Google+ To Φανάρι : Τι να λέω – Τι να λέω (Παραμύθι)

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Τι να λέω – Τι να λέω (Παραμύθι)

Κόκκινη κλωστή δεμένη 
στην ανέμη τυλιγμένη,
 δώσ' του κλώτσο να γυρίσει
 παραμύθι ν' αρχινίσει. 
Τι να λέω – Τι να λέω
(Σκουτάρος Μυτιλήνης)
1) Στην Μυτιληναίικη ντοπιολαλιά (ακολουθεί διασκευή και στην καθομιλουμένη)
Μια γναίκα απ του χουριό είχι ένα γιο λίγου αγαθό που τουν ηλέγαν Σταύρου.
Μια μέρα τ΄λεει η μάνα τ’:...

Πάνι να παρς μια πατσά μουσχαρίσια να κάνου να φάμι τς άμα έρχισι να τ΄πλήνς στου γιαλό.
Καλά μανά θα πάγου.
Πήγι στου χασάπ τν αγόρασι τσι έκαστι στου γυαλό να τ’ πλήν.
Απί μακριγιά είδι μια βάρκα τσι άρχισει να φουνάζ.
- «τν έπληνα καλά;», «τν έπληνα καλά;»
Η βαρκάρς ινόμζι πους υγύριβγι βουήθεια τσι ήβγει όξου.
- Τί θέλλς τσι φουνάχς τουν ήρώτσι.
- Να ρουτώ τν έπληνα καλά τ πατσά;
- Για έφτουνου με βγαλις όξου θα σι κανουνήσου ιγώ, τσι τουν αρχίνσει στου ξύλου, να ξύλου, να ξύλου τουν έκανι μάυρου.
Η Σταύρους ηρώτα
- τι να λέγου; τι να λέγου;
- Να λέχς «Ωρα καλή στη πρίμη σου και αέρα στα πανιά σου και ένα πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου.»
- Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.¨
Προυχώρσι παρακάτου τσι συνάντσει στου δρόμου τ έναν κυνηγό .
- Ώρα καλή στη πρύμη σου και αέρα στα πανιά σου και ένα πουλί πετά-μενο να μη βρεθεί μπροστά σου.
- Τι ένι έφτανα που λεχς ιγώ θέλου να σκουτώσου πλια τσι ισυ λεχς να μη βριθεί πιτάμινου μπρουστάμ, τσι τουν αρχίνσει στου ξύλου , να ξύ-λου, να ξύλου τουν έκανι μάυρου.
Η Σταύρους ηρώτα
- τι να λέγου ; τι να λέγου;
- «Πέντι πέντι την ημέρα τσι ικατό την ιβδουμάδα, Πέντι πέντι την ημέρα τσι ικατό την ιβδουμάδα».
- Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Προυχώρσι στου δρόμου τσι συνάντσι μια κηδεία.
Μόλις την ίδι αρχίνσει « Πέντι πέντι την ημέρα τσι ικατό την ιβδουμάδα»,.
- Τι ένι έφτανα που λέχς βρε, να πιθέν ι κόσμους πέντι πέντι, τσι τουν αρχινήσαν πάλι στου ξύλου να ξύλου, να ξύλου τουν έκαναν μάυρου.
Η Σταύρους ηρώτα
- τι να λέγου ; τι να λέγου;
- «Θιός σχουρέστουν θιος σχουρέστουν».
Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Προυχώρσι παρακάτου τσι συνάντσει στου δρόμου τ έναν γάμου . Κό-σμους πουλίς η νύφ ή γαμπρός τα βιουλιά τσι προυχουρούσαν για τ νακκλησσιά.
Η Στάυρους ηπήγι κουντά τσι αρχίνσι
- Θιός σχουρέστουν θιος σχουρέστουν
- Τι λέχς βρέ παλαβέ γάμου έχουμι δεν έχουμι κηδεία,
τσι τουν αρχινήσαν πάλι στου ξύλου, να ξύλου, να ξύλου τουν έκαναν μάυρου.
Η Σταύρους ηρώτα
- τι να λέγου ; τι να λέγου;
- «Μ αυτήν θα φάς μ΄αυτήν θα πιείς μ΄αυτήν θα πέχς να κοιμηθείς»
- Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Στου δρόμου που ιδγαίβεινι είδι έναν άθρουπου να κάθιτι σι μια μπάντα τσι να καν τα κακά τ.
Πήγι κουντά τα τσι αρχίνσι
- Μ αυτήν θα φάς μ΄αυτήν θα πιείς μ΄αυτήν θα πέχς να κοιμηθείς
- Τι λέχς βρέ άρχηστη να φάγου τσι να πιω μ΄αυτήν θα σι σκουτώσου, τσι τουν αρχίνσει πάλι στου ξύλου, να ξύλου, να ξύλου τουν έκανι μάυ-ρου.
. Η Σταύρους ηρώτα.
- τι να λέγου ; τι να λέγου;
- Ούφ Βρωμάει , Ούφ βρομάει
- Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Δαρμένους σκουτουμένους φουρτουμένους τσι μι τ πατσά συνέχσι του δρόμου. ΄Ηβρι εναν παπά τσι θυμιάτζει .
- Ούφ Βρωμάει , Ούφ βρομάει
- Δε ντρέπησι βρέ βρωμάει το λιβάν , που μουσχουμηρίς τ λέχ η πα-πάς, θα σι σουτώσου, τσι τουν αρχίνσει πάλι στου ξύλου, να ξύλου, να ξύλου τουν έκανι μάυρου.
. Η Σταύρους ηρώτα
- τι να λέγου ; τι να λέγου;
- Θα λέχς εφράνθει η καρδία μου , εφράνθει η καρδία μου
- Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Κόντιβγι πια κουντά στου σπίτ τσι είδι δυο αδέρφια να τσακώνιντιν
- Εφράνθει η καρδία μου, εφράνθει η καρδία μου.
- Βρέ άχρηστη ιμεις κουντέβγουμι να σκουτουθούμι τσι ισύ λεχς , ε-φράνθει η καρδία μου, του τιλιφταιους ένι, τσι τουν αρχινήσαν πάλι στου ξύλου, να ξύλου, να ξύλου τουν ικάναν μάυρου.
- Τι να λέγου αδέρφια τι να λέγου
- Να λεχς « χουρίστι αδέρφια χουρίστι αδέρφια»
Καλά, καλά, αυτό θα λέγου.
Όξου απ του σπίτι τ τσσκώνηνταν δυο σκύλλ
Ηπήγι κουντα τσι αρχήνσι
- Χουρήστι αδέρφια χουρήστι αδέρφια
Οι σκύλλ μυρήσαν τ πατσα στα χέρια τ τσι τνα αρπάξαν τσι φύγαν να τ φαν μι τν υσηχία ντουν.
Ήβγη η μάνα τ ώξου
- Που ένι βρε η πατσα
-την φάγαν μάνα οι σκύλλ
- Θα συ σκουτώσου βρε τόσην ώρα έκανις να έρτς τσι στου τέλος λεχς νι φάγαν οι σκύλλ τ πατσα,
τσι τουν αρχίνσει τσι η μάνατ στου ξύλου τουν έκανι μάυρου.

2)ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια φτωχή γυναίκα στο χωριό που είχε ένα γιο λίγο χαζό και τον έλεγαν Σταύρο.
Μια μέρα πρωί πρωί του λέει :
-Σταύρο, να πας στον κρεοπώλη να πάρεις μια πατσά μοσχαρίσια να κά-νω λίγη σούπα να φάμε.
- Καλά μάνα πάω,
-Όπως έρχεσαι να περάσεις απ΄τη θάλασσα να την πλύνεις γιατί θέλει πολύ νερό να πλυθεί και εγώ δεν μπορώ να κουβαλάω απ΄τη βρύση του χωριού.
- Καλά μάνα θα την πλύνω, της είπε ο Σταύρος και έφυγε.
Πήγε στον κρεοπώλη πήρε την πατσά και ξεκίνησε για το σπίτι. Όταν έ-φτασε στη θάλασσα έκατσε στην παραλία να την πλύνει. Όπως την έπλυ-νε είδε από μακριά μια βάρκα στη θάλασσα . Σήκωσε την πατσά στο χέρι του ψηλά και άρχισε να φωνάζει :
-Την έπλυνα καλά ; την έπλυνα καλά;
Ο βαρκάρης που δεν άκουγε από τη φουρτούνα νόμιζε ότι τον φώναζε για κάτι σοβαρό, σίγουρα θα έγινε κάποιο κακό σκέφτηκε, για αυτό με
φωνάζει ο άνθρωπος τόσο δυνατά, και βγήκε έξω με τη βάρκα για να δει τι θέλει.
- Τι θέλεις και φωνάζεις ;
-Να, σε ρωτάω: την έπλυνα καλά;
Τότε ο βαρκάρης θυμωμένος άρχισε να τον χτυπάει ,Να ξύλο , να ξύλο τον έκανε μαύρο. Ο Σταύρος τον ρωτούσε :
Τι να λέω; Τι να λέω;
- «Ώρα καλή στη πρύμνη σου και αέρα στα πανιά σου και ένα πουλί πε-τάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου» αυτό να λές του είπε ο βαρκάρης και τον παράτησε και έφυγε.
Ο Σταύρος σηκώθηκε σιγά σιγά και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγο συ-νάντησε έναν συγχωριανό του με το όπλο του που πήγαινε για κυνήγι.
Τότε ο Σταύρος θυμήθηκε τι του είπε ο βαρκάρης και επειδή φοβήθηκε μη ξαναφάει ξύλο άρχισε να του λέει :
- «Ώρα καλή στη πρύμνη σου και αέρα στα πανιά σου και ένα πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου».
Όταν άκουσε ο κυνηγός να του λέει να μη βρεθεί μπροστά του πουλί πε-τούμενο εξαγριώθηκε και άρχισε να τον χτυπάει. Να ξύλο , να ξύλο τον έκανε μαύρο. Ο Σταύρος τον ρωτούσε : Τι να λέω; Τι να λέω;
-«Δέκα – Δέκα την ημέρα και εκατό την εβδομάδα Δέκα – Δέκα την ημέ-ρα και εκατό την εβδομάδα» αυτό να λές . Εννοούσε βέβαια να σκοτώνει δέκα δέκα τα πουλιά την ημέρα και εκατό την εβδομάδα.
Κλαίγοντας Σταύρος φώναζε:
- Αυτό θα λέω αυτό θα λέω.
Όπως συνέχισε το δόμο για να πάει στο σπίτι του συνάντησε μια κηδεία , τους συγγενείς, τον παπά και το νεκρό .
Ο Σταύρος άρχισε
- «Δέκα – δέκα την ημέρα και εκατό την εβδομάδα. Δέκα – δέκα την ημέ-ρα και εκατό την εβδομάδα.»
Οι συγγενείς του νεκρού εξαγριώθηκαν με την ευχή που άκουσαν να τους λέει ο Σταύρος .
- Τι είναι αυτά που λες ρε χαζέ να πεθαίνουν δέκα δέκα οι άνθρωποι, θα σε σκοτώσουμε, και άρχισαν να τον χτυπούν. Να ξύλο, να ξύλο τον έκα-ναν μαύρο.
Ο Σταύρος ρωτούσε :
- Τι να λέω; Τι να λέω;
Να λές : «Ο Θεός να τον συγχωρέσει».
-Καλά καλά αυτό θα λέω φώναζε ο Σταύρος.
Με μώλωπες σε όλο το σώμα και κουτσαίνοντας προχώρησε λίγο παρα-κάτω, από μακριά άκουσε μουσική και σε λίγο βλέπει μια νύφη ένα γαμπρό και κόσμο καθώς και μουσική να παίζει . Γινόταν γάμος .
Ο Σταύρος έτρεξε γρήγορα γρήγορα να ευχηθεί αυτό που του είχαν πει οι προηγούμενοι: « Ο Θεός να τον συγχωρέσει» « Ο Θεός να τον συγχωρέσει»
Θηρίο έγινε ο γαμπρός και κουμπάρος . Θα σε σκοτώσουμε δεν πρόκει-ται να γλιτώσεwι με αυτά τα λόγια που λές και άρχισαν να τον χτυπούν και να τον βρίζουν. Να ξύλο, να ξύλο τον έκανε μαύρο. Ο Σταύρος ρω-τούσε :
- Τι να λέω; Τι να λέω;
Να λές στον γαμπρό : “Μ’ αυτην να φας μ΄αυτήν να πιεις μ΄αυτή να πέσεις να κοιμηθείς” (εννοώντας βέβαια τη νύφη).
- Καλά καλά αυτό θα λέω φώναζε ο Σταύρος.
Εξουθενωμένος απ΄το πολύ ξύλο κατηφόρισε για τη γειτονιά του . Σε μια γωνιά είδε ένα γέρο να κάνει τα κακά του. Πάει κοντά του Σταύρος και του λέει “Μ άυτην να φας μ΄αυτήν να πιεις μ΄αυτής να π΄σεις να κοι-μηθείς” Σηκώνεται ο γέρος και άρχισε να τον κυνηγά με τη μαγκούρα του. Τι λές βρε ηλίθιε μ΄αυτή να φάω και να κοιμηθώ θα σε σκοτώσω.
- Τι να λέω; Τι να λέω;
-Να λές :“ ουφ βρωμάει, ουφ βρωμάει”
Καλά καλά αυτό θα λέω
Συνέχισε το δρόμο σιγά σιγά κρατώντας και τη σακούλα με την πατσά που περίμενε η μάνα του για να μαγειρέψει . Πέρασε μπροστά απ την εκκλησία του χωριού και έκανε το σταυρό του, εκείνη την ώρα βγήκε ο
παπάς με το θυμιατό του και θυμιάτιζε . Ο Σταύρος άρχισε να του λέει ουφ βρωμάει ουφ βρωμάει.
- Βρέ άπιστε βρωμάει το λιβάνι, ο παπάς άρχισε να φωνάζει και να τον κυνηγά με το θυμιατό.
- Τι να λέω τι να λεω φώναζε ο Σταύρος που προσπαθούσε να απο-φύγει το θυμιατό. « Να λες ευφράνθει η καρδία μου ευφράνθει η καρδία μου.»
- Καλά καλά αυτό θα λέω.
Δεν το κρατούσαν πια τα πόδια τουκαι παρακαλούσε να μη συναντήσει κανέναν μέχρι να φτάσει σπίτι του γιατί σήμερα η μέρα του ήταν πολύ κακή.
Όπως έστριβε το δρόμο άκουσε φωνές πάει κοντά και βλέπει δυο αδέλ-φια να μαλώνουν, είχαν πέσει στο χώμα και χτυπούσε ο ένας τον άλλον με μανία. Πάει κοντά και άρχισε να φωνάζει «ευφράνθει η καρδία μου ευφράνθει η καρδία μου». Οταν τον άκουσαν τα αδέλφια σταμάτησαν να χτυπιούνται και άρχισαν να κινάγανε το Στάυρο και να του πετάνε πέ-τρες .
- Τι είναι αυτά που λές βρε ευφράνθει η καρδία σου που εμείς μα-λώνουμε δεν θα σε αφήσουμε ζωντανό.
- Τι να λέω τινα λέω φώναζε.
- «Χωρίστε αδέλφια» θα λες χωρίστε αδέλφια.
- Καλα καλά αυτό θα λέω φώναζε ο Σταύρος και έτρεχε με όση δύ-ναμη του απέμεινε.
Ειχε φτάσει πια έξω απ το σπίτι του. Στην πόρτα του σπιτιού του είδε δυο σκυλιά που μάλωναν γαύγιζαν τόσο δυνατά που είχαν βγει οι γει-τόνισσες και προσπαθούσαν να τα χωρίσουν .
Πάει τότε κοντά και κουνώντας τη σακούλα με τη πατσά φώναζε
« χωρίστε αδέλφια χωρίστε αδέλφια» Τότε οι σκύλοι εξαγριωμένοι άρπαξαν την πατσά και έφυγαν .
Εκείνη τι στιγμή βγήκε η μάνα του να δει τη συμβαίνει έξω από την πόρτα της, βλέπει το γιο της σε κακά χάλια και με άδια χέρια.
- Που είναι βρε η πατσά ;
- Μάνα την έφαγαν τα σκυλιά.
- Και γιατί άργησες τόσο πολύ;
- Μάνα πέρασα πολλά έλα να στα πω.
- Τι να μου πεις βρε ακαμάτη, έκανες δυο ώρες να έρθεις και ήρ-θες χωρίς πατσά τι θα φάμε τώρα; θα σε σκοτώσω.
και άρχισε να τον χτυπά ει με το σκουπόξυλο.
Ο καημένος ο Σταύρος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί σήμερα όλοι οι συγχωριανοί του ακόμα και η μάνα του τον χτυπούσαν χωρίς να τους πειράξει…

Το παραμύθι αυτό είναι παραδοσιακό παραμύθι από το χωριό Σκουτάρος της Μυτιλήνης και μας το έλεγε η μητέρα μου που είναι σήμερα 83 ετών και εκείνη το ήξερε από τη γιαγιά μου που είχε γεννηθεί το 1890 και πέθανε το 1982.
 Όταν ήμασταν παιδιά θέλαμε να το ακούμε συνέχεια γιατί γελούσαμε πολύ το ίδιο και τα δικά μου παιδιά, και πάντα τους το έλεγα.
ΤΣΟΝΤΑΚΗ ΧΑΡΑ
haroyla00@yahoo.gr
  ebooks4greeks.gr

Δημοσθένης Το Φανάρι

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου