Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ...

Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν συνήθιζαν να ξυπνούν πολύ πρωί για τις εργασίες τους μιας και το αντίθετο θεωρούνταν τεμπελιά. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας» (από την απραξία και την τεμπελιά προέρχονται όλα τα δεινά) όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωνε ο Σόλων! Με την ανατολή του ήλιου λοιπόν η αρχαία οικογένεια έπρεπε να προγευματίζει.
Το πρώτο γεύμα της ημέρας «ακρατισμός» όπως λεγόταν αποτελούνταν από ψωμί μουσκεμένο σε ανέρωτο κρασί (άκρατος). Για τους λαϊκούς το ψωμί αυτό παρασκευαζόταν από κριθάρι και λεγόταν «μάζα» ενώ για τους άρχοντες από σιτάρι και λεγόταν «άρτος».

Το ρόφημα που συνήθιζαν περισσότερο ήταν ο «Κυκεών» (μείγμα κρασιού φτιαγμένο από κριθάλευρο στο οποίο πολλές φορές πρόσθεταν και τριμμένο τυρί). Οι αρχαίοι ημών όμως λάτρευαν και τις γλυκές γεύσεις. Ετοίμαζαν λοιπόν γάλα (κατσίκας) με μέλι, το ονομαστό «μελίκρατον» που το συνόδευαν με καρύδια ή αμύγδαλα και αποξηραμένα σύκα ή σταφίδες. Έτρωγαν επίσης το «μυτλωτό» (πίτα με τυρί, μέλι και ελαιόλαδο) ή το «νωγάλευμα» (λιναρόσπορο με μέλι).

Το μεσημεριανό γεύμα λεγόταν «άριστον». Αποτελούνταν από φαγητά παρασκευασμένα με όσπρια, λαχανικά ή ψάρια μαγειρεμένα με ελαιόλαδο. Το ψωμί, οι ελιές και το νερωμένο κρασί ήταν απαραίτητα συνοδευτικά του μεσημεριανού γεύματος. Το κρέας καταναλωνόταν πιο σπάνια σε καθημερινή βάση.

Κατά το απόγευμα συνήθιζαν το «εσπέρισμα» δηλαδή ένα είδος ελαφρού γεύματος (κολατσιού).

Όμως το σημαντικότερο όλων των γευμάτων ήταν το «δείπνον» ή «αριστόδειπνον». Επρόκειτο για ένα κανονικό γεύμα και καταναλωνόταν αφού είχε νυχτώσει. Οι γυναίκες συνήθως γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες ή μετά από αυτούς. Για τα καθημερινά τους γεύματα χρησιμοποιούσαν τραπέζια ορθογώνιου σχήματος και καθίσματα. Είχαν μόνο κουτάλια για τους ζωμούς και μαχαίρια για την κοπή του κρέατος. Πιρούνια δεν υπήρχαν έτσι χρησιμοποιούσαν τα χέρια για τις στερεές τροφές. Αρχικά για πιάτα χρησιμοποιούσαν κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού ενώ αργότερα άρχιζαν να κατασκευάζουν πήλινα τα οποία με την πάροδο του χρόνου διακοσμούνταν με διάφορα μοτίβα.

Επειδή στους αρχαίους Έλληνες άρεσε να δειπνούν με φίλους αρκετά συχνά διοργανώνονταν τα συμπόσια (συνεστιάσεις). Στο πρώτο μέρος του συμποσίου προσφερόταν το κυρίως φαγητό ενώ στο δεύτερο -που ξεκινούσε πάντα με σπονδές προς τιμήν του Διονύσου- δινόταν το κρασί συνοδευόμενο από τραγήματα (μεζέδες). Τα τραπέζια των συμποσίων ήταν χαμηλά. Από τον 4ο π.Χ αιώνα κατασκευάζονταν σε στρογγυλό σχήμα με ζωόμορφα πόδια, συνήθεια που μεταπήδησε στα ρωμαϊκά χρόνια.

Με την πάροδο του χρόνου στα συμπόσια ενσωματώθηκε η συνήθεια φιλοσοφικών συζητήσεων με αποτέλεσμα να συνδιάζονται πλέον οι διατροφικές απολαύσεις με στοχαστικές αναζητήσεις. («Συμπόσιον» του Πλάτωνος, "Συμπόσιον των επτά Σοφών", «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου).

Εκτός των συμποσίων διοργανώνονταν επίσης δείπνα που ονομάζονταν «συμβολές» στα οποία οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν οικονομικά ή με τρόφιμα( ο Όμηρος τα αποκαλούσε «εράνους»). Αφορμές για δείπνα επίσης αποτελούσαν και οι θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές.

Σε όλη την Ελλάδα ακολουθούνταν οι ίδιες διατροφικές συνήθειες εκτός από τη Σπάρτη που ο στρατιωτικός τρόπος ζωής δεν επέτρεπε τέτοιου είδους απολαύσεις.

Τα κυριότερα αγαθά της διατροφής τους ήταν δημητριακά, λάδι και κρασί. Μεγάλες ποσότητες δημητριακών, σιτάρι, όλυρα (ζέα) και κριθάρι, εισάγονταν στην Αθήνα από την περιοχή του Ελλησπόντου και της Μαύρης Θάλασσας (υπολογίζονται περίπου 17.000 τόνοι ετησίως!!!!) αφού το ψωμί ήταν είδος καθημερινής ανάγκης.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ:

Η αρχαία νοικοκυρά έπρεπε να μουσκέψει το στάρι ώστε να το μαλακώσει. Κατόπιν το άλεθε μέχρι να γίνει χυλός που χρησιμοποιούσε για την κατασκευή πεπλατισμένων πιτών τις οποίες έψηνε πάνω σε θράκα. Αυτό το είδος ψωμιού χωρίς ζύμωμα λεγόταν «άζυμος» ή «σποδίτης».

Άλλος τρόπος ήταν η άλεση των δημητριακών ,η μετατροπή τους δηλαδή σε αλεύρι (αλείατα) με το οποίο η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί. Το ζυμάρι ψηνόταν σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο ή στο έδαφος σε σημείο που πριν είχαν τοποθετηθεί αναμμένα κάρβουνα τα οποία μετά αφαιρούνταν.

Κατόπιν πάνω σε εκείνο το σημείο ακουμπούσαν το πήλινο σκεύος με το ζυμάρι και το σκέπαζαν με ειδικό καπάκι σε σχήμα θόλου το οποίο γέμιζαν με πυρακτωμένα κάρβουνα για τη διατήρηση της θερμοκρασίας. Το σκεύος αυτό ονομαζόταν «πνιγεύς» και είναι ο πρόγονος της σημερινής γάστρας. Το ψωμί που προερχόταν από τους χαμηλούς αυτούς φούρνους και φτιαχνόταν από ζύμη λεγόταν «ζυμίτης».

Ο νομοθέτης Σόλων (6ου αιώνα π.Χ.), όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες. Από την κλασική εποχή και μετά όμως το συγκεκριμένο ψωμί, ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία περισσότερο φυσικά για εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσουν.

ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ

Σε όλη την αρχαία Ελλάδα η κατανάλωση του ελαιόλαδου ήταν πολύ διαδεδομένη Σε πολλές ανασκαφές στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο έχουν βρεθεί άφθονοι ελαιοπυρήνες, δείγμα κατανάλωσης ελιάς και λαδιού, καθώς και πολλοί οπό τους λεγόμενους ψευδόστομους αμφορείς οι οποίοι χρησίμευαν κυρίως για την αποθήκευση λαδιού.

Φημισμένο λάδι στην αρχαιότητα προερχόταν από Κρήτη, Σάμο και Ικαρία, ενώ η Αττική, σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, ήταν όχι μόνο αυτάρκης αλλά και εξαγωγέας ελαιόλαδου και ελιών. Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες.

ΤΟ ΚΡΕΑΣ

Η κατανάλωση κρέατος ήταν γενικά περιορισμένη. Υπήρχαν τα εκτρεφόμενα ζώα όμως σημαντική πηγή κρέατος ήταν και το κυνήγι. Πουλερικά διαφόρων ειδών, λαγοί, αγριόχοιροι, αγριοκάτσικα, ελάφια αποτελούσαν εδέσματα συμποσίων και γιορτών.

ΤΑ ΨΑΡΙΑ

Αντιθέτως προς το κρέας τα ψάρια ήταν περισσότερο προσιτά και ιδιαίτερως αγαπητά στους αρχαίους. Η άμεση πρόσβαση προς τη θάλασσα τροφοδοτούσε με διαφόρων ειδών αλιεύματα όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Όπως παρατηρούμε σε απεικονίσεις αλλά και από γραπτές ιστορικές πηγές οι αρχαίες μέθοδοι και τα σύνεργα της αλιείας παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα από την πρώιμη αρχαιότητα έως σήμερα.

«Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή»
«Τροφὴ δὲ τὸ τρέφον, τροφὴ δὲ τὸ οἷον, τροφὴ δὲ τὸ μέλλον»

Δύο από τις σημαντικότερες αρχαίες ρήσεις! Η πρώτη ανήκει στον Επίκουρο και επισημαίνει την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της τροφής.

Η δεύτερη πιο φιλοσοφημένη, ανήκει στο μεγάλο γιατρό της αρχαιότητας τον Ιπποκράτη:"η επιλογή της σωστής τροφής προάγει την υγεία"!

Όποια από τις δύο και να ακολουθούσε κάποιος ένα ήταν το βέβαιο: η τροφή αποτελούσε για τους αρχαίους το ιερότερο όλων των αγαθών γι αυτό όπως είναι φυσικό, συνδεόταν με τη λατρεία μιας εκ των σημαντικότερων θεοτήτων τους, της Δήμητρας.

Κατά τη μυθολογία η θεά Δήμητρα κάποτε φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Ελευσίνας Κελεό και τη γυναίκα του Μετάνειρα . Έμεινε τόσο ευχαριστημένη από την άριστη φιλοξενία που της πρόσφεραν που χάρισε στο γιό τους Τριπτόλεμο κάποιο πολύτιμο δώρο: ένα άρμα που το έσερναν δράκοντες γεμάτο με σπόρους σταριού για να το σπείρει σε όλη την οικουμένη. Έτσι στον Τριπτόλεμο αποδόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες η διάδοση της καλλιέργειας του σταριού και τιμόταν κατά τη διάρκεια των ιερών τελετών (Ελευσίνια μυστήρια) μαζί με τη θεά Δήμητρα.

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν λιτοδίαιτοι κάτι για το οποίο αισθάνονταν ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Το αντίθετο θεωρείτο δείγμα ανατολίτικης «μαλθακότητας» λόγω των Περσών που αντιθέτως προς εκείνους ήταν λάτρεις της πολυτέλειας (πράγμα που όπως πίστευαν οδήγησε στην παρακμή τους) και αρέσκονταν να επιδεικνύονται με τα υπερβολικά πλούσια τραπέζια τους. Κυριότερη τροφή λοιπόν της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας αποτελούσαν τα δημητριακά. Όμως και τα λαχανικά είχαν ομοίως μεγάλη ζήτηση.

Μάλιστα οι Πυθαγόρειοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ακολουθούσαν αυστηρά χορτοφαγική διατροφή στα πλαίσια της «αγνότητας» και της «κάθαρσης» που πρέσβευαν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Ένας από τους κυριότερους Πυθαγόρειους φιλοσόφους, ο Εμπεδοκλής, ο οποίος είχε μεγάλη απήχηση και ως θεραπευτής ασθενειών, αναφερόμενος στην θεωρία της μετεμψύχωσης έθεσε το εξής δίλλημα: «ποιός μπορεί να βεβαιώσει πως μέσα σ’ ένα ζώο που θανατώνεται δεν έχει καταφύγει μια ανθρώπινη ψυχή;»

Για το λόγο αυτό λοιπόν και οι Πυθαγόρειοι αλλά και οι Ορφικοί (των οποίων οι θεωρίες ταυτίζονταν σε πολλά σημεία), δίδασκαν την αποφυγή της κρεατοφαγίας.

Για τους αθλητές όμως οι απόψεις περί διατροφής διίσταντο. Ο Πλάτωνας (ο οποίος ακολουθούσε πιστά τη χορτοφαγία) αναφέρει τον αθλητή Ίκκο από τον Τάραντα να ακολουθεί αυστηρά πειθαρχημένο και λιτό πρόγραμμα διατροφής ενώ αντιθέτως από ιστορικούς της εποχής αναφέρεται ο Μίλων από τον Κρότωνα (ολυμπιονίκης της πάλης) ο οποίος εκτός από μεγάλες ποσότητες κρασιού και ψωμιού του επιτρεπόταν να καταναλώνει καθημερινά αρκετό κρέας.

Ούτως ή άλλως πάντως το κρέας ήταν ακριβό και γενικά καταναλωνόταν σπανιότερα. Η βρώση του περιοριζόταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις δηλαδή σε κοινωνικές ή θρησκευτικές γιορτές.

Από το σφάγιο διαχωρίζονταν τα λίπη και τα οστά, τα οποία κατά τη γενική αντίληψη αποτελούσαν τη μερίδα των θεών και παραδίδονταν σε αναμμένο βωμό ενώ το καθαρό κρέας ήταν η μερίδα των ανθρώπων και μοιραζόταν στους παρευρισκόμενους.

Ιδιαίτερα ελαφριά διατροφή σύστηνε ο Ιπποκράτης στους αρρώστους.

Ταυτόχρονα για τη θεραπεία τους χρησιμοποιούσε φαρμακευτικά βότανα ενώ θεωρούσε πολύ ευεργετικές τις ιδιότητες του ζωμού της πιτσάνης (αποφλοιωμένο κριθάρι) που όπως αναφέρει στο έργο του «Περί διαίτης οξέων» είχε σημαντική αντιφλεγμονώδη και αντιπυρετική δράση.

Γενικά η χρήση βοτάνων στην ιατρική ήταν πολύ διαδεδομένη. Ο Ελλαδικός χώρος με την ιδιαίτερη χλωρίδα του πρόσφερε πληθώρα βοτάνων από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα αλλά και καλλυντικά.

Σε όλη την αρχαία Ελλάδα -ιδιαιτέρως στις Μυκήνες και στη Μινωϊκή Κρήτη- χρησιμοποιούνταν ευρέως για τους σκοπούς αυτούς φλοιοί, άνθη, σπόροι, έλαια ( ευκαλύπτου και ελαιοδέντρων), ένα είδος ρητίνης από μαστίχα, για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων σε μορφή αλοιφών ή σιροπιών αλλά και καλλυντικών.

Στην Κρήτη μάλιστα φύονταν τα περισσότερα όλων. Σε Μινωϊκά πήλινα πινάκια αναφέρονται αρκετά είδη όπως για παράδειγμα ο κορίανδρος (κόλιανδρο), το αλελίσφακον του Διοσκουρίδου (φασκομηλιά), το Κρίταμον ή Κρίθμον το παράλιον, το λάδανον από το φυτό Κίστος (μεταξόχορτο), γλυκάνισο, μυρτιά, ίριδα, ματζουράνα, ασπάλαθο, απήγανο (ως αντίδοτο σε δηλητήρια αλλά και εντομοαπωθητικό), φλοιοί από κέδρο ή κυπάρισσο και πολλά άλλα.

Αρκετές πληροφορίες σχετικά με τα βότανα και τη χρήση τους αντλούμε και από τον Όμηρο ο οποίος στην Οδύσσεια αναφέρεται στα «μαγικά» συστατικά που έριξε η Κίρκη στο κρασί των συντρόφων του Οδυσσέα για να τους προκαλέσει αμνησία ώστε να πάψουν να επιθυμούν το γυρισμό στην πατρίδα τους. Επίσης γίνεται αναφορά στο «νηπενθές» (η λέξη σημαίνει βότανο που απαλλάσσει από τη λύπη) που είχε καταπραϋντική και αντικαταθλιπτική δράση.

Πολλά από τα αρωματικά και θεραπευτικά βότανα καλλιεργούνταν στους λαχανόκηπους των αρχαίων Ελλήνων (απαραίτητοι για την κάλυψη των καθημερινών διατροφικών αναγκών).

Αναφέρεται μάλιστα πως ήταν αρκετά τα σπίτια της Αθήνας που διατηρούσαν λαχανόκηπους στις αυλές τους στους οποίους καλλιεργούνταν σκόρδα, κρεμμύδια, λάχανα, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια, πράσα, όσπρια αλλά και αρωματικά φυτά που χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική όπως σέλινο, άνηθο, μάραθο, δεντρολίβανο, δυόσμος, μέντα με τα οποία αρωμάτιζαν τον άρτο, τα φαγητά και τα «νωγαλεύματα» δηλαδή τα γλυκίσματά τους.

Από τα πιο αγαπητά τους ήταν η «σησαμίς» (είδος παστελιού), η «μελιττούτα» (γαλατόπιττα) , η «άμμιλος» (είδος τούρτας), οι «τηγανίτες» ή «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες) όλα φυσικά φτιαγμένα από μέλι αφού η ζάχαρη εκείνη την εποχή ήταν ανύπαρκτη.

Απαραίτητες ήταν βέβαια και οι αλμυρές πίτες, όπως «πλακούντες και «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες).

Τα λαχανικά ραντίζονταν με ελαιόλαδο, ξύδι , ρίγανη και το απαραίτητο για όλα αλάτι. Επίσης χρησιμοποιούσαν το «οξύμελι» που ήταν μείγμα από μέλι και ξύδι. Για τα ψάρια παρασκεύαζαν μια σάλτσα που ονόμαζαν «γάρον».

Το γάλα ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το βούτυρο ήταν γνωστό επίσης αλλά δεν το χρησιμοποιούσαν συχνά. Αυτοί που έκαναν τακτική χρήση του ήταν οι Θράκες τους οποίους ο κωμικός ποιητής Αναξανδρίδας αποκαλούσε «βουτυροφάγους». Παρόλα αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα ήταν ιδιαίτερα προσφιλή.

Κατανάλωναν επίσης την "πυριατή", ένα είδος γιαουρτιού. Ένα ακόμη απαραίτητο συστατικό για το καθημερινό τραπέζι ήταν το τυρί, είτε από κατσικίσιο γάλα είτε από πρόβειο. Τα τυριά καταναλώνονταν σκέτα, με μέλι ή συνόδευαν λαχανικά. Η βρώση των φρούτων ήταν επίσης αρκετά διαδεδομένη μιας και το μεσογειακό κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια εσπεριδοειδών.

Εάν κάποιος διαβάτης περνούσε δίπλα από κάποιον αρχαίο λαχανόκηπο και στεκόταν να τον περιεργαστεί την προσοχή του θα προσέλκυε ίσως κάποιο επικίνδυνο είδος φυτού το οποίο δεν προοριζόταν για καθημερινή βρώση αλλά ως γιατρικό και ως δηλητήριο. Αυτό ήταν το «Κώνειον το στικτόν» (κωνάω = περιστρέφω).

Η καλλιέργειά του ήταν αρκετά διαδεδομένη ακόμη και στα σπίτια των αρχόντων. Λέγεται πως ακόμη κι ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος ο Γ’ καλλιεργούσε το Κώνειο μαζί με άλλα δηλητηριώδη φυτά στον κήπο του επειδή του άρεσε να ερευνά τις πολλαπλές ιδιότητές τους. Το Κώνειο που καλλιεργούνταν στην Αθήνα μάλιστα ήταν το πιο ισχυρό σε δηλητήριο από εκείνο της υπόλοιπης Ελλάδας.

Ο Ιπποκράτης σε αρκετά συγγράμματά του αναφέρει πως το χρησιμοποιούσε ως ναρκωτικό. Υπό μορφή καταπλάσματος λειτουργούσε και ως αναφροδισιακό και γι αυτό χρησιμοποιούνταν από τους Ιεροφάντες πριν από την τέλεση Μυστηρίων, περίοδο κατά την οποία απαγορεύονταν οι σωματικές επαφές.

Το εκχύλισμά του σε μικρή δόση προκαλούσε νάρκη, παροδική παράλυση ή μυϊκή αδυναμία ενώ η κατάποσή μεγαλύτερης ποσότητας οδηγούσε σε βαθύ ύπνο, νέκρωση των αισθητήριων νεύρων, σπασμούς ώσπου τελικά επέφερε το θάνατο (μ’ αυτό το πολύ ισχυρό δηλητήριο θανατώθηκαν ο Θηραμένης, ο Πολέμαρχος και ο Σωκράτης).

Σε όλη την αρχαία Ελλάδα ιδιαίτερα αγαπητή επίσης ήταν και η παραγωγή οίνου. Τα είδη του κρασιού ήταν τέσσερα: άσπρο, κίτρινο, μαύρο και κόκκινο. Το μαύρο και το κόκκινο συνήθιζαν να τα αρωματίζουν με αρωματικά βότανα όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο και μέλι όμως ποτέ δεν χρησιμοποιούσαν ρετσίνα.

Επειδή κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες (ειδικά στα συμπόσια και στις γιορτές) φρόντιζαν να το νερώνουν -όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό- επειδή η μέθη θεωρούνταν ντροπή. Η εποχή του τρύγου αποτελούσε περίοδο γιορτής για αυτούς και συνοδευόταν από χορούς και τραγούδια. Αφού πατούσαν τα σταφύλια στο πατητήρι, έβαζαν το μούστο σε μεγάλα πιθάρια και τον άφηναν μερικές μέρες να «βράσει».

Ύστερα μάζευαν το γλυκό αφρό που συσσωρευόταν στην επιφάνεια (δηλαδή το πετιμέζι) και αποθήκευαν πάλι τον καθαρό μούστο σε πιθάρια όπου έμενε μέχρι να πιάσουν καλά τα κρύα του χειμώνα. Εξαίρεση αποτελούσαν οι Αθηναίοι οι οποίοι εγκαινίαζαν τον καινούργιο οίνο της χρονιάς την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων κάνοντας φυσικά τις απαραίτητες σπονδές στο θεό της αμπελουργίας, Διόνυσο. Αρκετά τα άφηναν να παλαιώνουν επειδή πίστευαν πως το παλιό κρασί ήταν πιο ποιοτικό και πιο ελαφρύ.

Ο πίνακας της δημοσίευσης είναι έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ και πάνω του αναγράφεται ο τίτλος «Βάκχος,θεός του οίνου, θεός των αρχαίων».

Ο νεαρός Διόνυσος ζαλισμένος από την οινοποσία κάθεται πάνω σ’ ένα βαρέλι κρασιού. Στεφανωμένος με κλαδιά αμπέλου κρατάει ένα σκήπτρο με σταφύλια στο δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό σηκώνει ένα ποτήρι με κρασί ευχόμενος «εις υγείαν».

Με αυτόν αγαπητοί Μυθολόγοι κλείνει το σημερινό οδοιπορικό μας στις γεύσεις και τις συνήθειες των προγόνων μας. Σας χαιρετώ.

Πηγές:

*Διατροφή στην αρχαία Ελλάδα - Βικιπαίδεια
*Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων, της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη - Άρθρα ..
*FoodChain - science - Το Βήμα Online

*Τα νηπενθή - Κυκεών Κοινωνία
 *Κώνειο το στικτόν - Conium maculatum
*HISTORY OF GREEK FOOD

ΒΑΣΩ ΜΑΓΓΑΝΑΡΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου