλους πύρρον και με μπλε/γκρι-μπλε μάτια γλαυκοί. Στη γη τους υπάρχει μια πόλη, με όνομα Γέλων, που κατοικείται από τους Γέλωνες. Οι Βουδίνοι είναι νομάδες, ενώ οι Γέλωνες είναι γεωργοί, μιλούν μια γλώσσα μισή Ελληνική και μισή Σκυθική και λατρεύουν Έλληνες θεούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπάρχουν Έλληνες άποικοι που άφησαν τα λιμάνια τους για να ζήσουν στην ενδοχώρα μαζί με τους Βουδίνους. Αξιοσημείωτο ότι ο Ηρόδοτος δηλώνει πως οι Γέλωνες δεν μοιάζουν με τους ανοιχτόχρωμους Βουδίνους "ούτε στη μορφή, ούτε στον χρωματισμό" [οὐδὲν τὴν ἰδέην ὅμοιοι οὐδὲ τὸ χρῶμα]

Πρέπει επίσης να αναφέρουμε την μαρτυρία του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου (6ος αι. π.Χ., Fr. 13-14) που δείχνει ότι οι λαοί φαντάζονται τους θεούς με βάση τον εαυτό τους και αφού λέει ειρωνικά ότι "αν τα βόδια είχαν θεούς, θα έμοιαζαν με βόδια" χρησιμοποιεί ως παράδειγμα των Θρακών που είναι πύρροι και γλαυκοί, σε αντίθεση με τους Αιθίοπες που έχουν πατημένη μύτη (σιμοί) και σκουρόχρωμοι (μέλανες) για να δείξει ότι οι άνθρωποι φαντάζονται τους θεούς με βάση την δική τους εικόνα. Πόσο παράξενο θα ακούγονταν αυτό στο Ελληνικό κοινό αν περιλάμβανε σημαντικό αριθμό που έμοιαζε με Θράκες!

Θα ήταν ενδιαφέρον να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον Έλληνα ιατρό Γαληνό (Γαληνός, Περί μίξεων) στο οποίο αντιπαραβάλλει το χρώμα μαλλιών διαφόρων αρχαίων λαών. Σημειώστε ότι η λέξη για το «κόκκινο» πύρρος έχει διφορούμενη σημασία.

Αυτά λοιπόν για το σχήμα των μαλλιών∙ ας περάσουμε τώρα στα χαρακτηριστικά όλων των τυχαίων μίξεων, όσον αφορά τις διαφορές στα μαλλιά ανάλογα με την ηλικία, την περιοχή και την φύση του σώματος. Τα μαλλιά των Αιγυπτίων, Αράβων, Ινδών και γενικά όλων των ανθρώπων που κατοικούν ζεστά, ξηρά μέρη έχουν φτωχή ανάπτυξη και είναι μαύρα, ξηρά, σγουρά και ευαίσθητα. Τα μαλλιά όσων κατοικούν σε κρύα, υγρά μέρη αντιθέτως – Ιλλυριοί, Γερμανοί, Δαλματοί, Σαυρομάτες και όλοι οι Σκύθες εν γένει – έχουν καλή ανάπτυξη και είναι λεπτά, ίσια και κόκκινα. Εκείνοι που μένουν σε εδάφη ενδιάμεσα σε αυτές τις περιοχές, έχουν μαλλιά με πάρα πολύ καλή ανάπτυξη, είναι δυνατά, σχετικά μαύρα, με ενδιάμεσο πάχος και ούτε τελείως σγουρά, ούτε τελείως ίσια. Οι διαφορές λόγω ηλικίας είναι οι εξής: σε σχέση με τη δύναμη, το πάχος, το μέγεθος και το χρώμα, τα μαλλιά των βρεφών είναι όμοια με αυτά των Γερμανών, ενώ τα μαλλιά στην ενηλικίωση είναι όμοια με αυτά των Αιθιόπων∙ αυτά των εφήβων και των παιδιών μοιάζουν με τα μαλλιά των ενδιάμεσων περιοχών.

Είναι ξεκάθαρο από το προηγούμενο χωρίο, ότι οι Έλληνες που κατοικούν "ενδιάμεσα εδάφη" έχουν κυρίως μαλλιά που είναι ανοιχτά στην βρεφική ηλικία και "σχετικά μαύρα" στην ενήλικη ζωή. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον Coon [4], το 80% των σύγχρονων Ελλήνων έχουν σκούρα καστανά μαλλιά. Η αντίθεση μεταξύ των ανοιχτόχρωμων βορείων, των σκουρόχρωμων νοτίων και των ενδιάμεσων Ελλήνων αποτυπώνεται σε τόσα πολλά χωρία της Αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως για παράδειγμα στον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Μαθ. Αποτελεσματικά. Βιβ.4 κεφ.10). Εκτός από το χρώμα. Ο Γαληνός παρατηρεί επίσης ότι ο κανόνας του Έλληνα γλύπτη Πολύκλειτου, που περιγράφει τις αναλογίες του ανθρωπίνου σώματος (Galenus Med., De sanitate tuenda libri vi. Kühn volume 6 page 127 line 1) βρίσκεται κυρίως στα Ελληνικά εδάφη:

Στη χώρα μας, όπως και σε άλλες με καλό κλίμα, μπορεί κανείς να δει σώματα όμοια [με τον κανόνα], αλλά στους Σκύθες, Αιγυπτίους και Άραβες, ούτε στα όνειρα δεν μπορεί κάποιος να βρει τέτοια σωματοδομή.

Έχουμε ήδη αναφέρει την μαρτυρία του Winckelmann [16] που βρίσκει κλασικές σωματοδομές στους σύγχρονους κατοίκους της Νότια Ιταλίας, που αποικίστηκε από Έλληνες. Προσθέτουμε άλλη μία, επίσης ενός Γερμανού, του J.G. Kohl [25] "βρήκα τα πιο όμορφα πρόσωπα και σώματα, που μοιάζουν σε αυτά του Πραξιτέλη" στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα.

Ο James Dee συνόψισε [54] άποψη των Αρχαίων Ελλήνων περί των διαφορών τους με τους ξένους σε σχέση με τον χρωματισμό, ως εξής:

Έχουμε δει αρκετούς λόγους γιατί οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν περιγράφουν τους εαυτούς τους ως λευκόν γένος ή ως albi homines – ή οπωσδήποτε αλλιώς επειδή δεν είχαν συγκεκριμένη λέξη για το χρώμα του δέρματός τους – και μπορούμε να δούμε ότι η έννοια της ξεχωριστής λευκής φυλής δεν υπήρχε στον αρχαίο κόσμο. Δύο ακόμα γνωστές πολιτισμικές αντιθέσεις εξηγούν το γεγονός. Οι κλασικοί Έλληνες χώριζαν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, στους Έλληνες, η λέξη αναφερόμενη στους ίδιους και στους βαρβάρους, που αρχικά σήμαινε «μη ελληνόφωνοι ξένοι» και αισθάνονταν, σχετικά δικαιολογημένα, ανώτεροι από όλους αυτούς. Ήταν, αν μη τι άλλο, «Ανώτεροι ως Έλληνες» και θα γελούσαν στην ιδέα του «Ευρωκεντρισμού» αν αυτό σήμαινε να συνδεθούν με οποιονδήποτε τρόπο με αυτές τις βαρβαρικές βόρειες φυλές.

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΙΟΥΔΑΙΟΣ

Ένα απόσπασμα του 4ου αι. π.Χ. από τον Εβραίο συγγραφέα Αδαμάντιο Ιουδαίο χρησιμοποιείται συχνά για να «αποδείξει» ότι οι Έλληνες ήταν ψηλοί, ωχροί, ξανθοί και με ανοιχτά μάτια. Ας αφήσουμε κατά μέρος το ζήτημα του κατά πόσο γνώριζε ο Αδαμάντιος τον φυσικό τύπο των πρώτων Ελλήνων, 25 αιώνες πριν από τον ίδιο. Διαβάζοντας το απόσπασμα στο αρχαίο κείμενο, οι Αρχαίοι Έλληνες περιγράφονται αρκετά ψηλοί (αυταρκώς μεγάλοι άνδρες), ευρείς, δηλαδή όχι λεπτοί (ευρύτεροι), με μέτριας σκληρότητας δέρμα (σαρκός κράσιν έχοντες μετρίαν ευπαγεστέραν), ανοιχτότερο χρώμα δέρματος (λευκότεροι την χρώαν), με μέτριο μέγεθος κεφαλιού (κεφαλήν μέσην το μέγεθος), δυνατό λαιμό (τράχηλον εύρωστον), ελαφρά κυματιστά καστανόξανθα μαλλιά (τρίχωμα υπόξανθον απαλότερον ούλων πραός), τετράγωνο πρόσωπο, δηλαδή με ευρύ σαγόνι και όχι μακρύ (πρόσωπον τετράγωνον), λεπτά χείλη (χείλη λεπτά), ίσια μύτη (ρίνα ορθήν), υγρά, χαρωπά, εύστροφα μάτια γεμάτα φως (οφαθλμούς υγρούς χαρωπούς γοργούς φως πολύ έχοντας εν εαυτοίς).

Ας εξετάσουμε το χωρίο αναλυτικά. Είναι βέβαιο ότι οι πρώτοι «Έλληνες» ήρθαν από την βόρεια Ελλάδα, ως «απόγονοι του Έλληνα και των υιών του» από την Θεσσαλία και την Πίνδο, που θα έπρεπε να είναι πιο ανοιχτόχρωμες σε σχέση με τους νότιους Έλληνες με τους οποίους μείχθηκαν. Ακόμα και σήμερα, στην Ελλάδα, οι κάτοικοι της Πίνδου και της βόρειας Ελλάδας εν γένει, τείνουν πιο ανοιχτόχρωμοι [4,10]. Ο Αδαμάντιος επίσης λέει ότι είναι σχετικά ψηλοί, αλλά όχι πολύ ψηλοί, ούτε πολύ κοντοί, πράγματα που αντιπαθεί. Η ίδια αρχή, κοινή σε όλους του Έλληνες φυσιογνωμιστές, εφαρμόζεται και στο μέτριο μέγεθος του κεφαλιού και στα καστανά τους μαλλιά, όχι πολύ ξανθά, προς το λευκό (άγαν ξανθή και υπόλευκος, οποία Σκυθών και Κελτών) των Σκύθων και των Κελτών, κάτι που υποδηλώνει αμάθεια και σκαιότητα και αγριότητα. Για το χρώμα των ματιών των Ελλήνων δεν μας λέει τίποτα, αν ήταν γλαυκοί, δηλαδή με γκρι-μπλε μάτια, ωστόσο δηλώνει ότι τέτοιο χρώμα ματιών βρίσκεται ανάμεσα στους βόρειους λαούς που έχουν λευκά μαλλιά (λευκοί τας κόμας), απαλή σάρκα (σάρκη λαγαραί) και μεγάλο ύψος (ευμήκεις).

Ο Αδαμάντιος συνεπώς διαχωρίζει τους Έλληνες από τους βόρειους (και νότιους) λαούς σχεδόν σε κάθε ανθρωπολογικό γνώρισμα. Έχουν πιο σκούρα μαλλιά, τα μάτια τους δεν είναι γκρι-μπλε, το δέρμα τους είναι σκληρό (λεπτή σάρκα που ρυτιδώνει είναι τυπική στη βόρεια Ευρώπη), είναι ψηλοί, αλλά όχι πολύ ψηλοί, επίσης είναι ευρείς, με μέτρια κεφάλια, ελαφρά σγουρά μαλλιά όχι ίσια, κτλ. Είναι προφανές ότι η Ελληνική φυλή που περιγράφει ο Αδαμάντιος δεν είναι αυτή των βόρειων (Σκύθες, Κέλτες) που γνωρίζουμε ότι είναι μόνο εν μέρει Νορδικοί.

Για να εδραιώσουμε αυτήν την άποψη, στρεφόμαστε στην ανθρωπολογία και ψάχνουμε να βρούμε την συσχέτιση μεταξύ της περιγραφής του Αδαμάντιου και των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Coon [4], οι Έλληνες ήταν αρκετά ψηλοί για Ευρωπαίοι, με ύψος όσο οι βόρειοι Γάλλοι, αλλά όχι τόσο ψηλοί όσο οι Σκανδιναβοί. Είναι πιο ευρείς και με πιο ανεπτυγμένους μύες, όπως και οι προϊστορικοί τους πρόγονοι [13]. Το 90% έχουν μαλλιά σε αποχρώσεις του καστανού, από το σκούρο μέχρι τείνοντας σε ξανθό. Στην Μέση Ανατολή, τα μαύρα μαλλιά κυριαρχούν, ενώ στην βόρεια Ευρώπη οι ανοιχτές αποχρώσεις είναι οι πιο σημαντικές. Το 50% έχει πολύ λευκό δέρμα και οι υπόλοιποι σε αποχρώσεις του καστανού. Λίγοι έχουν το κοκκινωπό δέρμα που απεχθάνεται ο Αδαμάντιος. Το μεγαλύτερο εύρος σαγονιού υπογραμμίζεται από τον Coon ως "Ελληνική ιδιαιτερότητα" στους σύγχρονους Έλληνες και από τον Angel [6] στους αρχαίους. Ο Angel θεωρεί ότι είναι το πιο "χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ελληνικού προσώπου". Μια σύγχρονη μελέτη του Farkas et al. [51] επιβεβαιώνει αυτήν την παρατήρηση, επισημαίνοντας ότι το 53.3% των Ελλήνων ανδρών και το 26.7% των Ελληνίδων έχουν σαγόνι πιο ευρύ από το μέσο των λευκών της Βορείου Αμερικής. Το μέγεθος του κεφαλιού των Ελλήνων είναι μέτριο, όχι τόσο μακρύ όσο π.χ. των Νορβηγών και Ιρλανδών, αλλά ούτε τόσο μικρό όσο στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Τα μαλλιά τους είναι πιο σγουρά από τους βόρειους, αλλά όχι τόσο όσο στη Μέση Ανατολή. Η μύτη είναι ίσια κατά πλειοψηφία, ενώ η ομορφιά των ματιών δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί ή αποδειχθεί. Από κάθε άποψη, οι Έλληνες ταιριάζουν με αυτούς του Αδαμάντιου.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ KAI ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Υποστηρίζεται ορισμένες φορές ότι οι Έλληνες πολίτες ήταν σωματικά διαφορετικοί από τους σκλάβους τους. Αυτό είναι ανακριβές. Οι σκλάβοι στην Ελλάδα ήταν είτε Ελληνικής καταγωγής, είτε από γειτονικά εδάφη. Μερικοί σκλάβοι από πιο μακρινά εδάφη πιθανότατα υπήρχαν, όντας σχετικά πιο ανοιχτόχρωμοι (Σκύθες) ή πιο σκουρόχρωμοι (Σύριοι). Αλλά εν γένει, στην κλασική Αθήνα στο αποκορύφωμα της δύναμής της, οι πολίτες δεν ξεχώριζαν σωματικά από τους μέτοικους και τους σκλάβους, σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία του ψευδο-Ξενοφώντος (γραμμένη μεταξύ 446-462 π.Χ.) [8]:

Αν ο νόμος επέτρεπε σε έναν ελεύθερο πολίτη να χτυπήσει έναν σκλάβο ή ελεύθερο, θα έβρισκε συχνά ότι είχε μπερδέψει έναν Αθηναίο πολίτη για σκλάβο και θα τον χτυπούσε, καθότι, όσον αφορά στο ντύσιμο και την γενική εμφάνιση, ο δήμος είναι στην εμφάνιση το ίδιο με τους σκλάβους και τους μετοίκους.

Παραδείγματα από την Μυκηναϊκή Ελληνική τέχνη: Σκηνή σε άρμα – Γυναικεία μορφή

Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ακόμα και ότι σε δόθηκαν τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη σε χιλιάδες Μεσανατολίτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο μετά το 411 π.Χ. λόγω της λειψανδρίας που προκάλεσε ο πόλεμος. Μια τέτοια άποψη δεν είναι παρά μια εφεύρεση όσων την υποστηρίζουν, καθώς στη μόνη εξονυχιστική μελέτη, αυτή του Ούγγρου Gyorgy Nemeth [17] περί των μετοίκων στην Αθήνα μέχρι το 400 π.Χ., οι μέτοικοι που είναι γνωστοί από την αρχαιοελληνική γαρμματεία, τα ταφικά μνημεία και άλλες πηγές προκύπτει ότι οι περισσότεροι κατάγονταν από την Δηλιακή Συμμαχία (δηλαδή Έλληνες), ή από Ελληνικές πόλεις-κράτη κοντά στην Αθήνα (Μέγαρα, Κόρινθος), ενώ η πιο μακρινή καταγωγή ήταν από τις Συρακούσες της Σικελίας.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι «γνήσιοι» Έλληνες ήταν ανοιχτόχρωμοι, αλλά μείχθησαν με τους σκουρόχρωμους κατοίκους της Ελλάδας. Ο πρώτος λαός που ήταν γνωστός με το όνομα Έλληνες ήταν οι Μυκηναίοι. Ο Βρετανός αρχαιολόγος Oliver Dickinson τόνισε ότι στην Μυκηναϊκή τέχνη, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι παριστάνονται με σκούρα μαλλιά και μάτια [42] όπως οι αρχαίοι και σύγχρονοι Έλληνες:

Οι τοιχογραφίες τυπικά δείχνουν μάτια και μαλλιά σκούρα (ένα κορίτσι στην Ξεστή 3 έχει κοκκινωπά μαλλιά), δέρμα τυπικά καστανο-κόκκινο στους άνδρες και άσπρο στις γυναίκες, όπως στην Αίγυπτο. Όλες τους είναι συγκρίσιμες με τον χρωματισμό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην Ελληνική γλυπτική και ζωγραφική και υποδηλώνει ότι οι πρώιμοι πληθυσμοί είχαν χρωματισμό όμοιο με αυτό των αρχαίων και επίσης των σύγχρονων Ελλήνων, με τους οποίους μοιάζουν το ίδιο ως προς τον φυσικό τύπο.

Επίσης, οι ανασκαφές στους Βασιλικούς Τάφους των Μυκηνών, περ. 1600 π.Χ. [12] δείχνουν μια ποικιλία ύψους και μορφής κεφαλιού, υποδηλώνοντας πολλούς φυλετικούς τύπους. Συνεπώς, είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι από τους πρώιμους χρόνους, η Ελληνική αριστοκρατία δεν ανήκε σε έναν συγκεκριμένο φυσικό τύπο. Η κύρια διαφορά μεταξύ αριστοκρατών και κοινών πολιτών ήταν το σχετικά μεγαλύτερο ύψος των πρώτων, το οποίο αιτιολογείται από την καλύτερη διατροφή και κοινωνική επιλογή για ηγετικές θέσεις στον πόλεμο. Το ότι οι Μυκηναίοι αριστοκράτες ήταν φυλετικά όμοιοι με τους κοινούς Έλληνες επιβεβαιώνεται από πιο σύγχρονες πολύ-παραμετρικές αναλύσεις σε αρκετά Ανατολικομεσογειακά σκελετικά δείγματα από τους Musgrave και Evans [41]. Βρήκαν ότι "αυτοί οι Έλληνες της Εποχής του Ορείχαλκου, από την Αττική και την Αργολίδα [Μυκηναίοι αριστοκράτες] ανήκαν σε έναν ενιαίο, ομοιογενή πληθυσμό".

Οι τάφοι της Λέρνας [13] της 3ης χιλιετίας και έπειτα, εκπροσωπούν μια μίξη Ελληνόφωνων και μη-Ελληνόφωνων. Και εδώ, ατομικοί και οικογενειακοί τάφοι περιέχουν πολλούς φυλετικούς τύπους, καταρρίπτοντας την άποψη περί διαφορετικής φυλετικά αριστοκρατικής κάστας. Ο Angel που μελέτησε την βιολογική συνιστώσα των Ελληνικών επιτευγμάτων, παρατηρώντας την ετερογένειά τους ορθά, απέρριψε τους ισχυρισμούς του Νορδικιστή Hans F.K. Guenther [20] ως "παράλογη" [19], προειδοποιώντας ενάντια στις "φαντασιολογίες όπως η Νορδική ανωτερότητα" [31]. Η Γερμανή ανθρωπολόγος Ilse Schwidetzky [33] προειδοποιεί επίσης ότι "το να συνδέουμε την πολιτιστική παρακμή με απονορδικοποίηση είναι ένα υπερβολικά βιαστικό και αναξιόλογο συμπέρασμα". Ο Angel [19] παρατηρεί ότι οι εγκληματίες, που θα πρέπει να προέρχονται από τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού, δεν διαφέρουν από τους Αθηναίους πολίτες στην σωματική εμφάνιση. Ο Αμερικανός ιστορικός Chester G. Starr συνοψίζει τις «αποδείξεις» της Νορδικιστικής θεωρίας ως εξής [50]:

Πουθενά στους ιστορικούς χρόνους δεν υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις ότι τα ανώτερα στρώματα μιας περιοχής διέφεραν στην κουλτούρα τα υπόλοιπα λόγω φυλετικού υποβάθρου, ούτε εντός οποιουδήποτε λαού δεν διαφέρουν πολιτιστικά οι ανώτερες από τις κατώτερες τάξεις. Σύγχρονες θεωρήσεις ότι οι άρχοντες διατηρούσαν Νορδική φυσιογνωμία και συνεπώς ήταν ικανότεροι πολιτισμικά είναι ανοησίες που τρέφονται από την σύγχρονες φυλετικές προκαταλήψεις και όχι από αρχαία τεκμήρια.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά του ορίζει το γκριζάρισμα ως την διαδικασία που τα μαλλιά γίνονται από σκούρα, γκρίζα, υποδηλώνοντας ότι οι Έλληνες ουσιαστικά είχαν σκούρα μαλλιά. Παρομοίως, στην Αντιγόνη του Σοφοκλή (1092-3), ο χορός των Θηβαίων γερόντων αναφέρει ότι τα μαλλιά τους άσπρισαν ενώ αρχικά ήταν μαύρα, υποδηλώνοντας ότι, όπως και στο Άργος και οι κάτοικοι της Θήβας είχαν σκούρα μαλλιά όταν ήταν νέοι. Στα Φυσιογνωμικά του Αριστοτέλη υποστηρίζεται ότι και η υπερβολική ωχρότητα και η υπερβολική σκουρότητα δείχνουν δειλία. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Ευδήμεια αναφέρει ότι "μερικοί άνθρωποι έχουν μπλε μάτια (γλαυκοί) και άλλοι μαύρα (μελανόμματοι) επειδή ένα ειδικό τμήμα τους έχει μια συγκεκριμένη ποιότητα" χωρίς να προσδίδει ηθική ανωτερότητα σε κάποιον από τους δύο τύπους. Στο ίδιο χωρίο συνεχίζει λέγοντας ότι ο γαλανομάτης (γλαυκός) δεν βλέπει καθαρά, ένα λάθος που καταδεικνύει ότι δεν πίστευε στην ανωτερότητα όσων είχαν μπλε μάτια. Στην πραγματικότητα, τους Έλληνες εν γένει τους απωθούσαν τα μπλε μάτια, λόγω της σπανιότητάς τους και της συσχέτισής τους με ασθένειες (καταρράκτη και γλαύκωμα), όπως δείχνει μια ολοκληρωμένη μελέτη [39] για τις χρήσεις του επιθέτου γλαυκός:

Ο ενστικτώδης φόβος της απώλειας της όρασης πρέπει να ήταν πολύ ισχυρός σε όλους τους ανθρώπους, συνεπώς η αντίδραση σε τέτοια μάτια θα προκαλούσε απέχθεια. Όλοι απεύχονταν να έχουν παρόμοια τύχη. Υγιή μάτια τέτοιου χρώματος έχουν κάτι το αφύσικο μέσα τους και η σχετική σπανιότητα στην κυρίως Ελλάδα (και ειδικά στην Κρήτη) θα είχε προκαλέσει ενστικτώδη εχθρότητα. Ο φόβος του αγνώστου και του ασυνήθιστου υποδηλώνει ότι οι κάτοχοι τέτοιων ματιών πρέπει να ήταν μοχθηροί∙ έτσι αιτιολογείται η διαρκής συσχέτιση των μπλε ματιών με το κακό μάτι που έχει διατηρηθεί στην Ελλάδα και στις γύρω περιοχές μέχρι στις μέρες μας. Λογικά, αυτά τα εχθρικά συναισθήματα θα μπορούσαν να έχουν ισχυροποιηθεί από την γνώση ότι οι ξένοι του παγερού Βορρά – επικίνδυνοι, ξένοι και επιδρομείς – είχαν μπλε μάτια.

Στο Περί Χρωμάτων του Αριστοτέλη αναφέρεται ότι τα μωρά γεννιούνται με ανοιχτά μαλλιά, τα οποία γίνονται μαύρα όταν μεγαλώσουν. Συνεπώς, σε αντίθεση με τους Νορδικούς που διατηρούν (σε ορισμένο βαθμό) το παιδομορφικό γνώρισμα της ξανθότητας, οι Έλληνες φαίνεται ότι έχουν κυρίως σκούρα μαλλιά όταν ενηλικιωθούν.

Ελληνίδες: Κοπέλα από την Υπάτη, Ελλάδα, περ. 1930 – Κεφαλή Λαπίθης γυναικός από την σκηνή της Κενταυρομαχίας στον ναό του Δία στην Ολυμπία (Φωτογραφίες της Nelly’s, Μουσείο Μπενάκη) – Μινωίτισσα και Σύγχρονη Ελληνίδα

Υπάρχει ένας αριθμός αναφορών στους αρχαίους συγγραφείς σχετικά με την πρακτική των γυναικών να βάφουν τα μαλλιά τους ξανθά (όπως π.Χ. στον Ευριπίδη) ή με άλλες τεχνικές (λευκό μόλυβδο) να ανοίγουν το χρώμα τους. Αυτό θεωρείται από μερικούς ως μίμηση του «Νορδικού ιδεώδους». Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές γράφει:

Άλλη γυναίκα έχει τις βλεφαρίδες της πολύ ανοιχτόχρωμες: τις βάφει με μαύρο χρώμα. Άλλη έχει πιο σκούρες: τις αλείφει με λευκό μόλυβδο. Άλλη είναι ασπρουλιάρα: βάζει ροζ χρώμα.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι μαύρες βλεφαρίδες λογίζονται ως ωραίες λόγω του «Νορδικού ιδεώδους»; Οι γυναίκες πάντα ξάνθιζαν τα μαλλιά τους επειδή συνδέεται με τη νεανική ηλικία στους Ευρωπιδικούς, των οποίων τα μαλλιά σκουραίνουν στην ενηλικίωση. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Έλληνες ήταν κανονικά σκουρόχρωμοι, αλλιώς δεν θα τους ήταν αναγκαίες τεχνικές ξανθίσματος. Όταν ο Μένανδρος (4ος αι. π.Χ.) μιλώντας στο Αθηναϊκό κοινό λέει "η έξυπνη γυναίκα δεν ξανθίζει τα μαλλιά της", υπάρχει αμφιβολία ότι την πρακτική αυτή δεν την βλέπει με καλό μάτι η κοινωνία; Το ίδιο και στον Ευριπίδη (5ος αι. π.Χ., Fr.322) όπου μιλά απαξιωτικά για τα ξανθίσματα: "Ο Έρως είναι οκνηρός και γεννήθηκε από οκνηρούς. Αγαπάει τους καθρέπτες και τα ξανθίσματα, αλλά αποφεύγει τον μόχθο". Και για ποιο λόγο χρησιμοποιούσαν σίδερο για μπούκλες, εφόσον οι Νορδικοί έχουν πιο ίσια μαλλιά από τους Νοτιοευρωπαίους και τους Μεσανατολίτες; Στο ίδιο μήκος κύματος μπορεί να θυμηθεί την Αφροδίτη που περιγράφεται ως ξανθή από μερικούς συγγραφείς, αλλά συνήθως παρουσιάζεται ως καστανή στην Ελληνική τέχνη, ενώ η Φρύνη, η διάσημη εταίρα της οποίας η ομορφιά ήταν διάσημη στην αρχαιότητα, είχε το παρατσούκλι Φρύνη (από το φρύνος [52]) λόγω των σκούρων χαρακτηριστικών της: η ίδια η Φρύνη επελέγη από τον Πραξιτέλη ως μοντέλο για το άγαλμα της θεάς Αφροδίτης.

Άλλο επιχείρημα των Νορδικιστών είναι ότι επειδή οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την λέξη ίρις, που σημαίνει ουράνιο τόξο, για να περιγράψουν την ίριδα του ματιού, σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν σκούρα μάτια. Το επιχείρημα απορρίπτεται για τρεις λόγους. Πρώτον, τα ανοιχτά μάτια δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα στην Ελλάδα. Δεν είναι μεν ο κανόνας, αλλά δεν είναι και ασυνήθιστα. Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν σκούρα μάτια, αλλά ένας σημαντικός αριθμός έχει ενδιάμεσες αποχρώσεις, ενώ τα καθαρά ανοιχτά μάτια έχουν συχνότητα μεταξύ 2 και 10% [10]. Δεύτερον, η λέξη ίρις εισήχθη στην Ελληνική γλώσσα μόλις τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. (Ιούλιος Πολυδεύκης Γραμ., Ονομαστικόν, Βιβ.2 εν.70 γραμ. 3). Συνεπώς δεν είναι δημιούργημα των πρώτων Ελλήνων που υποτίθεται έβλεπαν ανοιχτά μάτια γύρω τους και τα ονόμασαν έτσι από το ουράνιο τόξο. Τρίτον, το προηγούμενο όνομα για την ίριδα του ματιού είναι το μέλαν σύμφωνα με την μαρτυρία του Αριστοτέλη του 4ου αι. π.Χ. (Περί Ζώων Ιστορίαι, 419b, 21).

Ο Πλάτων στην Πολιτεία του αναφέρει ότι τα μάτια των αγαλμάτων πρέπει να ζωγραφίζονται μαύρα, ώστε να μοιάζουν με μάτια και όχι με κάποιο εξωτικό χρώμα. Συνεχίζει λέγοντας ότι ζωγραφίζοντας τα μάτια σε αναλογία (δηλαδή μαύρα) και όλα τα υπόλοιπα μέρη του σώματος επίσης, το αποτέλεσμα προκύπτει "όμορφο". Φαίνεται ότι ο Πλάτων δεν βρήκε κάτι κακό στα μαύρα μάτια, τα οποία πίστευε ότι είναι όμορφα και πρότεινε τα αγάλματα να ζωγραφίζονται φυσικά, δηλαδή με μαύρα μάτια.

Ο Ίων ο Χίος (5ος αι. π.Χ.) μας δίνει κάποια παραδείγματα πώς οι χρωματικοί όροι στην ποίηση (π.Χ. πορφυρά στόματα, ροδαλά δάχτυλα, κτλ) διαφέρουν από τη κανονική χρήση τους στις τέχνες (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές 13,81). Συζητώντας την περιγραφή του Απόλλωνα από τον Πίνδαρο (Ολυμπικόνικοι 6) όπου χρησιμοποιείται το επίθετο χρυσοκόμαν, λέει πως "αν ο ζωγράφος είχε κανει τα μαλλιά του θεού χρυσά και όχι μαύρα, η ζωγραφιά θα ήταν χειρότερη". Συνεπώς φαίνεται ότι η περιγραφή του θεού του φωτός με χρυσά μαλλιά αναγνωρίζεται ως ποιητική, ενώ κανονικά απεικονίζεται με κανονικό χρώμα (μαύρο).

Το ίδιο και για την θεά Αθηνά που περιγράφεται με τους οφθαλμούς της να περιγράφονται γλαυκοί (γκρι-μπλε). Ο Παυσανίας, συγγραφέας και ταξιδιώτης που επισκέφτηκε όλη την Ελλαδα και περιέγραψε αναλυτικά τα έργα τέχνης και τα μνημεία της, βρήκε ένα άγαλμα της Αθηνάς στον ναό του Ηφαίστου κοντά στην Κεραμεικό όπου τον εξέπληξαν οι γλαυκοί οφθαλμοί της. Λέει ότι αυτό το άγαλμα (Ελλάδος Περιήγησις, 1, 14) "Είδα το άγαλμα της Αθηνάς με τα μπλε-γκρι μάτια, σύμφωνα με τον Λιβυκό μύθο, με βάση τον οποίο η Αθηνά ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της λίμνης Τριτωνίδος". Συνεπώς ο Παυσανίας αποδίδει το ανοιχτό χρώμα ματιών σε ένα ασυνήθιστο άγαλμα της Αθηνάς με ανοιχτά μάτια σύμφωνα με έναν ξένο (Λιβυκό) μύθο.

Στην Πολιτεία του, ο Πλάτων παρέχει ξεκάθαρες αποδείξεις ότι η ξανθότητα μπορεί να θαυμάζεται για την ομορφιά της, αλλά οι "σκουρόχρωμοι" [μέλανας] άνδρες είναι ανδροπρεπείς:

Ο ένας, παρότι έχει μύτη πλακουτσωτή, αποκαλείται χαριτωμένος από σας, όσο για την γαμψή μύτη του άλλου που λέτε πως είναι βασιλική, τον άλλο πάλι που βρίσκεται κάπου ανάμεσά τους, πως έχει πολύ αρμονικά χαρακτηριστικά, αν δείτε μελαψούς θα τους πείτε αρρενωπούς και τους λευκούς πως είναι παιδιά των θεών. Και τούτο το όνομα το «μελίχλωρος» ποιου άλλου νομίζεις πως είναι δημιούργημα παρά του εραστή που μεταχειρίζεται θωπευτικές λέξεις και ανέχεται εύκολα την ωχρότητα, φθάνει να πρόκειται για νεαρό;

Από αυτό το χωρίο είναι ξεκάθαρο ότι ο Πλάτων (που ήταν Αθηναίος αριστοκράτης και ανήκε σε μία από τις πιο συντηρητικές Αθηναϊκές οικογένειες) για μία ακόμη φορά επαναλαμβάνει την θεωρία του Μέσου: Οι πιο όμορφοι είναι εκείνοι που έχουν ίσιες μύτες (ούτε κοίλες, ούτε κυρτές) και όσοι έχουν μελί χρώμα δέρματος, ούτε χλωμό, ούτε μελαψό. Μάλιστα, ο τύπος που προτιμά είναι ο κατ’ εξοχήν Ελληνικός και ο πιο κοινός τύπος στην Ελλάδα και σήμερα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνοψίζοντας:

Η φυσική ανθρωπολογία δείχνει ότι υπάρχει φυλετική συνέχεια στην Ελλάδα, με κύρια τα Διναρικά-Αλπικά-Μεσογειακά φυλετικά στοιχεία. Ο φυλετικός τύπος αριστοκρατών, κοινών ανθρώπων και κακοποιών είναι ο ίδιος.
Η αρχαιοελληνική γραμματεία παρέχει στοιχεία για καστανά και ξανθά άτομα, όπως και σήμερα, χωρίς να τους προσδίδει ανωτερότητα σε οποιονδήποτε τύπο.
Η Ελληνική τέχνη δείχνει πρωτοκαθεδρία των καστανών τύπων, με μια μικρή μειοψηφία ανοιχτόχρωμων, σπανίως όσο ανοιχτόχρωμοι όσο οι βορειοευρωπαίοι και με τον ίδιο σωματότυπο με τους καστανούς.
Οι Ελληνικές περιγραφές των ιδίων και των ξένων δείχνει ότι είχαν ενδιάμεσο χρωματισμό σε σχέση με τους βόρειους και νότιους βάρβαρους, όπως είναι και σήμερα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(α) Ο Μεσογειακός τύπος χαρακτηρίζεται από σκούρα μαλλιά και μάτια, δέρμα που μαυρίζει εύκολα, μακρύ κρανίο, σχετικά λεπτό πρόσωπο και μύτη και λεπτό σώμα.
(β) Βραχυκέφαλοι χαρακτηρίζονται όσοι έχουν πλατύ κρανίο, όχι μακρύ. Το αντίθετό τους είναι οι Δολιχοκέφαλοι και οι ενδιάμεσοι οι Μεσοκέφαλοι.
(γ) Ο Αλπικός τύπος είναι συχνότερος στην κεντρική Ευρώπη και βρίσκεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο και την Δυτική/Κεντρική Ασία. Οι Αλπικοί έχουν ευρύ κρανίο, καστανά μαλλιά, μάτια άλλοτε σκούρα, άλλοτε ανοιχτά. Το πρόσωπό τους τείνει ευρύ και το σώμα τους είναι κοντόχοντρο σε σχέση με τους Μεσογειακούς.
(δ) Ο Νορδικός τύπος είναι συχνός στην Βόρεια Ευρώπη. Μοιάζει με τον Μεσογειακό στην εμφάνιση, αλλά έχει ίσια ξανθά μαλλιά, ανοιχτά μάτια και συχνά πιο λεπτό πρόσωπο και ψηλότερο μέτωπο. Οι κάτοικοι της Σουηδίας και της Ολλανδίας είναι συνήθως Νορδικοί.
(ε) Ο Διναρικός τύπος έχει λεπτό πρόσωπο, μακριά κυρτή μύτη και κοντό κρανίο, αλλά διαφέρει από τον Αλπικό στην μορφή του προσώπου και στον σωματότυπό, καθώς ο Διναρικός είναι ψηλός και λεπτός.
(στ) Ο Day [44] θεωρεί ότι ο Manzelli έχει κάνει λάθος στον υπολογισμό και πως τα ξανθά μαλλιά είναι 7% του συνόλου. Σε κάθε περίπτωση, το νούμερο είναι πολύ μικρό και μάλιστα εντυπωσιακά κοντά στο ποσοστό 4-6% των Ελλήνων που «Νορδικοφέρνουν» στην σύγχρονη Ελλάδα [10].
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου